Motion Team |
Ο πληθυσμός της, σύμφωνα με την απογραφή του 2001, είναι 509 κάτοικοι. Λόγω της γειτνίασής της με το χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας έχει μετατραπεί σε σημαντικό χειμερινό προορισμό της περιοχής.
Η Σμίξη δεν ήταν πάντα στη θέση που βρίσκεται σήμερα. Το χωριό δημιουργήθηκε από την ένωση των οικισμών Μπίγκα και Πινακάδες. Οταν ο οικισμός Πινακάδες μαστιζόταν από ελονοσία, οι κάτοικοί της αποφάσισαν να μετακινηθούν αλλού για να γλιτώσουν. Οι κάτοικοι της Μπίγκας φοβούμενοι το ίδιο, αποφάσισαν να ακολουθήσουν τους πρώτους, διαφωνούντες όμως μεταξύ τους για το σημείο ίδρυσης του νέου οικισμού. Τότε ο γεροντότερος αποφάσισε να ξεκινήσουν δύο νέοι - ένας από κάθε οικισμό με μια πέτρα στα χέρια τους - και στο σημείο που θα συναντιόνταν θα έφτιαχναν το νέο οικισμό και θα θεμελίωναν την εκκλησία του Αγ. Νικολάου. Ετσι και έγινε και το χωριό ονομάστηκε Σμίξη (=σμίξιμο των δύο οικισμών). Οι πέτρες που κρατούσαν οι δύο νέοι ενσωματώθηκαν στα θεμέλια της εκκλησίας του Αγ. Νικολάου.
Σήμερα σώζονται πολλά παραδοσιακά πέτρινα σπίτια που προσδίδουν ιδιαιτερότητα στον οικισμό. Τα περισσότερα είναι ηλικίας 100 - 150 ετών, διατηρούνται σε καλή κατάσταση και κατοικούνται. Σε καλή κατάσταση βρίσκεται και το πέτρινο σχολείο του 1933.
Η Σμίξη διαθέτει πολλές παλιές πέτρινες βρύσες που η ηλικία τους προκαλεί το σεβασμό. Το «Ματσάλι» στην πλατεία του χωριού κατασκευάστηκε πριν 350 - 400 χρόνια, όπως και η «Μηλίκη» στην άκρη του χωριού. Η «Σιόπουτλου Ντιντζιά» που σημαίνει «η επάνω βρύση», φτιάχτηκε πριν 350 χρόνια. Η βρύση «Σακελλάρη» είναι επίσης παλιά, όπως και η βρύση της Αγ. Παρασκευής που έγινε ταυτόχρονα με την ίδρυση του χωριού.
Μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η εκκλησία του Αγ. Νικολάου που χτίστηκε το 1750 και αγιογραφήθηκε το 1810. Το καμπαναριό χτίστηκε το 1887. Ο ναός κάηκε ολοσχερώς στις 29 Μάη του 1889 χάνοντας το ξυλόγλυπτο τέμπλο του και το γυναικωνίτη με το ξύλινο καφασωτό που ξεχώριζε. Μετά από δυο χρόνια, ξαναχτίστηκε στο ρυθμό της βασιλικής, όπως ήταν και πριν. Το σημερινό ξυλόγλυπτο τέμπλο, οι εικόνες και η αγιογράφηση αγιορείτικης τεχνοτροπίας προκαλούν τον θαυμασμό των επισκεπτών.
Ακολουθούν τα περίφημα «Κλείδωνα» στις 24/6 σε μια ακόμη παραλλαγή: την παραμονή το βράδυ, οι νέες βάζουν σ' ένα «γκιούμι» ένα δαχτυλίδι και ένα μπουκέτο λουλούδια, τραγουδώντας και χορεύοντας γύρω από αυτό. Στη συνέχεια, πηγαίνουν σε τρεις βρύσες να το γεμίσουν με νερό, ενώ ανήμερα της γιορτής κατευθύνονται τραγουδώντας στις περιοχές Αγ. Αθανασίου και Αγ. Παντελεήμονα για να μαζέψουν «γιαννάκια» (λουλούδια). Χορεύουν έξω από την εκκλησία του Αγ. Αθανασίου και γυρίζοντας στα σπίτια τους ξεριζώνουν τα παλιά λουλούδια, ανταλλάσουν μεταξύ τους καινούργια κρεμώντας τα στους τοίχους των σπιτιών τους και αν αυτά ανθίσουν όπως είναι, τότε αυτό είναι «καλός οιωνός» για τους κατόχους τους. Το απόγευμα, οι γυναίκες ντύνουν το «γκιούμι» νύφη (με πέπλο).
