Εμπλεξα με τα πράγματα εκείνα που μπορούν να μετατραπούν σε όρους οικονομίας, αρχιτεκτονικής και ιδεολογίας. Μπορούν να γίνουν σχήματα, προβολές γραμμών και αριθμών. Να γίνουν εικόνες πράξεων, θηρευτικής αγωνίας και καλλιεργητικής αναμονής, εικόνες, κτηνοτροφικών μετακινήσεων στις ευρασιατικές στέπες, λίγο πιο πάνω από το δρόμο του μεταξιού και στους πρόποδες του Ταύρου, όπου από τη δύση της 4ης χιλιετίας σιδεράδες και αργυροχόοι, σαράφηδες και λαθρέμποροι παλεύουν με τα μέταλλα, στολίζουν τους ρυπαρούς αστραγάλους των γυναικών της Μεσοποταμίας και στην αρχή ενός αιματοβαμμένου απογέματος πυρπολούνται πάνω σε συσσωρευμένους κέδρους και κορμούς κωνοφόρων. Εγινα αρχαιολόγος.
Ηρθα, λοιπόν, αντιμέτωπος με την Ιστορία, όπως την περιέγραψε ο Ηρόδοτος ως ένα παραμύθι θαυμάτων. Οπως την περιέγραψε ο Μαρξ ως πάλη των τάξεων, όπως την περιέγραψε, ο Μπροντέλ μελετώντας τη Μεσόγειο, όπου το ψωμί, το κρασί και το λάδι είναι τα βασικά στοιχεία του πολιτισμού.
Και έτσι το παιδικό μου όνειρο πραγματοποιήθηκε ως φάρσα. Εγινα ένας περίεργος ποιητής, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσα να μιλήσω για τα θαύματα της ζωής. Δε θα μπορούσα να μιλήσω για τις τάξεις και την πάλη τους. Ούτε θα μπορούσα να μιλήσω για το ψωμί, το λάδι και το κρασί.
«Το πρόσωπό μου εφύλαγεν/ η προσωπίδα η διάφανη,/ που η μάνα από την όψη μου/ αγάλι - αγάλι βγάνοντας,/ εχαμογέλα, αχνή, να με γνωρίσει (...)».
Η προσωπίδα - τμήμα του αμνιακού χιτώνα που σπανίως επικαλύπτει το κεφάλι του νεογέννητου - ερμηνεύεται από τη λαϊκή δοξασία ως προνομιακή εύνοια της φύσης. Ο πατέρας του παιδιού την αποξηραίνει και τη φοράει ως χαϊμαλί για να του φέρνει γούρι.
«Ακούστε με, ακούστε με! Αν ετρέμανε/ στην κούνια τα βυζασταρούδια/, εμένα με νανούρισαν/ των αντρειωμένων τα τραγούδια./ Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,/ στην μπόρα τη μαρτιάτικη/ που 'χε τα ουράνια ανοίξει, εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της,/ τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!
Και κάπου, ωσά να γνώρισε/ βαρύ σημάδι απάνω μου,/ της χτύπησε βαθιά η καρδιά,/ και στις γυναίκες έκραξε,/ που με είχαν πρωτοπιάσει,/ στους δρόμους όξω να χυθούν,/ να με κηρύξουν στα βουνά/ και στη μεγάλη πλάση!
Μάνα, φωτιά με βύζαξες/ κι είν' η καρδιά μου αστέρι;»
(Αλαφροΐσκιωτος)
Εξέχων πρόγονός του ήταν ο συνονόματός του, ο Αγγελος -Κάμιλλος Σικελιανός, αδελφός του πάππου του, του Αντωνίου και γιος του Μάρκου Σικελιανού και της Ελένης Σιγούρου, από τη Ζάκυνθο. Ηταν λαμπρός πολιτικός και λόγιος, σεβαστός φίλος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, με τον οποίο αλληλογραφούσαν στα 1847-1848, όταν ο τελευταίος, φοιτητής ακόμη, διέμενε στην Πίζα της Ιταλίας. Τα κείμενα αυτά εξέδωσε ο Οκτάβ Μερλιέ με τον τίτλο: «Quinje lettres grangaisaises de Valaoritis» («Δεκαπέντε γράμματα στα γαλλικά του Βαλαωρίτη», Αθήνα, 1956).
