Ο οικογενειακός γιατρός προσφέρει συνήθως περίθαλψη και φροντίδα σε 1.500-2.000 άτομα.
Στη μελέτη για το ΙΚΑ, όσον αφορά το προφίλ του Οικογενειακού Γιατρού, σημειώνεται ότι οι σύγχρονες απαιτήσεις και ο σαφής προσανατολισμός των Εθνικών Συστημάτων Υγείας προς την Πρωτοβάθμια Περίθαλψη οδήγησε σε μια νέα θεώρηση, που θέλει το Γενικό/Οικογενειακό Γιατρό να είναι:
Στη μελέτη υπογραμμίζεται η εξής πλευρά: «Οι Γενικοί/Οικογενειακοί γιατροί ασκούν τη γενική ιατρική και συγχρόνως προσεγγίζουν τα προβλήματα των εγγεγραμμένων στη λίστα ασθενών και των οικογενειών τους κατά τρόπο ολοκληρωμένο από ιατρική, κοινωνική, ψυχολογική και οικονομική σκοπιά».
Ο οικογενειακός γιατρός ήταν στο παρελθόν συνήθως παθολόγος ή χωρίς ειδικότητα. Εδώ και μερικά χρόνια στα περισσότερα υγειονομικά συστήματα, το θεσμό αυτό υπηρετούν γιατροί με την ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής, η οποία απαιτεί συνήθως 2-4 χρόνια ειδίκευση στις βασικές ειδικότητες όπως παθολογία, παιδιατρική, καρδιολογία, χειρουργική μαιευτική κλπ. Οικογενειακή ιατρική μπορεί ακόμα να ασκεί ο οδοντίατρος, ο γυναικολόγος και ο παιδίατρος για τα παιδιά 12-14 χρονών.
Σήμερα η εκπαίδευση στη Γενική Ιατρική σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης διέπεται απ' την Οδηγία 457/86 με την οποία έχει ευθυγραμμιστεί και η Ελλάδα. Σύμφωνα με την Οδηγία αυτή, η εκπαίδευση του γενικού γιατρού ορίζεται σε τρία χρόνια και είναι υποχρεωτική, καλύπτοντας μια πλειάδα αντικειμένων.
Στην Ελλάδα η ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής είναι επίσημα θεσπισμένη από το 1964. Το 1981 η διάρκεια της ειδίκευσης αυξήθηκε από ένα σε δύο χρόνια και το 1985 με το Προεδρικό Διάταγμα 80 τα χρόνια έγιναν τρία. Ως ειδικότητα ακούγεται όλο και πιο συχνά την τελευταία εικοσαετία. Το νομοσχέδιο Δοξιάδη και αμέσως μετά ο νόμος 1397/83 για το ΕΣΥ, αναφέρουν ότι τα Κέντρα Υγείας θα στελεχώνονται εκτός των άλλων και από οικογενειακούς γιατρούς με την ειδικότητα της γενικής ιατρικής ή παιδιατρικής.