ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Αυγούστου 2000
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Τέσσερις δρόμοι για τον Ερωτόκριτο

Το αριστούργημα της κρητικής λογοτεχνίας γίνεται πηγή έμπνευσης για τέσσερις συνθέτες

«Του κύκλου τα γυρίσματα που ανεβοκατεβαίνου/ και του τροχού που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου,/ και του καιρού τ' αλλάματα που αναπαημού δεν έχου,/ μα στο καλό κ' εις το κακό περιπατούν και τρέχου/ και των αρμάτω οι ταραχές, έχθρητες και τα βάρη,/ του Ερωτα η εμπόρεση και της φιλιάς η χάρη,/ αυτάνα μ' εκινήσασι τη σήμερον ημέρα/ ν' αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα/ σ' μια κόρη κ' έναν άγουρο που μπερδευτήκα ομάδι/ σε μια φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι./ Κι όποιος του πόθου εδούλεψε εισέ καιρό κιανένα/ ας έρθη για ν' αφουγραστή ό,τι 'ναι δω γραμμένα,/ να πάρη ξόμπλι κι αρμηνειά, βαθιά να θεμελιώνη,/ πάντα σ' αμάλαγη φιλιάν, οπού να μην κομπώνη/ γιατί όποιος δίχως πιβουλιά τον πόθο του ξετρέχει,/ εις την αρχή α βασανιστεί, καλό το τέλος έχει».

Απειρες είναι οι καρδιές, που ξεδίψασαν στο άκουσμα των στίχων του «Ερωτόκριτου», που σκίρτισαν απαγγέλλοντάς τους, που οραματίστηκαν τη νίκη του καλού και του ωραίου, μέσα από τον ποιητικό λόγο του Βιτσέντσου Κορνάρου. Η ακτινοβολία αυτού του εξαίσιου λυρικού αφηγηματικού ποιήματος, αυτού του αριστουργήματος της ώριμης κρητικής λογοτεχνίας του 16ου - 17ου αιώνα είναι θαυμαστή. Οι στίχοι - δέκα χιλιάδες στο σύνολό τους - επί αιώνες έγιναν σύντροφοι της λαϊκής ψυχής, απαγγέλλονταν από μυριάδες στόματα. Μέχρι πρόσφατα στην Κρήτη και στα Επτάνησα, αλλά και αλλού, υπήρχαν πολλοί (σήμερα ελάχιστοι), που ήξεραν ν' απαγγέλλουν από στήθους Ερωτόκριτο.


Αυτό το εξαίρετο «ερωτικό παραμύθι», που πολλές φορές αποτέλεσε σημείο έμπνευσης και αναφοράς διαφόρων Νεοελλήνων δημιουργών (σημειώνουμε τις παλιότερες μουσικές δημιουργίες των Ν. Μαμαγκάκη και Χρ. Χάλαρη) γίνεται το σταυροδρόμι τεσσάρων δημιουργών, που καταθέτουν τους «Τέσσερις δρόμους για τον Ερωτόκριτο». Πρόκειται για το CD, που πρόσφατα κυκλοφόρησε κάτω από αυτό τον τίτλο και το οποίο περιλαμβάνει τέσσερις ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις του Ερωτόκριτου, του «ευαγγελίου των αισθημάτων της Κρήτης». Ο μίτος αρχίζει να ξετυλίγεται με το Λουδοβίκο των Ανωγείων, που με το γνώριμο, αισθαντικό τρόπο του μελοποιεί το ερωτικό μέρος του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Τα τραγούδια του ερμηνεύει ο ίδιος μαζί με τη Λιζέτα Καλημέρη, που με το απαλό πάθος της φωνής της διηγείται το βασανισμένο λόγο της Αρετούσας. Η ενορχήστρωση και η απόδοση είναι του συγκροτήματος «Ομαδική Απόδραση», με τον εξαίρετο Τάσο Μισυρλή στο βιολοντσέλο.

Ακολουθεί ο Νίκος Ξυδάκης και η μουσική του σύνθεση με θέμα τα πορτρέτα των αφεντόπουλων και των ρηγάδων από τα διάφορα μέρη της Ελλάδας, που κονταροχτυπιούνται στον αγώνα που έχει οργανώσει ο πατέρας της Αρετούσας για να τη διασκεδάσει. Κύρια φωνή στη σύνθεση είναι ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, σ' έναν διάλογο με τον συνθέτη.

