Ταξίδι στην ιστορία τραγουδιών της Κατοχής, της Αντίστασης, της ταξικής πάλης. Ενα ενδιαφέρον αφιέρωμα επιμελήθηκε και παρουσίασε η ΚΝΕ στο 19ο Αντιιμπεριαλιστικό της Διήμερο
Οταν ο ιμπεριαλισμός κήρυξε τον πόλεμο (η Ιταλία στην Ελλάδα), οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας με υπόμνημά τους ζήτησαν να πάνε στο μέτωπο, αλλά η μεταξική δικτατορία τούς το αρνήθηκε. Κι όταν η χώρα βρέθηκε υπό την κατοχή του άξονα, η διοίκηση του στρατοπέδου τούς παρέδωσε στους Ιταλούς.
Γνήσιο απότοκο της κατοχικής πείνας οι σαλταδόροι και η δράση τους που λειτουργούσε ως πράξη αντίστασης. Χαρακτηριστικά περιγράφει το φαινόμενο ο Μιχάλης Γενίτσαρης: «Λίγο μετά που ήρθανε οι Γερμανοί και κάνανε κατοχή, άρχισαν διάφοροι θαρραλέοι άνθρωποι και έκαναν ντου στους Γερμανούς και έκλεβαν ό,τι έβρισκαν. Οπως πήγαιναν τα αυτοκίνητα τα γερμανικά στο δρόμο, φορτωμένα πράγματα, ο ένας ή οι δύο πήδαγαν απάνω και πετάγανε στο δρόμο τα πράγματα. Οι άλλοι της ομάδας, που την είχανε στήσει σε πόστα, αρχίζανε να τα μαζεύουνε. Η δουλειά αυτή ήθελε τόλμη και γρηγοράδα απ' όλους, αλλά, το κυριότερο, έπρεπε αυτός που πήδαγε στα αυτοκίνητα να 'τανε σβέλτος. Αυτοί όλοι παίζανε τη ζωή τους κορώνα - γράμματα κάθε λεπτό, γιατί όποιον πιάνανε οι Γερμανοί τον σκοτώνανε αμέσως. Πολλοί τέτοιοι σκοτωθήκανε γιατί τους πήρανε χαμπάρι οι Γερμανοί. Επειδή λοιπόν σαλτάρανε στ' αυτοκίνητα τους λέγανε σαλταδόρους». Γλαφυρά περιγράφει τη ζωή του σαλταδόρου ο Μιχάλης Γενίτσαρης στο ομώνυμο τραγούδι: «Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα θα τους πάρω».
Από τον Οκτώβρη του 1943 και μετά, στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου οδηγούνταν ολοένα και περισσότεροι κρατούμενοι και συλληφθέντες. Ο Μάρκος Βαμβακάρης έγραψε το «Χαϊδάρι» το 1944, το οποίο τραγουδήθηκε τότε, αλλά δεν κυκλοφόρησε. «Απ' την οδό του Σέκερη με πάνε στο Χαϊδάρι/ κι ώρα την ώρα καρτερώ/ ο Χάρος να με πάρει», έλεγε ο στίχος.
Ο πόλεμος τελειώνει. Η κορύφωση της ταξικής πάλης πραγματώνεται με τον εμφύλιο πόλεμο. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα επιβλήθηκε από το ντόπιο αντιδραστικό αστικό καθεστώς σε συμμαχία με τους Αγγλους ιμπεριαλιστές, αφού δεν μπορούσε διαφορετικά να εδραιωθεί η αστική εξουσία. Η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και στην εργατική τάξη και στ' άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτήν την περίοδο. Η δράση του ΔΣΕ αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα. Το αστικό κράτος γνώρισε τον πιο μεγάλο μέχρι σήμερα κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξή του.
Πάνω στις συνθήκες των συλλήψεων, βασανιστηρίων, φυλακίσεων και εξοριών, ο Απόστολος Καλδάρας αφηγείται: «Ηταν λίγο μετά τη Γερμανική Κατοχή. Τότε που οι διώξεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπίσεις των αριστερών ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ημουν τότε στη Θεσσαλονίκη. Κι ένα σούρουπο βλέπω στα κάστρα του Γεντί Κουλέ μερικές σιλουέτες κρατουμένων...». Ετσι γράφτηκε το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», τραγούδι του οποίου οι πρωτότυποι στίχοι δεν είναι ευρέως γνωστοί, μιας και ο Καλδάρας αυτολογοκρίθηκε για να περάσει την επίσημη λογοκρισία.
