Κυριακή 25 Ιούλη 2010
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 4
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
«Γκρεμίζουν φτωχοκάλυβα και χτίζονται παλάτια... »

Ταξίδι στην ιστορία τραγουδιών της Κατοχής, της Αντίστασης, της ταξικής πάλης. Ενα ενδιαφέρον αφιέρωμα επιμελήθηκε και παρουσίασε η ΚΝΕ στο 19ο Αντιιμπεριαλιστικό της Διήμερο

Ο Μάρκος Βαμβακάρης
Ο Μάρκος Βαμβακάρης
Στίχοι που ενέπνευσαν, κατήγγειλαν, τραγούδια που κουβαλάνε μνήμες από τις πιο ένδοξες και τις πιο δύσκολες στιγμές του αγώνα. Στο ρεμπέτικο της Κατοχής, της Αντίστασης, των διωγμών, του ταξικού αγώνα ήταν αφιερωμένη μία από τις εκδηλώσεις που ξεχώρισαν στη διάρκεια του 19ου Αντιιμπεριαλιστικού Διημέρου της ΚΝΕ στην Ακροναυπλία. Μπροστά σε ένα νεανικό κοινό, το συγκρότημα της ΚΝΕ παρουσίασε το αφιέρωμα της ομάδας μουσικών ερευνών του Συγκροτήματος της ΚΝΕ, σε μία βραδιά που η συγκίνηση και το κέφι εναλλάσσονταν. Στα πρόσωπα του νεανικού ακροατηρίου φάνηκε ότι η γνήσια λαϊκή δημιουργία, εκείνη που πηγάζει από την εργατική τάξη, δε φθείρεται στο χρόνο, εξακολουθεί να «μιλά» και να εμπνέει.

Η ιστορία ξεκίνησε να ξεδιπλώνεται από τα τραγούδια που γράφτηκαν για τις φυλακές, αφού το διήμερο είχε επίκεντρο το κάτεργο της Ακροναυπλίας. «Αντιλαλούνε οι φυλακές/ τ' Ανάπλι και Γεντί Κουλές/ Αντιλαλούνε τα σήμαντρα/ Συγγρού και παραπήγματα». Με αυτά τα λόγια ο Μάρκος Βαμβακάρης περιέγραψε τα κάτεργα που υπήρξαν ένα από τα βασικότερα όπλα που χρησιμοποίησε η ελληνική αστική τάξη για να αντιμετωπίσει το κομμουνιστικό κίνημα στη χώρα μας. Ταυτόχρονα αποτελούν και ένα από τα ανεξίτηλα στοιχεία του βάρβαρου πολιτισμού της. Στο καθεστώς της 4ηςΑυγούστου 1936 υπήρξαν οι φυλακές και οι εξορίες, που «φιλοξένησαν» τους πρωτοπόρους του λαϊκού κινήματος της προπολεμικής περιόδου. Το σήμα κατατεθέν τους ήταν η Ακροναυπλία. Αυτό το χώρο επέλεξε η δικτατορία του Μεταξά, με σκοπό να τελειώσει οριστικά με τον ελληνικό κομμουνισμό, συντρίβοντας τη σπονδυλική στήλη του ΚΚΕ, τα πιο διαλεχτά, δηλαδή, στελέχη του.

Οταν ο ιμπεριαλισμός κήρυξε τον πόλεμο (η Ιταλία στην Ελλάδα), οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας με υπόμνημά τους ζήτησαν να πάνε στο μέτωπο, αλλά η μεταξική δικτατορία τούς το αρνήθηκε. Κι όταν η χώρα βρέθηκε υπό την κατοχή του άξονα, η διοίκηση του στρατοπέδου τούς παρέδωσε στους Ιταλούς.

Στο βάθος δεξιά, οι φυλακές στην Ακροναυπλία
Στο βάθος δεξιά, οι φυλακές στην Ακροναυπλία
Η Ακροναυπλία έγινε τραγούδι. Το τραγουδούσαν στις εξορίες, στους αγώνες, στο δρόμο για την εκτέλεση. «Ακροναυπλία, Ακροναυπλία/ δεν σε λύγισε η βία/ είσαι βράχος φως γεμάτος.../ και εκδικήτρα λευτεριά...».

