ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Απρίλη 2011
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Φως που πάντα καίει...

Με εισηγήσεις, παρεμβάσεις και συναυλία ολοκληρώνεται σήμερα το διήμερο επιστημονικό συνέδριο για τον Κ. Βάρναλη, που διοργανώνει η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ

«Φως που πάντα καίει», η ποίηση του πρωτοπόρου, στρατευμένου στα κομμουνιστικά ιδανικά Κώστα Βάρναλη, στον οποίο είναι αφιερωμένο το διήμερο επιστημονικό συνέδριο, που πραγματοποιεί η ΚΕ του ΚΚΕ, στην αίθουσα Συνεδρίων στην έδρα της Κεντρικής Επιτροπής, στον Περισσό. Το συνέδριο - με ελεύθερη είσοδο - άρχισε χτες και ολοκηρώνεται σήμερα (10.00 - 15.00), με εισηγήσεις και παρεμβάσεις εκπροσώπων του επιστημονικού, καλλιτεχνικού κόσμου και του λαϊκού κινήματος, στο πλαίσιο της 3ης Ενότητας, με τίτλο «Βαθιά λαϊκό και πολυδιάστατο φιλολογικό έργο».

Ο «Ρ» δημοσιεύει σήμερα τις ομιλίες που έγιναν χθες, της Αλέκας Παπαρήγα, ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, και του Θοδωρή Χιώνη, Γραμματέα του ΚΣ της ΚΝΕ, καθώς και την εναρκτήρια ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, υπεύθυνης του Πολιτιστικού Τμήματος και μέλους της ΚΕ.

Το σημερινό πρόγραμμα έχει ως εξής:

10.00 - 11.30 Μέρος Α'

Εισηγήσεις

Γεωργία Λαδογιάννη, επίκουρος καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και Δραματουργίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων:«Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική»: Η θαρραλέα χρήση του ιστορικού υλισμού από τον Κ. Βάρναλη.

Δημήτρης Πατίλας, διδάκτορας Φιλολογίας, εκπαιδευτικός:Κ. Βάρναλης: Κριτικά - Νεοελληνικά.

Ζωή Βαλάση, συγγραφέας και διδάκτορας Φιλολογίας του Πανεπιστημίου της Σορβόνης:Ο Βάρναλης και το παιδί.

Θανάσης Καραγιάννης, διδάκτορας Παιδαγωγικής, κριτικός/μελετητής θεάτρου για παιδιά: Ο Ατταλος ο Γ' του Κώστα Βάρναλη: Η μοναδική, αλλά σημαντική συμβολή του στη δραματουργία μας.

11.30-12.00 Διάλειμμα

12.00-14.00 Μέρος Β΄

Γιώργος Κεντρωτής, καθηγητής Θεωρίας της Μετάφρασης του Ιόνιου Πανεπιστημίου: Ο μεταφραστής Βάρναλης.

Ολγα Ταμπόλινα, δημοσιογράφος, εκπρόσωπος του ΚΕΚΡ: Η διεθνής σημασία του έργου του Κ. Βάρναλη.

Γιώτης Νικολαΐδης, φιλόλογος: Yπάρχει γλωσσικό ζήτημα σήμερα;

Παρεμβάσεις

14.00-14.15 Κλείσιμο εργασιών του συνεδρίου

14.15-14.30 Διάλειμμα

14.30-15.30 Συναυλία μελοποιημένου Βάρναλη

Στη λαϊκή συναυλία με μελοποιημένα έργα του Βάρναλη - ορισμένα σε πρώτη εκτέλεση - συμμετέχουν γνωστοί συνθέτες και ερμηνευτές (Βασίλης Λέκκας, Αφροδίτη Μάνου, Γεράσιμος Ανδρεάτος, Ειρήνη Σακκαλή, Σταμάτης Σαμοΐλης, Γιώργος Γεωργακάκης, Ευγενία Παναγιωτοπούλου, Νατάσα Μουσάδη).


Τέχνη για το λαό, τον αγώνα, το σοσιαλισμό - κομμουνισμό

Ο χαιρετισμός της ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Αλέκας Παπαρήγα, στο Συνέδριο για τον Κώστα Βάρναλη

Πραγματοποιούμε σήμερα την υπόσχεσή μας να προχωρήσουμε στο δεύτερο Επιστημονικό Συμπόσιο, το πρώτο αφιερωμένο στο έργο του Γιάννη Ρίτσου, το σημερινό στον Κώστα Βάρναλη, τον ποιητή, τον πεζογράφο, τον άνθρωπο που μέσα από το έργο του έδινε σημασία στην κριτική φιλοσοφική σκέψη και με πηγή έμπνευσης τα προβλήματα της εργατικής τάξης και το επίπεδο της συνείδησής της, τη φτώχεια, τη αρρώστια, τη φυματίωση, τους νεκρούς του αγώνα και της εκμετάλλευσης.

Δε θα σταματήσουμε εδώ. Με τη βοήθεια φίλων και συνεργατών, όλων εκείνων που θέλουν να συμβάλλουν, είμαστε αποφασισμένοι να δώσουμε συνέχεια, να αναδείξουμε με συστηματικό τρόπο το έργο μεγάλων διανοουμένων, καλλιτεχνών, αγωνιστών, που αφιέρωσαν τη ζωή τους στην πολιτιστική αφύπνιση και δημιουργία, προκειμένου να δώσουν βάθος, νόημα, ιδανικά, κουράγιο και ψυχή στον αγωνιζόμενο λαό, στον βασανισμένο από την ταξική εκμετάλλευση εργάτη, στον καταπιεζόμενο εργαζόμενο, στους πρωταγωνιστές της παραγωγής του πλούτου. Σ' αυτούς που ακόμα και όταν οι ίδιοι είναι αποξενωμένοι από τον πλούτο του πολιτισμού, είναι οι ίδιοι εμπνευστές μεγάλων έργων που η ζωή τους κρατάει και θα κρατήσει για πολύ πολύ ακόμα, για πάντα.

Δεν έχω σκοπό να αναλύσω την προσφορά και το έργο του Κώστα Βάρναλη στον ανηφορικό δρόμο του λαού μας, στους λαμπρούς αγώνες του, σε μεγάλες ιστορικές στιγμές. Αυτό θα του κάνουν όλοι όσοι έλθουν σ' αυτό το βήμα, πιο ειδικοί και πιο κατάλληλοι από μένα.

Νιώθω την ανάγκη να σταθώ σε κάτι που είναι σήμερα ιδιαίτερα επίκαιρο και ενδιαφέρον, θαυμαστό και συγκινητικό. Στο πώς αυτός σε μια φυσική ηλικία μεγάλη για τις αρχές του περασμένου αιώνα, πάνω από 30 χρόνων, μεγαλωμένος από μια οικογένεια με αρκετή ευμάρεια για τα μέτρα της εποχής, πώς λοιπόν αυτός δραπέτευσε από τον κόσμο του ιδεαλισμού, της μεταφυσικής, της προγονολατρείας και του εθνικισμού, του μυστικισμού, της γλωσσικής συντήρησης, του περίτεχνου στίχου που υμνεί όμως περιορισμένα ατομικά βιώματα, και πέρασε στον κόσμο του εργατόκοσμου, του ιστορικού υλισμού, του διεθνισμού, του δημοτικισμού, στον κόσμο της τέχνης με κοινωνική και πολιτική άποψη για το λαό, για τον εργαζόμενο. Πώς κατάφερε να πετάξει μακριά του τη γνωστή και διαδεδομένη ως σήμερα αντίληψη «η τέχνη για την τέχνη», υιοθετώντας την τέχνη για το λαό, τον αγώνα, την κοινωνία, τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Εζησε τον χαρακτήρα της εποχής του περάσματος από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό

Δεν ήταν ένα τυχαίο γεγονός, βεβαίως. Γιατί αυτός ο μεγάλος ποιητής, λογοτέχνης έζησε πολύ άμεσα το χαρακτήρα της εποχής μας, που είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Αυτός είναι ο χαρακτήρας της εποχής μας και σήμερα, παρά το γεγονός ότι για πολύ συγκεκριμένους λόγους, η πρώτη προσπάθεια οικοδόμησης του σοσιαλισμού πισωγύρισε άγρια και απρόσμενα, δυστυχώς.