Η μουσική διαδρομή στους δρόμους του Ερωτόκριτου συνεχίζεται με τον Ψαραντώνη, τον σπουδαίο Κρητικό δημιουργό και δεξιοτέχνη της λύρας, που μελοποιεί και διηγείται με μοναδικό τρόπο την ιστορία του Κρητικού Χαρίδημου. Η φωνή του, ο τρόπος ερμηνείας του, κουβαλά όλη τη δύναμη της μεγάλης ποίησης, της κρητικής παράδοσης, των ανθρώπων της στο διάβα των αιώνων. Αποκαλύπτει όλο το δράμα του Κρητικού ρηγόπουλου, που σκοτώνει κατά λάθος την αγαπημένη του, ενώ με ξεχωριστή ευαισθησία αφηγείται τη σκηνή που η Αρετούσα δίνει το δαχτυλίδι της στον Ερωτόκριτο, «σημάδι πως ώστε να ζω είσαι δικό μου ταίρι». Στο τραγούδι τον συνοδεύει η κόρη του, Νίκη Ξυλούρη.

Το έργο ολοκληρώνεται με τις συνθέσεις του Γιώργου Κουμεντάκη. Διαλέγοντας τα θέματά του από την πανίδα της Κρήτης, στοιχείο που συναντάμε στο ποίημα, ο συνθέτης καταθέτει τρία σύντομα μουσικά κομμάτια για τσέμπαλο. Τα μουσικά χαρακτηριστικά του υλικού του είναι επηρεασμένα από την Κρητική μουσική, τη Βυζαντινή παράδοση και στοιχεία της Ανατολικής Μεσογείου, η δε επιλογή του τσέμπαλου είναι πολύ κοντά στην κρητική πραγματικότητα εκείνης της εποχής. Καθοριστική είναι η συμβολή της Αλεξάνδρας Παπαστεφάνου, στο τσέμπαλο.

Με το θέμα του Ερωτόκριτου και οι τέσσερις δημιουργοί είχαν καταπιαστεί και στο παρελθόν, η δισκογραφική όμως έκδοση συνέπεσε με τα φετινά «Υακίνθεια», που είχαν αυτό το θέμα. Στο πλαίσιό τους, στα Ανώγεια, έγινε στις αρχές Ιούλη η πρώτη ζωντανή παρουσίαση του έργου.


Ρ.Σούλη


Οι δύο Ελλάδες!

