ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 8 Ιούνη 2000
Σελ. /64
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΚΚΕ
Προσπάθεια διαχωρισμού και αποπροσανατολισμού του λαού

Ανακοίνωση του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του Κόμματος σχετικά με τις νέες εξελίξεις στην υπόθεση των ταυτοτήτων

Κυβέρνηση και ιεραρχία βάζουν την ελληνική κοινωνία σε έναν επικίνδυνο δρόμο διαχωρισμού του ελληνικού λαού, με βάση τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, αποπροσανατολίζοντάς τον από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Το παραπάνω επισημαίνει σε ανακοίνωσή του το Γραφείο Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ αναφορικά με τις νέες εξελίξεις στην υπόθεση των ταυτοτήτων.

Η ανακοίνωση έχει ως εξής: «Η οξύτητα και η ένταση που δημιουργήθηκε, με αφορμή την αναγραφή ή όχι του θρησκεύματος στις ταυτότητες, δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Τόσο η κυβέρνηση όσο και η Ιεραρχία βάζουν την ελληνική κοινωνία σε έναν επικίνδυνο δρόμο διαχωρισμού του ελληνικού λαού με βάση τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και τον αποπροσανατολίζουν από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Την ώρα που προωθούνται οι πιο αντιδραστικές επιλογές της ΟΝΕ και του ΝΑΤΟ, την ώρα που η Συνθήκη του Σένγκεν καρατομεί και τα πιο στοιχειώδη δικαιώματα των εργαζομένων, κυβέρνηση και Εκκλησία τραβάνε το σκοινί, ρίχνουν λάδι στη φωτιά, με αφορμή ένα δευτερεύον ζήτημα. Η κυβέρνηση αντιμετώπισε ως θέμα αρχής τη συνάντηση με την Εκκλησία και αρνήθηκε περιφρονητικά να την πραγματοποιήσει, ενώ έπρεπε να την αποδεχτεί, ανεξαρτήτως από τη σωστή θέση να μην αναγράφεται το θρήσκευμα. Η Εκκλησία, από την άλλη, με την απόφαση της Ιεραρχίας να διοργανώσει συλλαλητήρια σε Αθήνα - Θεσσαλονίκη, πυροδοτεί με τη σειρά της την κατάσταση και μάλιστα για ένα θέμα, όπως η μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, που δεν εμποδίζει την ουσιαστική εκδήλωση της θρησκευτικής πίστης. Παράλληλα, προβάλλει το αβάσιμο επιχείρημα του αφελληνισμού, που δήθεν θα επέλθει εξαιτίας της μη αναγραφής. Το θέμα με τις ταυτότητες ανέδειξε το κύριο ζήτημα του διαχωρισμού κράτους - Εκκλησίας, που η κυβέρνηση είχε τη δυνατότητα να το προωθήσει προς λύση στα πλαίσια της αναθεώρησης του Συντάγματος και δεν το προώθησε. Πρόκειται για ένα ώριμο πρόβλημα, που θα έπρεπε να προχωρήσει μετά από μια ουσιαστική συζήτηση και ενημέρωση του λαού. Ο λαός μας δεν πρέπει να πέσει θύμα της κατάστασης που δημιουργείται. Μπροστά μας βρίσκεται η καταπάτηση δικαιωμάτων και ελευθεριών, ο οδοστρωτήρας της ιμπεριαλιστικής νέας τάξης, η αντιλαϊκή πολιτική. Εναντίον αυτών πρέπει να στραφεί η ενωτική λαϊκή πάλη».

ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Δεν αρνείται το διάλογο, ισχυρίζεται ο Δ. Ρέππας

Στη γραμμή της, ότι το θέμα των ταυτοτήτων αφορά την πολιτεία και όχι την Εκκλησία, κινήθηκε και χτες η κυβέρνηση. Ο Δ. Ρέππας ισχυρίστηκε, πάντως, «ότι δεν τίθεται θέμα άρνησης του διαλόγου με την Εκκλησία», αλλά πως «η κυβέρνηση έκρινε ότι είναι προτιμότερο η συνάντηση να γίνει για λογαριασμό της, με τον αρμόδιο υπουργό Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, πράγμα που αρνήθηκε η Ιεραρχία».

Στη συνέχεια, ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξε ότι «όπως η κυβέρνηση δε θα ορίσει τους εκπροσώπους της Ιεραρχίας, στο πλαίσιο των συνεργασιών με την κυβέρνηση, έτσι και η Ιεραρχία δεν είναι δυνατό να ορίσει ποιοι θα είναι αυτοί, που, στο πλαίσιο των εσωτερικών λειτουργιών της κυβέρνησης, κάθε φορά, θα συζητούν με την Ιεραρχία». Θεώρησε σκόπιμο, δε, να σημειώσει ότι «ο πρωθυπουργός παραμένει στη διάθεση του αρχιεπισκόπου και της Ιεραρχίας, αλλά αυτό θα αντιμετωπιστεί στο πλαίσιο του προγράμματος του πρωθυπουργού, αν διατυπωθεί ως αίτημα».

