ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 16 Ιούλη 2000
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΚΕΝΗ
Απέναντι στην Ιστορία 1

Από μικρός ήθελα να γίνω ποιητής, όχι για να γράφω ποιήματα, αλλά για να μετατρέπω τα πράγματα σε λέξεις που οι άλλοι δε θα τις καταλάβαιναν. Ετσι, με τον τρόπο αυτό θα μπορούσα να έχω μια δικιά μου γλώσσα και μέσα από αυτή να επικοινωνώ με ένα δικό μου κόσμο, όπως τον είχα φτιάξει μέσα στα δικά μου οράματα. Γιατί, στο κάτω κάτω, αυτό δεν είναι ένας ποιητής; Ενας άνθρωπος ελεύθερος που ορίζει τα πράγματα με λέξεις δικές του και που αδιαφορεί αν οι άλλοι τον καταλαβαίνουν ή όχι. Ενας άνθρωπος ελεύθερος, γιατί δε μιλάει τη γλώσσα που μιλούνε οι άλλοι κι έτσι μπορεί όποτε θέλει να αναχωρεί μέσα σε έναν κόσμο πραγμάτων και λέξεων και να βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα θάνατο που αυτός κατασκευάζει στα μέτρα του, ώστε να μη μοιάζει με θάνατο, αλλά με ένα άλλο μέτρο ζωής ανυπολόγιστης σε χρόνο και έκταση, όσο ανυπολόγιστο μπορεί να είναι σε γενετικές εγγραφές το μυστηριώδες γονιδιόγραμμα ενός φελάχου που αποκοιμήθηκε δίπλα στο άλογό του, φυτεύοντας τον ερημικό του φαλλό βαθιά στην πυρακτωμένη άμμο της Τζέρμπα. Εκείνο το μικρό νησί στη Β.Α. Τυνησία, όπου κάποιοι ερευνητές ρομαντικοί τοποθετούν τη χώρα των Λωτοφάγων.

Δεν έγινα όμως ποιητής, γιατί έμπλεξα με τα πράγματα των ανθρώπων που δεν ανήκουν στη γλώσσα και γι' αυτό δεν μπορούν να μετατραπούν σε λέξεις, ανήκουν στην Ιστορία και μπορούν να μετατραπούν σε σύμβολα. Δεν μπορούν να μετατραπούν σε λέξεις κι όμως μπορούν να μιληθούν, όπως μιλιούνται τα παθήματα των ανθρώπων. Να γίνουν τραγούδι και μοιρολόι.

Εμπλεξα με τα πράγματα εκείνα που μπορούν να μετατραπούν σε όρους οικονομίας, αρχιτεκτονικής και ιδεολογίας. Μπορούν να γίνουν σχήματα, προβολές γραμμών και αριθμών. Να γίνουν εικόνες πράξεων, θηρευτικής αγωνίας και καλλιεργητικής αναμονής, εικόνες, κτηνοτροφικών μετακινήσεων στις ευρασιατικές στέπες, λίγο πιο πάνω από το δρόμο του μεταξιού και στους πρόποδες του Ταύρου, όπου από τη δύση της 4ης χιλιετίας σιδεράδες και αργυροχόοι, σαράφηδες και λαθρέμποροι παλεύουν με τα μέταλλα, στολίζουν τους ρυπαρούς αστραγάλους των γυναικών της Μεσοποταμίας και στην αρχή ενός αιματοβαμμένου απογέματος πυρπολούνται πάνω σε συσσωρευμένους κέδρους και κορμούς κωνοφόρων. Εγινα αρχαιολόγος.

Ηρθα, λοιπόν, αντιμέτωπος με την Ιστορία, όπως την περιέγραψε ο Ηρόδοτος ως ένα παραμύθι θαυμάτων. Οπως την περιέγραψε ο Μαρξ ως πάλη των τάξεων, όπως την περιέγραψε, ο Μπροντέλ μελετώντας τη Μεσόγειο, όπου το ψωμί, το κρασί και το λάδι είναι τα βασικά στοιχεία του πολιτισμού.

