Στοιχεία από πανελλήνια έρευνα του Ινστιτούτου Καταναλωτών για τα βάρη που πρέπει να σηκώσει ο οικογενειακός προϋπολογισμός με την έναρξη της σχολικής χρονιάς
Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το Ινστιτούτο Καταναλωτών (ΙΝΚΑ), η επιβάρυνση του οικογενειακού προϋπολογισμού, χωρίς να περιλαμβάνονται τα δίδακτρα, κυμαίνεται: Για τους μαθητές του Δημοτικού από 28.000 δραχμές μέχρι 45.000 το μήνα, του Γυμνασίου από 72.000 μέχρι 95.000 το μήνα, ενώ για τους μαθητές του Λυκείου από 106.000 μέχρι και 155.000 το μήνα.
Ο οικογενειακός προϋπολογισμός επιβαρύνεται ακόμα περισσότερο από το χαρτζιλίκι, που επηρεάζει τη διατροφική και διαιτητική συμπεριφορά τους. Ακόμη αναφέρονται ορισμένοι παράγοντες όπως είναι η μη λήψη επαρκούς πρωινού στο σπίτι (ποσοστό 87%), η μη λήψη κολατσιού από το σπίτι (ποσοστό 91%), η αύξηση της συμμετοχής του έτοιμου φαγητού από το 1984 μέχρι σήμερα κατά 956% και από το 1993 μέχρι σήμερα κατά 231%.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΚΑ, το 85% των παιδιών παίρνουν υπερβολικό χαρτζιλίκι καθημερινά, με αποτέλεσμα να αυτονομούνται πολύ νωρίς ως καταναλωτές. Τα παιδιά και οι νέοι, ανάλογα με την ηλικία και το φύλο, διαθέτουν το χαρτζιλίκι τους σε φαστ φουντ το 7-42%, σε αναψυκτικά το 51 -77%, σε σνακς το 52-83%, σε αλκοολούχα ποτά το 2-33%, σε τσιγάρα το 3-37%. Ενδεικτικά αναφέρεται πως το ημερήσιο χαρτζιλίκι κυμαίνεται στις 1.000 με 1.500 δραχμές για το 31%, στις 500 με 1.000 δραχμές για το 28%, στις 1.500 με 2.000 δραχμές για το 22%, ενώ μέχρι 500 δραχμές παίρνει το 11% και καθόλου χρήματα το 4% των μαθητών. Επίσης, η πλειοψηφία των παιδιών τρώει στο σχολείο σνακς, γαριδάκια, αναψυκτικά κ.ά.
Οπως επισημαίνει το ΙΝΚΑ, η λήψη άχρηστων ουσιών έχει ήδη διαμορφώσει και εμπεδώσει επικίνδυνα διατροφικά πρότυπα στο 77% των παιδιών, η υπερκατανάλωση εύκολων τροφών (σνακς κλπ.) αρχίζει από την πρώτη νηπιακή ηλικία (77%) και υπερβαίνει το 89% σε καθημερινή βάση στις μεγαλύτερες ηλικίες. Το 81% των παιδιών προμηθεύεται για κολατσιό είδη τα οποία δεν επιτρέπεται να διατίθενται στα σχολικά κυλικεία. Να σημειωθεί πως, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΝΚΑ, στη συντριπτική πλειοψηφία (89%) των σχολικών κυλικείων διατίθενται απαγορευμένα προϊόντα από τις σχετικές διατάξεις.
Κάποια άλλα στοιχεία, τα οποία προβάλλονται στην έρευνα του ΙΝΚΑ ως παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στα παιδιά, είναι η έλλειψη χώρων παιχνιδιού, η έλλειψη χρόνου των γονέων για τα παιδιά τους και η απουσία επικοινωνίας παιδιών-γειτόνων, που καθιστούν την παιδική τηλεοληψία το σημαντικότερο παράγοντα απασχόλησης, ψυχαγωγίας και διαπαιδαγώγησης των παιδιών (Ο χρόνος που τα παιδιά καθηλώνονται μπροστά στην τηλεόραση κυμαίνεται από 24 έως 37 ώρες τη βδομάδα).
Στο διπλανό σπίτι, που κι αυτό γλίτωσε, βρήκαμε πρόσφυγες την κυρα-Λαμπρινή και τον μπάρμπα-Αλέκο, γεροντάκια εβδομηντάχρονα, που το εξοχήτικο σπιτάκι τους και όλα τα υπάρχοντά τους τα «κατάπιε» η πύρινη λαίλαπα.
