Δεν υπάρχει αναφορά ούτε στον απαιτούμενο αριθμό ούτε στις απαραίτητες δαπάνες
Ο υπουργός Υγείας Αλ. Παπαδόπουλος υποστηρίζει ότι ο Προσωπικός Γιατρός είναι το ίδιο πράγμα με τον Οικογενειακό και προσθέτει: «Είναι σημειολογικό μόνο».
Η σημειολογική επισήμανση του υπουργού δεν είναι άσχετη με τον πυρήνα της φιλοσοφίας της μεταρρύθμισης. Ετσι, ο προσωπικός γιατρός παραπέμπει στο άτομο και όχι στο κοινωνικό σύνολο που ανήκει το άτομο.
Μια ολοκληρωμένη φροντίδα αφορά τις λειτουργίες οι οποίες έχουν άμεση σχέση με την προστασία της υγείας των πολιτών σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο. Η ατομική ευθύνη σημαίνει ρήξη αυτού του πλέγματος και ανάληψη της προσωπικής κάλυψης - αν και δε φαίνεται ακόμα αυτό καθαρά - με την ιδιωτική ασφάλιση.
Απ' τις αρμοδιότητες και τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο σχέδιο της κυβέρνησης δίνεται η αίσθηση ότι αυτό που προέχει για τον προσωπικό γιατρό είναι η τεχνοκρατική διαχείριση και το κυνηγητό των πληρωμών κυρίως απ' το χρήστη των υπηρεσιών υγείας.
Στο σχέδιο της κυβέρνησης δεν αναφέρεται τίποτε, ούτε για τον αριθμό των απαραίτητων προσωπικών γιατρών και πολύ περισσότερο για το κόστος αυτού του εγχειρήματος. (Βέβαια, ο Αλ. Παπαδόπουλος υποστηρίζει ότι τα χρήματα θα βρεθούν απ' τον εξορθολογισμό των δαπανών).
Σύμφωνα με το σχέδιο που είχε επεξεργαστεί ο πρώην υπουργός Υγείας Δ. Κρεμαστινός το 1994, οι απαιτούμενοι οικογενειακοί γιατροί ήταν 6.800 και το κόστος εφαρμογής του θεσμού ήταν 50-70 δισ. για την περίοδο 1994-1996 (γεγονός που το υπενθυμίζει και ο ίδιος με άρθρο του στην «Ελευθεροτυπία» στις 2.8.2000).
Στη διάρκεια των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης (24.4.2000), ο υπουργός Εργασίας, Τ. Γιαννίτσης, είπε: «Το Δίκτυο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, που σχεδιάζει το ΙΚΑ, στοχεύει μέσα στην τετραετία στην εξυπηρέτηση και των ασφαλισμένων του ΟΓΑ». Αλλά και η εφαρμογή του Οικογενειακού Γιατρού και στα πλαίσια των Δικτύων Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΔΠΦΥ) - που θεσμοθετήθηκαν με το νόμο 2519/97 - απαιτούσε σημαντική δαπάνη.
Σύμφωνα, λοιπόν, με μελέτη που επιμελήθηκαν οι καθηγητές Γ. Κυριόπουλος, Τρ. Μπεαζόγλου και Ε. Γεωργούση, για να λειτουργήσουν τα ΔΠΦΥ χρειάζονται 3.500 οικογενειακοί γιατροί το 2000, που πρέπει να φτάσουν στους 5.000 το 2001. Συνολικά, πρέπει να γίνουν δαπάνες 50 δισ. το 2000 και 80 δισ. το 2001, με την προοπτική να αφαιρεθούν απ' τον ιδιωτικό τομέα 50-100 δισ. δραχμές που σπαταλιούνται τώρα λόγω των ελλείψεων στην ΠΦΥ.
Για την πλήρη κάλυψη όλης της χώρας χρειάζονται 5.000-6.000 οικογενειακοί γιατροί.
Το 1960 εφαρμόστηκε για πρώτη φορά ο θεσμός του Οικογενειακού Γιατρού
Στην Ελλάδα δεν είναι άγνωστος ο θεσμός του Οικογενειακού Γιατρού.
Το 1960 άρχισε μια σοβαρή προσπάθεια στο ΙΚΑ για τη δημιουργία ενός μοντέλου παροχής οικογενειακής φροντίδας. Η εγκύκλιος του ΙΚΑ με αριθμό 139/72 αναφέρει χαρακτηριστικά για το νέο - τότε - θεσμό.