Το όνομα Αγγελος δεν εξέλιπε μετά το θάνατο του ποιητή. Ο γιος του Γλαύκου, του μοναχόπαιδου του ποιητή και της Εύας, ονομάζεται Αγγελος - Μάρκος - επίσης οικογενειακό όνομα των Σικελιανών το τελευταίο. Ο 10χρονος εγγονός του Γλαύκου από την κόρη του, τη Τζίνα, ονομάζεται Dylan - Αγγελος, ενώ δύο απόγονοι με το επώνυμο Σικελιανός φέρουν επίσης το όνομα Αγγελος.
Δε γνωρίζουμε αν και στον ποιητή δόθηκαν και άλλα ονόματα, όπως συνηθιζόταν παλαιότερα στις αρχοντικές επτανησιακές οικογένειες. Οι ληξιαρχικές πράξεις γέννησης και βάπτισής του δεν εντοπίστηκαν στο Ληξιαρχείο της Λευκάδας.
Χρησιμοποιεί με αγαλλίαση στο έργο του σπάνιους όρους: Αγγελοκρούω (τρομάζω, πονάω), αγγελοκρούομαι (ψυχομαχώ), αγγελοκρουσμός (μεγάλος τρόμος), αγγελοκρουσμένος (τρομαγμένος), αγγελομαχώ (ψυχομαχώ), αρχαγγελικό διάσκελο (διασκελισμός του Αρχάγγελου) κ.ά.
Το άσμα ΙΙ στο « Μήτηρ Θεού» (1917) αρχίζει ως εξής: «Αγγελε, στο κατώφλι σου/ την ώρα που δε θάρρεις,/άνεμος φύσαγε γλυκός πολύ, ψυχοπονιάρης».
«Ανθος του ανδρισμού μου, Αλκμήνη,/ (...) ω, κοίτα είμαστε μόνοι/ στον κόσμο, ως οι πρωτόπλαστοι (...) / - "Αγγελε, γλύκα του είναι μου" αποκρίθη/ "αν ήταν μόνο σήμερα η καρδιά μου/ να πει για σένα, πες της πως εκρίθη..." (...). Και τότ' εγώ της είπα: -"Ω Τιτανίδα/ ο ναός κ' η φύση είναι μονάχα δώρα/ του Ανθρώπου που 'χε κάποτε γι' ασπίδα/ (...) του πόθου του τη φλόγα τη θεο-θεοφόρα,/ του Εωσφόρου τ' ανίκητον αστέρι!"».
Εξαίσια υποβλητικότητα αποπνέει και ο νοερός διάλογος του ποιητή στον «Ελληνικό Νεκρόδειπνο»:
«(...) Αλλ' όταν ανοίχτη ομπρός μας το κρασί το μαύρο/ που φίλος επιστήθιος το 'χε φέρει/ για μένα, αδρό γιατ' ήταν κι' ευωδούσε/ σαν του Διονύσου το χυμένον αίμα,/ γυρίζοντας εκείνος προς εμένα/ τρανό ποτήρι ξέχειλο, με το ίδιο/ καλώντας με όνομά μου: -"Αγγελε", μου 'πε,/ "αν τώρα θες, δώσε φωνή στη νύχτα..." Και τότ' εγώ: -"Στη νύχτα τούτη, φίλε,/ ζητάς φωνή να δώσω (...) απ' το κρασί που το 'φερες για μένα/ (...) ας μεταλάβουμε όλοι (...) Κι όσο για τα νέα,/ τα φλογερά που θέλατε τραγούδια/ ν' ακούστε από τα χείλη μου, θα 'ρτούνε/ στην ώρα τους κι αυτά...". Ετσ' είπα κι όλοι, (...) / απ' το κρασί γευτήκανε κι απ' όλους/ στερνός, σαν ο ιερέας που καταλύει/ το δισκοπότηρο μες στ' Αδυτο, ήπια/ κι εγώ ως την ύστερη τη στάλα (...)».
