Στην ταινία συναντάται το εξής παράδοξο: Οι «κακοί» εξωγήινοι τι κάνουν; Επιτίθενται στην Αμερική με έναν «blitz Krieg», αλλιώς «σοκ και δέος» πόλεμο, όπως αποκαλεί η διεθνής κοινότητα τους δικούς της ιμπεριαλιστικούς πολέμους των τελευταίων δεκαετιών. Οι εξωγήινοι είναι οι κακοί που επιτίθενται στον πλανήτη Γη να τον καταλάβουν για να σφετεριστούν τα αποθέματα νερού ...γιατί το νερό τους ενδιαφέρει. Κάνουν, δηλαδή, ό,τι ακριβώς έκανε και συνεχίζει να κάνει στη Λιβύη με αναίσχυντη πια ξετσιπωσιά η «Διεθνής Κοινότητα» για το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον ορυκτό πλούτο...
Αρα, με τα μέτρα και τα σταθμά της διεθνούς κοινότητας, αφού οι εξωγήινοι είναι κατακτητές και οι διεθνής κοινότητα που επιτίθεται για το πετρέλαιο είναι κατακτητές, ενώ οι Αμερικανοί που μάχονται εναντίον του κατακτητή είναι, σύμφωνα με το δόγμα, τρομοκράτες.
Η ταινία «Παγκόσμια Εισβολή» θέτει επιτακτικά το ζήτημα της σχέσης μιας κοινωνίας με την τέχνη που παράγει και κατά πόσο τα διλήμματα που διαπερνούν την τέχνη αποκαλύπτουν και αντικατοπτρίζουν κυρίαρχες πολιτικές και ψυχολογικές διαθέσεις και τάσεις της κοινωνίας ή η τέχνη προΐσταται και συμβάλλει στη διαμόρφωση ευνοϊκού - γι' αυτούς που επιτίθενται - κλίμα και χειραγωγεί την κοινή γνώμη, ιδιαίτερα των νέων. Ο κινηματογράφος, σαν τα ηλεκτρονικά μέσα, έχει δραστικά μεταβάλει τον τρόπο που προσλαμβάνουμε την πραγματικότητα. Επενεργεί πάνω μας ψυχολογικά και μας επηρεάζει πολιτικά. Σήμερα φθάσαμε να αποδεχόμαστε ως φυσιολογικό τις τεράστιες ποσότητες κάθε είδους πληροφορίας που μας μεταγγίζουν σε υπέρμετρες δόσεις, χωρίς να αναρωτιόμαστε και να μας απασχολεί ο τρόπος που μας μεταβιβάζουν αυτό που θέλουν να μας μεταδώσουν.
Η μορφή στο συγκεκριμένο φιλμ παίζει τον καθοριστικό ρόλο. Κυρίαρχο σημείο, η οπτική γωνία από την οποία γίνεται η προσέγγιση του θέματος. Από τα μέσα. Από τις τάξεις των πεζοναυτών. Ο θεατής, λοιπόν, εντάσσεται στο στράτευμα σαν ενσωματωμένος πολεμικός ανταποκριτής και ζει δίπλα τους και τη φρενίτιδα των μαχών, αλλά και το ανθρώπινο και ανθρωπιστικό τους πρόσωπο. Πρόκειται για στημένο ντελίριο δοξασίας του ανθρωπιστικού πνεύματος των πεζοναυτών σε μια «αποστολή διάσωσης αμάχων». Και οποία αποκάλυψη! Οι άμαχοι, όλως τυχαίως, τυγχάνει να είναι λατινοαμερικάνικης καταγωγής...
