ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 13 Φλεβάρη 2011
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
Καθ' οδόν: Στη Σμίξη και τη Βασιλίτσα

Παιχνίδια στο χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας

Motion Team

Παιχνίδια στο χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας
Φεύγοντας νοτιοδυτικά από τα Γρεβενά, διασχίζοντας μια διαδρομή 38 χιλιομέτρων μέσα σε υπέροχα τοπία, όπου τα δρυοδάση διαδέχονται τα μαυρόπευκα και αυτά με τη σειρά της η οξυά, φτάνουμε στο ορεινό χωριό της Σμίξης. Στολίδι, χτισμένο σε υψόμετρο 1.220 μέτρων στις πλαγιές του Σμόλικα, αποτελεί έναν από τους πιο ορεινούς οικισμούς της χώρας.

Ο πληθυσμός της, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, είναι 509 κάτοικοι. Λόγω της γειτνίασής της με το χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας έχει μετατραπεί σε σημαντικό χειμερινό προορισμό της περιοχής.

Πώς έσμιξαν οι δύο οικισμοί

Η Σμίξη δεν ήταν πάντα στη θέση που βρίσκεται σήμερα. Το χωριό δημιουργήθηκε από την ένωση των οικισμών Μπίγκα και Πινακάδες. Οταν ο οικισμός Πινακάδες μαστιζόταν από ελονοσία, οι κάτοικοί της αποφάσισαν να μετακινηθούν αλλού για να γλιτώσουν. Οι κάτοικοι της Μπίγκας φοβούμενοι το ίδιο, αποφάσισαν να ακολουθήσουν τους πρώτους, διαφωνούντες όμως μεταξύ τους για το σημείο ίδρυσης του νέου οικισμού. Τότε ο γεροντότερος αποφάσισε να ξεκινήσουν δύο νέοι - ένας από κάθε οικισμό με μια πέτρα στα χέρια τους - και στο σημείο που θα συναντιόνταν θα έφτιαχναν το νέο οικισμό και θα θεμελίωναν την εκκλησία του Αγ. Νικολάου. Ετσι και έγινε και το χωριό ονομάστηκε Σμίξη (=σμίξιμο των δύο οικισμών). Οι πέτρες που κρατούσαν οι δύο νέοι ενσωματώθηκαν στα θεμέλια της εκκλησίας του Αγ. Νικολάου.

Σήμερα σώζονται πολλά παραδοσιακά πέτρινα σπίτια που προσδίδουν ιδιαιτερότητα στον οικισμό. Τα περισσότερα είναι ηλικίας 100 - 150 ετών, διατηρούνται σε καλή κατάσταση και κατοικούνται. Σε καλή κατάσταση βρίσκεται και το πέτρινο σχολείο του 1933.

Η Σμίξη διαθέτει πολλές παλιές πέτρινες βρύσες που η ηλικία τους προκαλεί το σεβασμό. Το «Ματσάλι» στην πλατεία του χωριού κατασκευάστηκε πριν 350 - 400 χρόνια, όπως και η «Μηλίκη» στην άκρη του χωριού. Η «Σιόπουτλου Ντιντζιά» που σημαίνει «η επάνω βρύση», φτιάχτηκε πριν 350 χρόνια. Η βρύση «Σακελλάρη» είναι επίσης παλιά, όπως και η βρύση της Αγ. Παρασκευής που έγινε ταυτόχρονα με την ίδρυση του χωριού.