Θα πει κανείς ότι ένα τέτοιο άλμα που έκανε ο Βάρναλης ήταν πιο εύκολο στις μέρες του, ενώ, σήμερα, που η ανθρωπότητα βιώνει τραγικά αυτήν τη μεγάλη απώλεια του σοσιαλιστικού συστήματος, δεν είναι δυνατόν να αναδείξει τέτοια μυαλά, καλλιτέχνες και διανοητές, δεν είναι δυνατόν να φέρει τέτοια ριζοσπαστική μεταλλαγή...

Χωρίς να υποτιμάμε τη φόρτιση που φέρνει ένα προσωρινό πισωγύρισμα, γιατί για τέτοιο πρόκειται, σας διαβεβαιώνουμε ότι δεν ατενίζουμε με απαισιοδοξία και μοιρολατρία τα πράγματα, αντίθετα πιστεύουμε ότι και η σημερινή φάση μπορεί να αφυπνίσει και να αλλάξει συνειδητά επιλογές σημαντικών καλλιτεχνών, επιστημόνων και διανοητών, και να μετατρέψει το έργο τους σε σάλπισμα και κινητήρια δύναμη αντεπίθεσης. Γιατί και σήμερα υπάρχει λαός, εργάτες και εργάτριες που υποφέρουν, και σήμερα υπάρχουν σημαντικοί εργατικοί και λαϊκοί αγώνες, υπάρχει περισσότερη γνώση και πείρα.

Ας μην ξεχνάμε ότι και τότε στις πρώτες 10ετίες του 20ού αιώνα, κατά τη διάρκεια και μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, στα χρόνια του μεσοπολέμου, παράλληλα ή και μαζί με τον Βάρναλη δημιουργούσαν πολλοί ταλαντούχοι και εμπνευσμένοι, όμως έμειναν στάσιμοι, πισωγύρισαν, δείλιασαν, δε θέλησαν να αφουγκραστούν τα μηνύματα της εποχής, ακόμα και τα λαϊκά βάσανα, παρόλο που τα ζούσαν, τα ένοιωθαν. Τελικά προτίμησαν να μείνουν ονομαστοί σε ένα μικρόκοσμο, μακριά από το λαό, ακόμα και άγνωστοι από το λαό. Στο βαθμό που το έργο τους είχε αξία, πρόβαλε θετικές αξίες, τελικά έμεινε άγνωστο στους πολλούς.

Αγωνιστές ποιητές και λογοτέχνες υπήρχαν και πριν τον Βάρναλη, και συνομήλικοί του. Υπήρχαν αρκετοί που καυτηρίαζαν τον πόλεμο και τον κατακτητή, είτε στην Ελλάδα είτε αλλού. Η μεγαλοσύνη του Βάρναλη ήταν ότι απέναντί του δεν έβλεπε μόνο τον κατακτητή, και αυτόν εχθρό του τον λογάριαζε και πολύ σωστά. Πήγε όμως πιο βαθιά, με πιο πλατιά οπτική και ορίζοντα, ανακήρυξε εχθρό του τον μεγαλύτερο εχθρό του λαού, τον καπιταλιστή, τον καπιταλισμό, καθώς αυτός παράγει και τη φτώχεια και τον πόλεμο, από αυτόν βγαίνει ο κατακτητής, ο αποικιοκράτης, ο δυνάστης των λαών.

Ο ποιητής, ο λογοτέχνης που μάλιστα θέλει να περάσει φιλοσοφικές κοσμοθεωρητικές και ριζοσπαστικές ιδέες που δεν αρέσουν σε όσους διανοούμενους δεν μπορούν να ξεφύγουν από τις ιδέες της αστικής γαλλικής επανάστασης, τιμωρείται από τους συναδέλφους του σκληρά, είτε με τον ανοικτό πόλεμο, είτε με τη συνειδητή σιωπή, ώστε το έργο του να μείνει μακριά από το λαό, μακριά από εκείνους που διψούν για κάτι πραγματικά προοδευτικό και ανατρεπτικό.

Ο αξέχαστος Μιχάλης Παπαϊωάννου για να δείξει πόσο βαθιά και ανειρήνευτη ήταν η πάλη ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική, εκφρασμένη στην ποίηση και την τέχνη, παραθέτει σε έκδοσή του δύο τετράστιχα, ένα του Κωστή Παλαμά και ένα του Κώστα Βάρναλη, την περίοδο του μεσοπολέμου, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και τη Μικρασιατική Καταστροφή.

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ γράφει:

Βοσκοί, στην μάντρα της Πολιτείας οι λύκοι! Οι λύκοι!

Στα όπλα Ακρίτες! Μακριά οι φαύλοι και οι περιττοί,

Καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι

Για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί.

***

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ γράφει:

Μέσα σε φλόγες και καπνούς ανάμαλλ' είδα να ξετρέχει

Τους άνομους γιγάντια Δίκη

Ξάφνου του σάλαγου κοπή γέλια με φτάσανε στριγγά.

Σπαράζαν τους μωρούς ποιητές οι Λύκοι.

Το 1935 ο Βάρναλης γράφει «Σ' όλο τον κόσμο οι λεγόμενοι σοσιαλιστές είναι οι επικίνδυνοι εχθροί του προλεταριάτου. Γιατί; Γιατί με το πρόσχημα των φίλων της μάζας, τη γελάνε και την υποτάζουνε μαλακά και γλυκά στα συμφέροντα της κεφαλαιοκρατίας».

Ο Κώστας Βάρναλης έζησε το διωγμό της σιωπής, της συκοφαντίας, της προκατάληψης για το έργο του, μα δεν λύγισε. Κατηγορήθηκε για αδιαλλαξία, όμως γι' αυτόν αυτή η μομφή αποτέλεσε τίτλο τιμής, βραβείο και έπαθλο. Η σταθερότητα στις ριζοσπαστικές ιδέες, η σταθερότητα στις αρχές που διέπουν τον αγώνα κατά της ταξικής εκμετάλλευσης είναι η συνέπεια, η πίστη, η αφοβία, η αγάπη και συμπάθεια για τον εργαζόμενο λαό, γι' αυτούς που υποφέρουν.

Ο Βάρναλης δεν δέχθηκε τόσο ισχυρά πυρά όταν αποφάσισε να αλλάξει στρατόπεδο, συνειδητά και εθελοντικά. Ως εχθρός αντιμετωπίσθηκε όταν άρχισαν να γίνονται τα πρώτα βήματα χειραφέτησης της εργατικής τάξης, σε μια περίοδο που παγκόσμια οι εργάτες ένοιωθαν συγκίνηση για το πρώτο εργατικό κράτος στη νοτινή Ρωσία.

