ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Σεπτέμβρη 2000
Σελ. /40
ΡΕΠΟΡΤΑΖ
ΛΕΙΨΥΔΡΙΑ - ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Νερό υπάρχει, πολιτική ορθολογικής διαχείρισης δεν υπάρχει!
  • Οι πληροφορίες περί δήθεν έλλεψης νερού, που κατά καιρούς δημοσιοποιούνται, στόχο έχουν να αποπροσανατολίσουν από το πραγματικό πρόβλημα. Αυτό της έλλειψης έργων που θα αξιοποιήσουν το απόθεμα της χώρας και θα βοηθήσουν την παραγωγή
  • Ο «Ρ» επιχειρεί να φωτίσει το θέμα ανοίγοντας σήμερα το φάκελο «Λειψυδρία - μύθοι και πραγματικότητα»

Το 1990 η Αττική αντιμετώπισε σοβαρό κίνδυνο λειψυδρίας. Ο Μόρνος άδειασε τόσο ώστε να αποκαλυφθούν τα ερείπια των χωριών που σκέπασε η τεχνητή λίμνη. Τότε ξεκίνησαν άρον άρον τα έργα ενίσχυσης των αποθεμάτων από τον Εύηνο, που χρυσοπληρώθηκαν λόγω της «επείγουσας ανάγκης», ενώ τα τσουχτερά τιμολόγια της ΕΥΔΑΠ, τάχα για την επίτευξη οικονομίας νερού, παραμένουν ακόμη
Το 1990 η Αττική αντιμετώπισε σοβαρό κίνδυνο λειψυδρίας. Ο Μόρνος άδειασε τόσο ώστε να αποκαλυφθούν τα ερείπια των χωριών που σκέπασε η τεχνητή λίμνη. Τότε ξεκίνησαν άρον άρον τα έργα ενίσχυσης των αποθεμάτων από τον Εύηνο, που χρυσοπληρώθηκαν λόγω της «επείγουσας ανάγκης», ενώ τα τσουχτερά τιμολόγια της ΕΥΔΑΠ, τάχα για την επίτευξη οικονομίας νερού, παραμένουν ακόμη
Ηεφιαλτική για την ανθρωπότητα πρόβλεψη ότι «οι πόλεμοι στον 21ο αιώνα θα οφείλονται στους υδατικούς πόρους» δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη.

Αλλωστε, η σημασία του νερού για την ίδια τη ζωή, την ποιότητά της, την ανάπτυξη και τον πολιτισμό, θεωρείται δεδομένη στο σύνολο των ανθρώπινων κοινωνιών.

Στη χώρα μας, ειδικά την τελευταία δεκαετία, πληθαίνουν οι «πληροφορίες» περί έλλειψης νερού και περί ανάγκης μείωσης της κατανάλωσης. Πληροφορίες που συνήθως συνοδεύονται από αυξήσεις στα τιμολόγια του νερού, προκειμένου δήθεν να μειωθεί η κατανάλωση και να «περισσέψει» νερό για τις επόμενες γενιές.

Οι πληροφορίες αυτές συνήθως διοχετεύονται από τις εκάστοτε κυβερνήσεις, προκειμένου να αποκρύψουν το γεγονός της ανυπαρξίας κάθε πολιτικής ορθολογικής διαχείρισης των υπαρχόντων υδάτινων πόρων και των των αναγκαίων έργων, αλλά και τις ευθύνες που οι ίδιες φέρουν. Πολιτικής διαχείρισης και έργων, που όχι απλώς θα εξασφαλίζουν νερό για αγροτικά, αστικά και βιομηχανικά περιβάλλοντα, αλλά και θα κατευθύνονται προς την ανανέωση και τον εμπλουτισμό των υδροφορέων.

Γιατί νερό - τουλάχιστον στην Ελλάδα - υπάρχει. Και μάλιστα σε αφθονία. Αυτό αποδεικνύουν όλα τα στοιχεία. Αυτό δηλώνουν όλοι οι αρμόδιοι επιστημονικοί φορείς, τις μαρτυρίες των οποίων θα επικαλεστούμε σήμερα και τις επόμενες μέρες σε ένα μικρό αφιέρωμα του «Ρ» σχετικά με τη δήθεν λειψυδρία. Σχετικά με τα έργα που χρειάζονται και δε γίνονται, για μια σειρά από λόγους που θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε.