Αντίθετα από τον Καλδάρα, ο Βασίλης Τσιτσάνης απέφευγε την αυτολογοκρισία. Προτιμούσε να «περνάει» τα τραγούδια του με άλλους τρόπους, χρησιμοποιώντας κρυπτογράφηση και αλληγορία, εμφανίζοντάς τα σαν ερωτικά, παρασιωπώντας ορισμένες λέξεις ή προσθέτοντας άλλες παραπλανητικές. Ενα τέτοιο τραγούδι είναι το «Για μια κόρη ξελογιάστρα», όπου κρυπτογραφεί το πολιτικό του θέμα και το μετατρέπει σε ερωτικό. «Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα/ σ' ένα γλέντι φοβερό,/ για μια κόρη ξελογιάστρα/ κι αν χαθεί, πού θα βρω;... Μου την άρπαξε η μοίρα/ μια βραδιά στο χαλασμό./ Θα τη βρω και θα την πάρω,/ το' χω βάλει πια σκοπό».
Ο ίδιος «αποκρυπτογραφεί»: «Το τραγούδι αυτό φαίνεται να εκφράζει τον ψυχικό σπαραγμό μιας τραγικής εποχής. Είναι από εκείνα που έβαλα αλληγορικά λόγια, για να μπορέσει να περάσει απ' τη λογοκρισία. Σ' αυτό που μιλάω για μια κόρη ξελογιάστρα εννοώ την πατρίδα μας...».
Προς το τέλος του 1948 ο ΔΣΕ έχει μια σειρά επιτυχίες που δίνουν θάρρος το λαό. Αυτά περιγράφει κρυπτογραφημένα στο τραγούδι «Κάνε λιγάκι υπομονή» ο Βασίλης Τσιτσάνης. Προτρέπει το λαό να κάνει υπομονή και δε θα αργήσει να έρθει η νίκη, η χαραυγή.
Το τραγούδι του Τσιτσάνη «Κάποια μάνα αναστενάζει», παρόλο που προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από την αλληγορία του, δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη λογοκρισία. Απαγορεύτηκε η εκτέλεσή του διότι, όπως ανέφερε το κείμενο της αστυνομικής ανακοίνωσης: «Εχει αλληγορικήν σημασίαν εξ ου δύνανται να δημιουργηθούν αντεγκλήσεις, επεισόδια και διασάλευσις της τάξεως».
Μάλιστα, στη Μακρόνησο οι Αλφαμίτες (Αστυνομία Μονάδος) διέλυαν βίαια τις παρέες των εξόριστων φαντάρων, που τραγουδούσαν αυτό το τραγούδι: «Κάποια μάνα αναστενάζει/ μέρα νύχτα ανησυχεί/ το παιδί της περιμένει/ που έχει χρόνια να το δει...».
Μετά το τέλος του Εμφυλίου στα νησιά και τους άλλους τόπους εξορίας, στις φυλακές, στα κρατητήρια βρίσκονταν χιλιάδες αγωνιστές. Σε αυτό αναφέρεται και ο Μπάμπης Μπακάλης στο τραγούδι του «Συρματοπλέγματα βαριά (ζώνουν τη δόλια μου καρδιά)».
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, τα βουνά είχαν επιφορτιστεί συγκεκριμένο σημειολογικό χαρακτήρα, ήταν σύμβολο της Αντίστασης και των ανταρτών. Μετά τον Εμφύλιο οι συμβολισμοί παραμένουν και ο Βασίλης Τσιτσάνης, γράφει: «Γλυκοχαράζουν τα βουνά μα εγώ τα βλέπω σκοτεινά».
Το 1951 ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει το τραγούδι «Της κοινωνίας η διαφορά» που περιγράφει την ταξική πάλη. Οι στίχοι του τραγουδιού αποτυπώνουν πολλές πλευρές της ταξικότητας της ελληνικής κοινωνίας: «Δυο δρόμοι τη χωρίζουνε/ την κοινωνία τούτη/ και φέρνουν μαύρη συμφορά/ η φτώχεια και τα πλούτη./ Της κοινωνίας η διαφορά/ φέρνει στον κόσμο μεγάλη συμφορά./ Εχει η ζωή γυρίσματα/ έχει και μονοπάτια/ γκρεμίζουν φτωχοκάλυβα/ και χτίζονται παλάτια».