Δίπλα του στα πρώτα βήματά του στάθηκε ο Γιάννης Κορδάτος -και στη συνέχεια ο Γληνός, ο Γκόλφης, ο Καρθαίος, ο Παρορίτης, ο Ταγκόπουλος...

Πολεμήθηκε αργότερα πάλι με τη σιωπή αλλά και με διώξεις μετά τον πόλεμο, από τις αρχές της 10ετίας του '50 όταν το λαϊκό κίνημα περνούσε σε φάση κάμψης, σε συνθήκες απαγόρευσης δράσης του ΚΚΕ, εκτεταμένων διώξεων, εκτελέσεων, βασανιστηρίων. Εγινε προσπάθεια ακόμα και από προοδευτικούς ανθρώπους, φοβισμένους, να σβηστεί ολοκληρωτικά ο Βάρναλης από το χάρτη των μεγάλων ποιητών.

Οδηγητής λαϊκός ποιητής

Τελικά ο Βάρναλης έμεινε ως οδηγητής λαϊκός ποιητής και λογοτέχνης, στο πλευρό του λαού.

Επιτρέψτε μου να κλείσω αυτά τα λόγια με ένα ζήτημα που με συγκινεί και προσωπικά στον Βάρναλη, στη διαδρομή και το έργο του. Ενα ζήτημα όμως βαθύτατα πολιτικό και πολιτιστικό. Ο Κώστας Βάρναλης, ο αρχαϊστής και καθαρευουσιάνος, μυημένος ουσιαστικά στην αρχαία κλασική γραμματεία που την αναπαράγει δημιουργικά στο έργο του, έγινε ο μαχητής δημοτικιστής, δίπλα βέβαια και σε άλλους που έδιναν τη μάχη του γλωσσικού με ουσία και πολιτικό βάθος.

Ως Κόμμα, για μια σειρά αντικειμενικούς κυρίως λόγους, ενώ έχουμε μεγάλη ιστορική συνεισφορά στο γλωσσικό ζήτημα, δεν έχουμε καταφέρει να εκβαθύνουμε σε ένα ερώτημα μεγάλο. Βεβαίως, η αρχαΐζουσα, η καθαρεύουσα ως γλώσσα έχασε τελικά τη μάχη της από τη δημοτική, καθυστερημένα βέβαια, χρονικά. Η νίκη της όμως αυτή, πόσο καθαρή ήταν;

Σήμερα το γλωσσικό πρόβλημα ως εξέλιξης της ελληνικής γλώσσας μετά την καθιέρωση της δημοτικής είναι τεράστιο, είναι οξυμένο. Ελπίζω ως κόμμα τα επόμενα χρόνια κάτι να κάνουμε, κάτι να πούμε, να προβληματισθούμε. Είναι ζήτημα δεμένο τόσο με την Παιδεία όσο και με την Τέχνη και τον Πολιτισμό.

Δεν εύχομαι να έχουν επιτυχία οι εργασίες, είμαι βέβαιη ότι θα έχουν!


Ποίηση επαναστατικό σάλπισμα

Ο χαιρετισμός του Θοδωρή Χιώνη, Γραμματέα του ΚΣ της ΚΝΕ

«

"Φωνή του λαού, παππού των λαϊκών αγώνων" . Ετσι αποκάλεσε ο Ρίτσος πολύ εύστοχα τον Κώστα Βάρναλη. Τον πρώτο Ελληνα ποιητή που στρατεύτηκε με την υπόθεση της εργατικής τάξης. Μιας και στα γεννοφάσκια ακόμα του Κομμουνιστικού Κόμματος, του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα και χωρίς να υπάρχει προηγούμενο έκανε την ποίηση σάλπισμα για την επαναστατική έφοδο, κουβέντα με τους ανθρώπους του μόχθου για την κοινωνική αλλαγή.

Από τη φλόγα της προλεταριακής επανάστασης του Οκτώβρη το 1917 που εγκαινίασε τη νέα εποχή, την εποχή των σοσιαλιστικών επαναστάσεων ο μπάρμπα - Κώστας σφυρηλάτησε και έδωσε "Μαχαίρι σ' ολουνούς" το 'μπηξε μες το χώμα κι έγινε φως, έγινε νους.

Τον νιώθουμε παππού μας έχοντας ακόμα έναν λόγο. Γιατί από αυτόν πήραμε το όνομα της εφημερίδας μας, του "Οδηγητή".

Για πάνω από 40 χρόνια από τότε που ιδρύθηκε η ΚΝΕ με απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στην παρανομία και στη νομιμότητα, σε συνθήκες αντεπανάστασης, στην ανασυγκρότηση και την ισχυροποίηση οι στίχοι του Βάρναλη συντρόφευαν, παντού και πάντα τους νέους κομμουνιστές. Καλλιεργούσαν την επιλογή μας.

«Δεν είμ' εγώ σπορά της Τύχης,

Ο πλαστουργός της νιας ζωής.

Εγώ 'μαι τέκνο της Ανάγκης

τ' ώριμο τέκνο της Οργής».

Αυτοί οι στίχοι στην προμετωπίδα της εφημερίδας σπινθήρισαν στη σκέψη και τη δράση τόσων και τόσων νέων που έφτασε στα χέρια τους.

Στα έργα του βρήκαμε σπαθάτους στίχους για να εκφραστούμε. Εμπνευστήκαμε από την τόλμη του, το σατιρικά πανέξυπνο λόγο του. Την ιδιαίτερη ικανότητά του να ειρωνεύεται και να ταρακουνά τη λαϊκή συνείδηση που μοιρολατρεί, έχοντας όμως βαθιά πίστη στην ικανότητά της να μεγαλουργήσει. Κάθε φορά, μας ακόνιζε το ταξικό κριτήριο που διακατείχε τα ποιήματά του. Μας ανανέωνε την αδιαλλαξία και το ταξικό μίσος για τον αντίπαλο.

Το έργο του παραμένει επίκαιρο όσο παραμένει η ερώτηση που έθεσε ο ίδιος "Κι εσύ, Λαέ, με την καμένη ανάσα / Πότε θα κόψεις του χοντρού τη μάσα;"

Γι' αυτό ακόμα κονταροχτυπιέται με τη λογοκρισία, τη συκοφάντηση, τη διαστρέβλωση που του επιφύλαξε το σύστημα. Και ιδιαίτερα ο μηχανισμός της εκπαίδευσης.

Είναι επικίνδυνος, όπως είναι επικίνδυνη συνολικά η επαναστατική τέχνη, για το καπιταλιστικό σύστημα που αναπαράγει μέσα από διάφορα κανάλια τη μοιρολατρία, το φόβο, την υποταγή, την ατομική λύση, τον αντικομμουνισμό, το ανέφικτο της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής.

Ομως με την ίδια αναγκαιότητα που δημιουργήθηκαν κομμουνιστές καλλιτέχνες σαν τον Βάρναλη, με την ίδια αναγκαιότητα θα δημιουργηθούνε νέοι ταλαντούχοι καλλιτέχνες, στρατευμένοι στην υπόθεση της εργατικής τάξης. Εχουμε κι εμείς ευθύνη γι' αυτό.