Και έτσι το παιδικό μου όνειρο πραγματοποιήθηκε ως φάρσα. Εγινα ένας περίεργος ποιητής, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσα να μιλήσω για τα θαύματα της ζωής. Δε θα μπορούσα να μιλήσω για τις τάξεις και την πάλη τους. Ούτε θα μπορούσα να μιλήσω για το ψωμί, το λάδι και το κρασί.

Και το ερώτημα: Ποια είναι τα θαύματα της ζωής μέσα στης Ιστορίας τον κόλπο που βρίσκονται μπροστά στον ερευνητή, όταν αυτός ανοίγει τρύπες στη γη, όταν ανεβαίνει στο Εβερεστ μπαινοβγαίνει σε πυκνογραμμένες σελίδες βιβλίων, καθρεφτίζει το κουρασμένο του μέτωπο σε προθήκες καταστημάτων, κλαίει μυστικά μέσα σε φλύαρες και πληκτικές αίθουσες διαλέξεων; Μα το ψωμί, το λάδι και το κρασί. Ετσι αρχίζει ο άνθρωπος να γίνεται άνθρωπος. Να στέκεται απέναντι στη φύση και να την πετροβολάει. Ν' ανοίγει βαθιές τρύπες στη γη και να φυτεύει, ύστερα να θερίζει, ύστερα να συντρίβει καρπούς ανάμεσα σε πέτρες από βασάλτη, από πυριτόλιθο, οψιανό και χαλαζία, να φτιάχνει αλεύρι και ύστερα ψωμί. Αρχή της νεολιθικής, αρχή του παραγωγικού σταδίου. Αρχή της Ιστορίας, με άλλα λόγια. Ο άνθρωπος γίνεται γεωργός, κτηνοτρόφος. Κυνηγός είναι από παλιά. Ο,τι παράγει το τρώει. Δεν είναι έμπορος. Οταν όμως η γη και τα ζώα του δίνουν παραπάνω από όσο χρειάζεται για να ζήσει τότε αυτό που του περισσεύει τον βάζει σε πονηρές σκέψεις.


Του
Γιώργου Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ


ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΙΚΕΛΙΑΝΟΣ
Ο ... αγγελοκρουσμένος ποιητής

Ο Αγγελος και η Εύα Σικελιανού στις Φαιδριάδες (Δελφοί)
Ο Αγγελος και η Εύα Σικελιανού στις Φαιδριάδες (Δελφοί)
Το αγόρι που γεννήθηκε στη Λευκάδα στις 14/3/1884 (παλιό ημερολόγιο) δεν ήταν συνηθισμένο παιδί. Ετσι πίστευε και ο ίδιος. Δηλαδή ο Αγγελος Σικελιανός.

«Το πρόσωπό μου εφύλαγεν/ η προσωπίδα η διάφανη,/ που η μάνα από την όψη μου/ αγάλι - αγάλι βγάνοντας,/ εχαμογέλα, αχνή, να με γνωρίσει (...)».

Η προσωπίδα - τμήμα του αμνιακού χιτώνα που σπανίως επικαλύπτει το κεφάλι του νεογέννητου - ερμηνεύεται από τη λαϊκή δοξασία ως προνομιακή εύνοια της φύσης. Ο πατέρας του παιδιού την αποξηραίνει και τη φοράει ως χαϊμαλί για να του φέρνει γούρι.

«Ακούστε με, ακούστε με! Αν ετρέμανε/ στην κούνια τα βυζασταρούδια/, εμένα με νανούρισαν/ των αντρειωμένων τα τραγούδια./ Εμέ, λεχώνα η μάνα μου,/ στην μπόρα τη μαρτιάτικη/ που 'χε τα ουράνια ανοίξει, εσκώθη και με πήρε στην αγκάλη της,/ τον πρώτο κεραυνό για να μου δείξει!

Και κάπου, ωσά να γνώρισε/ βαρύ σημάδι απάνω μου,/ της χτύπησε βαθιά η καρδιά,/ και στις γυναίκες έκραξε,/ που με είχαν πρωτοπιάσει,/ στους δρόμους όξω να χυθούν,/ να με κηρύξουν στα βουνά/ και στη μεγάλη πλάση!