Ο μεγάλος πληθωρισμός, οι χαμηλοί μισθοί, η βαριά και ασήκωτη έμμεση φορολογία, η ανεργία, ο υποσιτισμός και η αθλιότητα προκάλεσαν ένα κύμα απεργιών από τα τέλη του 1949, ολόκληρο το 1950 και τα επόμενα χρόνια. Οι εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, υπάλληλοι, αγρότες, μαθητές και φοιτητές απεργούσαν για καλύτερες συνθήκες ζωής ή κατέβαιναν σε απεργίες αλληλεγγύης και συμπαράστασης. Το ΚΚΕ διακήρυττε: «Πιο ψηλά τη σημαία της πάλης για ψωμί, δουλειά, λευτεριά, ειρήνη, για την ταξική, συνδικαλιστική ενότητα της εργατικής τάξης».
Μέσα σ' αυτήν την πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα, ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε και κυκλοφόρησε σε δίσκο τις «Φάμπρικες», ένα τραγούδι της περήφανης εργατικής τάξης, που αποτέλεσε υπόδειγμα για επόμενες προσπάθειες να γραφτούν ανάλογα τραγούδια: «Σφυρίζει η φάμπρικα μόλις χαράζει/ οι εργάτες τρέχουν για τη δουλειά/ για να δουλέψουνε όλη τη μέρα/ Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!».
Βασικό χαρακτηριστικό της δεκαετίας του '50 ήταν η μαζική και χρόνια ανεργία και υποαπασχόληση. Η ΓΣΕΕ πια εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της εργοδοσίας και όχι των εργαζομένων.
Οι διώξεις αγωνιστών συνεχίστηκαν τόσο στις δεκαετίες '50 και '60, όσο και μέσα στη δικτατορία. Λίγο μετά τη δικτατορία, κυκλοφόρησε το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Της γερακίνας γιος», εμπνευσμένο από τα βασανιστήρια που γίνονταν στη ΕΣΑ: «Μα εγώ δε ζω γονατιστός,/ είμαι της γερακίνας γιος/ Τι κι αν μ' ανοίγουνε πληγές/ εγώ αντέχω τις φωτιές/ Μάνα μη λυπάσαι, μάνα μη με κλαις».
«Το εργατικό τραγούδι είναι μια δυναμική έκφραση του λαού μας και είναι φορτισμένο με το συναίσθημα. Η μουσική παράδοση είναι για το λαό στοιχείο της πολιτιστικής συνέχειάς του. [...] Η ελευθερία έκφρασης που έχει το τραγούδι, η δυνατότητα να ιστορίσει και ταυτόχρονα να καταγράψει ή να κρίνει ένα ιστορικό γεγονός, μαζί με τις αποχρώσεις των συναισθημάτων που προκαλεί ο μουσικός ρυθμός, επιτρέπει να μας μεταφέρει την "περιρρέουσα ατμόσφαιρα" κάθε εποχής κοινωνικών αγώνων. [...] Το κριτήριο του λαού μας είναι αυτό που καταγράφει στη συλλογική μνήμη, αναπαράγει και διαδίδει το μουσικό πλούτο των Ελλήνων δημιουργών [...]. Τα τραγούδια αντανακλούν με αντιφάσεις και αντιθέσεις, άλλοτε ορθά και άλλοτε στρεβλά, την κατάσταση των εργαζόμενων στρωμάτων και πολλά από αυτά αξιοποιήθηκαν στους αγώνες του λαού μας σαν στοιχείο αντίστασης και σαν μέσο πάλης». Με το παραπάνω απόσπασμα από τον πρόλογο του Γιώργου Μαυρίκου στο Λεύκωμα «Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά» έκλεισε το αφιέρωμα της ΚΝΕ, με τους νέους και τις νέες που το παρακολούθησαν να σιγοτραγουδούν στίχους από τα αθάνατα αυτά τραγούδια της εργατιάς.
Αφιέρωμα στο αντάρτικο τραγούδι της Πελοποννήσου επιμελήθηκε η Οργάνωση της ΚΝΕ
Ηρωικές στιγμές της Κατοχής και του αντάρτικου στην Πελοπόννησο γέννησαν μία σειρά τραγούδια. Το τραγούδι «Καλάβρυτα» αναφέρεται στο ολοκαύτωμα της πόλης, στις 13 Δεκέμβρη του 1943, κατά το οποίο 1.436 άνδρες σκοτώθηκαν από τα ναζιστικά όπλα. Κατάφεραν να σωθούν μόλις 13 άτομα. Μια διαρκή τραγωδία έζησαν οι γυναίκες, που, όπως περιγράφει το τραγούδι, ήταν αυτές που έμειναν πίσω να θάψουν, να κλάψουν τους νεκρούς τους και να βρουν κουράγιο να συνεχίσουν να ζουν.