«Στη "Ζωή της Χαράς", ο Αγγελος θάναι πάντα παραστάτης της!» μου γράφει ο Σικελιανός, αφιερώνοντάς μου το βιβλίο της Μαρίας Λιουδάκι «Στου Παππού τα γόνατα» ( 7/5/1949). Και στις 31/6/1949, σε γράμμα του από τη Σαλαμίνα, ανάμεσα στ' άλλα, μου γράφει και τα εξής:
«Γλυκειά Vivette,
Ο Αγγελος, που την άνοιξη που πέρασε Σούγραψε πως θάναι ο παντοτινός Σου παραστάτης, ίσως τώρα νομίζεις πως Σε ξέχασε... Είναι στη Σαλαμίνα (...) το νησάκι είναι μακρά και μοιάζει νάναι ώρες, ώρες, σαν μια φυλακή χτισμένη ανάμεσα στα κύματα... Θε να του δώσει κάποτε ο Θεός τη χάρη να του ξαναβάλει τα φτερά του; Είναι στιγμές που το πιστεύει, όχι γιατί τον λένε Αγγελο μόνο, αλλά γιατί η καρδιά του ξεπερνά τις αποστάσεις... Αχ, να γινόταν γλυκειά Vivette, αυτό το θαύμα, και καμιά ώρα που θα βρισκόσουν στον κήπο, ξαφνικά από πάνουθέ Σου να αισθανθείς τη βουή κάποιων φτερών, που θα με κατεβάζανε ανάμεσα στα δέντρα και θα μ' έφερναν σιμά Σου... Πώς το θέλει ο Αγγελος αυτό το πέταγμα για Σε και τη Ρενούλα μας! (...) Και λέω, που αν είχα τα φτερά, δε θα περνούσα μόνο για να Σας δω, μα θα Σας έκανα και αέρα για να δροσιστείτε... Εσύ, γλυκειά Vivette, πώς είσαι; Να ελπίσω πως θ' αποφασίσεις να μου γράψεις δυο Σου λόγια; Ξέρεις πως και τα φτερά θέλουνε κάποιο πότισμα για να φυτρώσουν; Τέτοιο πότισμα θα μού 'ναι τα λογάκια Σου (...). Μένω πάντα με τη μυστικήν ελπίδα να ξανάβρω τα φτερά μου και νάθρω. Αγγελος». (Από το βιβλίο μου «Αγγελου Σικελιανού, Ανέκδοτα Ποιήματα και Γράμματα»).
Στις 6/11/1949, τρεις Λευκαδίτες φοιτητές του απευθύνουν ευχές για την εορτή του με μίαν αγκαλιά κυκλάμινα, που τα είχε υμνήσει εκείνος στο Φθινόπωρο 1936:
«Αγαπητέ Ποιητή,
Θα θέλαμε οι κυκλαμιές να σου θυμίσουν το μικρό λουλούδι, "το πρώτο κυκλάμινο που βρήκες, παιδί, μια μέρα στη Λευκάδα, μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς του σπιτιού σου", το λουλουδάκι που με το λεπτό του μοσχοβόλημα χάρισε στην ψυχή σου πλουσιότατα και απολλώνεια δώρα - "την πρώτη γνωριμιά του Αγραφου Χώρου!" Μα είτε το πετύχουν - είτε όχι, όμως πρέπει να σε βεβαιώσουμε πως κι εμείς κι οι πιο πολλοί συμπατριώτες σου Λευκαδίτες, έχουμε χαρίσει σε σένα και το έργο σου την εκλεκτότερη θέση της καρδιάς και του μυαλού μας και ζούμε με την ελπίδα κάποιων καλύτερων καιρών που θα μας επιτρέψουν μια θερμή, πλατιά και γόνιμη γνωριμιά μαζί σου! Με βαθιά εκτίμηση»: Πάνος Σάντας, Πανταζής Κοντομίχης, Νίκος Κατηφόρης, φοιτητές από τη Λευκάδα.
Και ο καλός του φίλος, ο σκηνοθέτης Σωκράτης Καραντινός, του εύχεται με την ευκαιρία της εορτής των Αρχαγγέλλων Μιχαήλ και Γαβριήλ: «Να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά, για μας, τη φτωχολογιά, και για την Ελλάδα μας!».