...και χωρίς
...και χωρίς
Οι εκκλησίες της Σμίξης ελκύουν πολλούς επισκέπτες καθώς εκτός από ενδιαφέρον, έχουν και μεγάλη ιστορία. Η εκκλησία του Αγ. Αθανασίου, σύμφωνα με την παράδοση, είναι η πρώτη εκκλησία που χτίσθηκε αφού ολοκληρώθηκε το χωριό. Βρίσκεται μέσα σ' ένα πανέμορφο πυκνό δάσος από οξυές και πεύκα. Αρχικά είχε χτισθεί μέσα στη γη από το φόβο των αλλόθρησκων Τούρκων και Αλβανών. Το 1760 αφαιρέθηκαν τα γύρω χώματα και ο ναός μετατράπηκε σε ημιυπόγειος, όπως είναι σήμερα. Η αγιογράφηση έγινε το 1767, καταστράφηκε όμως αργότερα. Επί Τουρκοκρατίας, οι Σμιξιώτες λειτούργησαν «κρυφό σχολειό» στον Αγ. Αθανάσιο, όπου από την άνοιξη ως το φθινόπωρο τα παιδιά μάθαιναν γραφή και ανάγνωση από τον παπά και το δάσκαλο.

Μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκκλησία του Αγ. Νικολάου που χτίστηκε το 1750 και αγιογραφήθηκε το 1810. Το καμπαναριό χτίστηκε το 1887. Ο ναός κάηκε ολοσχερώς στις 29 Μάη του 1889 χάνοντας το ξυλόγλυπτο τέμπλο του και το γυναικωνίτη με το ξύλινο καφασωτό που ξεχώριζε. Μετά από δυο χρόνια, ξαναχτίστηκε στο ρυθμό της βασιλικής, όπως ήταν και πριν. Το σημερινό ξυλόγλυπτο τέμπλο, οι εικόνες και η αγιογράφηση αγιορείτικης τεχνοτροπίας προκαλούν τον θαυμασμό των επισκεπτών.

Εθιμα που διατηρούνται στο χρόνο...

Η Σμίξη με χιόνι...
Η Σμίξη με χιόνι...
Τα έθιμα του τόπου αναβιώνουν με μεγάλο ζήλο από τους Σμιξιώτες, αρχής γενομένης του Αγίου Πνεύματος. Τότε οι γυναίκες του χωριού μοιράζουν πίτες, γλυκά και επταζυμωτό ψωμί με μυρωδικά στις εκκλησίες των Αγ. Νικολάου και Αγ. Αθανασίου.

Ακολουθούν τα περίφημα «Κλείδωνα» στις 24/6 σε μια ακόμη παραλλαγή: την παραμονή το βράδυ, οι νέες βάζουν σ' ένα «γκιούμι» ένα δαχτυλίδι και ένα μπουκέτο λουλούδια, τραγουδώντας και χορεύοντας γύρω από αυτό. Στη συνέχεια, πηγαίνουν σε τρεις βρύσες να το γεμίσουν με νερό, ενώ ανήμερα της γιορτής κατευθύνονται τραγουδώντας στις περιοχές Αγ. Αθανασίου και Αγ. Παντελεήμονα για να μαζέψουν «γιαννάκια» (λουλούδια). Χορεύουν έξω από την εκκλησία του Αγ. Αθανασίου και γυρίζοντας στα σπίτια τους ξεριζώνουν τα παλιά λουλούδια, ανταλλάσουν μεταξύ τους καινούργια κρεμώντας τα στους τοίχους των σπιτιών τους και αν αυτά ανθίσουν όπως είναι, τότε αυτό είναι «καλός οιωνός» για τους κατόχους τους. Το απόγευμα, οι γυναίκες ντύνουν το «γκιούμι» νύφη (με πέπλο).

Τραγουδώντας πάνε πάλι σε τρεις βρύσες, το γεμίζουν με νερό και επιστρέφοντας βγάζουν τα δαχτυλίδια και τα λουλούδια από μέσα. Αν το δαχτυλίδι είναι λαμπερό, αυτό αποτελεί «καλό σημάδι» για την ευημερία του σπιτιού. Τέλος, λύνουν τα μπουκέτα και τα πετάνε στις στέγες των σπιτιών, ενώ με το νερό οι γυναίκες βρέχουν τα μαλλιά τους και οι νέες πιάνουν προζύμι.