«Ο σαλταδόρος»

Γνήσιο απότοκο της κατοχικής πείνας οι σαλταδόροι και η δράση τους που λειτουργούσε ως πράξη αντίστασης. Χαρακτηριστικά περιγράφει το φαινόμενο ο Μιχάλης Γενίτσαρης: «Λίγο μετά που ήρθανε οι Γερμανοί και κάνανε κατοχή, άρχισαν διάφοροι θαρραλέοι άνθρωποι και έκαναν ντου στους Γερμανούς και έκλεβαν ό,τι έβρισκαν. Οπως πήγαιναν τα αυτοκίνητα τα γερμανικά στο δρόμο, φορτωμένα πράγματα, ο ένας ή οι δύο πήδαγαν απάνω και πετάγανε στο δρόμο τα πράγματα. Οι άλλοι της ομάδας, που την είχανε στήσει σε πόστα, αρχίζανε να τα μαζεύουνε. Η δουλειά αυτή ήθελε τόλμη και γρηγοράδα απ' όλους, αλλά, το κυριότερο, έπρεπε αυτός που πήδαγε στα αυτοκίνητα να 'τανε σβέλτος. Αυτοί όλοι παίζανε τη ζωή τους κορώνα - γράμματα κάθε λεπτό, γιατί όποιον πιάνανε οι Γερμανοί τον σκοτώνανε αμέσως. Πολλοί τέτοιοι σκοτωθήκανε γιατί τους πήρανε χαμπάρι οι Γερμανοί. Επειδή λοιπόν σαλτάρανε στ' αυτοκίνητα τους λέγανε σαλταδόρους». Γλαφυρά περιγράφει τη ζωή του σαλταδόρου ο Μιχάλης Γενίτσαρης στο ομώνυμο τραγούδι: «Θα σαλτάρω, θα σαλτάρω, τη ρεζέρβα θα τους πάρω».

Αντάρτικο - φυλακές - εμφύλιος

Ο Βασίλης Τσιτσάνης
Ο Βασίλης Τσιτσάνης
Το φθινόπωρο του 1941 ιδρύεται το ΕΑΜ. Λίγους μήνες αργότερα ιδρύεται κι ο ΕΛΑΣ. Ο Δημήτρης Γκόγκος - Μπαγιαντέρας ύμνησε όσο κανείς μέσα από τα τραγούδια του την Αντίσταση και το Αντάρτικο. Ο ίδιος, μέλος του Κόμματος, χάνει την όρασή του στην Αντίσταση. Στο τραγούδι «Φόρεσε αντάρτη τ' άρματα (Να 'ναι γλυκό το βόλι)», μια γενναία μάνα κατευοδώνει το γιο της, που ξεκινά για το Αντάρτικο, με λόγια αρχαίας Σπαρτιάτισσας.

Από τον Οκτώβρη του 1943 και μετά, στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου οδηγούνταν ολοένα και περισσότεροι κρατούμενοι και συλληφθέντες. Ο Μάρκος Βαμβακάρης έγραψε το «Χαϊδάρι» το 1944, το οποίο τραγουδήθηκε τότε, αλλά δεν κυκλοφόρησε. «Απ' την οδό του Σέκερη με πάνε στο Χαϊδάρι/ κι ώρα την ώρα καρτερώ/ ο Χάρος να με πάρει», έλεγε ο στίχος.

Ο πόλεμος τελειώνει. Η κορύφωση της ταξικής πάλης πραγματώνεται με τον εμφύλιο πόλεμο. Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα επιβλήθηκε από το ντόπιο αντιδραστικό αστικό καθεστώς σε συμμαχία με τους Αγγλους ιμπεριαλιστές, αφού δεν μπορούσε διαφορετικά να εδραιωθεί η αστική εξουσία. Η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, από τη μια πλευρά, και στην εργατική τάξη και στ' άλλα λαϊκά στρώματα, από την άλλη, διεξαγόταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτήν την περίοδο. Η δράση του ΔΣΕ αποτελεί την κορυφαία στιγμή της ταξικής πάλης στην Ελλάδα κατά τον 20ό αιώνα. Το αστικό κράτος γνώρισε τον πιο μεγάλο μέχρι σήμερα κίνδυνο για την ίδια την ύπαρξή του.

Πάνω στις συνθήκες των συλλήψεων, βασανιστηρίων, φυλακίσεων και εξοριών, ο Απόστολος Καλδάρας αφηγείται: «Ηταν λίγο μετά τη Γερμανική Κατοχή. Τότε που οι διώξεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπίσεις των αριστερών ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ημουν τότε στη Θεσσαλονίκη. Κι ένα σούρουπο βλέπω στα κάστρα του Γεντί Κουλέ μερικές σιλουέτες κρατουμένων...». Ετσι γράφτηκε το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», τραγούδι του οποίου οι πρωτότυποι στίχοι δεν είναι ευρέως γνωστοί, μιας και ο Καλδάρας αυτολογοκρίθηκε για να περάσει την επίσημη λογοκρισία.