Οταν ήμουν μικρό παιδί, μου έκανε εντύπωση η έκφραση παλιά Ελλάδα. Μια έκφραση βέβαια, που αντιστοιχούσε σε ένα συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο και που την κατοικούσαν αυτοί που τους αναφέραμε στην κουβέντα μας ως «παλιοελλαδίτες». Σκεφτόμουνα, λοιπόν, πως, αφού υπάρχει η παλιά Ελλάδα κάπου θα πρέπει να υπάρχει και η νέα Ελλάδα. Και κάτι παρόμοιο θα έπρεπε να συμβαίνει και με τους ανθρώπους, από τη μια πλευρά, δηλαδή, οι «παλιοελλαδίτες» και, από την άλλη, οι «νεοελλαδίτες». Αρα, σκεφτόμουνα αυτή, η διάκριση δε θα πρέπει να αναφέρεται σε δυο διαφορετικούς γεωγραφικούς χώρους, αλλά και σε δυο διαφορετικούς τρόπους σκέψης, συμπεριφοράς, ιστορικού χαρακτήρα ή ακόμα και πολιτισμικού, με άλλα λόγια. Και όσο μεγάλωνα και περίσσευαν τα διαβάσματά μου και μπαινόβγαινα σε σχολεία μικρά και μεγάλα, διαπίστωνα πως οι δυο Ελλάδες ήταν πραγματικότητα και ο όρος που περιέγραφε τη μια ή την άλλη δεν ήταν χωρίς περιεχόμενο ούτε και αυθαίρετος. Μια φορά, μάλιστα, είχα αποφασίσει να κάνω μια έρευνα σχετική με το θέμα. Να κάνω, δηλαδή, δυο καταλόγους, τον έναν θα τον ονόμαζα παλιά Ελλάδα και θα έγραφα μέσα σε αυτόν λέξεις, συνήθειες, τοπωνύμια που θα προέρχονταν από αυτόν τον χώρο. Τον άλλο θα τον ονόμαζα νέα Ελλάδα και θα τον γέμιζα με πληροφορίες, όμοιες με αυτές του πρώτου καταλόγου. Αυτή την έρευνα, βέβαια, δεν την έκανα ποτέ, γιατί στο μεταξύ είχα καταλάβει πως αυτή η διάκριση είχε απασχολήσει και την ιστορία και την κοινωνιολογία και, προ παντός, την πολιτική. Ετσι, η δική μου έρευνα δε θα έπιανε τόπο. Επειδή, όμως, κάτι μου έλεγε μέσα μου ότι κάπου υπάρχει μια γραμμή που δίνει νόημα ιστορικό σε αυτήν τη διάκριση, άρχισα να αναζητώ από πού περνούσε αυτή η γραμμή. Ηταν ένα γεωγραφικό χαρακτηριστικό, ήταν το σημείο εκείνο όπου άλλαζε το κλίμα, εκεί όπου οι άνθρωποι ήταν αλλιώς; Ηταν, να πούμε, μια νοητή γραμμή σαν τον τροπικό του Καρκίνου ή του Αιγόκερω που χωρίζουν ανθρώπους και συνήθειες, κλίμα και γεωγραφίες, ιστορία και πολιτισμούς; Και αν ήταν κάτι τέτοιο, θα έπρεπε να παραδεχτώ πως η Ελλάδα είναι κομμένη στα δυο. Ωσπου την απάντηση, μου την έδωσε η περιγραφή του πρωθυπουργού, που μιλούσε για έχοντες και κατέχοντες και που με ανάγκασε να προσθέσω μια τρίτη κατηγορία, τους μη έχοντες. Και με αυτόν τον τρόπο, η διάκριση που έβαζε σε σκέψεις την παιδική που ηλικία έπαιρνε πια ένα συγκεκριμένο νόημα. Ούτε παλιά Ελλάδα υπάρχει, σκεφτόμουνα, ούτε νέα, ούτε «παλιοελλαδίτες», ούτε «νεοελλαδίτες». Υπάρχουν μόνο Ελληνες και αυτοί δε χωρίζονται σε νέους και σε παλιούς, αλλά σε αυτούς που έχουν και σε αυτούς που δεν έχουν.

Και από αυτήν τη στιγμή, η έρευνά μου απόκτησε άλλο αντικείμενο και αυτό το αντικείμενο ήταν το ερώτημα, τι είναι αυτό που το έχουν οι μεν και δεν το έχουν οι δε. Και έτσι που γυρνούσα για τη δουλιά μου εδώ και εκεί. Πότε στο βορρά και πότε στο νότο, πότε στην ανατολή και πότε στη δύση και έπιανα κουβέντα με τους εργάτες της ανασκαφής, τους φοιτητές, τους οδηγούς των λεωφορείων και τους εισπράκτορες, τους μικροπωλητές των λαϊκών αγορών και τους τροχονόμους, τις νοσοκόμες και τις καθαρίστριες των πολυκατοικιών, διαπίστωνα όλο και πιο πολύ πως άλλοι «είχαν» και άλλοι δεν «είχαν». Και κατάλαβα ακόμα πως αυτή η κατοχή δεν είχε πάντοτε χαρακτήρα οικονομικό. Δε σήμαινε, δηλαδή, πως αυτοί ήταν φτωχοί και οι άλλοι πλούσιοι, σήμαινε κάτι πιο σοβαρό και πιο επικίνδυνο. Γιατί αφορούσε, πιο πολύ, τον πολιτισμό, τη γνώση. Αφορούσε, δηλαδή, τα δυο «εργαλεία» που βοηθούν τον άνθρωπο να πάρει μέρος στη ζωή, να κατανοήσει τον εφιάλτη της εκμετάλλευσης, να αντισταθεί και να συγκρουστεί, να παραγάγει, με άλλα λόγια, ιστορία.

Τώρα, λοιπόν, που μεγάλωσα επικίνδυνα και τις παιδικές μου απορίες τις πήρε από κάτω ο χρόνος, εκείνο που με φοβίζει δεν είναι η παλιά και η νέα Ελλάδα, είναι το ότι οι Ελληνες είναι χωρισμένοι στα δυο, σε αυτούς που «έχουν» και σε αυτούς που δεν «έχουν».


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