H Υλίκη «αποξηραμένη». Οι αρμόδιοι γνωρίζουν για τις τεράστιες διαρροές, όπως και γι΄αυτές από τα δίκτυα ύδρευσης. Ομως τα ανάλογα έργα δεν προσφέρονται για προεκλογική εκμετάλλευση
H Υλίκη «αποξηραμένη». Οι αρμόδιοι γνωρίζουν για τις τεράστιες διαρροές, όπως και γι΄αυτές από τα δίκτυα ύδρευσης. Ομως τα ανάλογα έργα δεν προσφέρονται για προεκλογική εκμετάλλευση
Γιατί, τι άλλο θα μπορούσε να πει κανείς αν - πέρα από τα συνηθισμένα σλόγκαν τύπου «προσέχουμε για να έχουμε» - πληροφορηθεί ότι για όλες τις ετήσιες ανάγκες της χώρας σε νερό, καταναλώνεται μόλις το 6% του νερού που βρέχει κάθε χρόνο. Οτι χώρες με πολύ μικρότερα υδατικά δυναμικά αντιμετωπίζουν μειωμένα προβλήματα χρήσης. Οτι στις πόλεις περίπου το 30% της παροχής νερού χάνεται λόγω διαρροών στα πεπαλαιωμένα δίκτυα. Οτι αρδεύεται μόλις το 1/3 των αγροτικών εκτάσεων, ενώ σε χώρες με τεράστιο πρόβλημα υδροδότησης, αρδεύονται τα 2/3.

Η σημασία της διαχείρισης του νερού

Στους υδάτινους πόρους περιλαμβάνονται: 1) Τα επιφανειακά και υπόγεια νερά, χωρίς διάκριση στην ποιότητα, προέλευση και χρήση τους. 2) Τα νερά φυσικών χερσαίων και υποθαλάσσιων πηγών. 3) Τα θερμομεταλλικά νερά, όπως ιαματικά, μεταλλικά και αεριούχα, και 4) Οι επεξεργασμένες εκροές υγρών αποβλήτων και άλλα περιθωριακά νερά που είναι δυνατό να ανακυκλωθούν και να επαναχρησιμοποιηθούν.

Η διαχείριση των υδατικών πόρων, πολύ συνοπτικά, μπορεί να οριστεί ως συνεχής διαδικασία κάθε ανθρώπινης επέμβασης σε αυτούς. Οι ανθρώπινες επεμβάσεις συνίστανται σε ένα σύνολο μέτρων και δραστηριοτήτων, απαραίτητων για την ικανοποίηση διαφόρων χρήσεων νερό. Για αυτό, για τους επιστήμονες, στον όρο «διαχείριση υδατικών πόρων» περιέχονται οι υποέννοιες «υδατικός πόρος» και «χρήση νερού». Δηλαδή, συνυπάρχουν η φυσική διάσταση που αφορά τη διάθεση του πόρου και η κοινωνικοοικονομική διάσταση της χρήσης, που συνδέεται άμεσα με την ορθολογική κατανομή της για την ικανοποίηση αναγκών σε νερό.

Το κράτος ωθεί τους αγρότες να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της αρδευσης με ιδιωτικές γεωτρήσεις τις οποίες μάλιστα επιδοτεί. Ομως έτσι, όχι μόνο δε γίνεται ορθολογική εκμετάλλευση, αλλά απεναντίας εξάντληση των αποθεμάτων
Το κράτος ωθεί τους αγρότες να αντιμετωπίζουν το πρόβλημα της αρδευσης με ιδιωτικές γεωτρήσεις τις οποίες μάλιστα επιδοτεί. Ομως έτσι, όχι μόνο δε γίνεται ορθολογική εκμετάλλευση, αλλά απεναντίας εξάντληση των αποθεμάτων
Το 1995, το Τμήμα Κεντρικής και Δυτικής Θεσσαλίας του ΤεχνικούΕπιμελητηρίου Ελλάδας (ΤΕΕ) διοργάνωσε διεθνές συνέδριο με θέμα τη «Διαχείριση Υδατικών Πόρων». Οι επιστήμονες που ασχολούνται με το νερό, και σήμερα ακόμα παραπέμπουν σε όσα δημοσιοποιήθηκαν στο συνέδριο, σημειώνοντας ότι η κατάσταση δεν έχει μεταβληθεί.

