Τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας είναι αποκαλυπτικά ως προς την πορεία που ακολουθεί η ελληνική υποδηματοποιία τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιχειρήσεις που λειτουργούν το 2000 ανέρχονται στο 1/3 εκείνων που λειτουργούσαν 16 χρόνια πριν. Πιο συγκεκριμένα, το 1984 λειτουργούσαν - με βάση στοιχεία που προέρχονται από τοπικά σωματεία και φορείς - 2.668 βιοτεχνίες υποδηματοποιίας, το 1988 μειώθηκαν σε 2.112, το 1992 σε 1.680, το 1995 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 1.447 και το 1998 υπήρχαν 1.022 εγγεγραμμένες βιοτεχνίες του κλάδου. Ενώ το 2000 οι βιοτεχνίες υποδηματοποιίας υπολογίζονται σε λιγότερες από 900, από τις οποίες πάνω από τις μισές, δηλαδή το 55,2%, είναι εγκαταστημένες στο λεκανοπέδιο της Αττικής.
Αναλυτικότερα, σε ό,τι αφορά στο εμπορικό ισοζύγιο του κλάδου της υποδηματοποιίας το 1996 οι εισαγωγές ήταν 28.935.000 ζεύγη ενώ οι εξαγωγές ήταν 3.160.000 ζεύγη, το 1997 οι εισαγωγές ανέρχονταν σε 27.640.000 ζεύγη και οι εξαγωγές σε 3.250.000 και το 1998 οι εισαγωγές ήταν 27.095.000 έναντι 3.890.000 ζεύγη των εξαγωγών, ενώ δεν υπάρχουν στοιχεία για το 1999. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ελαφρά ανοδική τάση που παρατηρείται τα τελευταία τρία χρόνια στις εξαγωγές, από την Ομοσπονδία Βιοτεχνών Υποδηματοποιών αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στις δράσεις της ίδιας της ομοσπονδίας με την οργάνωση επιχειρηματικών αποστολών και στη συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις του εξωτερικού.
Βέβαια, είναι φανερό ότι στο βαθμό που η ασκούμενη πολιτική τόσο στον κλάδο της υποδηματοποιίας, όσο και γενικότερα απέναντι στην εγχώρια βιοτεχνική παραγωγή, ακολουθεί τις επιταγές της ΕΕ και της ΟΝΕ περί «διεθνοποίησης» της αγοράς, επιταγές που ισοδυναμούν με ενίσχυση των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων και ανυπαρξία κλαδικών πολιτικών και πολιτικών ουσιαστικής στήριξης της ντόπιας παραγωγής, η πορεία του κλάδου θα εξακολουθεί να κινείται σε τροχιά συρρίκνωσης. Η αλλαγή αυτής της πορείας δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με μια άλλη πολιτική σε αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, που θα παίρνει μέτρα στήριξης της εγχώριας παραγωγής και της μικρής επιχείρησης, των αυτοαπασχολούμενων και των μικρών βιοτεχνών, που θα θωρακίζει την ντόπια παραγωγή από την επέλαση των πολυεθνικών.
Ανάσα για τον κλάδο θα μπορούσε να αποτελέσει η επίλυση μιας σειράς προβλημάτων που σήμερα παίζουν καθοριστικό ρόλο στη συρρίκνωση τόσο της υποδηματοποιίας όσο και γενικότερα της ελληνικής βιοτεχνίας.
Ειδικότερα, το Σωματείο αξιολογώντας τα ζητήματα που απαιτούν άμεσες λύσεις ζητά:
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ 2000
ΩΔΕΙΟ ΗΡΩΔΟΥ ΑΤΤΙΚΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΑ 26 ΙΟΥΝΙΟΥ 2000 ώρα 21.00
Διευθυντής Ορχήστρας: Λουκάς Καρυτινός
Σολίστ: Μαρία Μητσοπούλου σοπράνο
Αρης Χριστοφέλλης κόντρα - τενόρος
Τάσης Χριστογιαννόπουλος βαρύτονος
J. BRAHMS: Ακαδημαϊκή Εισαγωγή
CARL ORFF: Carmina Burana
Συμμετέχει η Χορωδία της ΕΡΤ, η Χορωδία Μακεδονίας, η Χορωδία Φίλων Μοντέρνας Μουσικής και η Χορωδία του Ωδείου Αθηνών
Διδασκαλία - Διεύθυνση: Αντώνης Κοντογεωργίου
Τιμές εισιτηρίων: δρχ. 10.000, 8.000, 6.000, άνω διάζωμα 5.000 και φοιτητικά 3.000
Ταμεία Φεστιβάλ: 3221.459 - Πληροφορίες ΚΟΑ: 7257.601-2