Σου χρωστάω μια απάντηση, σύντροφέ μου. Το ζήτημα δεν είναι προσωπικό. Και σου δηλώνω πως είμαι - ικανοποιητικά - ευτυχισμένος. Ομως, ξεχνάς, φαίνεται, πως πέρασε μεγάλο διάστημα... και στο μεταξύ η ζωή - γενικά - χειροτέρεψε! Θέλω, πίστεψέ με, να γράψω για τον έρωτα, για τη Νόρμα που είδα τελευταία στη Λυρική, για το φεγγάρι, που βγήκε μέσα από τη θάλασσα και πήρε φωτιά ο τόπος... Ομως, σύντροφέ μου, δε με αφήνει εκείνη η κατάξανθη μικρούλα, που παίζει μόνη της στην οδό Δερβενίων!
Δεν την ξέρεις τη μικρούλα, ε; Κανένας δεν την ξέρει. Ούτε εγώ την ήξερα. Εμαθα γι' αυτήν και την ιστορία της - είχε «ιστορία», κιόλας, αυτό το νιάνιαρο - τρώγοντας στην ταβέρνα του δρόμου της. Μόλις την είδα, μου έφυγε μια κραυγή θαυμασμού. Πώς κάνουμε, όταν δούμε μια καταπληκτική ομορφιά; Ετσι!
«Τι είναι αυτό», είπα!
«Αλβανάκι», μου είπε μια φίλη μου, που έτρωγε δίπλα μας.
«Αυτή είναι ένα θαύμα. Κοίτα τις μπούκλες της. Είναι καταπληκτικά όμορφη»!
«Είναι Αλβανάκι», επέμενε εκείνη!
Σε ρωτάω, σύντροφέ μου, είναι πρωινό ξύπνημα αυτό για ένα παιδί; Φταίω εγώ που θέλω να βρίσω, λοιπόν; Φταίω εγώ που δεν μπορώ να συγκρατήσω την οργή μου;
Μετά το «πρωινό», η μικρούλα ταχτοποιεί την κουζίνα, πλένει πάλι τα δόντια της, θέλει λέει να ασπρίσουν, και στρώνει -όσο μπορεί - το κρεβάτι. Ετσι - για να θυμηθεί πως είναι παιδί - κάνει και καμιά αταξία. Μικρά πράγματα δηλαδή, το σπίτι είναι μια μεγαλούτσικη γκαρσονιέρα, τι πράγματα να σπάσει εκεί μέσα; Υστερα το μωρό σιγά - σιγά, χωρίς να το καταλάβει, έρχεται φάτσα με την πραγματικότητα. «Και τώρα πώς περνάει η ώρα»;
Πώς περνάει η ώρα για ένα μωρό, σύντροφε; Για ένα μωρό, που δεν ξέρει να μετράει τις ώρες, όχι να βρει - κιόλας - και πώς να τις περάσει. Και σε ρωτάω, σύντροφέ μου, είναι ένδειξη πως το μωρό δεν υποφέρει, αφού κανένας δεν το είδε να κλαίει; Και σε ρωτάω, ακόμα, ποιος κερατάς μπήκε ποτέ στο υπόγειο να δει, αν κλαίει η μικρή; Ε, εγώ σου λέω, σύντροφέ μου, πως κλαίει, που να πάρει ο διάολος! Πώς αλλιώς θα κυλήσει η ώρα; Κλαίει, σύντροφέ μου, το μωρό. Κλαίει για να περάσει η ώρα! Για πλάκα. Ούτε ένα δάκρυ για όσους το κρατάνε κλεισμένο. Δεν τους φοβάται! Ούτε το σκοτάδι φοβάται. Κλαίει για να περάσει η ώρα. Κλαίει και γελάει την ίδια ώρα. Ο,τι θέλει, κάνει! Μόνη της είναι!
Στη συνέχεια, η μικρή σκουπίζει τα μάτια της. Πέρασε η ώρα. Κοιτάζεται στον καθρέφτη. Αχ, αυτός ο καθρέφτης! Ταχτοποιεί το φουστάνι της και βγαίνει στο δρόμο. Και τι δεν κάνει στο δρόμο, στην οδό Δερβενίων, αυτός ο ξανθός άγγελος. Πρώτα -πρώτα, είναι τόσο όμορφη, που αναγκάζει τον κόσμο να τη θαυμάζουν. Υστερα παίζει κουτσό. Μετά παραβγαίνει - με τον εαυτό της - στο τρέξιμο. Στοιχήματα να δούνε τα μάτια σου! Μετά κοιτάζει τα μηχανάκια. Υστερα τους παράξενους ανθρώπους. Στη συνέχεια, πάλι κουτσό, πάλι τρέξιμο, πάλι μηχανάκια, πάλι παράξενοι άνθρωποι! Μέρα είναι θα περάσει, που να πάρει ο διάολος, δε θα περάσει;..