Οπως τόνιζε η Οργανωτική Επιτροπή του συνεδρίου, «η ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων, τόσο σε ποσοτικό όσο και σε ποιοτικό επίπεδο, είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα, στο οποίο καλείται να δώσει απάντηση και το ελληνικό κράτος.

Εξαιτίας της πολυδιάστατης σημασίας του νερού, η πολιτική διαχείρισης των υδατικών πόρων θα πρέπει να εντάσσεται σε μια γενικότερη πολιτική, που αφορά και άλλους τομείς, όπως άλλους φυσικούς πόρους, τον πολεοδομικό σχεδιασμό, το περιβάλλον κλπ. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα άλλων κρατών, όπως του Ισραήλ, της Κύπρου και της πολιτείας της Καλιφόρνια, ελλειμματικών σε νερό περιοχών, με έντονα άνισα, χρονικά και χωρικά, κατανεμημένες ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις, όπου η πολιτική των υδατικών πόρων, κεντρικά και περιφερειακά, εντάσσονται στη γενικότερη πολιτική σχεδιασμού και ανάπτυξής τους και φυσικά ενυπάρχει η ενιαία θεώρηση του συστήματος "υδατικός πόρος - χρήση του"».

Δεν υπάρχουν στοιχεία!

Σε ό,τι αφορά ειδικά την Ελλάδα, το ΤΕΕ υπογραμμίζει ότι όχι μόνο δεν είναι γνωστοί οι διαθέσιμοι υδατικοί πόροι, αλλά ακόμη και η κατανάλωση νερού κατά χρήση (αστική, γεωργική, βιομηχανική ή άλλη) δεν είναι επίσημα γνωστή. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχουν διιστάμενες απόψεις και σοβαρές αποκλίσεις. Σημειώνει τις διαφορές που αναφέρονται μεταξύ υπουργείου Γεωργίας, Ινστιτούτου Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών, υπουργείου Ανάπτυξης και άλλων φορέων ακόμη και σε ό,τι αφορά τις ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις διαφόρων περιοχών.

«Σχεδόν, όμως, όλες οι διαθέσιμες εκτιμήσεις συμφωνούν ότι οι καταναλισκώμενες ποσότητες νερού, σε σύγκριση με τις μέσες ετήσιες ατμοσφαιρικές κατακρημνίσεις είναι πολύ μικρές (περίπου 6%)» δηλώνει το ΤΕΕ. Συμπληρώνει την εκτίμηση, τονίζοντας ότι η συνολική κατανάλωση νερού στη χώρα μας αντιστοιχεί στο 10% του διαθέσιμου υδατικού δυναμικού. Οπερ σημαίνει ότι για όλες τις ετήσιες ανάγκες της χώρας σε νερό, καταναλώνεται μόλις το 6% του νερού που βρέχει κάθε χρόνο.

Συνεχίζει ότι αυτό το στοιχείο, από μόνο του, το στοιχείο δηλαδή της επάρκειας νερού σε ό,τι αφορά τις υπαρκτές ανάγκες, προσδιορίζει το πρόβλημα που επικρατεί και προβάλλει την ανάγκη για πιο ορθή διαχείριση των υδατικών πόρων. Παραπέμπει στα παραδείγματα άλλων χωρών, οι οποίες με πολύ μικρότερα υδατικά δυναμικά και υπό πιο αντίξοες συνθήκες ανάπτυξης και εκμετάλλευσης των υδατικών τους πόρων, αντιμετωπίζουν μειωμένα προβλήματα χρήσης νερού.

Ελλείψεις και διαρροές

Ελέγχοντας τις ποσότητες νερού που καταναλώνονται κατά χρήση και ξεκινώντας από την αστική, προκύπτει κατ' αρχάς ότι ο αριθμός των συνδέσεων με δίκτυα παροχής νερού ανά νοικοκυριό αυξήθηκε από 600.000 περίπου το 1961 σε 3.300.000 το 1991. Οι αστικές και ημιαστικές περιοχές έχουν καλυφθεί σε 98% το 1991, ενώ το ποσοστό αυτό σε αγροτικές περιοχές είναι κάτω του 80% (στοιχεία ΕΤΒΑ 1992). Σύμφωνα με μια έρευνα του ΙΓΜΕ, από το σύνολο των δήμων και κοινοτήτων της χώρας, το 40% έχει έλλειψη νερού το καλοκαίρι, το 7% έχει έλλειψη όλο το χρόνο και μόνο το 33% έχει επάρκεια νερού όλο το χρόνο. Σε αυτήν την έρευνα το υπόλοιπο 20% δεν έδωσε σχετικές πληροφορίες.