Το συνέδριο είναι ευκαιρία, που πρέπει να αξιοποιήσουμε και στη συνέχεια, για να γίνει πράξη, η επιταγή του μεγάλου δάσκαλου Δημήτρη Γληνού που έγραφε για τον Βάρναλη "Ας δοθούνε πλατιά στους προλετάριους οι στίχοι του και οι στοχασμοί του, που πρέπει να γίνουν χτήμα τους. Να αστράφτουνε σε κάθε νου, να τους ξέρει κάθε στόμα".

Ευκαιρία για να γνωρίσουμε τον Κώστα Βάρναλη. Αυτόν που ανέτρεψε τον εαυτό του, τα έβαλε με τα ιερά και τα όσια της αστικής κοινωνίας και επέλεξε συνειδητά να στρατευτεί με τους ανθρώπους του μόχθου.

Τον δάσκαλο που δεν τον άντεξε το αστικό σχολείο απολύοντάς τον. Και έγραψε :

Γανιάσατε, δασκάλοι, να ξεμάθω

να 'μαι εγώ, να στοχάζομαι, να θέλω -

ψέματα όλο ν' ακούω, να λέω, να πράττω,

για ψέματα να ζω και να πεθαίνω.

Δεν μπόρεσε η σπουδή να με χαλάσει.

Αντέξανε σαρκίο, ψυχή και γνώση

Τον δημοσιογράφο για λόγους βιοποριστικούς, με την αιχμηρή και αλύγιστη πένα. Τον εξόριστο που από τον Αϊ - Στράτη υμνούσε την Οκτωβριανή Επανάσταση.

Τον φιλόσοφο και διανοητή. Μα πάνω απ' όλα τον ποιητή της εργατιάς.

"Μπροστά, πάντα μπροστά", ήταν η προτροπή του Βάρναλη, στην αντιπροσωπεία της ΚΝΕ που τον επισκέφτηκε στο νοσοκομείο λίγο πριν φύγει από τη ζωή το '74. Εκεί, δείχνοντάς του τα τεύχη του "Οδηγητή" που μόλις είχε βγει από την παρανομία, είδε ζωντανά το φως του που πάντα καίει».


«Και στον ίδρo το δικό, γίνε συ τ' αφεντικό»

Η εναρκτήρια ομιλία, στη χτεσινή πρώτη μέρα του Συνεδρίου, της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, υπεύθυνης του Πολιτιστικού Τμήματος και μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ

Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι,

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καθένας μας εδώ καταλαβαίνει τη σημασία αυτών των επιστημονικών συνεδρίων, που πέρυσι εγκαινιάσαμε με τον Γ. Ρίτσο και φιλοδοξούμε να καθιερώσουμε. Δεν είναι απλές φιλολογικές συγκεντρώσεις, ούτε μια ακαδημαϊκή αισθητική επίδειξη. Είναι μια μαχητική συμβολή στην υπεράσπιση και ανάδειξη της μόνης στην ουσία πρωτοπόρας τέχνης στην εποχή μας, της τέχνης που τάσσεται συνειδητά με το μέλλον της κοινωνικής απελευθέρωσης. Μα πιο πολύ είναι μια προσπάθεια η τέχνη αυτή να γίνει κτήμα των λαϊκών στρωμάτων και προπαντός της εργατικής τάξης, γιατί αυτή είναι η πρωτοπόρα τάξη που θα τη μετατρέψει σε υλική δύναμη, σε μεταμορφωτική δηλαδή επαναστατική πράξη, όπως θα το 'θελαν και οι δημιουργοί της.

Ο Κώστας Βάρναλης, που σήμερα τιμάμε, δεν είναι μόνο μια από τις κορυφές της επαναστατικής τέχνης στη χώρα μας, αλλά και ο ιδρυτής της. Είναι ο πρώτος από τον κύκλο των ριζοσπαστικοποιημένων λογοτεχνών του καιρού του, που - με απόσταση τεσσάρων μόλις χρόνων από τη νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης - μετουσίωσε την κομμουνιστική ιδεολογία σε ποιητικό λόγο1 και μαζί ο πρώτος που δοκίμασε να επεξεργαστεί σύνθετα θέματα της αισθητικής και της λογοτεχνικής κριτικής απ' τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού. Κι αυτό δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση.


Πρώτα πρώτα, γιατί χρειάστηκε ανεξάντλητη παρακαταθήκη ήθους και τιμιότητας για να μπορέσει «να ρίξει στα σκότη των αβύσσων ό,τι είχε από καιρό μέσα του ιερό»2 και να περάσει με ευλυγισία παλικαριού - αν και σε ώριμη σχετικά ηλικία - στην ακριβώς αντίθετη από την πρωτινή κοσμοθεωρία του: Από το ύψος της θεάς Ιδέας, στα μαύρα βάθη της ωμής εκμεταλλευτικής πραγματικότητας και από τον πύργο του Εκλεχτού, στις μίνες τις φόνισσες των προλετάριων. Κι έπειτα, γιατί χρειαζόταν τεράστια αποθέματα γενναιότητας για να τεθεί επικεφαλής της λογοτεχνικής φάλαγγας στο σκληρό ιδεολογικό πόλεμο ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, που πυροδότησαν στη χώρα μας τη δεκαετία του 1920 η Οχτωβριανή Επανάσταση και η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης στο ΣΕΚΕ, το κατοπινό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.

Το μέγεθος του τολμήματος γίνεται πιο χειροπιαστό, αν αναλογιστεί κανείς το φορτίο που σήκωσε στους ώμους της η πνευματική αυτή πρωτοπορία. Για να ανοίξει δρόμο στη νέα κοσμοθεωρία υποχρεώθηκε να αντιπαρατεθεί με αντιλήψεις και προκαταλήψεις αιώνων, να αποκαθηλώσει πανάρχαιες θεότητες του ιδεαλισμού και της θρησκείας, όπως ο Πλάτωνας κι ο Σωκράτης, να αναμετρηθεί με κορυφαίες ποιητικές και πνευματικές αξίες της ανερχόμενης αστικής τάξης, όπως ο Παλαμάς κι ο πρότερος Σικελιανός, ν' αντιπαλέψει όχι μόνο τον παντοδύναμο εθνικισμό, αλλά και τις σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, που ευδοκιμούσαν στους κόλπους του βενιζελισμού.


Αναμφισβήτητα στην προσωπικότητα του Βάρναλη συναντήθηκαν οι θεμελιακές ιδιότητες ενός πνευματικού ηγέτη: Το ανήσυχο κι απείθαρχο πνεύμα, η διεισδυτική κριτική σκέψη, η πλατιά και αφομοιωμένη μόρφωση, η απουσία κάθε έννοιας μικροαστικής σεμνοπρέπειας, η μαχητικότητα αλλά κι η ευαισθησία. Ολα μαζί αυτά του τα χαρίσματα συμμάχησαν για να τον βοηθήσουν να συλλάβει μέσα στην ιστορική κίνηση του καιρού του το χαρακτήρα της εποχής μας - εποχής που αντικειμενικά κι ανεξάρτητα από τα πισωγυρίσματα της ιστορίας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό - και να γίνει ο βασικός λογοτεχνικός εκφραστής της.