Ο κοινοτικός ξενώνας της Σμίξης
Ο κοινοτικός ξενώνας της Σμίξης
Από την 1η έως τις 14 Αυγούστου γίνεται κάθε απόγευμα αρτοκλασία στην εκκλησία του Αγ. Νικολάου. Το πανηγύρι αρχίζει την παραμονή το βράδυ με φαγοπότι και χορό στην πλατεία. Το Δεκαπενταύγουστο μετά τη δοξολογία έξω από κάθε σπίτι ψήνεται ένα αρνί, όπως το Πάσχα. Το απόγευμα οι νέοι του χωριού ντύνονται με παραδοσιακές στολές και κάνουν αναπαράσταση βλάχικου γάμου, ενώ η μέρα κλείνει με γλέντι το βράδυ στην πλατεία. Την επομένη, ο κάτοικοι χορεύουν έξω από την εκκλησία σε μικτό χορό, χωρίς μουσικά όργανα. Μετά οι άντρες του χωριού παίρνουν μέρος σε αγώνα άλματος εις τριπλούν και στο νικητή απονέμεται μικρό χρηματικό έπαθλο.

Στις 17 Αυγούστου, ο εκκλησιασμός γίνεται στον Αγ. Γεώργιο και ακολουθεί ο χορός και οι επισκέψεις στην ομώνυμη συνοικία. Το απόγευμα οργανώνεται παραδοσιακός χορός στη θέση «Γκόρτσο Ζάβα», όπου παλιά διεξαγόταν το νυφοδιάλεγμα. Οι νέοι και οι νέες τραγουδούν νυφιάτικα τραγούδια, ντυμένοι παραδοσιακά.

Η Βασιλίτσα

Νοτιοδυτικά της Σμίξης στις ψηλότερες πλαγιές του όρους Λίγκος υψώνεται η Βασιλίτσα σε υψόμετρο 2.249 μέτρων, στην κορυφή της οποίας υπάρχει το χιονοδρομικό κέντρο. Εκεί φτάνουμε μέσω μιας ειδυλλιακής διαδρομής, ενώ το τοπίο που το περιβάλλει είναι εκπληκτικό και «άγριο». Χαμηλά στους πρόποδες συναντάμε οξυές, διάσπαρτα έλατα και πεύκα, ενώ στην κορυφή υπάρχουν γέρικα ρόμπολα.


Motion Team

Το χιονοδρομικό διαθέτει 7 πίστες, 2 αναβατόρια (ένα 3θέσιο και ένα διπλό) και 5 μονοθέσια συρόμενα. Στη βάση του βουνού είναι το μικρό σαλέ, ενώ στη πίσω πλευρά του βουνού υπάρχει το καταφύγιο. Οι επισκέπτες μπορούν να νοικιάσουν τον απαραίτητο εξοπλισμό, ενώ λειτουργεί σχολή για σκι και σνόουμπορντ για τους αρχάριους στα εν λόγω αθλήματα. Το βουνό ενδείκνυται για παιχνίδι στις πίστες αλλά και στα απάτητα μέχρι τις 3 το μεσημέρι που κλείνουν τα αναβατόρια. Κάνοντας διάλειμμα από τις δραστηριότητες, η ξύλινη καντίνα προσφέρεται για ένα πρόχειρο γεύμα και διάφορα ροφήματα. Δίκαια το χιονοδρομικό της Βασιλίτσας «τοποθετείται» στις υψηλότερες θέσεις ανάμεσα στα άλλα χιονοδρομικά της χώρας.

Απέναντι από την κορυφή της Βασιλίτσας βρίσκεται η κορυφή «Γομάρα» (2.126 μ.), με διάσπαρτα γέρικα ρόμπολα και μαυρόπευκα. Στους πρόποδές της υπάρχει ορειβατικό καταφύγιο και από την πίσω πλευρά η ομώνυμη λίμνη. Και από τις δύο κορυφές η θέα είναι εκπληκτική. Φαίνεται τμήμα της Τύμφης, ο Ολυμπος, το Βέρμιο, ο Γράμμος, ολόκληρος ο νομός Γρεβενών, τμήμα της Καστοριάς και της Κοζάνης. Γενικά η περιοχή είναι άκρως ελκυστική όλες τις εποχές του χρόνου.