Τώρα, ελπίζω να κατάλαβες γιατί είμαι θυμωμένος, οργισμένος, καλύτερα! Και δεν είμαι μόνο για τη μικρή της οδού Δερβενίων, αλλά για όλα τα μικρά «Αλβανάκια», που παίζουν μοναχά τους στους δρόμους. Που κλαίνε μοναχά τους στις σκοτεινές γκαρσονιέρες! Και σε παρακαλώ, σύντροφε, έτσι για να τα τιμήσουμε, έλα να πούμε μαζί μια βρισιά. Τη χειρότερη. Οχι αυτή που τη λέμε φωνάζοντας και μας περνάει. Την άλλη. Αυτή, που σιγά - σιγά σχηματίζεται στα μάτια μας! Αυτή, που σιγά - σιγά μαζεύεται στην καρδιά μας. Στη λογική μας. Ελα, εσύ που δε βρίζεις και εγώ που βρίζω, να πούμε μια μαζί βρισιά για το ξανθό Αλβανάκι! Για τις μπούκλες του!
Κεντρική ομιλήτρια στην εκδήλωση η αγωνίστρια Χρυσούλα Γκόγκογλου, που έδωσε έμφαση στο κενό που άφησε πίσω της η Ιουλία Πλουμπίδου. «Η Ιουλία, υπογράμμισε, είχε την τύχη και την ευτυχία να παλεύει δίπλα στον αγαπημένο σύντροφο και σύζυγό της, τον κομμουνιστή, ηγέτη του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος και ήρωα του λαού μας, σ. Νίκο Πλουμπίδη. Ομως, η αξέχαστη συντρόφισσά μας Ιουλία, στα δύσκολα χρόνια - τα πέτρινα χρόνια - είχε και την ατυχία να περάσει μια μεγάλη δοκιμασία, ενώ βρισκόταν φυλακισμένη για τη δράση της στις φυλακές Αβέρωφ.
Η δοκιμασία αυτή δεν κλόνισε την πίστη της, υπογράμμισε η ομιλήτρια, στα ιδανικά της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Και μετά την αποφυλάκισή της, αταλάντευτα έδινε το "παρών" στους αγώνες για τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα... Ιδιαίτερα από το Κέντρο Μελέτης της Ιστορίας, που ήταν ιδρυτικό μέλος και γενική γραμματέας για πολλά χρόνια, βοήθησε ακούραστα και με υπομονή νέους και νέες σπουδαστές με την επιθυμία πάντα και σαν δασκάλα, να μεταλαμπαδεύσει στη νέα γενιά την ιστορία και τα διδάγματα της Εθνικής Αντίστασης. Δίδαξε με τη ζωή και τη δράση της τη σεμνότητα και την αυτοθυσία που πρέπει να διακρίνει τις κομμουνίστριες και τους κομμουνιστές. Ετσι θα μείνει στη μνήμη μας. Δε θα την ξεχάσουμε. Γιατί, όπως έγραψε ο μεγάλος Ρώσος συγγραφέας Ηλία Ερεμπουργκ: "Το πιο τρομερό είναι να ξεχνάς, αλλά να ξεχνάς είναι σαν να πεθαίνεις. Αν η πατρίδα τα θυμάται όλα... τότε θα γίνει ελεύθερη και δυνατή. Αν τα ξεχάσει, θα πρέπει να περιμένει καινούριες συμφορές"».
Παρών στην εκδήλωση και ο γιος της Ιουλίας Πλουμπίδου, Δημήτρης, που παρέλαβε αγαλματίδιο φιλοτεχνημένο από τη γλύπτρια Ασπασία Παπαδοπεράκη, δώρο της στην ΠΕΑΕΑ προς τιμήν της Ιουλίας. Ηταν μια ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή και ο Δημήτρης Πλουμπίδης δήλωσε ότι θα βοηθήσει την ΠΕΑΕΑ, με βάση το αρχείο της μητέρας του, να ολοκληρώσει ένα λεύκωμα για τη γυναίκα της Αντίστασης, η δημιουργία του οποίου ήταν όνειρό της. «Μέριμνά της, είπε, ήταν πώς θα αποφύγουμε τη λήθη, να μην ξεχαστεί η περίοδος της Εθνικής Αντίστασης, όλα αυτά που ζήσαμε, τα ιδανικά του σοσιαλισμού».
Παίρνοντας το λόγο, ο πρόεδρος της ΠΕΑΕΑ, Νίκος Τερζόγλου, εξήρε τη συμβολή της Ιουλίας στην ανάπτυξη της ΠΕΑΕΑ και δεσμεύτηκε ότι η οργάνωση θα συνεχίσει και θα ολοκληρώσει το λεύκωμα για τις αγωνίστριες της Εθνικής Αντίστασης, που θα είναι αφιερωμένο στη μνήμη της αξέχαστης συντρόφισσας.
Στη συνέχεια μίλησαν οι Ρίτσα Βαχλιώτη (συγκρατούμενη της Ιουλίας) από το Κέντρο Μελέτης της Ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης και ο Μήτσος Κάιλας πρόεδρος του Κέντρου.