Στη συνέχεια, ο υπουργός δήλωσε ότι η κυβέρνηση «δεν αντιμετωπίζει την Εκκλησία ως πολιτικό συνομιλητή ή ως πολιτικό αντίπαλο», για να συμπληρώσει ότι «θέματα τα οποία έχουν κοινό ενδιαφέρον, ασφαλώς, πρέπει να συζητηθούν. Δεν μπορεί, όμως - πρόσθεσε - να αποτελέσουν αντικείμενο συζήτησης, στο πλαίσιο αυτής της συνεργασίας, θέματα για τα οποία την αποκλειστική αρμοδιότητα έχει η πολιτεία και μόνον αυτή».

Οσον αφορά την «ατζέντα» αυτού του διαλόγου, ο Δ. Ρέππας είπε ότι μπορεί «να περιλαμβάνει θέματα που έχουν σχέση με τα έργα ανάπτυξης, για τα οποία θέλει να αναλάβει πρωτοβουλίες η Εκκλησία, θέματα που έχουν σχέση με την εκκλησιαστική εκπαίδευση, θέματα που έχουν σχέση με τον εκσυγχρονισμό απονομής της εκκλησιαστικής δικαιοσύνης», για να επαναλάβει ότι το θέμα των ταυτοτήτων «είναι πολύ ειδικό, αφορά ένα δημόσιο έγγραφο και συγκεκριμένα το αστυνομικό δελτίο αναγνώρισης του πολίτη και τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται σε αυτό. Τίποτε άλλο».

Οταν αργότερα ρωτήθηκε, πάντως, αν η κυβέρνηση εξετάζει να θέσει και άλλα ζητήματα, που μπορεί να άπτονται των σχέσεων κράτους και Εκκλησίας, όπως αναφέρουν κύκλοι της Ιεραρχίας, απάντησε ότι «δεν αντιμετωπίζουμε κάποιο άλλο θέμα, αυτή την περίοδο, ώστε να δικαιολογείται αυτή η κατάκριση, αυτή η επίθεση εναντίον της κυβέρνησης από κύκλους της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδας.

Σχολιάζοντας στη συνέχεια την απόφαση για τα συλλαλητήρια, ο Δ. Ρέππας ανέφερε ότι «η Ιεραρχία προχώρησε σε μια τέτοια πρωτοβουλία, η οποία πιστεύουμε ότι δε συνάδει με τον πνευματικό ρόλο της» και συμπλήρωσε ότι «όλοι οι πολίτες έχουν το δικαίωμα να εκφράζουν ελεύθερα τις πεποιθήσεις τους. Οποιος δραστηριοποιείται στο πλαίσιο του Συντάγματος και των νόμων του κράτους, μπορεί ελεύθερα, ακώλυτα και ανεμπόδιστα να δραστηριοποιείται. Ουδέν πρόβλημα προκύπτει. Καθένας, βεβαίως, μπορεί να κρίνεται για τις επιλογές του ή τις πρωτοβουλίες του», κατέληξε.

Οσον αφορά τις αντιδράσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ από βουλευτές του για το θέμα, ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης περιορίστηκε να αναφέρει «οι βουλευτές έχουν εκλεγεί από τον ελληνικό λαό, του οποίου η ετυμηγορία είναι απολύτως σεβαστή από όλους», πως «δεν είναι δυνατόν να περιορίσουμε το δικαίωμα του βουλευτή να αναπτύξει τις απόψεις του» και πως «η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ είναι συμπαγής»...

Αξιοσημείωτο, τέλος, είναι πως, όταν ο Δ. Ρέππας ρωτήθηκε για τις νέες ταυτότητες που υπαγορεύονται από την ΕΕ, είπε ότι «δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο αυτή την ώρα» και επιδόθηκε σε γενικές «διαψεύσεις», του στιλ «δε θα υπάρξει ηλεκτρονικό φακέλωμα», απαντώντας στο ενδεχόμενο αυτές οι ταυτότητες να καταγράφουν προσωπικά δεδομένα των πολιτών, με τρόπο που οι τελευταίοι δε θα μπορούν να ελέγξουν.

Σε αντίστοιχο μήκος κύματος με τις δηλώσεις του κυβερνητικού εκπροσώπου, κινήθηκαν χτες και οι Μ. Σταθόπουλος, Κ. Σκανδαλίδης και Θ. Τσουκάτος. Ειδικά ο πρώτος χαρακτήρισε «εμπρηστικούς» και «υβριστικούς» κάποιους από τους λόγους των Ιεραρχών, ενώ ο δεύτερος χαρακτήρισε την όλη υπόθεση «σκιαμαχία» και «ολίσθημα» από πλευράς Εκκλησίας την αντίδρασή της.