Μάνα, φωτιά με βύζαξες/ κι είν' η καρδιά μου αστέρι;»

(Αλαφροΐσκιωτος)

Αλλά οι γονείς του ήταν ξεχωριστοί! Ο καθηγητής ξένων γλωσσών Ιωάννης - Δημήτριος Σικελιανός (1831-1909) και η Χαρίκλεια Στεφανίτση (1847-1929), από σπουδαία γενιά και οι δύο, εκπρόσωποι της καλλιεργημένης επτανησιακής κοινωνίας του 19ου αιώνα. Τόπος καταγωγής του πατέρα, η Σικελία - απ' όπου και το όνομα «Siciliani», εξελίχθηκε σε Σικελιανός. Το πραγματικό επώνυμο της οικογένειας αποκαλύπτεται για πρώτη φορά εδώ: Ηταν «Gojji», γένος ευγενών της Σικελίας με οικόσημο και σπουδαία κοινωνική θέση. Και το όνομα αυτού: Αγγελος.


Μια επίμονη οικογενειακή παράδοση ήθελε το όνομα αυτό για τους γόνους των Σικελών. Ενας άλλος Αγγελος, ο αδελφός του, γεννήθηκε στις 19/1/1877 και πέθανε από διφθερίτιδα (2/1884), ένα μήνα πριν τη γέννηση του ποιητή.

Εξέχων πρόγονός του ήταν ο συνονόματός του, ο Αγγελος -Κάμιλλος Σικελιανός, αδελφός του πάππου του, του Αντωνίου και γιος του Μάρκου Σικελιανού και της Ελένης Σιγούρου, από τη Ζάκυνθο. Ηταν λαμπρός πολιτικός και λόγιος, σεβαστός φίλος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, με τον οποίο αλληλογραφούσαν στα 1847-1848, όταν ο τελευταίος, φοιτητής ακόμη, διέμενε στην Πίζα της Ιταλίας. Τα κείμενα αυτά εξέδωσε ο Οκτάβ Μερλιέ με τον τίτλο: «Quinje lettres grangaisaises de Valaoritis» («Δεκαπέντε γράμματα στα γαλλικά του Βαλαωρίτη», Αθήνα, 1956).

Το όνομα Αγγελος δεν εξέλιπε μετά το θάνατο του ποιητή. Ο γιος του Γλαύκου, του μοναχόπαιδου του ποιητή και της Εύας, ονομάζεται Αγγελος - Μάρκος - επίσης οικογενειακό όνομα των Σικελιανών το τελευταίο. Ο 10χρονος εγγονός του Γλαύκου από την κόρη του, τη Τζίνα, ονομάζεται Dylan - Αγγελος, ενώ δύο απόγονοι με το επώνυμο Σικελιανός φέρουν επίσης το όνομα Αγγελος.

Δε γνωρίζουμε αν και στον ποιητή δόθηκαν και άλλα ονόματα, όπως συνηθιζόταν παλαιότερα στις αρχοντικές επτανησιακές οικογένειες. Οι ληξιαρχικές πράξεις γέννησης και βάπτισής του δεν εντοπίστηκαν στο Ληξιαρχείο της Λευκάδας.