Υστερα από 40 χρόνια λειτουργίας του θεσμού θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι ελάχιστα στοιχεία έχουν απομείνει που να θυμίζουν τη σοβαρότητα εκείνης της προσπάθειας και να τονίζουν την ευρύτητα του ρόλου του ΟΓ.
Το 1993 ο Μάμας Θεοδώρου δημοσίευσε μια μελέτη για την Εξωνοσοκομειακή περίθαλψη στο ΙΚΑ, όπου σημείωνε: «Ο παθολόγος γιατρός σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, λειτουργεί μέσα στο σύστημα όπως οι άλλες ειδικότητες, χωρίς να έχει κάποιο ιδιαίτερο ρόλο. Είτε αυτός εργάζεται στο πολυιατρείο του ΙΚΑ και ονομάζεται παθολόγος, είτε εργάζεται στο ιδιωτικό του ιατρείο με λίστα ασφαλισμένων και ονομάζεται οικογενειακός γιατρός, ο ρόλος του περιορίζεται και στις δύο περιπτώσεις σε θεραπευτικό. Ετσι οι επισκέψεις στους γιατρούς ειδικοτήτων αποφασίζονται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο, ποσοτικά δεν περιορίζονται και δεν επιβαρύνουν τον ασφαλισμένο οικονομικά».
Στη μελέτη για τον ανασχεδιασμό των υγειονομικών υπηρεσιών του ΙΚΑ υπάρχει η εξής αποτίμηση για εκείνη την πρώτη προσπάθεια εφαρμογής του Οικογενειακού Γιατρού. «Τα αίτια της αποτυχημένης αυτής προσπάθειας είναι ποικίλα. Καταρχήν, η έλλειψη γιατρών ειδικότητας γενικής ιατρικής αποτέλεσε το σημαντικότερο εμπόδιο της αποτελεσματικής εφαρμογής του θεσμού. Ετσι, ο ρόλος του οικογενειακού γιατρού ανατέθηκε μοιραία σε ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, κυρίως παθολόγους. Επιπρόσθετα, η σχέση εργασίας μεταξύ ΙΚΑ και οικογενειακών ιατρών δεν ήταν σαφώς καθορισμένη, ενώ παρατηρήθηκε ακόμα έλλειψη οικονομικών, ηθικών και εκπαιδευτικών κινήτρων, τα οποία θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν τις αδυναμίες εφαρμογής»
Και η μελέτη καταλήγει: «Ως αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να παραμεληθεί ο θεσμός του Γενικού/Οικογενειακού ιατρού και έτσι ο οικογενειακός ιατρός του ΙΚΑ σήμερα να μην προσομοιάζει με τον Γενικό /Οικογενειακό ιατρό των σύγχρονων συστημάτων υγείας. Το σύστημα των παραπομπών στις ειδικότητες ή το νοσοκομείο έχει καταργηθεί. Η εφημερία, η διανυκτέρευση, η εφαρμογή προγραμμάτων προληπτικής ιατρικής και αγωγής υγείας ξεχάστηκαν, ενώ η τήρηση ιατρικού φακέλου και ιστορικού του ασθενούς έχει ατονήσει».
Ο οικογενειακός γιατρός προσφέρει συνήθως περίθαλψη και φροντίδα σε 1.500-2.000 άτομα.
Στη μελέτη για το ΙΚΑ, όσον αφορά το προφίλ του Οικογενειακού Γιατρού, σημειώνεται ότι οι σύγχρονες απαιτήσεις και ο σαφής προσανατολισμός των Εθνικών Συστημάτων Υγείας προς την Πρωτοβάθμια Περίθαλψη οδήγησε σε μια νέα θεώρηση, που θέλει το Γενικό/Οικογενειακό Γιατρό να είναι:
Στη μελέτη υπογραμμίζεται η εξής πλευρά: «Οι Γενικοί/Οικογενειακοί γιατροί ασκούν τη γενική ιατρική και συγχρόνως προσεγγίζουν τα προβλήματα των εγγεγραμμένων στη λίστα ασθενών και των οικογενειών τους κατά τρόπο ολοκληρωμένο από ιατρική, κοινωνική, ψυχολογική και οικονομική σκοπιά».
Ο οικογενειακός γιατρός ήταν στο παρελθόν συνήθως παθολόγος ή χωρίς ειδικότητα. Εδώ και μερικά χρόνια στα περισσότερα υγειονομικά συστήματα, το θεσμό αυτό υπηρετούν γιατροί με την ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής, η οποία απαιτεί συνήθως 2-4 χρόνια ειδίκευση στις βασικές ειδικότητες όπως παθολογία, παιδιατρική, καρδιολογία, χειρουργική μαιευτική κλπ. Οικογενειακή ιατρική μπορεί ακόμα να ασκεί ο οδοντίατρος, ο γυναικολόγος και ο παιδίατρος για τα παιδιά 12-14 χρονών.