Στον αντίποδα των παραπάνω, κινήθηκε ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Π. Κρητικός, ο οποίος επανέλαβε την άποψή του για διεξαγωγή δημοψηφίσματος, ενώ προσέδωσε στα συλλαλητήρια «συνειδησιακό χαρακτήρα».

ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Προετοιμασίες και αντιδράσεις για τα συλλαλητήρια

Σε αμηχανία φαίνεται πως βρίσκεται η ηγεσία της Εκκλησίας, μετά και την εξαγγελία των δύο συλλαλητηρίων για Θεσσαλονίκη και Αθήνα. Ορισμένοι ιεράρχες, που έδωσαν τη συγκατάθεσή τους, πιστεύοντας ότι και μόνο με την εξαγγελία των συγκεντρώσεων θα ανοίξουν το δρόμο για διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση, φοβούνται τώρα πως, αν δεν υπάρξουν κάποιες κινήσεις από την κυβερνητική πλευρά, τα πράγματα οδηγούν σε μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση.

Κάτι τέτοιο δεν το επιθυμούν, θεωρώντας ότι το κόστος δεν αντιστοιχεί στην αξία αυτού που κινδυνεύει, δηλαδή της αναγραφής ή μη του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες. Εξάλλου είναι τέτοια η διασύνδεση Εκκλησίας και κράτους, που, πέρα από τις όποιες κορόνες εκφράζονται από τον αρχιεπίσκοπο, πολλοί είναι οι μητροπολίτες που δεν επιθυμούν τη ρήξη, γιατί διακυβεύεται η ίδια τους η εξουσία σε τοπικό επίπεδο. Προφανώς, βέβαια, η κυβέρνηση προσδοκά ότι αυτό θα μετρήσει στην από δω και μπρος στάση των μητροπολιτών, γι' αυτό μένει ανυποχώρητη στις θέσεις της.

Ετσι, χθες ο μητροπολίτης Θηβών Ιερώνυμος, με δηλώσεις του, ανέφερε ότι δε θα συμμετάσχει σε «εξτρεμιστικές ενέργειες» και δε θα συστήσει σε κανέναν να πάρει μέρος στα συλλαλητήρια. Επίσης υποστήριξε ότι «πολιτεία και Εκκλησία πρέπει να τα βρουν» και δήλωσε «ανήσυχος και προβληματισμένος από όσα συνέβησαν», γι' αυτό και «αποφάσισα να ακολουθήσω το δρόμο της σιωπής». Δεν παρέλειψε ακόμα να προσθέσει ότι «υπάρχει καιρός να αναζητηθεί γλώσσα συναινέσεως με την πολιτεία». Στους μητροπολίτες που έχουν διαχωρίσει τη θέση τους από την επίσημη γραμμή της Ιεραρχίας, περιλαμβάνονται και οι μητροπολίτες Ζακύνθου Χρυσόστομος, Ιωαννίνων Θεόκλητος, ενώ ο μητροπολίτης Κοζάνης, κατά την προχθεσινή συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, προτείνει να εισηγηθεί η ίδια η Εκκλησία το χωρισμό της από το κράτος.

Στους διαφωνούντες με τη γραμμή Χριστόδουλου, εντάχθηκε και ο καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, Ι. Κονιδάρης, ο οποίος υπέβαλε χθες στον αρχιεπίσκοπο την παραίτησή του από μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Νομικής Υπηρεσίας της Εκκλησίας. Σε σχετική επιστολή του προς τον αρχιεπίσκοπο, επισημαίνει ότι «η απόφαση της Ιεραρχίας στο θέμα των ταυτοτήτων δε μου αφήνει περιθώρια να προσφέρω, στην παρούσα τουλάχιστον φάση, τις υπηρεσίες μου για το καλό της Εκκλησίας». Υπενθυμίζεται ότι είναι το δεύτερο μέλος της Νομικής Επιτροπής της Εκκλησίας της Ελλάδος, που υποβάλλει την παραίτησή του, μετά τον πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών Α. Ρουπακιώτη.

Στο μεταξύ, προχωρούν οι διαδικασίες για την προετοιμασία των δύο συγκεντρώσεων και για το λόγο αυτό χτες το μεσημέρι συνεδρίασαν στην έδρα της Ιεράς Συνόδου στη Μονή Πετράκη ως άτυπη «επιτροπή αγώνα» οι μητροπολίτες Αλεξανδρουπόλεως Ανθιμος, Καισαριανής Δανιήλ, Ναυπάκτου Ιερόθεος και Περιστερίου Χρυσόστομος, για να συζητήσουν το θέμα της οργάνωσης του συλλαλητηρίου της Θεσσαλονίκης, που θα γίνει στις 14 Ιούνη. Ειδικότερα, συζητήθηκε το θέμα της προβολής της συγκέντρωσης και αποφασίστηκε να μην βγουν αφίσες και η ενημέρωση των πιστών να γίνει μέσω των ενοριών και των ραδιοφωνικών σταθμών που διαθέτει η Εκκλησία.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