Εχεις ακούσει συχνά στη λεγόμενη λογοτεχνική πιάτσα να μιλάνε για ανθρώπους που ξέρουν να γράφουν. Κλείσε τ' αυτιά σου. Το ζήτημα δεν είναι μόνο να ξέρεις να γράφεις, αλλά και να έχεις κάτι να πεις.
Φωτογράφισε, λοιπόν, με τη μνήμη σου πρώτα την παιδική σου ηλικία κι ύστερα το άμεσο περιβάλλον της καθημερινότητάς σου. Ετσι θα δεις ότι σ' αυτό που αποκαλούμε «οικογενειακή εστία» κατοικούν εμπορεύματα με μορφές ανθρώπων κάτω από έναν αδιαίρετο μικροαστισμό. Εδώ αρχίζει η δική σου δουλιά. Δεν είναι μια αρρώστια που πρέπει ν' αποφύγεις. Αντιθέτως, θα πρέπει να οδηγηθείς σε μια μετωπική σύγκρουση. Γράφεις για ν' αναστήσεις ό,τι χάθηκε, να του δώσεις ψυχή και βάθος. Ετσι, το εμπόρευμα θα γυρίσει πάλι στη φυσική του κατάσταση: Αυτή του ανθρώπου.
Η τέχνη αυτή έχει να κάνει περισσότερο με οτιδήποτε λύνει τον άνθρωπο τη στιγμή που το κράτος τον στύβει και η Εκκλησία τον φοβίζει. Είναι δομές που πρέπει να τις παρατηρήσεις μ' ένα πνεύμα αναλυτικό.
Αφού, λοιπόν, το κράτος θριαμβεύσει πάνω σου σαν σε εμπόρευμα, έρχεται η Εκκλησία να φροντίσει για την ψυχή σου. Από τη μια, έχεις να κάνεις με τα θαυμάσια βιώματα της παιδικής ηλικίας - γιορτές Χριστουγέννων και Πάσχα, μυρωδιές από το θυμίαμα, ψαλμοί, και, από την άλλη, στο βάθος κάθε ιερού υπάρχει μια μηχανή με άψογα εξουσιαστικούς σχηματισμούς, μια μηχανή - κατασκευή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Μέσα της, παίζει το πρόσωπο του Ιησού, του εσταυρωμένου στο διηνεκές. Πρόσωπο, που θέλει υπεράσπιση από κάθε λατρεία, από κάθε τυπικό, από την ιεραρχία που τον σφίγγει. Οπως γράφει ο Φόυερμπαχ, «αν, το λιγότερο στην εποχή μας, ο χριστιανισμός δεν προσφέρει πια στο Θεό θυσίες αίματος, αυτό συμβαίνει αποκλειστικά, για να μην επικαλεστούμε άλλους λόγους, επειδή η φυσική ζωή δε θεωρείται πια υπέρτατο αγαθό. Γι' αυτό προσφέρεται στον Θεό η ψυχή, η εσωτερικότητα, επειδή αυτή έχει ανώτερη αξία».
Μέσα από τη γυναίκα του, Αννα Γρηγόριεβνα, μπορούμε να εισχωρήσουμε στη ζωή του Ρώσου συγγραφέα, αρχίζοντας με εκείνους που θα τους βρίσκεις συνέχεια μπροστά σου, τους κριτικούς λογοτεχνίας: Τον κατηγορούσαν συχνά για έλλειψη μορφής, για τη συνύπαρξη πολλών θεμάτων στο ίδιο μυθιστόρημα, για το μπέρδεμα και τη σύγχυση των περιστατικών, που τα πιο πολλά μένουν ημιτελή. Το αναφέρω αυτό, γιατί οι κριτικοί αγνοούσαν κάτω από ποιες συνθήκες δούλευε ο Ντοστογιέφσκι. Να τι λέει ο ίδιος: «Τα τρία πρώτα κεφάλαια ενός μυθιστορήματος έχουν τυπωθεί, το τέταρτο στοιχειοθετείται, το πέμπτο μόλις στάλθηκε με το ταχυδρομείο. Ο συγγραφέας γράφει το έκτο. Οσο για το υπόλοιπο, ακόμα δεν το έχω σκεφτεί...».
Καθώς κατάλαβες, είσαι τυχερός. Καταπιάνεσαι με μια τέχνη που δεν καταδέχεται τα εύκολα, αλλά μονίμως παίζει στα δύσκολα. Καλώς ήρθες στη λευκή σελίδα!
Εκθεση έργων του Γ. Μαυροΐδη από το Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τράπεζας
«Οι μαύρες κάλτσες», 1980 |
Ο Γ. Μαυροΐδης γεννήθηκε στον Πειραιά το 1912 από Κύπριους γονείς εγκαταστημένους στη Λάρνακα και έζησε τα πρώτα δώδεκα χρόνια του στην Κύπρο. Αργότερα, εκτός από μικρά διαστήματα, ζει στην Αθήνα. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ακολούθησε το διπλωματικό στάδιο.
