Κυριακή 25 Ιούνη 2000
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 15
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΒΙΟΤΕΧΝΕΣ ΥΠΟΔΗΜΑΤΟΠΟΙΟΙ
Ενας παραδοσιακός κλάδος σε πορεία συρρίκνωσης

Ενας από τους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής βιοτεχνίας, αυτός της υποδηματοποιίας, που την προηγούμενη δεκαετία αριθμούσε πάνω από 2.500 επιχειρήσεις και απασχολούσε σημαντικό αριθμό εργαζομένων, έχει μπει τα τελευταία χρόνια σε τροχιά βίαιης συρρίκνωσης. Κι αυτό, όπως άλλωστε συμβαίνει σε μια σειρά άλλους παραδοσιακούς κλάδους της εγχώριας παραγωγής, εξαιτίας μιας σειράς μέτρων που πάρθηκαν τα τελευταία χρόνια, στο όνομα της απελευθέρωσης και της διεθνοποίησης της αγοράς, παράλληλα με την έλλειψη κλαδικής πολιτικής. Εξαιτίας των μέτρων ενίσχυσης των πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται και στο συγκεκριμένο κλάδο, της αθρόας διείσδυσης ξένων προϊόντων στην ελληνική αγορά, της δυσβάσταχτης φορολόγησης των μικρών επιχειρήσεων, της ανύπαρκτης χρηματοδότησης μετά και από την ουσιαστική κατάργηση της 197 ΑΝΕ, που μπορούσε να δώσει μια ανάσα στη χρηματοδοτική ασφυξία της βιοτεχνίας και μιας σειράς άλλων.

Τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας είναι αποκαλυπτικά ως προς την πορεία που ακολουθεί η ελληνική υποδηματοποιία τα τελευταία χρόνια. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επιχειρήσεις που λειτουργούν το 2000 ανέρχονται στο 1/3 εκείνων που λειτουργούσαν 16 χρόνια πριν. Πιο συγκεκριμένα, το 1984 λειτουργούσαν - με βάση στοιχεία που προέρχονται από τοπικά σωματεία και φορείς - 2.668 βιοτεχνίες υποδηματοποιίας, το 1988 μειώθηκαν σε 2.112, το 1992 σε 1.680, το 1995 ο αντίστοιχος αριθμός ήταν 1.447 και το 1998 υπήρχαν 1.022 εγγεγραμμένες βιοτεχνίες του κλάδου. Ενώ το 2000 οι βιοτεχνίες υποδηματοποιίας υπολογίζονται σε λιγότερες από 900, από τις οποίες πάνω από τις μισές, δηλαδή το 55,2%, είναι εγκαταστημένες στο λεκανοπέδιο της Αττικής.


Ενας ακόμη δείκτης που μαρτυρά την πτωτική πορεία του κλάδου είναι αυτός που αφορά στις εξαγωγές σε σχέση με τις εισαγωγές. Οπως σημειώθηκε και στην ετήσια τακτική γενική συνέλευση του Σωματείου Βιοτεχνών Υποδηματοποιών Αθήνας, που πραγματοποιήθηκε πρόσφατα, οι αθρόες εισαγωγές μετά τη «διεθνοποίηση» της αγοράς, που επιβλήθηκε μετά την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ, έδωσαν τη δυνατότητα σε ομοειδείς επιχειρήσεις φθηνού κόστους που παρήγαν τα προϊόντα τους σε τρίτες χώρες να κατακλύσουν την εγχώρια αγορά. Αυτό είχε αποτέλεσμα τη δραματική συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής, που έχει υποκατασταθεί κατά ένα μεγάλο μέρος της από τις διευρυνόμενες εισαγωγές. Ταυτόχρονα, οι εξαγωγές ελληνικών παπουτσιών μετά και από την κατάργηση των αντίστοιχων επιδοτήσεων και κινήτρων συρρικνώθηκαν χάνοντας παραδοσιακές αγορές, όπως ήταν η Ρωσία, τα αραβικά κράτη κ.ά. Μειώθηκε έτσι σημαντικά η μερίδα συμμετοχής της ελληνικής παραγωγής στο πεδίο του ανταγωνισμού και του εξωτερικού εμπορίου. Οσο για την εγχώρια παραγωγή, είναι χαρακτηριστικό ότι στη δεκαετία του 1970 η εγχώρια παραγωγή υποδημάτων ανερχόταν σε 43 εκατ. ζεύγη το χρόνο, ενώ οι εκτιμήσεις για την ετήσια παραγωγή σήμερα δεν ξεπερνούν τα 12,5 εκατ. ζεύγη.

Αναλυτικότερα, σε ό,τι αφορά στο εμπορικό ισοζύγιο του κλάδου της υποδηματοποιίας το 1996 οι εισαγωγές ήταν 28.935.000 ζεύγη ενώ οι εξαγωγές ήταν 3.160.000 ζεύγη, το 1997 οι εισαγωγές ανέρχονταν σε 27.640.000 ζεύγη και οι εξαγωγές σε 3.250.000 και το 1998 οι εισαγωγές ήταν 27.095.000 έναντι 3.890.000 ζεύγη των εξαγωγών, ενώ δεν υπάρχουν στοιχεία για το 1999. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ελαφρά ανοδική τάση που παρατηρείται τα τελευταία τρία χρόνια στις εξαγωγές, από την Ομοσπονδία Βιοτεχνών Υποδηματοποιών αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στις δράσεις της ίδιας της ομοσπονδίας με την οργάνωση επιχειρηματικών αποστολών και στη συμμετοχή σε διεθνείς εκθέσεις του εξωτερικού.

Βέβαια, είναι φανερό ότι στο βαθμό που η ασκούμενη πολιτική τόσο στον κλάδο της υποδηματοποιίας, όσο και γενικότερα απέναντι στην εγχώρια βιοτεχνική παραγωγή, ακολουθεί τις επιταγές της ΕΕ και της ΟΝΕ περί «διεθνοποίησης» της αγοράς, επιταγές που ισοδυναμούν με ενίσχυση των ντόπιων και ξένων μονοπωλίων και ανυπαρξία κλαδικών πολιτικών και πολιτικών ουσιαστικής στήριξης της ντόπιας παραγωγής, η πορεία του κλάδου θα εξακολουθεί να κινείται σε τροχιά συρρίκνωσης. Η αλλαγή αυτής της πορείας δεν μπορεί παρά να ταυτίζεται με μια άλλη πολιτική σε αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, που θα παίρνει μέτρα στήριξης της εγχώριας παραγωγής και της μικρής επιχείρησης, των αυτοαπασχολούμενων και των μικρών βιοτεχνών, που θα θωρακίζει την ντόπια παραγωγή από την επέλαση των πολυεθνικών.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