Κατά το ΤΕΕ, ο τουριστικός τομέας αντιμετωπίζει προβλήματα χρήσης νερού, όπως ανεπάρκεια, υποβαθμισμένη ποιότητα, παράνομη χρήση και υψηλό κόστος.

Το Επιμελητήριο υπογραμμίζει ότι τα προβλήματα της αστικής χρήσης νερού εντοπίζονται κυρίως στην ορθή διανομή και στον περιορισμό των απωλειών, που κυμαίνονται από 20 ως 30%, αλλά αναφέρονται και περιπτώσεις που ξεπερνούν το 50% της υδροδοτούμενης παροχής και οφείλονται κυρίως στην παλαιότητα, λειτουργία και συντήρηση των δικτύων και γενικά στη διαχείρισή τους.

Αναφορικά με τη γεωργική χρήση: Η ανάπτυξη του πρωτογενή τομέα της οικονομίας έχει άμεση σχέση και απόλυτη εξάρτηση με τις ανθρώπινες επεμβάσεις στο ισοζύγιο νερού (ποσοτικό και ποιοτικό) και συνεπώς και με τις κύριες χρήσεις νερού.

Το ΤΕΕ σημειώνει ότι η ορθολογική διαχείριση (ανάπτυξη και προστασία) των πηγών νερού συνυπάρχουν και εξαρτώνται από τις δραστηριότητες και το περιβάλλον του αγροτικού χώρου (αναδασώσεις, διευθετήσεις λεκανών απορροής, κατασκευή επιφανειακών ταμιευτήρων, εμπλουτισμός υπόγειων υδροφόρων κλπ.). Δηλαδή, έργα αναγκαία για την εξασφάλιση νερού, που όμως δε γίνονται.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδας (1991) η γεωργική γη της Ελλάδας ανέρχεται σε 39.221,88 χιλιάδες στρέμματα. Από αυτά αρδευθείσες εκτάσεις εκτιμώνται σε 11.900,22 χιλιάδες στρέμματα, δηλαδή στο περίπου 33% της αγροτικής γης. Ο ρυθμός αύξησης της αρδευόμενης έκτασης είναι πολύ μικρός (περίπου 2,5% κατ' έτος). Το ποσοστό της αρδευόμενης έκτασης υπολείπεται σημαντικά του μέσου ποσοστού αρδευομένων εκτάσεων άλλων χωρών (π.χ. Ισραήλ, περίπου 65%).

Με βάση τα προαναφερόμενα, η γεωργική χρήση νερού - κυρίως για άρδευση - εκτιμάται με βάση τα προαναφερόμενα, σε 5.355 εκατομμύρια κυβικά μέτρα νερού.

Το ΤΕΕ ανάμεσα στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η γεωργική χρήση νερού, συμπεριλαμβάνει: Τις υπεραρδεύσεις. Τις σοβαρές απώλειες στα δίκτυα διανομής. Την παντελή έλλειψη πληροφόρησης για τον προσδιορισμό και τις υδατικές ανάγκες των φυτικών καλλιεργειών. Την ανύπαρκτη ουσιαστικά παιδεία σε γυμνάσια και λύκεια. Και την έλλειψη προγραμμάτων έρευνας για την ανάπτυξη σχετικής τεχνογνωσίας και τεχνολογίας. Προσθέτει ότι «η έλλειψη έργων ανάκτησης και επαναχρησιμοποίησης εκροών αστικών υγρών αποβλήτων, κυρίως για άρδευση, δημιουργεί πρόβλημα αξιοποίησης, προστασίας και διατήρηση άλλων υδατικών πόρων».