Ο ίδιος όμως δεν «το πήρε πάνω του». Φαίνεται πως είχε βαθιά επίγνωση της διαλεκτικής σχέσης ιστορίας και προσωπικότητας. «Τέκνο της ανάγκης» και της δίχως όνομα Ζωής - των ιστορικών δηλαδή νομοτελειών - θεωρούσε και τον εαυτό του, όπως τον Λένιν, που υπονοεί στο ποίημά του «Ο Οδηγητής». Μαζί όμως είχε και τη συνείδηση του συνδημιουργού της ιστορίας. Ενας αληθινός πνευματικός ηγέτης πρέπει «να βλέπει πιο καθαρά και πιο μακριά από τους άλλους, να καταλαβαίνει περισσότερο και να νιώθει βαθύτερα το χρέος να γίνει στρατιώτης του δικαίου και να παλεύει με την τάξη, που της ανήκει το μέλλον»3, γράφει.

Η ποίησή του, σημειώνει ο Μάρκος Αυγέρης, «ήρθε απάνω στην ώρα της κι έγινε η σημαία της νέας κοινωνικής δύναμης, που έμπαινε στο στίβο της ελληνικής ιστορίας»4. Οπως ήταν αναμενόμενο, ο Βάρναλης γρήγορα συνδέθηκε με την πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, και μ' αυτό μοιράστηκε την ιδεολογική και πολιτική του διαδρομή, την ταξική πάλη και τις συνέπειές της, τις νίκες και τις ήττες του.

Από τότε που τον κέρδισε η κομμουνιστική ιδεολογία, ο Βάρναλης έβαλε σκοπό της ζωής του να γίνει ο ποιητικός οργανωτής των διαθέσεων της εργατικής τάξης «για την κοινωνική της χειραφέτηση, για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και την πραγματοποίηση του δικού της πολιτισμού»5, όπως γράφει στα Φιλολογικά Απομνημονεύματά του. Με επαναστατικό πάθος ρίχνεται στην προσπάθεια να βοηθήσει «τις δυνάμεις του μέλλοντος να νικήσουν»6 για να απαλλαγεί η ανθρωπότητα που βογκά από την αιτία της δυστυχίας της, το ξεπερασμένο και διαβρωμένο σε όλες του τις εκφράσεις κοινωνικό και πολιτικό σύστημα. Στόχος που προϋποθέτει η εργατική τάξη να χωρίσει από τους κυρίους της7, τονίζει. Να αποκτήσει, δηλαδή, συνείδηση ως τάξη για τον εαυτό της, που αυτή πρέπει να πάρει την εξουσία.

Ο αγώνας και η φροντίδα για να κατακτήσει η εργατική τάξη την αυτογνωσία της είναι ο πυρήνας της ώριμης τέχνης του Βάρναλη. Κι αυτός είναι μαζί ο λόγος που διατηρεί και θα διατηρεί αμείωτη τη ζωντάνια της, για όσο καιρό ακόμα θα συνεχίζεται η πάλη των τάξεων. Ωσπου δηλαδή «να περάσουμε το γεφύρι», όπως λέει ο Μώμος - το προσωπείο του Βάρναλη στο «Φως που καίει» - και να πληθύνουνε τόσο οι συνειδητοποιημένοι Μώμοι, που να κάνουν αυτού του είδους την ποίηση ολότελα περιττή.

Ο Βάρναλης, με άλλα λόγια, ξέρει ότι πηγή της αλλοτριωμένης συνείδησης της εργατικής τάξης - της σκλάβας σκέψης όπως την ονομάζει - είναι η υλική βάση της κοινωνίας, οι εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής και ότι αυτή η συνείδηση δεν μπορεί να αλλάξει μαζικά μόνο με κηρύγματα, αν δεν καταργηθούν αυτοί οι όροι. Οπως λέει ο Μώμος στο Χριστό, αν φρόντιζε - ως θαυματοποιός που ήταν - να καταργήσει την Πείνα «μαζί της θ' αφανιζόνταν κ' η Αγνοια κι' η Κάκητα»8, ενώ σε άλλο σημείο τονίζει: «Δεν μπορούν να σωθούν οι ψυχές από τίποτα, όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού»9. Ταυτόχρονα κατανοεί πως η συνειδητοποίηση του τσακισμένου από τα βάσανα λαού δε θα προκύψει νομοτελειακά, σαν αναπότρεπτη αντίδραση στην καταπίεσή του, αν δε μεσολαβήσει μια δύσκολη, βασανιστική κι επίμονη διαφωτιστική δουλειά, που «θα ξυπνήσει τη συνείδηση στην αρχή λιγοστών κι αργότερα περισσότερων»10. Οπως υπογραμμίζει στην «Αληθινή Απολογία του Σωκράτη», «όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος, τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος. Οσο πιο κουρασμένος, τόσο λιγότερο ανασαίνει και σκέφτεται και θυμώνει. Χρειάζεται κουράγιο κι εμπιστοσύνη στον εαυτό σου για ν' αντισταθείς στην αδικία...»11.

Για να εμπνεύσει στο λαό αυτοπεποίθηση και πίστη στη δύναμή του πρέπει να του αποκαλύψει την αδυναμία των εκμεταλλευτών του, τη σαθρότητα και τη μηδαμινότητά τους, την ιδιοτέλεια των ταξικών συμφερόντων, που κρύβεται πίσω από κάθε τους πράξη. Μια πληθώρα συμβολισμών και εικόνων μέσα στο έργο του δουλεύουν γι' αυτό το σκοπό, με το παρακμασμένο καπιταλιστικό σύστημα να παρουσιάζεται άλλοτε σαν όρνιο «που μολέβει με την ανάσα του τον αέρα» κι άλλοτε σα «σάπιο θρασίμι που βρωμά και κλέβει τον αιώνα»12, ενώ «των ολίγων ο πανάθλιος όχλος», η απάνθρωπη και διεφθαρμένη αστική εξουσία, παίρνει πότε τη μορφή της πόρνης Αριστέας, πότε μιας κυνικής, ραδιούργας κι αναίσχυντης Πηνελόπης, πότε των εκφυλισμένων Ρωμαίων αυτοκρατόρων.

Το ίδιο ζωηρά τον απασχολεί να ξεσκεπάσει τα όργανα της ταξικής βίας κι εκμετάλλευσης - την Εκκλησία, την Εκπαίδευση, τη Δικαιοσύνη, τους πολιτιστικούς θεσμούς - και το παραπλανητικό περιεχόμενο της κοινωνικής συνείδησης, που οι μηχανισμοί αυτοί με τα ιδεολογικά τους φερέφωνα αναπαράγουν. Απ' τη θρησκεία και την ιδεολογία μέχρι την τέχνη και την ηθική, όλες οι μορφές κοινωνικής συνείδησης μπαίνουν κάτω από το κοφτερό κριτικό νυστέρι του, γιατί εδραιώνουν την ταξική διαίρεση, αλλά και τη συμφιλίωση μ' αυτήν, την κοινωνική ισορροπία. «Αμπωνας, θρανίο, Εφημερίδα και Κλομπ θα δουλέβουν αδερφικά να χωρίζουνε τους πολίτες σε χορτάτους και σε κορόιδα και να ταιριάζουνε τ' αταίριαστα με την "αρμονία των τάξεων"»13.