Οπως μας διηγιέται η κυρα-Λαμπρινή, η φωτιά - πύρινες γλώσσες που πετούσαν στον αέρα σαν κόκκινα πουλιά - ξεπήδησε ορμητικά μέσα από τον λόγγο και τύλιξε στη στιγμή το σπιτικό τους. Ο άντρας της, τραβώντας απ' το καπίστρι τη γαϊδουρίτσα τους, πήρε να τρέχει τον ανήφορο, στο μονοπάτι που βγάζει στην πλατειούλα του χωριού. «Από δω, Λαμπρινή! Τρέχα, και μην παίρνεις τίποτα», φώναξε στη γυναίκα του. Ομως, η φωτιά του έκλεισε μπροστά το δρόμο. Αφησε το καπίστρι και όρμησε μέσα στο «ντυμένο» που δεν το είχαν τυλίξει ακόμα οι φλόγες. Η γαϊδουρίτσα, τσουρουφλισμένη απ' τη φωτιά, πήρε τον κατήφορο, αλλά οι φλόγες την έφτασαν γρήγορα, και σε λίγο έπεσε δίπλα στο μονοπάτι.
Ο πατούνης, το αγαπημένο της σκυλί, φύλακας ακοίμητος του φτωχικού τους δέκα και παραπάνω χρόνια, έτρεχε μπροστά, και κάθε λίγο σταματούσε, να περιμένει την κυρά του. Βγήκαν στο μονοπάτι, και εκεί, η κυρα-Λαμπρινή έπεσε στα γόνατα.
«Πατούνη μου, θα πεθάνουμε. Θα καούμε...», μιλούσε στο σκύλο της, που την κοίταζε στα μάτια, σα να ρωτούσε: «Τι θα κάνουμε τώρα;...». «Φεύγα, πατούνη μου. Φεύγα, να γλιτώσεις, τουλάχιστον, εσύ». Μα ο πατούνης δεν έφυγε. Ακουσε ψηλά στον επάνω δρόμο τους πυροσβέστες, που φώναζαν και πάλευαν με τις μάνικες να «κόψουν» τη φωτιά, για να μη μπει μέσα στο χωριό. Πέρασε σαν το φίδι μέσα απ' το δασωμένο κριτσέπι και έφτασε ως εκεί. Με γαβγίσματα επίμονα τους παρακαλούσε να βιαστούν, να σώσουν την κυρά του. Ετρεξαν οι πυροσβέστες πίσω απ' το σκυλί, τη βρήκαν πεσμένη στο μονοπάτι. Την τύλιξαν με μια βρεγμένη πετσέτα, της έδωσαν με το ζόρι να πει νερό, δυο μεγάλα μπουκάλια, να τη συνεφέρουν από την αφυδάτωση. Στα Γιάννενα, στο νοσοκομείο που την πήγαν, ο γιατρός διέγνωσε ρωγμώδες κάταγμα και στα δυο κόκαλα του χεριού, εγκαύματα, μώλωπες και εκδορές σε όλο της το σώμα.
Τους έφεραν οι χωριανοί, άλλος κουβέρτα, άλλος ένα ρούχο, ένα ζευγάρι παπούτσια, ένα καρβέλι ψωμί, ένα πιάτο φαΐ. Ο μπάρμπα-Αλέκος πληρώθηκε προχτές τη σύνταξή του, και έδωσε ένα δεκαχίλιαρο σ' ένα συγχωριανό, να τους φέρει φάρμακα για το ζάχαρο της κυρα-Λαμπρινής και ένα φτηνό ρολόι του τοίχου, για να βλέπουν την ώρα. (Είκοσι μέρες πέρασαν από εκείνη την εφιαλτική Πέμπτη, και ο ταχυδρόμος, με το περιβόητο βοήθημα των 200.000 δραχμών της κυβέρνησης, ακόμα να φανεί...).
Τους είπα, ότι η κυβέρνηση σχεδιάζει να φτιάσει τώρα δύο «πρότυπους οικισμούς» εκεί, με φως, νερό, τηλέφωνο και δρόμους με άσφαλτο, για να στεγάσει όλους τους πυροπαθείς.
«Τώρα», είπε η κυρα-Λαμπρινή, κουνώντας περίλυπτη το άσπρο κεφάλι της, «ας τα χαίρονται, και τα σπίτια τους και το καλό τους. Εμάς μας πήρε το ποτάμι, και τίποτα πια δε μας σώνει».