Η σκηνοθεσία σε στιλ ψευδοντοκιμαντέρ. Στο ίδιο ακριβώς στιλ με τις «δραματοποιημένες» ειδήσεις του CNN, το οποίο, βέβαια, παρά τη βιβλική καταστροφή, συνεχίζει να εκπέμπει και να στέλνει ανταποκρίσεις από τα μέτωπα και εικόνες αποκάλυψης που επιβεβαιώνουν έναν τεχνολογικά ανώτερο εχθρό... Η κάμερα ηθελημένα στον ώμο. Μονίμως, ώστε να προσδίδει στην αφήγηση την αληθοφάνεια του αμοντάριστου ρεπορτάζ. Κουνάει σαν καράβι στο Κάβο Ντόρο ακόμη κι εκεί που δε χρειάζεται, για παράδειγμα, όταν δύο άνδρες συνομιλούν μέσα σε ένα γραφείο! Πλάνα ως επί το πλείστον κοντινά που αποκαλύπτουν την «ανθρώπινη υπόσταση» όσων ενδύονται την ιδιότητα του πεζοναύτη. Τους πλησιάζουμε από απόσταση αναπνοής. Διακρίνουμε το φόβο, τον πόνο τους για τα δεινά των αμάχων, αλλά και την αμετάκλητη απόφαση να φέρουν σε πέρας την ιερή τους αποστολή... «Αντιμετωπίζουμε άγνωστο εχθρό, αλλά ξέρουμε ότι πολεμάμε για την πατρίδα μας, τα σπίτια μας, την οικογένειά μας». Η κάμερα στρέφεται προς πάσα δυνατή και πιθανή κατεύθυνση, καδράρει εικόνες ξεκάθαρα αναγνώσιμες, βαλμένες σε αφηγηματική σειρά με μοντάζ καταιγιστικού ρυθμού χωρίς νεκρούς χρόνους. Εικόνες κουνημένες, κυματώδεις έως τρικυμιώδεις. Που βυθίζουν τον θεατή στην αίσθηση του χάους και παραπέμπουν ευθέως σε εικόνες από σύγχρονες ένοπλες συγκρούσεις αντάρτικου των πόλεων με εικόνες φλου πολλές φορές, κι αυτό εξυπηρετεί την αληθοφάνεια, και ρυθμό που προξενεί πονοκέφαλο, ζαλάδα, ως και κρίσεις επιληψίας. Τα κλισέ το ένα πίσω από το άλλο και η μουσική σαν βρύση που στάζει με στόμφο σε τσίγκο. Μέσα στις βίαιες κι εντυπωσιακές μάχες σιγά σιγά ήρωες γεννιούνται - όπως σε όλες τις μεγάλες μάχες. Κι ενώ νομίζει κανείς ότι το τέλος της ταινίας συμπίπτει με τη διάσωση των αμάχων, η δράση συνεχίζεται με την καταστροφή - στον επίλογο - του κέντρου διοίκησης των εξωγήινων και οι πεζοναύτες σε παροξυσμό πατριωτισμού επιβεβαιώνονται οι μοναδικοί που με αυτοθυσία - ως σύγχρονοι γενναίοι σταυροφόροι - μπορούν να σώσουν τον πλανήτη. Κάκιστη ταινία και αισχρή, το μόνο που σώζεται είναι τα ειδικά εφέ...
Κανείς, μα κανείς σήμερα δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοεί την Ιστορία και τα συμπεράσματά της!
Παίζουν: Ααρον Εκχαρτ, Μισέλ Ροντρίγκες, Μάικλ Πένια, Νε - Γιο, Τζόι Κινγκ, Μπρίτζετ Μόιναχαν, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).
2011 Universal Pictures |
Σήμερα, εποχή της κυριαρχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, δε φθάνει η σκληρή και έντιμη δουλειά, αλλά χρειάζεται το «θαυματουργό χάπι» - που προτείνει το φιλμ - για να αυξηθεί στο 100 τοις 100 η λειτουργία του μυαλού των ατόμων. Οσων, βέβαια, τυγχάνει να έχουν μυαλό (επιχειρηματικό!, το μόνο που λογιάζεται για μυαλό). Οσο για τους υπόλοιπους, έχει ο Θεός ...που θα τους φροντίσει στον άλλο κόσμο...