Αντίθετα από τον Καλδάρα, ο Βασίλης Τσιτσάνης απέφευγε την αυτολογοκρισία. Προτιμούσε να «περνάει» τα τραγούδια του με άλλους τρόπους, χρησιμοποιώντας κρυπτογράφηση και αλληγορία, εμφανίζοντάς τα σαν ερωτικά, παρασιωπώντας ορισμένες λέξεις ή προσθέτοντας άλλες παραπλανητικές. Ενα τέτοιο τραγούδι είναι το «Για μια κόρη ξελογιάστρα», όπου κρυπτογραφεί το πολιτικό του θέμα και το μετατρέπει σε ερωτικό. «Χτίζουν και γκρεμίζουν κάστρα/ σ' ένα γλέντι φοβερό,/ για μια κόρη ξελογιάστρα/ κι αν χαθεί, πού θα βρω;... Μου την άρπαξε η μοίρα/ μια βραδιά στο χαλασμό./ Θα τη βρω και θα την πάρω,/ το' χω βάλει πια σκοπό».

Ο ίδιος «αποκρυπτογραφεί»: «Το τραγούδι αυτό φαίνεται να εκφράζει τον ψυχικό σπαραγμό μιας τραγικής εποχής. Είναι από εκείνα που έβαλα αλληγορικά λόγια, για να μπορέσει να περάσει απ' τη λογοκρισία. Σ' αυτό που μιλάω για μια κόρη ξελογιάστρα εννοώ την πατρίδα μας...».

Αντιμέτωποι με τη λογοκρισία

Προς το τέλος του 1948 ο ΔΣΕ έχει μια σειρά επιτυχίες που δίνουν θάρρος το λαό. Αυτά περιγράφει κρυπτογραφημένα στο τραγούδι «Κάνε λιγάκι υπομονή» ο Βασίλης Τσιτσάνης. Προτρέπει το λαό να κάνει υπομονή και δε θα αργήσει να έρθει η νίκη, η χαραυγή.

Το τραγούδι του Τσιτσάνη «Κάποια μάνα αναστενάζει», παρόλο που προσπάθησε να κρυφτεί πίσω από την αλληγορία του, δεν κατάφερε να ξεφύγει από τη λογοκρισία. Απαγορεύτηκε η εκτέλεσή του διότι, όπως ανέφερε το κείμενο της αστυνομικής ανακοίνωσης: «Εχει αλληγορικήν σημασίαν εξ ου δύνανται να δημιουργηθούν αντεγκλήσεις, επεισόδια και διασάλευσις της τάξεως».

Μάλιστα, στη Μακρόνησο οι Αλφαμίτες (Αστυνομία Μονάδος) διέλυαν βίαια τις παρέες των εξόριστων φαντάρων, που τραγουδούσαν αυτό το τραγούδι: «Κάποια μάνα αναστενάζει/ μέρα νύχτα ανησυχεί/ το παιδί της περιμένει/ που έχει χρόνια να το δει...».

Μετά το τέλος του Εμφυλίου στα νησιά και τους άλλους τόπους εξορίας, στις φυλακές, στα κρατητήρια βρίσκονταν χιλιάδες αγωνιστές. Σε αυτό αναφέρεται και ο Μπάμπης Μπακάλης στο τραγούδι του «Συρματοπλέγματα βαριά (ζώνουν τη δόλια μου καρδιά)».

Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, τα βουνά είχαν επιφορτιστεί συγκεκριμένο σημειολογικό χαρακτήρα, ήταν σύμβολο της Αντίστασης και των ανταρτών. Μετά τον Εμφύλιο οι συμβολισμοί παραμένουν και ο Βασίλης Τσιτσάνης, γράφει: «Γλυκοχαράζουν τα βουνά μα εγώ τα βλέπω σκοτεινά».

Τραγουδώντας την ταξική πάλη

Το 1951 ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει το τραγούδι «Της κοινωνίας η διαφορά» που περιγράφει την ταξική πάλη. Οι στίχοι του τραγουδιού αποτυπώνουν πολλές πλευρές της ταξικότητας της ελληνικής κοινωνίας: «Δυο δρόμοι τη χωρίζουνε/ την κοινωνία τούτη/ και φέρνουν μαύρη συμφορά/ η φτώχεια και τα πλούτη./ Της κοινωνίας η διαφορά/ φέρνει στον κόσμο μεγάλη συμφορά./ Εχει η ζωή γυρίσματα/ έχει και μονοπάτια/ γκρεμίζουν φτωχοκάλυβα/ και χτίζονται παλάτια».

