Μία από τις σημαντικότερες από αυτές τις συναντήσεις, αυτή για το αρχαιολογικό έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη, πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάρτη και για 23η χρονιά, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Μέσα από 65 ανακοινώσεις, διατυπώθηκαν «γόνιμες παρατηρήσεις και συνθετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις σχετικές με τις αρχαιότητες της Μακεδονίας και της Θράκης». Ελάχιστο δείγμα αυτής της προσπάθειας παρουσιάζει σήμερα ο «Ρ», μέσα από περιλήψεις ανακοινώσεων που παρουσιάστηκαν στη συνάντηση και τις οποίες διένειμε στον Τύπο το ΑΠΘ.
Καστρί Πολυνερίου Γρεβενών. Το Καστρί είναι η «ξεχωριστή κορυφή στη βορειοανατολική Πίνδο, ανάμεσα στα χωριά Πολυνέρι και Αλατόπετρα του Νομού Γρεβενών» και αποτελεί μια «από τις νεότερες αρχαιολογικές έρευνες στο βόρειο ελληνικό χώρο (...) Το εύρημα είναι, παρά την καταστροφή των αρχαίων, εντυπωσιακό για τη σημασία του. Η οχυρωμένη ακρόπολη προστατεύει ένα σπουδαίο οικοδομικό συγκρότημα που δημιουργήθηκε στο τέλος του 4ου/αρχές 3ου αι. π.Χ. Περιλαμβάνει μια μεγάλη διπλή δωρική στοά και ακόμη ένα μεγάλο οικοδόμημα (ίσως και αυτό στοά) δίπλα και απέναντι από το λιθόκτιστο ναό με είσοδο στα ανατολικά (...) Στο εσωτερικό του ναού έγινε σαφές ότι ο χώρος στεγαζόταν με μεγάλα πήλινα κεραμίδια, ενώ το δάπεδο ήταν χωμάτινο. Ιδιαίτερα σημαντική, τέλος, είναι η διαπίστωση ότι ο ναός είναι θεμελιωμένος σε στρώμα μιας νεολιθικής "εγκατάστασης" (...)».
Αυτό δείχνουν τα πρώτα κινητά ευρήματα και τα οικοδομικά λείψανα που έρχονται στο φως στο κέντρο της αρχαίας πόλης των Αιγών, στη γειτονιά του Μητρώου. Πιθάρια, λιθόστρωτες αυλές, τμήματα αγωγών και αποχετευτικών ρείθρων, χώροι στεγασμένοι, χτισμένοι με ξηρόλιθια, παλιά αρχιτεκτονικά λείψανα σε δεύτερη χρήση, όλα αυτά προδίδουν τις εγκαταστάσεις για ποικίλες δραστηριότητες της καθημερινής ζωής (...) Ετσι, συμπληρώνονται παλιότερες όμοιες πληροφορίες για την κατεστραμμένη πόλη που, παρ' όλα αυτά, συνεχίζει τη ζωή της έως και τον 1ο αι. μ.Χ.».
Η πανεπιστημιακή ανασκαφή στην Τούμπα Θεσσαλονίκης. Στόχος της ανασκαφής ήταν «η ολοκλήρωση της διερεύνησης δύο συγκροτημάτων που από το 2006 έχουν προσφέρει σημαντικά στοιχεία για τη ζωή των ανθρώπων στην περιοχή της μετέπειτα Θεσσαλονίκης πριν από 3.200 χρόνια (τέλος της Υστερης Εποχής του Χαλκού και αρχή της Πρώιμης Εποχή Σιδήρου). Το 2009 η ανασκαφή επικεντρώθηκε κυρίως στη διερεύνηση της περιόδου του οικισμού που ανήκει στην περίοδο γύρω στο 1.200 π.Χ.
«Ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής των ανθρώπων προσέφερε η μικροσκοπική ανάλυση των αρχαιολογικών στρωμάτων από το εσωτερικό των δωματίων και από τους δρόμους. Από την ανάλυση αυτή μάθαμε ότι κάποια δωμάτια ήταν στρωμένα με χαλιά από φυτικές ίνες. Εντοπίστηκαν τα υπολείμματα των χαλιών πάνω στα χωμάτινα δάπεδα, αλλά και η καθημερινή σκόνη που μαζευόταν από κάτω τους. Επίσης, ανάλογες αναλύσεις από τα στρώματα των δρόμων έδειξαν ότι ήταν γεμάτοι από τα σκουπίδια που οι κάτοικοι πετούσαν όταν καθάριζαν τα δωμάτια και τα τζάκια τους (...)».
Ενα σημαντικό στοιχείο της ανασκαφής ήταν ο μεγάλος αριθμός των ταφών που εντοπίστηκαν στις αυλές και τους δρόμους του οικισμού. «Ετσι μαζί με παλιότερα ευρήματα, η Τούμπα Θεσσαλονίκης αριθμεί περίπου 17 ταφές, ενώ αρκετά είναι και τα διάσπαρτα ανθρώπινα οστά (...) Το σύνολο αυτό είναι μοναδικό για την περίοδο της Υστερης Εποχής του Χαλκού στην Κεντρική Μακεδονία και το μόνο που μας δίνει κάποιες πληροφορίες για τον τρόπο με τον οποίο οι κάτοικοι μεταχειρίζονταν τους νεκρούς τους την εποχή αυτή (...) οι κάτοικοι της περιοχής δεν έθαβαν τους νεκρούς τους σε οργανωμένα νεκροταφεία αλλά συχνά προτιμούσαν να τους θάβουν κοντά στα σπίτια (...) η ηλικία και το φύλο φαίνεται να αποτελούσαν καθοριστικούς παράγοντες για κάποιες όψεις της ταφικής τελετουργίας. Ετσι η διαφορετικότητα στη στάση των νεαρών νηπίων (θάβονταν σε συνεσταλμένη στάση ενώ όλοι οι υπόλοιποι σε εκτεταμένη ύπτια) θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ένδειξη άρνησης της κοινότητας να μεταχειριστεί κάποια άτομα με τον ίδιο τρόπο που μεταχειριζόταν τον υπόλοιπο πληθυσμό (όπως σήμερα η εκκλησία αρνείται την ταφή στα αβάπτιστα μωρά) (...) κατά πάσα πιθανότητα ήταν διαφορετικός τρόπος με τον οποίο τοποθετούνταν τα χέρια στους νεκρούς άνδρες και τις νεκρές γυναίκες (...) μόνο τα ενήλικα άτομα ή νεαρά άτομα που βρίσκονταν σε παραγωγική ηλικία, όπως μια νεαρή γυναίκα μεταξύ 15 και 18 ετών, συνοδεύονταν από κάποια αντικείμενα και αγγεία που περιείχαν αρώματα και αρωματικές αλοιφές με τις οποίες μάλλον θα αλείφονταν και τα σώματα των νεκρών. Τέλος ενδιαφέρον παρουσιάζει η μοναδική ταφή, όπου ο νεκρός είχε τοποθετηθεί μπρούμυτα. Πρόκειται για ένα παιδί επτά ετών, το οποίο έπασχε από οστεοχόνδρωμα (καλοήθη όγκο) στο δεξί βραχιόνιο στο ύψος περίπου του ώμου (...) Η ανατομική διαφορετικότητα του παιδιού αυτού ίσως του προσέδιδε ειδική θέση στην κοινότητα, και έτσι εξηγείται η ιδιαίτερη μεταχείριση ως προς τη στάση, η ποικιλία, ο αριθμός των αντικειμένων που το συνόδευαν στον τάφο και η κάλυψή του με μεγάλα κομμάτια από πιθάρια και κόκκινο φερτό χώμα (...)».