Οσυμβολισμός του ονόματός του έκαναν τον ποιητή πολύ περήφανο. Το θεωρούσε ως το μελωδικότερο όνομα της ελληνικής γλώσσας - δωρικό, λόγω του φθόγγου γγ και ιωνικό με τον μελίρρυτο ήχο λάμδα. Αλλά η συνάρτηση του παραπάνω νοήματος και της προσωπικής του ακτινοβολίας εντυπωσίαζε και τους ομοτέχνους του. «Μέγα ταγό Δελφικό, Αρχάγγελο Αγγελο Σικελιανό που έπλασε το Πάσχα των Ελλήνων και ανάστησε (Πάσχα και αυτό) τον Πάνα», «Ικαρός», 1980), ενώ ο Γιάννης Ρίτσος αναφωνεί δοξαστικά: «Αγγελε, Αρχάγγελε, ο αρχάγγελος του λόγου σου περιίπταται/ μέσα στον κατάφωρο ελληνικόν αγέρα (...) Αγγελε, Αρχάγγελε, στον ανεμόφερτον οίστρον σου πώς κλάγγιζαν/ έρωτες, θάλασσες, βουνά, λιοντάρια, πλάτανοι κι αστέρια (...) Αγγελε Αλαφροΐσκιωτε, που όλους τους ίσκιους κρυπτικά αποκρυπτογράφησες! (...) Γεια σου, λοιπόν, Αγγελε, Αρχάγγελε του Λαού!» («Συντροφικά τραγούδια» «Σύγχρονη Εποχή», 1982). « Σικελιανός, ο Εξάγγελος», τιτλοφορείται το βιβλίο που εμπνεύστηκε από αυτόν ο Μενέλαος Λουντέμης («Δωρικός», 1976). « Αγγελού», τον αποκαλεί χαϊδευτικά η Εύα από την Αμερική στα ατελείωτα χρόνια του αποχωρισμού τους, ενώ εκείνος, σε γράμμα του στα 1929-1930, της γράφει για τον εαυτό του: «Ο Αγγελος είναι ανεβασμένος σε μια κορυφή και ατενίζει ολόγυρα, έτοιμος να πετάξει...». Σε πρωτοεφηβικό του ποίημα που παρουσίασα στο βιβλίο μου «Αγγελου Σικελιανού, Ανέκδοτα Ποιήματα και Πεζά», «Εστία», 1989), παίζει με το όνομά του:


«Για να κοιμούμαι ήσυχα/ δε θέλω εγώ να βλέπω/ αγγέλους εις τον ύπνο μου/ όπου τα μάτια αν τρέπω./ Το μόνο που παρακαλώ/ για ψυχική γαλήνη,/ είναι, προτού να κοιμηθώ,/ να με φιλεί εκείνη./ Αυτό, αν θέλεις, ω θεε,/ για με, με σπλάχνο κάμε/ και χωρίς αγγέλους,/ εγώ Αρχάγγελος θε να 'μαι!».

Στην περιήγησή του στο Αγιον Ορος με τον Νίκο Καζαντζάκη, στις 18/12/1914, στη Μονή Βατοπεδίου, εντυπωσιάζεται από «τους μακρόλαιμους αγγέλους του Πανσελήνου που το κεφάλι τους βυθίζουν σαν τον κύκνο στης ευτυχίας το κρουσταλλένιο ρέμα». Σκιτσάρει και ένα σχέδιο εκφραστικότατο με το παραπάνω εκείμενο, που τύπωσε σε κάρτα η Αννα Σικελιανού.

Χρησιμοποιεί με αγαλλίαση στο έργο του σπάνιους όρους: Αγγελοκρούω (τρομάζω, πονάω), αγγελοκρούομαι (ψυχομαχώ), αγγελοκρουσμός (μεγάλος τρόμος), αγγελοκρουσμένος (τρομαγμένος), αγγελομαχώ (ψυχομαχώ), αρχαγγελικό διάσκελο (διασκελισμός του Αρχάγγελου) κ.ά.

Το άσμα ΙΙ στο « Μήτηρ Θεού» (1917) αρχίζει ως εξής: «Αγγελε, στο κατώφλι σου/ την ώρα που δε θάρρεις,/άνεμος φύσαγε γλυκός πολύ, ψυχοπονιάρης».