Τίποτα το ιδιαίτερο κινηματογραφικά. Μεμονωμένες καλές στιγμές σε επίπεδο υποκειμενικών πλάνων, ενώ στο δεύτερο μέρος της η ταινία αλλάζει χαρακτήρα και χάνει οποιαδήποτε ίχνη σπιρτάδας και ρυθμού επέδειξε στο πρώτο μισό...
Παίζουν: Μπράντλεϊ Κούπερ, Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Εϊμπι Κόρνις, Αννα Φρίελ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).
Το αόρατο σκηνοθετικό στιλ επιτυγχάνεται μέσα από τα δυο θεμελιώδη: Τη σκηνοθεσία και το μοντάζ, προϋποθέτει βέβαια την τήρηση των συμβάσεων του είδους. Ολα τα στοιχεία υποτάσσονται συστηματικά στα συμφέροντα της αφήγησης. Το στιλ υποτάσσεται στην ιστορία. Αφήγηση σε voiceover και με πλήθος φλας μπακ. Το βλέμμα στο παρελθόν είναι κυρίαρχο, έτσι τα φλας μπακ κάπου γίνονται κοινότοπο αφηγηματικό τέχνασμα, μανιέρα σχεδόν, που τονίζει το παρελθόν σαν πηγή όλων των κακών του παρόντος. Ο Χόφστρεμ δεν αρκείται να δείξει το σημαντικό παρά μόνο από την καλύτερη γωνία, εξ ου και οι βαθιές σκιές, η περιφορά της κάμερας με σκοπούς αρπαχτικούς και ύποπτους, τα απειλητικά κοντινά πλάνα και οι συνθέσεις με τα πλήθη που εντείνουν την αγωνία και την αίσθηση της απειλής και της παγίδευσης... Αξιοπρεπέστατο.
Παίζουν: Τζον Κούζακ, Γκονγκ Λι, Τζέφρι Ντιν Μόργκαν, Φράνκα Ποτέντε, Γιουν - Φατ Τσόου, Κεν Γουατανάμπι, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, Κίνα (2010).
Η ερμητικά απόμακρη Ζεϊνέπ ζει στην Κωνσταντινούπολη, σε ένα μικρό διαμέρισμα με τον πατέρα της και δουλεύει καμαριέρα σε ξενοδοχείο. Ονειρεύεται κι αυτή ένα μέλλον διαφορετικό από το χωρίς χαρά παρόν και το χτίζει δειλά και κρυφά. Αγοράζει από καταλόγους χρηστικά αντικείμενα, μικρές ηλεκτρικές συσκευές που τις διατηρεί άθικτες στα κουτιά για εκείνη την ώρα ...για τη νέα ζωή. Απ' την άλλη, δεν αφήνει από τα χέρια της το «νήμα της ευχής», άλλοι έχουν τις πασιέντζες... Κάνει μια ευχή, δένει το νήμα κάπου και ξεκινά κι ανεβαίνει το μονοπάτι. Αν η κλωστή σπάσει, η ευχή δε θα πραγματοποιηθεί. Μπορεί, όμως, και να μη σπάσει ... Ενας νεότερος σε ηλικία συνάδελφός της και απελπισμένα ερωτευμένος μαζί της κάνει συνεχείς προσπάθειες να την πλησιάσει. Σε άλλη γειτονιά της πόλης, ο Σελτσούκ, τεχνικός ήχου, παλεύει με τις ενοχές του για το θάνατο της γυναίκας του. Η Ζεϊνέπ παίρνει τα ρούχα της πεθαμένης που ο Σελτσούκ χαρίζει. Ετσι, το περιεχόμενο της βαλίτσας θα γίνει η αφορμή της μεταμόρφωσης της Ζεϊνέπ... του «Εκπτωτου Αγγέλου» που παίρνει τη ζωή της στα χέρια της εκδικούμενη την ντροπή, την παγωνιά και την καταπίεση στην οποία τόσα χρόνια ήταν καταδικασμένη... Αξίζει να την δείτε.
Παίζουν: Τουλίν Οζεν, Μπουντάκ Ακαλίν, Μουζά Καραγκιόζ, κ.ά.
Παραγωγή: Τουρκία, Ελλάδα (2004).