Ομως, ο Βάρναλης από την πρώτη στιγμή της συνειδητοποίησής του κάνει σοσιαλιστικό ρεαλισμό, το ρεαλισμό της εποχής μας, όπως ο ίδιος τον αποκαλούσε14. Δεν αρκείται δηλαδή στην αναγνώριση της άθλιας πραγματικότητας. Επιδιώκει να την επηρεάσει, να διεγείρει την επιθυμία της πάλης για την ανατροπή της. Οσο αλύπητο είναι το σφυροκόπημά του στους αδικητές, άλλο τόσο γίνεται πολλές φορές για τους αδικημένους. Κανένα δεν εξιδανικεύει. Σε κανένα δε χαρίζεται, αν είναι μ' αυτόν τον τρόπο να ταράξει τα λιμνασμένα νερά της «αρμονίας των τάξεων» και να τη μετατρέψει σε πάλη ταξική, να κεντρίσει τη σκλαβωμένη σε ξένους απ' τους δικούς της σκοπούς λαϊκή συνείδηση.

Ω σεις χαμόσυρτα,

λερά σκουλήκια,

η άλαμπη ζήση σας

ζήση 'ναι δίκια.

Μια τρύπα ο κόσμος σας

και μέσα κει

ο Χάρος λύτρωση

κι ώρα γλυκή!15

γράφει, για να τονίσει πως η αζώητη χαμοζωή είναι δίκαιη ανταμοιβή για όποιον αρνείται να βγει απ' τα πηχτά σκοτάδια της.

Ενα ένα και με ανεπανάληπτη ψυχογραφική δύναμη παρελαύνουν μέσα στην ποίησή του τα παραδείγματα προς αποφυγή. Μια ολοζώντανη πινακοθήκη από πορτρέτα αντιηρώων, τόσο προκλητικά ρεαλιστικά μέσα στην ασκήμια, τη γελοιότητα και συνάμα την τραγικότητά τους, που να σκανδαλίζουν ακόμη και κάποιους ομοϊδεάτες του από τον κομμουνιστικό χώρο, οι οποίοι τον επέκριναν - καθόλου αντικειμενικά - για ανικανότητα συγχώνευσης με το προλεταριάτο16, σκέτο αρνητισμό και απαισιοδοξία17, όπως και οι αντίπαλοί του τον κατηγορούσαν αντίστοιχα ότι ο φανατισμός του φορτώνει στην μπουρζουαζία όλα τα δεινά της ανθρωπότητας18.

Ξεχωρίζουμε - από το ποίημα ο «Καλός Λαός» - το πορτρέτο του φρόνιμου και θρησκόληπτου νοικοκύρη με τα τρία κακά της μοίρας του. Τη νομιμοφροσύνη: πλερώνω τα δοσίματα στο Κράτος και δε μνήσκω/και τα στερνά μου όβολα στης εκκλησιάς το δίσκο, τη σαστιμάρα και το φόβο απέναντι στους ισχυρούς του πλούτου: μπροστά στα χρυσοπάλατα περνά η καρδιά και τρέμει και την κουτοπονηριά να προσαρμόζεται στην εναλλαγή των κομμάτων της πλουτοκρατίας, για να 'χει ήσυχο το κεφάλι του: φρόνιμα και ταχτικά πάω με κείνο που νικά19.

Στο πασίγνωστο ποίημα «Οι Μοιραίοι» η καυστική σάτιρα παραχωρεί τη θέση της σε μια εξαίσια λυρική αναπαράσταση της αντίθεσης ανάμεσα στο σκοτεινό κι αποπνιχτικό βυθό της μαραμένης από τα βάσανα και τους κόπους ζωής των φτωχών - που συμβολίζεται με την υπόγεια ταβέρνα - και στη φωτεινή απεραντοσύνη του κόσμου της ελευθερίας, που οι ίδιοι ποτέ δε θα ζήσουν. Το διαπαιδαγωγητικό μήνυμα του ποιήματος είναι ξεκάθαρο. Η ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της παθητικότητας και της μοιρολατρίας των πολλών, που αντί να πάρουν τη ζωή στα ίδια τους τα χέρια, την εναποθέτουν σε επίγειoυς και επουράνιους σωτήρες: δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουν ίσως κάποιο θάμα20.

Η συχνή επιλογή από τον Βάρναλη χαρακτήρων που επιβραδύνουν, αντί να επιταχύνουν, την ιστορική εξέλιξη αποτελεί επιβεβαίωση και όχι διάψευση της ιδεολογικής του ωριμότητας. Ο Βάρναλης γνωρίζει πως η αδράνεια είναι η συνηθισμένη κατάσταση για τη μεγάλη μάζα της εργατικής τάξης σε μη επαναστατικούς καιρούς. Ξέρει πως οι πρωτοπόρες συνειδήσεις που ετοιμάζουν το αύριο, είναι σπανιότερες και πως ο ρυθμός της εξελιχτικής κίνησης στην περίοδο της ποσοτικής δουλειάς, που προπαρασκευάζει το ποιοτικό άλμα, είναι αργός και συχνά ακανόνιστος. Εσείς να μην υποχωρείτε κι ας μη βλέπετε άμεσα τα αποτελέσματα της προσπάθειάς σας, είναι σα να μας λέει, όταν με πικρή ειρωνεία σημειώνει στο τέλος των «Σκλάβων Πολιορκημένων»: «Κανένας δεν κατάλαβε τι έλεγε η Καμπάνα. Γιατί καθένας άκουγε τη δική του σκέψη»21.

Αυτή η επιμονή του Βάρναλη στην αληθινή, τη διαλεκτική, αντανάκλαση της πραγματικότητας, είναι απόδειξη του γνήσιου ρεαλισμού του: «Απεραντοσύνη της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας!», όπως λέει κι ο βαρναλικός Σωκράτης. Ταυτόχρονα όμως είναι και ένα από τα μεγαλύτερα προτερήματα της τέχνης του. Ούτε κήρυγμα και στείρα συνθηματολογία κάνει, ούτε επιχειρεί να συμπαρασύρει δημιουργώντας συναισθηματική φόρτιση και συγκινησιακές καταστάσεις. Ο Βάρναλης αποστασιοποιεί τον αναγνώστη και προσπαθεί να κινητοποιήσει τη σκέψη του για να βρει μόνος του τη διέξοδο. Κι αυτό το χαρακτηριστικό της τέχνης του κάνει την εγερτήρια προτροπή της - «και στον ίδρο το δικό, γίνε συ τ' αφεντικό»22- ν' ακούγεται τόσο αληθινή και φυσική, ώστε να προκαλεί αίσθημα ενοχής σε όποιον δεν την έχει ακόμη αποδεχτεί.

Σπάνιο λογοτεχνικό δείγμα όχι μόνο αυτής της τεχνικής, αλλά προπαντός της ταξικής θέσης απέναντι στον πόλεμο αποτελεί η ποιητική σύνθεσή του «Σκλάβοι Πολιορκημένοι». Στο έργο αυτό και στην ενότητά του «Πόλεμος» ζωντανεύουν δύο αντιπροσωπευτικοί χαρακτήρες λαϊκών ανθρώπων, στρατιωτών. Ο ένας είναι ο σκεφτικιστής, που αν και ακόμη δε βλέπει τη δική του διέξοδο απ' το δράμα του πολέμου, σέρνεται σ' αυτόν με βαριά καρδιά. Κι αν υπάρχει κάτι που τον απαλλάσσει τελικά από το φόβο και τον πόνο των κακουχιών του πολέμου, είναι η σκέψη πως: «αν η τύχη μας φυλάξει, μοναχά ο οχτρός θ' αλλάξει»23.Η συνειδητοποίηση δηλαδή ότι ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχεια με άλλα μέσα ενός κρυφού κι ακήρυχτου ταξικού πολέμου απ' το κεφάλαιο ενάντια στο λαό.