Το τραγούδι «Σ' όλο τον κόσμο ξαστεριά» διηγείται τα αντίποινα των κατακτητών στον Αϊ - Βασίλη Κυνουρίας, το «κόκκινο χωριό» που υπήρξε άντρο της Αντίστασης στον Πάρνωνα και έβγαλε πολλούς αντάρτες του ΕΛΑΣ. Είχε ενεργό ρόλο στην Εθνική Αντίσταση κατά τη διάρκεια της γερμανοϊταλικής κατοχής και πολλά θύματα. Σε αντίποινα, κάηκε απ' τους Γερμανούς το Γενάρη του 1944 κατά τη διάρκεια εκκαθαριστικών επιχειρήσεων.
Η μάχη της Γλόγοβας ενέπνευσε το ομώνυμο τραγούδι που θυμίζει μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες στον αγώνα του ΕΛΑΣ κατά των κατακτητών. Στη μάχη που έγινε στις 20/4/1944, μια ισχυρή δύναμη Γερμανών ξεκίνησε για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή Γορτυνίας και Μαντινείας προς Μαίναλο. Μονάδες του 6ου και 12ου Συντάγματος ΕΛΑΣ Πελοποννήσου, μ' ένα επιτελικά κατεστρωμένο σχέδιο, κύκλωσαν τον εχθρό στη Γλόγοβα (σημερινό Δρακοβούνι Γορτυνίας), όπου κυριολεκτικά έπαθε πανωλεθρία.
«Η μάνα του αντάρτη» γράφτηκε από τον Ευάγγελο Μαχαίρα, το Νοέμβρη του 1943, στην προσπάθεια να ενωθούν μουσικά όλα τα αντάρτικα τμήματα της Πελοποννήσου (Ταϋγέτου, Πάρνωνα, Μαινάλου). Αφορμή γι' αυτό το τραγούδι ήταν η αγωνίστρια της Λακωνίας Βασιλική Σταυροπούλου, την οποία ονόμασαν μάνα του αντάρτη για τη μεγάλη της προσφορά στον αγώνα.
Αφιερωμένο στην επιδρομή γερμανικής δύναμης το 1944 στο χωριό Κοσμάς της Κυνουρίας ήταν το τραγούδι «της Καστανίτσας οι ξανθιές». Το χωριό ήταν ένα από τα προπύργια της Αντίστασης στον Πάρνωνα, αλλά και στην Πελοπόννησο. Το τραγούδι έδινε παρηγοριά και ελπίδα στον πληθυσμό, αφού οι Γερμανοί κατέκαψαν το χωριό. «Της Καστανίτσας οι ξανθιές/ τ' Αϊ - Βασιλειού οι ρούσες/ κι οι μαυρομάτες του Κοσμά οι γαϊτανοφρυδούσες/ τα σπίτια σας κι αν κάψανε κι αν πήραν τα προικιά σας/ η ανταρτοσύνη νάν' καλά και πάλι θάν' δικά σας», έλεγαν οι στίχοι του. Στις 27 Ιούλη 1943 είχε γίνει εκεί επιτυχημένη μάχη του ΕΛΑΣ και με τη βοήθεια των κατοίκων του χωριού εξοντώθηκε ένα μέρος της δύναμης των Ιταλών φασιστών κατακτητών.
Το αφιέρωμα έκλεισε με το δημοτικό τραγούδι «Μια μάνα μια λεβέντισσα», που αναφέρεται στη μάχη στο Μονοδένδρι στις 13 Μάρτη 1944. Στις 23 Οκτώβρη 1943 οι Γερμανοί κατακτητές, με κουκουλοφόρους συνεργάτες τους γνωστούς στη Σπάρτη ως ομάδες Βρετάκου που υπέδειξαν τα σπίτια των πατριωτών, χτύπησαν τις πόρτες της Σπάρτης και συνέλαβαν επιστήμονες, επαγγελματίες, εργάτες και αγρότες. Συνολικά 450 μέλη και στελέχη του ΕΑΜ και του ΚΚΕ μεταφέρθηκαν την επόμενη μέρα με καμιόνια στις φυλακές της Τρίπολης. Το Νοέμβρη, εκτέλεσαν τους 118 στο Μονοδένδρι Λακωνίας, σε αντίποινα για ενέδρα ανταρτών του ΕΛΑΣ, κατά την οποία σκοτώθηκαν πολλοί Γερμανοί. Στο Μονοδένδρι, που βρίσκεται στο δρόμο Σπάρτης - Τρίπολης, έγιναν ενέδρες ενάντια σε Γερμανούς και στον εμφύλιο, αλλά και εκτελέσεις από τους Γερμανούς και τα Τάγματα Ασφαλείας.