Ο μεγάλος πληθωρισμός, οι χαμηλοί μισθοί, η βαριά και ασήκωτη έμμεση φορολογία, η ανεργία, ο υποσιτισμός και η αθλιότητα προκάλεσαν ένα κύμα απεργιών από τα τέλη του 1949, ολόκληρο το 1950 και τα επόμενα χρόνια. Οι εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες, υπάλληλοι, αγρότες, μαθητές και φοιτητές απεργούσαν για καλύτερες συνθήκες ζωής ή κατέβαιναν σε απεργίες αλληλεγγύης και συμπαράστασης. Το ΚΚΕ διακήρυττε: «Πιο ψηλά τη σημαία της πάλης για ψωμί, δουλειά, λευτεριά, ειρήνη, για την ταξική, συνδικαλιστική ενότητα της εργατικής τάξης».

Μέσα σ' αυτήν την πολιτική και κοινωνική ατμόσφαιρα, ο Βασίλης Τσιτσάνης έγραψε και κυκλοφόρησε σε δίσκο τις «Φάμπρικες», ένα τραγούδι της περήφανης εργατικής τάξης, που αποτέλεσε υπόδειγμα για επόμενες προσπάθειες να γραφτούν ανάλογα τραγούδια: «Σφυρίζει η φάμπρικα μόλις χαράζει/ οι εργάτες τρέχουν για τη δουλειά/ για να δουλέψουνε όλη τη μέρα/ Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!».

Βασικό χαρακτηριστικό της δεκαετίας του '50 ήταν η μαζική και χρόνια ανεργία και υποαπασχόληση. Η ΓΣΕΕ πια εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της εργοδοσίας και όχι των εργαζομένων.

Οι διώξεις αγωνιστών συνεχίστηκαν τόσο στις δεκαετίες '50 και '60, όσο και μέσα στη δικτατορία. Λίγο μετά τη δικτατορία, κυκλοφόρησε το τραγούδι του Βασίλη Τσιτσάνη «Της γερακίνας γιος», εμπνευσμένο από τα βασανιστήρια που γίνονταν στη ΕΣΑ: «Μα εγώ δε ζω γονατιστός,/ είμαι της γερακίνας γιος/ Τι κι αν μ' ανοίγουνε πληγές/ εγώ αντέχω τις φωτιές/ Μάνα μη λυπάσαι, μάνα μη με κλαις».

«Το εργατικό τραγούδι είναι μια δυναμική έκφραση του λαού μας και είναι φορτισμένο με το συναίσθημα. Η μουσική παράδοση είναι για το λαό στοιχείο της πολιτιστικής συνέχειάς του. [...] Η ελευθερία έκφρασης που έχει το τραγούδι, η δυνατότητα να ιστορίσει και ταυτόχρονα να καταγράψει ή να κρίνει ένα ιστορικό γεγονός, μαζί με τις αποχρώσεις των συναισθημάτων που προκαλεί ο μουσικός ρυθμός, επιτρέπει να μας μεταφέρει την "περιρρέουσα ατμόσφαιρα" κάθε εποχής κοινωνικών αγώνων. [...] Το κριτήριο του λαού μας είναι αυτό που καταγράφει στη συλλογική μνήμη, αναπαράγει και διαδίδει το μουσικό πλούτο των Ελλήνων δημιουργών [...]. Τα τραγούδια αντανακλούν με αντιφάσεις και αντιθέσεις, άλλοτε ορθά και άλλοτε στρεβλά, την κατάσταση των εργαζόμενων στρωμάτων και πολλά από αυτά αξιοποιήθηκαν στους αγώνες του λαού μας σαν στοιχείο αντίστασης και σαν μέσο πάλης». Με το παραπάνω απόσπασμα από τον πρόλογο του Γιώργου Μαυρίκου στο Λεύκωμα «Γεια σου περήφανη και αθάνατη εργατιά» έκλεισε το αφιέρωμα της ΚΝΕ, με τους νέους και τις νέες που το παρακολούθησαν να σιγοτραγουδούν στίχους από τα αθάνατα αυτά τραγούδια της εργατιάς.


Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