Στον αντίποδα αυτού του χαρακτήρα στέκεται στο επόμενο ποίημα ο τρελός. Ο τρελός αντιπροσωπεύει το κομμάτι του εξαθλιωμένου και αποβλακωμένου λαού, που έχει ενστερνιστεί τα κούφια κηρύγματα των αστών για τη μεγάλη Ιδέα, το πατριωτικό χρέος και τα οφέλη που τάχα θα μοιραστεί κι ο ίδιος από τη νίκη - καλή ώρα όπως σήμερα - και ξετρελαμένος από χαρά τραβάει στον πόλεμο να σκοτωθεί. Η σκέψη του είναι τόσο πολύ αφιονισμένη, που μόνο σε ένα παραλήρημα στιγμιαίας τρέλας, ο μέχρι τώρα πλανεμένος νους του και τα κλεισμένα του μάτια βλέπουν τον κόσμο όπως θα 'πρεπε να είναι και παύουν «να ξαμώνουν σύνορα και χώριους ουρανούς»24. Και τότε ξεστομίζει σαν ευχή και προλεταριακό διεθνιστικό κάλεσμα μαζί. Αμποτες «Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα / τον αδερφό μου ξένο / και τον οχτρόν αδέρφι μου / αδικοσκοτωμένο»25.

Σ' αυτόν τον άδικο, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τα θύματά του πρέπει ν' απαντήσουν με έναν άλλον, ένα δίκαιο πόλεμο ενάντια στη μόνιμη - σε πολεμικούς κι ειρηνικούς καιρούς - αιτία της δυστυχίας τους, λέει στη συνέχεια ο Βάρναλης με τη φωνή της Καμπάνας, το σύστημα της εκμετάλλευσης. Γιατί αυτός ο βασανισμένος και ταπεινωμένος, ο άσκημος λαός, που είναι ο πραγματικός δημιουργός κάθε ομορφιάς κι όλου του πλούτου, πρέπει να γίνει κι ο ιδιοκτήτης του:

Τ' άσκημα χέρια σου,

των όλω αιτία,

βαστάνε μάργελη

την Πολιτεία.

Βγαίνει απ' τα χέρια σου

καθ' αγαθό

του ωραίου περίθετο

το χρυσανθό.

Σφίξε τα χέρια σου,

για σένα κράτει

τ' άμοιαστον έργο σου,

την Πλάση ακράτη

κι όλο ανεβαίνοντας

προς τη Χαρά,

μέσα σου θα 'νιωθες

αστρών σπορά!26

Μα για να νιώσει αυτή τη χαρά πρέπει πρώτα ο λαός να ξεμπερδέψει όχι με τους άλλους κι όμοια μ' αυτόν τυραννισμένους λαούς, αλλά με τον πραγματικό του τύραννο, την αστική τάξη της ίδιας του της χώρας, που ενάντια σ' αυτήν πρέπει να στρέψει την οργή και τα όπλα του. Και μανιασμένα πια στο τέλος του ποιήματος η Καμπάνα βροντοχτυπά και βροντοφωνάζει: «Δεν είναι μπρος, / είν' από πίσω σου / κρυφός ο οχτρός»27.

Την ανάγκη ο λαός να πάρει με την πάλη του τη λευτεριά του κι όχι με παρακάλια και το ξετύλιγμα τ' αργό28, να αντιμετωπίσει δηλαδή με τη βία, τη βία που ασκεί πάνω του η αστική εξουσία έχει αναδείξει από τα πρώτα ώριμα έργα του ο Βάρναλης. Στην «Αληθινή Απολογία του Σωκράτη» στερεώνει ακόμη βαθύτερα την ιδέα του προλεταριακού διεθνισμού ξεσκεπάζοντας το αστικό ιδεολόγημα περί ενότητας της πατρίδας και του έθνους, που μαγαρίζει ως τις μέρες μας τη λαϊκή συνείδηση: Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ' αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, Θεοί κι εξουσία, σκέψη και θέληση - όλα ξένα!... Κι όταν βυθίζεται το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, όπου πάνε κι έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ' τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ' τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί 'ναι... «εθνικά»! Και κανένας δε συλλογάται, πως όλα τ' αγαθά μαζέβονται σε λίγα χέρια29.

Με λίγα λόγια, ο Βάρναλης δεν είναι μόνο χαλαστής. Πάνω απ' όλα είναι ο πλάστης ενός καινούριου ανθρώπου με συνείδηση της θέσης και των σκοπών του στην κοινωνία. Κι όπως γίνεται στην πραγματική ζωή, έτσι και στην ποίησή του, τα θετικά παραδείγματα μπορεί να είναι λιγότερα, όχι όμως και ανύπαρκτα. Ανάμεσα στους θετικούς ήρωες του Βάρναλη ξεχωρίζουμε δύο, τον Ιούδα και την Μαγδαληνή. Και οι δύο είναι οι μετανιωμένοι. Οχι τυχαία γιατί ο Βάρναλης δεν απευθύνεται στους έτοιμους κομμουνιστές, αλλά στους αγέννητους ακόμα.

Στο ποίημα η «Αγωνία του Ιούδα», ο ορισμένος από τις Γραφές προδότης του Χριστού γίνεται το σύμβολο του ανθρώπου που προδίνει την παλιά πίστη του, μεταστρέφεται δηλαδή ιδεολογικά, γιατί συνειδητοποιεί το άσκοπο της θυσίας για οποιαδήποτε ιδεολογία αφήνει ανέγγιχτους τους πραγματικούς υπαίτιους της ανθρώπινης δυστυχίας. Και σαν πρωτοπόρος λαϊκός αγωνιστής απευθύνεται προς όλα τα θύματα της εκμετάλλευσης με τα παρακάτω λόγια, εντυπωσιακά επίκαιρα στα σημερινά χρόνια των ατελείωτων θυσιών, που καλείται να υποστεί ο λαός μας για τα συμφέροντα των λίγων:

Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,

μάβροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.

Ηλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινά

για κείνους, ...που την αρετή μας ζητάνε της θυσίας.

Ηρθε γι' αφτούς, - για μας... ακόμ' αργεί ο ωραίος Μεσσίας.30

Η Μαγδαληνή πάλι είναι το σύμβολο του ανθρώπου που μεταμορφώνεται κάτω από την επίδραση της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Κήρυκας αυτής της ιδεολογίας στο ποίημα είναι ο Χριστός, σύμβολο του απεσταλμένου απ' τους ανθρώπους - κι όχι απ' το Θεό - αγωνιστή. Η Μαγδαληνή δε μεταπείθεται αμέσως. «Δεν είταν άξαφνη αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά σιγά...»31 λέει. Μόλις όμως άρχισε να καταλαβαίνει, όλες οι παλιές αξίες της αναποδογυρίζουν. Την ευτυχία δεν τη βρίσκει πια στα ανταλλάγματα, αλλά στο δόσιμο χωρίς μιστό. Την ατομική ελευθερία της την ανακαλύπτει στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό. Σε μια κορυφαία στιγμή εξομολόγησης της βαθιάς πίστης του Βάρναλη στη δύναμη του λαού να αναγεννήσει το θυσιασμένο στα ξένα συμφέροντα άνθρωπο-Χριστό, το ποίημα καταλήγει: «Εγώ μονάχα το 'νιωσα, που είμουν λάσπη και κοινή.... πόσο Χριστέ σουν άνθρωπος! Κι εγώ... θα σ' αναστήσω!»32. Με άλλα λόγια, αυτός, ο κοινός και ταπεινωμένος θνητός, είναι ο μόνος που μπορεί να δώσει πίσω, στο σκοτωμένο απ' την εκμετάλλευση άνθρωπο, τη χαμένη του ζωή.