Το καταφύγιο της Βασιλίτσας
Το καταφύγιο της Βασιλίτσας

Επιμέλεια:
Ελένη ΑΡΓΥΡΙΟΥ


Μικρές σελίδες

«Ενα παιδί πέντε χρονώ στη μέση ενός δρόμου της Αθήνας, μάζευε σταφίδες, ψιλές μαύρες σταφίδες, μάζευε το παιδί από τις γραμμές του τραμ. Ο τραμβαγιέρης χτύπαγε με μανία το καμπανάκι , χτύπαγε το καμπανάκι καθώς πλησίαζε το τραμ και το παιδί δεν έφευγε. Μάζευε τις σταφίδες, τις έφερνε στο στόμα κι έχωνε τις μικρές μαύρες σταφίδες μέσα στο στόμα κι έβαζε και το δάχτυλό του μέσα. Είδα το αίμα που έτρεχε από τα μικρά τα δάχτυλα κι αυτό το κουρεμένο αγόρι τα έγλειφε. Τα έγλειφε ένα - ένα τα δάχτυλα που ματώνανε από τις δαγκωματιές του και δεν άκουγε το καμπανάκι που χτύπαγε το τραμ καθώς κατέβαινε στη μέση της Αθήνας...».

Οι ιστορίες της Δέσποινας Λαλά - Κριστ, στο βιβλίο «Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω», εκτυλίσσονται κυρίως στα χρόνια της κατοχής και στα πρώτα μετακατοχικά. Τόπος οι λαϊκές συνοικίες της Αθήνας. Πρωταγωνιστές τα μικρά παιδιά, που δεν καταλαβαίνουν γιατί γίνεται «όλο αυτό το κακό». Οι θάνατοι μπλέκονται με την αμπάριζα και τις αμάδες και η πείνα γίνεται κι αυτή ένα σκληρό παιχνίδι, με έπαθλο πέντε πατάτες. Κυκλοφορεί από τη «Σύγχρονη Εποχή».


Οι γαβριάδες της παραγκούπολης

Λάρισα. Στην Κουλουντρού. Δίπλα στον Πηνειό. Mια συνοικία με χαμόσπιτα και παράγκες, πήχτρα στις σβουνιές και στη φτώχεια. Μα γι' αυτό ήταν η μάνα. «Με το γέλιο πάντοτε στο στόμα, δεν άφησε ποτέ τη φτώχεια και τη μιζέρια να της μαυρίσουν την ψυχή, παμπόνηρη διπλωμάτισσα - αγόραζε ένα κιλό σαρδέλα και οι πιο μεγάλες ήταν τάχατες μικρά σαφρίδια που άρεσαν στον άντρα της, οι πιο παχιές ήταν γοπίτσες, που άρεσαν στο μεγάλο γιο, και οι πιο λιανές γαύρος που άρεσε στο "μικρό", όλους τους είχε ευχαριστημένους».

Δεκαετία του '60. Εποχή που η επιβίωση είναι δύσκολη και πρέπει να παλέψεις για τα αυτονόητα. Μια παρέα παιδιών που κάνουν τη γειτονιά άνω - κάτω και αναπαράγουν όσα βλέπουν στην κοινωνία των μεγάλων, «μόνο πώς να χορταίνουν την ξελιγωμάρα τους δε μάθαιναν». Ο Λευτέρης ο τσάκας, ο Τόλης η μανιά, ο Λεωνίδας η σουπιά, το μπατάκι και ο κινέζος, ο κουράδας και ο σπίνος ...και ο ταξικά παρείσακτος βουτυρομπεμπές. Τα «μάτια» στα κοντά παντέλονά τους κριτήριο για την ταξική τους θέση. Το κολατσιό τους «μια φέτα ψωμί και ένα πολύ διακριτικό και ταπεινόφρον κομματάκι τυρί, ήταν η εξαίρεση. Το πιο συχνό τρώγανε ψωμί με νερό και ζάχαρη, ή ψωμί με λάδι, ρίγανη και αλάτι».