Σήμερα η εκπαίδευση στη Γενική Ιατρική σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης διέπεται απ' την Οδηγία 457/86 με την οποία έχει ευθυγραμμιστεί και η Ελλάδα. Σύμφωνα με την Οδηγία αυτή, η εκπαίδευση του γενικού γιατρού ορίζεται σε τρία χρόνια και είναι υποχρεωτική, καλύπτοντας μια πλειάδα αντικειμένων.
Στην Ελλάδα η ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής είναι επίσημα θεσπισμένη από το 1964. Το 1981 η διάρκεια της ειδίκευσης αυξήθηκε από ένα σε δύο χρόνια και το 1985 με το Προεδρικό Διάταγμα 80 τα χρόνια έγιναν τρία. Ως ειδικότητα ακούγεται όλο και πιο συχνά την τελευταία εικοσαετία. Το νομοσχέδιο Δοξιάδη και αμέσως μετά ο νόμος 1397/83 για το ΕΣΥ, αναφέρουν ότι τα Κέντρα Υγείας θα στελεχώνονται εκτός των άλλων και από οικογενειακούς γιατρούς με την ειδικότητα της γενικής ιατρικής ή παιδιατρικής.
Το 1994 ο τότε υπουργός Υγείας Δ. Κρεμαστινός παρουσίασε ένα σχέδιο, στο οποίο οι οικογενειακοί γιατροί (ΟΓ) θα εργάζονταν με συμβάσεις. Οι ασφαλισμένοι θα μπορούσαν να επιλέξουν το γιατρό που θέλουν.
Ο Δ. Κρεμαστινός παρουσίασε το παρακάτω πλαίσιο αρχών:
Το σχέδιο της κυβέρνησης αναφέρει την εφαρμογή του θεσμού του προσωπικού γιατρού.
Είναι γεγονός ότι και αυτό το σχέδιο, όχι εξυγίανσης αλλά ανατροπής του δημόσιου συστήματος υγείας, είναι ενταγμένο στις αλλαγές που προωθούνται στο δημόσιο τομέα και μαζί με τις γενικευμένες ιδιωτικοποιήσεις, τις ανατροπές των εργασιακών σχέσεων και του ασφαλιστικού συστήματος αποτελούν το μέτωπο των λεγόμενων αναδιαρθρώσεων του συστήματος.
Αυτές οι αναδιαρθρώσεις σε βάρος της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, στα πλαίσια του καπιταλισμού, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις αντιφάσεις του, όπως την ανισόμετρη ανάπτυξη, τις κρίσεις υπερπαραγωγής και τον αυξανόμενο ανταγωνισμό ανάμεσα στα μονοπώλια, όμως δημιουργούν μια άλλη κατάσταση, που βοηθά το μεγάλο κεφάλαιο να υπερασπίσει με καλύτερο και αποδοτικότερο τρόπο τα συμφέροντά του.
Με άλλα λόγια, μ' αυτές τις αντιδραστικές αλλαγές διασφαλίζεται μεγαλύτερη υπεραξία από τον ιδρώτα των εργαζομένων, γεγονός που εξασφαλίζει μονοπωλιακά υπερκέρδη, αντιμετωπίζοντας, έστω και πρόσκαιρα, την τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, φαινόμενο της ιμπεριαλιστικής βαθμίδας του καπιταλιστικού συστήματος.
Η διασφάλιση βέβαια μεγαλύτερης υπεραξίας απαιτεί τη μείωση όσο το δυνατόν πιο πολύ της τιμής της εργατικής δύναμης και παράλληλα τη χειραγώγησή της, ώστε να αποφεύγονται εκδηλώσεις ανόδου της ταξικής πάλης, πράγμα «άκρως επικίνδυνο» για την ίδια την ύπαρξη του καπιταλισμού.
Γι' αυτό και ο χαρακτήρας των αναδιαρθρώσεων είναι ενιαίος για όλες τις χώρες, όχι μόνον της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά και παγκόσμια και καθορισμένοι οι τρόποι και οι μέθοδοι για την προώθησή τους.
Γι' αυτό και παντού προωθείται η λογική του κοινωνικού εταιρισμού, της συναίνεσης και του διαλόγου και αξιοποιούνται όλες οι μέθοδοι χειραγώγησης και εξαγοράς της εργατικής τάξης. Οσο πιο εκλεπτυσμένες, τόσο πιο αποτελεσματικές είναι για τη διάβρωση της ταξικής συνείδησης της εργατικής τάξης.