Τότε η παρέα της Δεξαμενής - Ελλη Αλεξίου, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μάρκος Αυγέρης - παρώδησε το δεύτερο στίχο ως εξής: «Αμερικάνα πέζεψε, γυναίκα να την πάρεις!..». Αναφερόταν, φυσικά, στην Εύα Πάλμερ. Αλλά και αλλού, απαντάται το βαπτιστικό του όνομα. Στον «Υμνο στον Εωσφόρο το Αστρο» παραθέτει με αγαλλίαση το διάλογό του με την Αλκμήνη:

«Ανθος του ανδρισμού μου, Αλκμήνη,/ (...) ω, κοίτα είμαστε μόνοι/ στον κόσμο, ως οι πρωτόπλαστοι (...) / - "Αγγελε, γλύκα του είναι μου" αποκρίθη/ "αν ήταν μόνο σήμερα η καρδιά μου/ να πει για σένα, πες της πως εκρίθη..." (...). Και τότ' εγώ της είπα: -"Ω Τιτανίδα/ ο ναός κ' η φύση είναι μονάχα δώρα/ του Ανθρώπου που 'χε κάποτε γι' ασπίδα/ (...) του πόθου του τη φλόγα τη θεο-θεοφόρα,/ του Εωσφόρου τ' ανίκητον αστέρι!"».

Εξαίσια υποβλητικότητα αποπνέει και ο νοερός διάλογος του ποιητή στον «Ελληνικό Νεκρόδειπνο»:

«(...) Αλλ' όταν ανοίχτη ομπρός μας το κρασί το μαύρο/ που φίλος επιστήθιος το 'χε φέρει/ για μένα, αδρό γιατ' ήταν κι' ευωδούσε/ σαν του Διονύσου το χυμένον αίμα,/ γυρίζοντας εκείνος προς εμένα/ τρανό ποτήρι ξέχειλο, με το ίδιο/ καλώντας με όνομά μου: -"Αγγελε", μου 'πε,/ "αν τώρα θες, δώσε φωνή στη νύχτα..." Και τότ' εγώ: -"Στη νύχτα τούτη, φίλε,/ ζητάς φωνή να δώσω (...) απ' το κρασί που το 'φερες για μένα/ (...) ας μεταλάβουμε όλοι (...) Κι όσο για τα νέα,/ τα φλογερά που θέλατε τραγούδια/ ν' ακούστε από τα χείλη μου, θα 'ρτούνε/ στην ώρα τους κι αυτά...". Ετσ' είπα κι όλοι, (...) / απ' το κρασί γευτήκανε κι απ' όλους/ στερνός, σαν ο ιερέας που καταλύει/ το δισκοπότηρο μες στ' Αδυτο, ήπια/ κι εγώ ως την ύστερη τη στάλα (...)».

«Στη "Ζωή της Χαράς", ο Αγγελος θάναι πάντα παραστάτης της!» μου γράφει ο Σικελιανός, αφιερώνοντάς μου το βιβλίο της Μαρίας Λιουδάκι «Στου Παππού τα γόνατα» ( 7/5/1949). Και στις 31/6/1949, σε γράμμα του από τη Σαλαμίνα, ανάμεσα στ' άλλα, μου γράφει και τα εξής:

«Γλυκειά Vivette,

Ο Αγγελος, που την άνοιξη που πέρασε Σούγραψε πως θάναι ο παντοτινός Σου παραστάτης, ίσως τώρα νομίζεις πως Σε ξέχασε... Είναι στη Σαλαμίνα (...) το νησάκι είναι μακρά και μοιάζει νάναι ώρες, ώρες, σαν μια φυλακή χτισμένη ανάμεσα στα κύματα... Θε να του δώσει κάποτε ο Θεός τη χάρη να του ξαναβάλει τα φτερά του; Είναι στιγμές που το πιστεύει, όχι γιατί τον λένε Αγγελο μόνο, αλλά γιατί η καρδιά του ξεπερνά τις αποστάσεις... Αχ, να γινόταν γλυκειά Vivette, αυτό το θαύμα, και καμιά ώρα που θα βρισκόσουν στον κήπο, ξαφνικά από πάνουθέ Σου να αισθανθείς τη βουή κάποιων φτερών, που θα με κατεβάζανε ανάμεσα στα δέντρα και θα μ' έφερναν σιμά Σου... Πώς το θέλει ο Αγγελος αυτό το πέταγμα για Σε και τη Ρενούλα μας! (...) Και λέω, που αν είχα τα φτερά, δε θα περνούσα μόνο για να Σας δω, μα θα Σας έκανα και αέρα για να δροσιστείτε... Εσύ, γλυκειά Vivette, πώς είσαι; Να ελπίσω πως θ' αποφασίσεις να μου γράψεις δυο Σου λόγια; Ξέρεις πως και τα φτερά θέλουνε κάποιο πότισμα για να φυτρώσουν; Τέτοιο πότισμα θα μού 'ναι τα λογάκια Σου (...). Μένω πάντα με τη μυστικήν ελπίδα να ξανάβρω τα φτερά μου και νάθρω. Αγγελος». (Από το βιβλίο μου «Αγγελου Σικελιανού, Ανέκδοτα Ποιήματα και Γράμματα»).