Τραγουδώντας πάνε πάλι σε τρεις βρύσες, το γεμίζουν με νερό και επιστρέφοντας βγάζουν τα δαχτυλίδια και τα λουλούδια από μέσα. Αν το δαχτυλίδι είναι λαμπερό, αυτό αποτελεί «καλό σημάδι» για την ευημερία του σπιτιού. Τέλος, λύνουν τα μπουκέτα και τα πετάνε στις στέγες των σπιτιών, ενώ με το νερό οι γυναίκες βρέχουν τα μαλλιά τους και οι νέες πιάνουν προζύμι.
Στις 17 Αυγούστου, ο εκκλησιασμός γίνεται στον Αγ. Γεώργιο και ακολουθεί ο χορός και οι επισκέψεις στην ομώνυμη συνοικία. Το απόγευμα οργανώνεται παραδοσιακός χορός στη θέση «Γκόρτσο Ζάβα», όπου παλιά διεξαγόταν το νυφοδιάλεγμα. Οι νέοι και οι νέες τραγουδούν νυφιάτικα τραγούδια, ντυμένοι παραδοσιακά.
Νοτιοδυτικά της Σμίξης στις ψηλότερες πλαγιές του όρους Λίγκος υψώνεται η Βασιλίτσα σε υψόμετρο 2.249 μέτρων, στην κορυφή της οποίας υπάρχει το χιονοδρομικό κέντρο. Εκεί φτάνουμε μέσω μιας ειδυλλιακής διαδρομής, ενώ το τοπίο που το περιβάλλει είναι εκπληκτικό και «άγριο». Χαμηλά στους πρόποδες συναντάμε οξυές, διάσπαρτα έλατα και πεύκα, ενώ στην κορυφή υπάρχουν γέρικα ρόμπολα.
Motion Team |
Απέναντι από την κορυφή της Βασιλίτσας βρίσκεται η κορυφή «Γομάρα» (2.126 μ.), με διάσπαρτα γέρικα ρόμπολα και μαυρόπευκα. Στους πρόποδές της υπάρχει ορειβατικό καταφύγιο και από την πίσω πλευρά η ομώνυμη λίμνη. Και από τις δύο κορυφές η θέα είναι εκπληκτική. Φαίνεται τμήμα της Τύμφης, ο Ολυμπος, το Βέρμιο, ο Γράμμος, ολόκληρος ο νομός Γρεβενών, τμήμα της Καστοριάς και της Κοζάνης. Γενικά η περιοχή είναι άκρως ελκυστική όλες τις εποχές του χρόνου.
Οι ιστορίες της Δέσποινας Λαλά - Κριστ, στο βιβλίο «Παίρνω αμπάριζα και βγαίνω», εκτυλίσσονται κυρίως στα χρόνια της κατοχής και στα πρώτα μετακατοχικά. Τόπος οι λαϊκές συνοικίες της Αθήνας. Πρωταγωνιστές τα μικρά παιδιά, που δεν καταλαβαίνουν γιατί γίνεται «όλο αυτό το κακό». Οι θάνατοι μπλέκονται με την αμπάριζα και τις αμάδες και η πείνα γίνεται κι αυτή ένα σκληρό παιχνίδι, με έπαθλο πέντε πατάτες. Κυκλοφορεί από τη «Σύγχρονη Εποχή».