Γιατί τα ζητήματα της υγείας, της παιδείας, της κοινωνικής πρόνοιας και ασφάλισης είναι ουσιαστικές πλευρές της ταξικής πάλης. Συνδέονται άμεσα με την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, αφορούν το παρόν, το μέλλον και την προοπτική της ανθρώπινης κοινωνίας.
Τα επιτεύγματα της επιστήμης και οι σύγχρονες ανάγκες του λαού, αλλά και ο πλούτος που παράγεται από τη δουλιά και μόνο των εργαζομένων επιβάλλουν την κυριαρχία μιας άλλης λογικής στα ζητήματα αυτά. Μιας λογικής που λέει ότι στο κέντρο πρέπει να βρίσκεται ο παράγοντας άνθρωπος και οι ανάγκες του και όχι το κυνήγι του κέρδους.
Βέβαια, οι συμβιβασμένες ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων, όχι μόνο δεν οργάνωσαν τον αγώνα των εργαζομένων, αλλά έχουν προ πολλού αποδεχτεί και στηρίξει τις κυβερνητικές επιλογές, συμμετέχοντας στους λεγόμενους κοινωνικούς διαλόγους της απάτης και του αποπροσανατολισμού. Απαιτείται συνεπώς η ισχυροποίηση των ταξικών δυνάμεων και η ανάπτυξη ταξικών συντονισμένων αγώνων. Το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο (ΠΑΜΕ) θα μπει μπροστά και γι' αυτό το θέμα και θ' αναπτύξει πρωτοβουλίες δράσης.
Πρωταρχικός στόχος, η προστασία της υγείας με μέτρα πρόληψης. Οι εργαζόμενοι σήμερα βρίσκονται πολλές φορές απροστάτευτοι από τους επαγγελματικούς κινδύνους και συχνά πληρώνουν με την πρόωρη φθορά της υγείας τους ή με τη σωματική τους ακεραιότητα, την εργοδοτική αυθαιρεσία και κερδοσκοπία, κάτω από την απειλή της ανεργίας.
Γι' αυτό το ΚΚΕ προτείνει ένα κρατικό γενικευμένο σύστημα πρόληψης και προστασίας της δημόσιας υγείας, με τη λήψη μέτρων για την υγιεινή και ασφάλεια στους χώρους δουλιάς, κατοικίας και εκπαίδευσης, που θα παρέχεται από υπηρεσίες του δημόσιου συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και από γιατρούς, νοσηλευτές και λοιπό προσωπικό μόνιμης και αποκλειστικής απασχόλησης και καλά αμειβόμενους. Συνεπώς, απαιτείται η κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας στο χώρο της υγείας και η παροχή δωρεάν υπηρεσιών σε όλες τις βαθμίδες υγείας πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας. Η συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, έτσι όπως έχει γιγαντωθεί ο δεύτερος σήμερα, θα οξύνει παραπέρα τα μεγάλα, πράγματι, προβλήματα που υπάρχουν.
Οι θέσεις αυτές του ΚΚΕ μπορούν και πρέπει να γίνουν σημείο αναφοράς κάθε συσπείρωσης δράσης, όχι μόνο των εργαζομένων στο χώρο της υγείας, αλλά και όλων των κλάδων, όλης της εργατικής οικογένειας και των λαϊκών στρωμάτων, γιατί πάνω απ' όλα το ζήτημα της υγείας είναι ζήτημα ταξικό.
Βέβαια, για να βρουν ουσιαστική λύση τα μεγάλα προβλήματα της εργατικής τάξης, όπως κι αυτό της υγείας, απαιτείται μια άλλη εξουσία, μια λαϊκή εξουσία.
Αυτή την προοπτική σκοπεύουμε μέσα από την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, της κινητήριας δύναμης της κοινωνικής εξέλιξης και ταυτόχρονα αγωνιζόμαστε για την υπεράσπιση και διεύρυνση των κατακτήσεών μας.
Οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες θα δώσουν τον καλύτερο εαυτό τους με περισσότερες και πιο αποτελεσματικές πρωτοβουλίες δράσης, ισχυροποιώντας το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα και γενικότερα το λαϊκό κίνημα για την ανατροπή της σημερινής κατάστασης και τη δημιουργία των προϋποθέσεων, για ένα ρωμαλέο Λαϊκό Μέτωπο, που μπορεί να συμβάλει στο άνοιγμα του δρόμου προς στη λαϊκή εξουσία και το σοσιαλισμό.