Και οι δεσμοί σφιχτοί μα ανομολόγητοι. Οπως η σχέση του Βαγγέλη με τον πατέρα του. «Αγάπη αφόρητη τυραννική, καλά κρυμμένη αυτή κάτω από βίαιες συγκρούσεις (...) Αγάπη ανάμεικτη με τύψεις (...) που δεν μπορούσε, δεν του ερχόταν εύκολο βρε αδελφέ - ποτές δεν τα κατάφερε να μου εξηγήσει το γιατί - να πάει να τον αγκαλιάσει, που έφαγε όλη του τη ζωή μες στη μιζέρια και την εθελούσια στέρηση. Μα κυρίως να του πει απλά ότι τον αγαπάει και πως τίποτα άλλο δεν έχει σημασία».

Αφηγητής ο Βαγγέλης, ο αρχηγός της παρέας, «ένα παράξενο και ενδιαφέρον παιδί (...) εύστροφο, ευφυής, αλλόκοτο μείγμα αντιθέσεων, ευαισθησίας και σκληράδας, μα πάνω απ' όλα απέραντου και επώδυνου ρομαντισμού, κρυμμένου με επιμέλεια κάτω από έναν αφόρητο κυνισμό».

Αφηγείται τις κόντρες, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και την παιδική βιάση να εκτονώσουν τον ανδρισμό τους. Τις δεισιδαιμονίες, τα παράξενα μυστικά και τις κρυφές και φανερές ιστορίες της συνοικίας, όπως της Κούλας, που «ήταν στη φαντασίωση του καθενού τους, όταν στα κρυφά μερεμετιάζανε τα όργανά τους».

Ο συγγραφέας της «Ραψωδίας των ασημάντων», Βασίλης Μπαλαής (εκδόσεις «Εντός»), ανακαλεί μνήμες από την παιδική του ηλικία και περιγράφει τον τρόπο ζωής των ανθρώπων και ξυπνά και δικές μας μνήμες αντίστοιχες. Κοινές για όσους μεγάλωσαν σε φτωχογειτονιές. Οπως τότε που η γιαγιά ή η μάνα μάς τάιζαν με το «τίποτα». Τι θα φάμε σήμερα; Α, τίποτα, ένα αυγό, λίγο τυρί και ψωμί...

Αφηγείται με γλώσσα και ύφος ιδιαίτερο, προσωπικό, εμπλουτισμένο με αρκετό χιούμορ. Η κουτσαβάκικη αργκό, η εκκλησιαστική γλώσσα, η ντοπιολαλιά (με τους ιδιωματισμούς ξεσιλόιαστος, ξεγκουρλιάζονταν κ.ά. και την υποτιμητικά αποκαλούμενη «χωριάτικη» γλώσσα μιας και εμείς οι Θεσσαλοί συνηθίζουμε να τρώμε τα άτονα φωνήεντα της λέξης), καθαρεύουσα ομιλούμενη από απλούς ανθρώπους, η εκτεταμένη χρήση ασύνδετου σχήματος και παρενθετικών προτάσεων κλπ. Με την ένσταση ότι αυτή η χρησιμοποίηση του τρόπου αφήγησης του Τσιφόρου και η χρήση των παρενθετικών παραγράφων δεν είναι πάντα πετυχημένη. Κάποιες στιγμές πλαταίνει και κουράζει. Οσο δε για τη γενική «των ασημάντων» στον τίτλο, παρότι μπορεί να ξενίζει κάποιους, είναι σωστή.


Ηρακλής ΚΑΚΑΒΑΝΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