Δεκαετία του '60. Εποχή που η επιβίωση είναι δύσκολη και πρέπει να παλέψεις για τα αυτονόητα. Μια παρέα παιδιών που κάνουν τη γειτονιά άνω - κάτω και αναπαράγουν όσα βλέπουν στην κοινωνία των μεγάλων, «μόνο πώς να χορταίνουν την ξελιγωμάρα τους δε μάθαιναν». Ο Λευτέρης ο τσάκας, ο Τόλης η μανιά, ο Λεωνίδας η σουπιά, το μπατάκι και ο κινέζος, ο κουράδας και ο σπίνος ...και ο ταξικά παρείσακτος βουτυρομπεμπές. Τα «μάτια» στα κοντά παντέλονά τους κριτήριο για την ταξική τους θέση. Το κολατσιό τους «μια φέτα ψωμί και ένα πολύ διακριτικό και ταπεινόφρον κομματάκι τυρί, ήταν η εξαίρεση. Το πιο συχνό τρώγανε ψωμί με νερό και ζάχαρη, ή ψωμί με λάδι, ρίγανη και αλάτι».
Και οι δεσμοί σφιχτοί μα ανομολόγητοι. Οπως η σχέση του Βαγγέλη με τον πατέρα του. «Αγάπη αφόρητη τυραννική, καλά κρυμμένη αυτή κάτω από βίαιες συγκρούσεις (...) Αγάπη ανάμεικτη με τύψεις (...) που δεν μπορούσε, δεν του ερχόταν εύκολο βρε αδελφέ - ποτές δεν τα κατάφερε να μου εξηγήσει το γιατί - να πάει να τον αγκαλιάσει, που έφαγε όλη του τη ζωή μες στη μιζέρια και την εθελούσια στέρηση. Μα κυρίως να του πει απλά ότι τον αγαπάει και πως τίποτα άλλο δεν έχει σημασία».
Αφηγητής ο Βαγγέλης, ο αρχηγός της παρέας, «ένα παράξενο και ενδιαφέρον παιδί (...) εύστροφο, ευφυής, αλλόκοτο μείγμα αντιθέσεων, ευαισθησίας και σκληράδας, μα πάνω απ' όλα απέραντου και επώδυνου ρομαντισμού, κρυμμένου με επιμέλεια κάτω από έναν αφόρητο κυνισμό».
Αφηγείται τις κόντρες, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα και την παιδική βιάση να εκτονώσουν τον ανδρισμό τους. Τις δεισιδαιμονίες, τα παράξενα μυστικά και τις κρυφές και φανερές ιστορίες της συνοικίας, όπως της Κούλας, που «ήταν στη φαντασίωση του καθενού τους, όταν στα κρυφά μερεμετιάζανε τα όργανά τους».
Ο συγγραφέας της «Ραψωδίας των ασημάντων», Βασίλης Μπαλαής (εκδόσεις «Εντός»), ανακαλεί μνήμες από την παιδική του ηλικία και περιγράφει τον τρόπο ζωής των ανθρώπων και ξυπνά και δικές μας μνήμες αντίστοιχες. Κοινές για όσους μεγάλωσαν σε φτωχογειτονιές. Οπως τότε που η γιαγιά ή η μάνα μάς τάιζαν με το «τίποτα». Τι θα φάμε σήμερα; Α, τίποτα, ένα αυγό, λίγο τυρί και ψωμί...
Αφηγείται με γλώσσα και ύφος ιδιαίτερο, προσωπικό, εμπλουτισμένο με αρκετό χιούμορ. Η κουτσαβάκικη αργκό, η εκκλησιαστική γλώσσα, η ντοπιολαλιά (με τους ιδιωματισμούς ξεσιλόιαστος, ξεγκουρλιάζονταν κ.ά. και την υποτιμητικά αποκαλούμενη «χωριάτικη» γλώσσα μιας και εμείς οι Θεσσαλοί συνηθίζουμε να τρώμε τα άτονα φωνήεντα της λέξης), καθαρεύουσα ομιλούμενη από απλούς ανθρώπους, η εκτεταμένη χρήση ασύνδετου σχήματος και παρενθετικών προτάσεων κλπ. Με την ένσταση ότι αυτή η χρησιμοποίηση του τρόπου αφήγησης του Τσιφόρου και η χρήση των παρενθετικών παραγράφων δεν είναι πάντα πετυχημένη. Κάποιες στιγμές πλαταίνει και κουράζει. Οσο δε για τη γενική «των ασημάντων» στον τίτλο, παρότι μπορεί να ξενίζει κάποιους, είναι σωστή.