Φέτος, στις 19/6, συνέπεσε η ημερομηνία του θανάτου του και της ονομαστικής του εορτής. Μια μικρή διερεύνηση, μας επιτρέπει κάποια σημειολογική σύνδεση της ονομαστικής εορτής του και γεγονότων του βίου του. Ο κατ' εξοχήν ποιητής των συμβόλων είχε αναγάγει την εορτή του Αγίου Πνεύματος σε ημέρα ιδιαίτερου συμβολισμού: Ακριβώς την ημέρα της ονομαστικής του εορτής (18/6/1940) επέλεξε για το γάμο του με την Αννα, στο Τελεστήριο της Ελευσίνας. Στις 25/6/1938, πέρασε την ονομαστική του εορτή στο Πήλιο, από όπου έγραψε στον αδελφικό του φίλο Τάκη Δημόπουλο:
«Μην ένας θρύλος θεϊκός του λαού, οπού τον έμαθα εδώ πάνω, δε μας λέει ότι τ' αηδόνια που γεμίζουνε με το τραγούδι τους τις γύραθέ μου λαγκαδιές, στην εορτή του Αγίου Πνεύματος φεύγουν κι αυτά, αφήνοντας και το τραγούδι τους ακόμα, για να βυθιστούν με τη σιωπή μέσα στου ίδιου αυτού Αγίου Πνεύματος τη μυστική παντοφωνήτρα φλόγα! (...) Μα εκεί που σταματάνε να φυτρώνουν τα λουλούδια, αρχινάν ν' ανθούν αυτούσια τ' άστρα, κι εκεί που σωπαίν' η ανθρώπινη φωνή ή τα τραγούδια του αηδονιού, βροντάει κ' αστράφτει αυτήκοος πλέον, κι όχι μέσα από κατηγορίες ιστορικές κι' εφήμερες, ο "Λόγος". Από τον Λόγον αυτόν ήρθα να πιω, κι αν ο θεός το θέλει, κι αν είμαι άξιος, από τον αυτήκοο αυτό Λόγο να ποτίσω και τη γη!».
Στις 18/6/1949, ο Σικελιανός μίλησε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με θέμα: « Ιουδαϊσμός και Ελληνισμός (το μάθημα του Ρενέ Μαρδοχαίου Γκουασταλλά)», με πρόσκληση των Ροζέ Μιλλιέξ και Οκτάβ Μερλιέ.
Το 1950, την ημέρα του Αγίου Πνεύματος, ο ποιητής έπλεξε το εγκώμιο του Μερλιέ και της σπουδαίας γυναίκας του, Μέλπως Λογοθέτη, σε εκδήλωση στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Αναθυμήθηκε την επίσκεψή του στο Πήλιο (άνοιξη 1938) και τη σιωπή των αηδονιών. Ο κηπουρός του, ο κυρ Αντώνης, του εξήγησε: «Σήμερα είναι του Αγίου Πνεύματος! Ολα τα αηδόνια από τον πρώτον όρθρο, φύγανε για πιο ψηλά». Αργότερα, όσους άλλους ρώτησα, συμπληρώνει ο ποιητής, μου δώσανε την ίδια απάντηση: Τ' αηδόνια είχανε πια πετάξει σε μιαν άλλη, πιο ψηλή περιοχή. Την περιοχή του πνεύματος. Του αγίου πνεύματος. Γι' αυτό και δεν ακούονταν πια. Ετσι λοιπόν, διερωτώμουνα, τ' αηδόνια είχανε κάνει κιόλας τη μετάσταση από την Ποίηση προς την Προσευχή, όπως το αισθανόταν και το ζητούσε εδώ και λίγα χρόνια από τους ποιητές ο άββε Bremond; (...) Για μένα η σιωπή αυτή των αηδονιών ήταν μια υψηλή ενέργεια, μια προέκταση διαλεκτική σ' ένα σκαλί υψηλότερης ενέργειας».
«Χρυσή μου, ο Θεός μου έβαλε Αγγελο. Παρακαλώ την Παναγιά μας, όταν πεθάνω, Αγγελο κοντά της να με βάλει». Εκείνες τις ύστατες στιγμές, η Παναγία η Φανερωμένη της Λευκάδας, η Δήμητρα και η Αλκμήνη - η αιώνια Μάνα - συμπλέκονταν στα άδυτα της ψυχής του...
Την άλλη μέρα, στις οκτώ το βράδυ, το καλλικέλαδο αηδόνι έκανε «τη μετάστασή του σε μιαν άλλη, πιο ψηλή περιοχή, από την Ποίηση προς την Προσευχή», κατά πώς το θέλει «ο θεϊκός θρύλος του Λαού» για τους πεφιλημένους του!..