Σχετικά με τη βιομηχανική χρήση, οι επιστήμονες τονίζουν ότι ο τομέας της βιομηχανίας - βιοτεχνίας με εξαίρεση τα πολεοδομικά συγκροτήματα Αθηνών και Θεσσαλονίκης εξαρτάται κυρίως από τη δυναμική που έχει ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας και αντιμετωπίζει επίσης, οξυμένα προβλήματα νερού. Αυτά σε πολλές περιπτώσεις επιδρούν καθοριστικά στην ανάπτυξη αυτού του τομέα, που εξαιτίας του μεταποιητικού χαρακτήρα του είναι έντονα υδροβόρος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Κρήτη, που ο μικρός βιομηχανικός - βιοτεχνικός της τομέας, στηρίζεται και εξαρτάται κυρίως από τον αντίστοιχο γεωργικό τομέα.

Αποσπασματική αντιμετώπιση προβλημάτων

Ιδιαίτερο κεφάλαιο αποτελεί ο εμπλουτισμός υπόγειων υδροφορέων. Σε άλλες χώρες αποτελεί μια ιδιαίτερου ενδιαφέροντος και συνεχώς αυξανόμενη τεχνολογία αξιοποίησης υδατικών πόρων. Το ΤΕΕ σημειώνει ότι η τεχνολογία αυτή στη χώρα μας είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Τα μόνα γνωστά έργα είναι αυτό που αφορά τον εμπλουτισμό με γεωτρήσεις παράκτιου υδροφορέα στην Αργολίδα και αυτό εμπλουτισμού με χειμερινοεαρινές υπεραρδεύσεις στην πεδιάδα της Κορινθίας.

Παράλληλα, το ΤΕΕ επιμένει ότι τα προβλήματα της διαχείρισης των υδατικών πόρων δεν εντοπίζονται μόνο σε ποσοτικό επίπεδο: «Η αστική αντίληψη ότι "ανάπτυξη συνεπάγεται ρύπανση" εξακολουθεί και σήμερα ακόμα να διαπιστώνεται, παρά το ότι είναι γνωστό πως η ρύπανση και γενικά όλες οι ανεπιθύμητες ποιοτικές αλλαγές στους υδατικούς πόρους δεν είναι πάντοτε αντιστρέψιμες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι ο κίνδυνος υφαλμύρωσης παράκτιων υδροφόρων και η άμεση απειλή πηγών νερού από τα απόβλητα (κυρίως τα υγρά), τα φυτοφάρμακα και τα χημικά λιπάσματα».

Απαντώντας στο ερώτημα «πού οφείλεται η έντονη "κρίση" νερού στη χώρα μας και τι θα μπορούσε να γίνει άμεσα και μακροπρόθεσμα για να επιλυθούν αυτά τα προβλήματα», το ΤΕΕ συνοψίζει ότι αυτή οφείλεται:

  • Στη μη ισόρροπη ανάπτυξη της χώρας.
  • Στις ιδιαιτερότητες του ελλαδικού χώρου.
  • Στην περιορισμένη ανάπτυξη και στον ελλιπή εκσυγχρονισμό και συντονισμό της έρευνας και εκπαίδευσης σε γνωστικά αντικείμενα της Επιστήμης του Νερού.
  • Στην ξηρασία των τελευταίων χρόνων.
  • Στον περιστασιακό και ελλιπή προγραμματισμό και χρηματοδότηση έργων υδατικών πόρων.
  • Και κυρίως στην εθνική υδατική πολιτική, που ακολουθήθηκε μέχρι σήμερα. Σχετικά με αυτό, διευκρινίζει: «Σε όλα σχεδόν τα υδατικά διαμερίσματα της χώρας παρατηρείται μια πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων, χρηστών νερού και φορέων που εμπλέκονται σε αντικείμενα υδατικών πόρων. Οι φορείς διαχείρισης και οι χρήστες υδατικών πόρων συνήθως δρουν ανεξάρτητα, ανταγωνιστικά και διαφοροποιούνται σημαντικά στην οργάνωση και λειτουργία τους. Δεν υπάρχει μια ενιαία πολιτική διαχείρισης υδατικών πόρων, αλλά μια αποσπασματική αντιμετώπιση προβλημάτων, συνήθως κάτω από συνθήκες πίεσης και πολλές φορές πανικού και "κρίσης"».
Την ΤΡΙΤΗ:
Γιατί δε γίνονται έργα
Κείμενα:
Θανάσης ΜΠΑΛΟΔΗΜΑΣ


Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