Στη διάρκεια της εκδήλωσης, διαβάστηκε ποίημα της Φαίδρας Ζαμπαθά - Παγουλάτου για τη γυναίκα και ο Διονύσης Χρηστακόπουλος τραγούδησε το «Φεγγαράκι» του Φώτη Αγγουλέ και τη «Μάνα». Η εκδήλωση έκλεισε με το τραγούδι της Ειρήνης, που το τραγούδησαν επτά παλιές κρατούμενες των φυλακών Αβέρωφ. Ολοι οι παριστάμενοι έφυγαν με ένα κόκκινο γαρίφαλο στη μνήμη της Ιουλίας. Ηταν εκεί μέλη της οικογένειάς της, εκπρόσωποι της ΠΕΑΕΑ, ο Φοίβος Τσέκερης, ο Βασίλης Βενετσανόπουλος, πρόεδρος των Αντιστασιακών Δικηγόρων, η Γιάννα Τρικαλινού, η Αγγελική Δρόσου, η Αλέκα Γιαννούση από το Τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ για την Ισοτιμία και τη Χειραφέτηση της Γυναίκας. Γεμάτη η αίθουσα από παλιές συναγωνίστριες της Ιουλίας...
Για χρόνια συνεργάτης της στο Κέντρο Μελέτης της Ιστορίας της Εθνικής Αντίστασης ο Γιώργος Βελλάς, δόκτορας Ιστορίας, μας μιλά για την Ιουλία, έτσι όπως τη γνώρισε στα πλαίσια της καθημερινής δουλιάς: «Για μένα προσωπικά, λέει, ήταν ένα άγραφτο βιβλίο, εγκυκλοπαίδεια του αγώνα, γνώριζε πολλά πράγματα για συντρόφους και συντρόφισσες, αγωνιστές και ήρωες αυτού του τόπου και όλους τους μαθητές της, που δώσανε τη ζωή τους για τη λευτεριά, τους θυμόταν με το όνομά τους. Στις συζητήσεις που κάναμε, πολλές φορές της πρότεινα να κάτσει και να γράψει αυτό το βιβλίο που κουβαλά πάνω της με τόσες ηρωικές σελίδες... Λυπάμαι πάρα πολύ που δεν έκανε αυτή τη δουλιά, ίσως να ήταν ένα από τα καλύτερα βιβλία για τη νεολαία μας...
...Απ' ό,τι κατάλαβα όλα αυτά τα χρόνια δε συνήθιζε να δίνει συνεντεύξεις ή να μιλά ανοιχτόκαρδα για τους προσωπικούς της αγώνες, τα βάσανα και τους πόνους της... Πολλές φορές που συζητούσαμε περισσότερα πράγματα έλεγε για το ΝΙΚΟ της, το σύντροφό της, για τις δραστηριότητές του, την απλότητά του, την ειλικρίνειά του και πολύ λίγα λόγια για την ίδια. Μια μέρα που βρέθηκα στο σπίτι της, μου έδειξε μια εφημερίδα του 1954, η οποία με συγκίνησε τρομερά. Στην εφημερίδα αυτή, είδα μια φωτογραφία με τον εκτελεσμένο Ν. Πλουμπίδη, μα όχι μόνο εκτελεσμένο, αλλά και πεσμένο πάνω στη μητρική μου γη και, μάλιστα, με χειροπέδες στα χέρια... Τέτοια ανανδρία και απονιά δεν έχω δει σ' άλλο τόπο και θυμήθηκα τα λόγια του νομπελίστα μας Γ. Σεφέρη: "Οπου κι αν βρεθώ, η Ελλάδα με πληγώνει"»...
Εμείς θα θυμόμαστε την εικόνα της, μια αδύνατη σιλουέτα να απευθύνει χαιρετισμό σε κάποια επέτειο της Μέρας της Γυναίκας, νύχτα, μέσα στο κρύο που θέριζε... Κι ας ήταν καρδιοπαθής...
Θα τη θυμόμαστε να μιλά για πηγές απ' όπου μπορεί κανείς να διαβάσει για το γυναικείο κίνημα στην Ελλάδα, για τις ηρωικές δασκάλες της Κατοχής... Εκείνη μας συνέστησε να διαβάσουμε τη «Βασιλική Δρυ» της Ελλης Αλεξίου με τους αγώνες των εκπαιδευτικών... Θα θυμόμαστε το ζωηρό ενδιαφέρον που έδειχνε για τους συνανθρώπους. Το καμάρι για το γιο και τον εγγονό της Νίκο... Την έννοια της να βρεθούν τρόποι για να μάθουν οι νέοι τη νεότερη ιστορία μας: «Για να περάσει σήμερα στη νεολαία το έργο της Αντίστασης, χρειάζεται η καλλιτεχνική έκφραση πια», έλεγε. «Μουσική, θεατρικές παραστάσεις, συζητήσεις ζωντανές, διάλογος - ώστε να τη βιώσουν οι νέοι άνθρωποι. Το παρελθόν θέτει προβλήματα που δεν έχουν ακόμα λυθεί», τόνιζε...
Πιο πολύ θα θυμόμαστε την αλύγιστη αφοσίωση στο πρόσωπο του συντρόφου της. Ηταν σαν να μην έφυγε ποτέ από δίπλα της...