Στις 6/11/1949, τρεις Λευκαδίτες φοιτητές του απευθύνουν ευχές για την εορτή του με μίαν αγκαλιά κυκλάμινα, που τα είχε υμνήσει εκείνος στο Φθινόπωρο 1936:

«Αγαπητέ Ποιητή,

Θα θέλαμε οι κυκλαμιές να σου θυμίσουν το μικρό λουλούδι, "το πρώτο κυκλάμινο που βρήκες, παιδί, μια μέρα στη Λευκάδα, μέσα στην κουφάλα της γέρικης ελιάς του σπιτιού σου", το λουλουδάκι που με το λεπτό του μοσχοβόλημα χάρισε στην ψυχή σου πλουσιότατα και απολλώνεια δώρα - "την πρώτη γνωριμιά του Αγραφου Χώρου!" Μα είτε το πετύχουν - είτε όχι, όμως πρέπει να σε βεβαιώσουμε πως κι εμείς κι οι πιο πολλοί συμπατριώτες σου Λευκαδίτες, έχουμε χαρίσει σε σένα και το έργο σου την εκλεκτότερη θέση της καρδιάς και του μυαλού μας και ζούμε με την ελπίδα κάποιων καλύτερων καιρών που θα μας επιτρέψουν μια θερμή, πλατιά και γόνιμη γνωριμιά μαζί σου! Με βαθιά εκτίμηση»: Πάνος Σάντας, Πανταζής Κοντομίχης, Νίκος Κατηφόρης, φοιτητές από τη Λευκάδα.

Και ο καλός του φίλος, ο σκηνοθέτης Σωκράτης Καραντινός, του εύχεται με την ευκαιρία της εορτής των Αρχαγγέλλων Μιχαήλ και Γαβριήλ: «Να ζήσεις σαν τα ψηλά βουνά, για μας, τη φτωχολογιά, και για την Ελλάδα μας!».

Ομως ο ποιητής δε γιόρταζε στις 8 Νοεμβρίου, αλλά την ημέρα του Αγίου Πνεύματος. Τότε εορτάζει παλλαϊκά στη γενέτειρά του, τη Λευκάδα, το περίφημο Μοναστήρι της «Πεφανερωμένης», της Παναγίας, όπου από μικρό παιδί συμμετείχε στον πανηγυρισμό και στο προσκύνημα.

Φέτος, στις 19/6, συνέπεσε η ημερομηνία του θανάτου του και της ονομαστικής του εορτής. Μια μικρή διερεύνηση, μας επιτρέπει κάποια σημειολογική σύνδεση της ονομαστικής εορτής του και γεγονότων του βίου του. Ο κατ' εξοχήν ποιητής των συμβόλων είχε αναγάγει την εορτή του Αγίου Πνεύματος σε ημέρα ιδιαίτερου συμβολισμού: Ακριβώς την ημέρα της ονομαστικής του εορτής (18/6/1940) επέλεξε για το γάμο του με την Αννα, στο Τελεστήριο της Ελευσίνας. Στις 25/6/1938, πέρασε την ονομαστική του εορτή στο Πήλιο, από όπου έγραψε στον αδελφικό του φίλο Τάκη Δημόπουλο:

«Μην ένας θρύλος θεϊκός του λαού, οπού τον έμαθα εδώ πάνω, δε μας λέει ότι τ' αηδόνια που γεμίζουνε με το τραγούδι τους τις γύραθέ μου λαγκαδιές, στην εορτή του Αγίου Πνεύματος φεύγουν κι αυτά, αφήνοντας και το τραγούδι τους ακόμα, για να βυθιστούν με τη σιωπή μέσα στου ίδιου αυτού Αγίου Πνεύματος τη μυστική παντοφωνήτρα φλόγα! (...) Μα εκεί που σταματάνε να φυτρώνουν τα λουλούδια, αρχινάν ν' ανθούν αυτούσια τ' άστρα, κι εκεί που σωπαίν' η ανθρώπινη φωνή ή τα τραγούδια του αηδονιού, βροντάει κ' αστράφτει αυτήκοος πλέον, κι όχι μέσα από κατηγορίες ιστορικές κι' εφήμερες, ο "Λόγος". Από τον Λόγον αυτόν ήρθα να πιω, κι αν ο θεός το θέλει, κι αν είμαι άξιος, από τον αυτήκοο αυτό Λόγο να ποτίσω και τη γη!».

Στις 18/6/1949, ο Σικελιανός μίλησε στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών με θέμα: « Ιουδαϊσμός και Ελληνισμός (το μάθημα του Ρενέ Μαρδοχαίου Γκουασταλλά)», με πρόσκληση των Ροζέ Μιλλιέξ και Οκτάβ Μερλιέ.

Το 1950, την ημέρα του Αγίου Πνεύματος, ο ποιητής έπλεξε το εγκώμιο του Μερλιέ και της σπουδαίας γυναίκας του, Μέλπως Λογοθέτη, σε εκδήλωση στο Γαλλικό Ινστιτούτο. Αναθυμήθηκε την επίσκεψή του στο Πήλιο (άνοιξη 1938) και τη σιωπή των αηδονιών. Ο κηπουρός του, ο κυρ Αντώνης, του εξήγησε: «Σήμερα είναι του Αγίου Πνεύματος! Ολα τα αηδόνια από τον πρώτον όρθρο, φύγανε για πιο ψηλά». Αργότερα, όσους άλλους ρώτησα, συμπληρώνει ο ποιητής, μου δώσανε την ίδια απάντηση: Τ' αηδόνια είχανε πια πετάξει σε μιαν άλλη, πιο ψηλή περιοχή. Την περιοχή του πνεύματος. Του αγίου πνεύματος. Γι' αυτό και δεν ακούονταν πια. Ετσι λοιπόν, διερωτώμουνα, τ' αηδόνια είχανε κάνει κιόλας τη μετάσταση από την Ποίηση προς την Προσευχή, όπως το αισθανόταν και το ζητούσε εδώ και λίγα χρόνια από τους ποιητές ο άββε Bremond; (...) Για μένα η σιωπή αυτή των αηδονιών ήταν μια υψηλή ενέργεια, μια προέκταση διαλεκτική σ' ένα σκαλί υψηλότερης ενέργειας».

ΟΣικελιανός έμελλε να ζήσει την τελευταία του ονομαστική εορτή (18/6/1951), στην Παμμακάριστο, στο θάλαμο Θ` «των Θλιβομένων η "Χαρά"». Η αδελφή - νοσοκόμα του απολογιέται: «Ηθελε να τον φωνάζουμε με το μικρό του όνομα».

«Χρυσή μου, ο Θεός μου έβαλε Αγγελο. Παρακαλώ την Παναγιά μας, όταν πεθάνω, Αγγελο κοντά της να με βάλει». Εκείνες τις ύστατες στιγμές, η Παναγία η Φανερωμένη της Λευκάδας, η Δήμητρα και η Αλκμήνη - η αιώνια Μάνα - συμπλέκονταν στα άδυτα της ψυχής του...

Την άλλη μέρα, στις οκτώ το βράδυ, το καλλικέλαδο αηδόνι έκανε «τη μετάστασή του σε μιαν άλλη, πιο ψηλή περιοχή, από την Ποίηση προς την Προσευχή», κατά πώς το θέλει «ο θεϊκός θρύλος του Λαού» για τους πεφιλημένους του!..


Βιβέτ ΤΣΑΡΛΑΜΠΑ - ΚΑΚΛΑΜΑΝΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