«Τα νεανικά μου χρόνια», αναφέρει ο καλλιτέχνης, «ήτανε δύσκολα μέσα στις συνθήκες που επικρατούσαν σ' αυτόν τον τόπο. Αρχίζουν με την καταστροφή της Μικράς Ασίας, συνεχίζονται με δικτατορίες και φτάνουν στο μεγάλο πόλεμο. Την Κατοχή, μαζί με τη μητέρα μου, που ήταν γενναία γυναίκα, την πέρασα άθλια, αλλά όχι χειρότερα από τόσους που βασανίστηκαν και πέθαναν».
Στη ζωγραφική υπήρξε αυτοδίδακτος, ενώ έφηβος δούλευε μαζί με το φίλο του Γιάννη Τσαρούχη. Αργότερα (1985), ο Γ. Τσαρούχης έγραφε για τον φίλο του Γ. Μαυροΐδη: «Πειθαρχεί ο Μαυροΐδης στους νόμους της ζωγραφικής, που, αν δεν είναι αιώνιοι (μάλλον είναι), δεν αλλάζουν κάθε εβδομάδα, όπως το θέλουν μερικοί έμποροι. Θα τον έλεγα αφηρημένο, αν οι αφαιρέσεις του χρησίμευαν για να αφαιρεί ό,τι χρειάζεται, κρατώντας ό,τι δε χρειάζεται. Ο Μαυροΐδης τα μεταφράζει όλα στη γλώσσα της ζωγραφικής. Κάθε φορά που πιάνει το πινέλο στα χέρια του είναι έτοιμος να μεταφράσει την όρασή του, το νόημα των πραγμάτων στη γλώσσα της ζωγραφικής που κατέχει. Δεν είδα ποτέ μ' ένα τίποτα να γίνεται ένα αποτέλεσμα τόσο βαρύ και γεμάτο».
«Τα κανάτια», 1969 |
«Στην τέχνη του Γ. Μαυροΐδη» σημειώνει η Μ. Χριστοφόγλου «ανεξάρτητα από το πώς ονομάζουμε την τεχνοτροπία του, κυριαρχούν οι αισθήσεις, με πρώτη, φυσικά, την όραση. Η συγκινησιακή φόρτιση ουδέποτε ακυρώνει την ομορφιά, μάλλον την εξαίρει. Δεν πρόκειται για συναισθηματική ζωγραφική, αλλά για προσωπική άσκηση παρατήρησης, μια αναμέτρηση με το φως και το χώρο. Στη διάρκεια της επεξεργασίας του πίνακα επιστρατεύεται όλη η ψυχική ενέργεια του ζωγράφου, ο οποίος θα αναμετρηθεί υποχρεωτικά και με τις πολιτισμικές του καταβολές, τις παραδόσεις που τον έθρεψαν, με τις στιγμιαίες διαθέσεις και τις βαθύτερες τάσεις του ψυχισμού του, με το ανθρώπινο και κοινωνικό περιβάλλον εντός του οποίου δημιουργεί» .
«Η γραφή του καλλιτέχνη είναι προσωπική, όπως η φωνή του ποιητή, εξίσου μοναχική, με τις ίδιες περίπου προσδοκίες επικοινωνίας. Μεταφέρει φωτεινές εικόνες προσιτές σε όλους, μαζί με σκιές βιωμάτων, μνήμες και ψήγματα ιστορίας. Ως ζωγράφος και ως ποιητής, ο Μαυροΐδης εκθέτει έντεχνες αποδόσεις των φαινομένων, αντανακλάσεις μυστικών αναμετρήσεων με τον αιώνιο αγαθό δαίμονα της τέχνης. Πίσω από το έργο ζουν αγαπημένα φαντάσματα, αισθήματα και ιδέες, στον απόηχο της πάλης του καλλιτέχνη μαζί τους, την οποία μαντεύουμε σκληρή και αμφίρροπη. Οι εξάρσεις του αγώνα εξευγενίζουν το αποτέλεσμα, ώστε ο θεατής να προσλάβει, διαμέσου της αισθητικής απόλαυσης, ένα μέρος της αλήθειας του έργου».
Ο Γ. Μαυροΐδης, αναφερόμενος στη ζωγραφική του, σημειώνει: «Ζωγραφίζω από μικρό παιδί και τα έργα μου πιστεύω πως γίνονται για να μιλούν για τη ζωή ζωγραφικά, κάτι που είναι δύσκολο, όπως δύσκολο είναι να κρίνω εγώ αν το πετυχαίνουν. Τα περιστατικά και οι περιπέτειες μιας μακριάς ζωής πρέπει να γίνουν ένα με τη ζωγραφική μου προσπάθεια, όπως και λίγα πρόσωπα, άντρες και γυναίκες, που τα θυμάμαι πάντα με αγάπη σαν όνειρα απραγματοποίητα, γιατί έτσι είναι η ζωή».