Στο ποιητικό έργο των δύο τελευταίων δεκαετιών της ζωής του - «Ελεύθερος Κόσμος» και «Οργή Λαού» - γραμμένο από το 1952 κι έπειτα33- αναμφίβολα λιγότερο επινοητικό από το προηγούμενο - αλλάζει ριζικά ο τρόπος που ο Βάρναλης αντιμετωπίζει το λαό. Οχι πως τον εγκατέλειψε το σατιρικό του δαιμόνιο. Εκείνοι όμως που το μονοπωλούν είναι πια οι εκπρόσωποι της εξουσίας και τα κάθε είδους τσιράκια της, οι εθνικόφρονες, οι δραπέτες της ζωής, οι διανοούμενοι κομμουνιστές που αλλαξοπίστησαν: Πήδα στη γκιόστρα νιόγαμπρος μ' αριστερή παντιέρα, / για να χει αξία, σα «μετανοιώσεις», γιόκα παραπέρα34.

Ο λαός όμως δεν είναι πια το άγνωμο χαϊβάνι, αλλά αυτός που στα χρόνια της Αντίστασης και του αγώνα του ΔΣΕ μεγαλούργησε και τώρα είναι ηττημένος. Κι όμως, πολύν καιρό δεν έχει, ετούτ' οι πεθαμένοι / Κάνανε θάμ' αθάνατο...35 Κι ο Βάρναλης γίνεται ο εμψυχωτής τους: Αθάνατε λαέ, της Ιστορίας / εσύ τα περασμένα κι αβριανά36. Μα το θέμα του είναι τ' αυριανά. Το θέμα του είναι να εμπεδωθούν τα συμπεράσματα από την ήττα. Και σαν τραγικό παιχνίδι της ιστορίας ξανακούγεται στην ποίησή του - επιβεβαιωμένος πια από τη ζωή σα σιδερένιος ιστορικός νόμος που παραβιάστηκε - ο μακρινός από το 1927 αντίλαλος της Καμπάνας για τον πραγματικό, κρυφό εχθρό: «Οταν η μάχ' η μεγάλη δοθεί, για να μην ξαναχάσουνε τη λεφτεριά τους, θ' αφανίσουνε πρώτα τα ντόπια θεριά τους»37.

Ο Βάρναλης, με άλλα λόγια, δεν «αναθεώρησε» το ταξικό του κριτήριο, παρά τις όποιες επιδράσεις φαίνεται να δέχεται το έργο του από τις ιδεολογικές περιπέτειες του κομμουνιστικού κινήματος. Μέχρι το τέλος της ζωής του και παρά την πικραμένη οργή του για το αδικαίωτο του αγώνα του, είχε βαθιά πεποίθηση ότι άλλοι, διδαγμένοι από την εμπειρία των αποτυχιών πρωτοπόροι αγωνιστές, θα βαδίσουν χωρίς παραστρατήματα το δρόμο της κοινωνικής αναγκαιότητας, ώσπου να πραγματοποιήσουν το ιδανικό της πανανθρώπινης φιλιάς: «Κι όμως πάνου απ' τους τάφους θα περάσει ο δρόμος»38, γράφει.

Ο Βάρναλης, που προσπαθούσε να φτιάχνει με τους στίχους του καμπανιστά επιγράμματα για «να φιξάρονται στη θύμηση και να γίνονται σύνθημα κι αρχή ενέργειας»39και δράσης, είναι αλήθεια ότι συνειδητά δεν επιχείρησε να αφομοιώσει στην ποίησή του μοντέρνες τεχνοτροπίες, γιατί πίστευε ότι αυτό θα δυσκόλευε την προσέγγισή της από το λαό. Ομως, η μορφή της ποίησής του είναι το ίδιο με το επαναστατικό περιεχόμενό της πρωτοπόρα. Και από τις πιο προσωπικές. Η ανάμειξη διαφορετικών μορφών λόγου, από το θεατρικό διάλογο ή μονόλογο στον έμμετρο στίχο και την αφήγηση, η εναλλαγή της σάτιρας και του διονυσιασμού με τη λυρική δροσιά και την τρυφερότητα, η αναστροφή πανάρχαιων συμβόλων και μύθων και προπαντός η διαλεχτική ευλυγισία του λόγου του και η ατόφια δημοτική γλώσσα με τα ενσωματωμένα στοιχεία της αργκό του εργατόκοσμου40 φέρνουν έναν εντελώς φρέσκο και ζωογόνο αέρα στα εκφραστικά μέσα του καιρού του. Και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο πώς κατορθώνει στην ποιητική του πράξη να ξεπερνά τις αντιφάσεις που ξετρυπώνουν στην αισθητική θεωρία του - ως επίδραση των θετικιστικών σπουδών του - αλλά και πώς με το οξύτατο ταξικό του κριτήριο μπορεί κι αναπληρώνει τα όποια κενά της μαρξιστικής του κατάρτισης.

Πολλοί είναι εκείνοι που προσπάθησαν και προσπαθούν να παραχώσουν τον Βάρναλη στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Δεν τους αδικούμε. Η τέχνη του καίει και φωτίζει, δηλαδή ακατάπαυστα ενοχλεί. Η ποίησή του κάποτε έγινε ύμνος των εργατικών διαδηλώσεων και των μελλοθάνατων κομμουνιστών της Κατοχής που μπροστά στο απόσπασμα τραγουδούσαν: Ενας δεν είμαι, μα χιλιάδες! Οχι μονάχα οι ζωντανοί κ΄ οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε σε μιαν αράδα σκοτεινή41. Σήμερα υποσχόμαστε να συνεχίσουν το τραγούδι του, όχι πια τα άγουρα παιδιά42, όπως έγραφε με παράπονο τα τελευταία χρόνια της ζωής του λίγο μετά τη δικτατορία, αλλά «οι γενναίοι του σύντροφοι», που ωριμασμένοι απ' τα διδάγματα της ιστορίας θα ετοιμάσουν το έδαφος για τη Μεγάλη Πράξη.

Τα όσα είπαμε ως εδώ είναι ελάχιστα μπροστά στο μέγεθος του έργου και της προσωπικότητας που τιμάμε. Μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική εικόνα τους θα δώσουν οι άξιοι ομιλητές μας, Ελληνες και ξένοι, που ακολουθούν. Τους εκφράζουμε με όλη μας την καρδιά τις ευχαριστίες μας, γιατί χωρίς τη συμβολή τους θα ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση αυτού του συνεδρίου και τους παραχωρούμε το βήμα».

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Κώστας Βάρναλης, Μελέτες, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1984 και Γ. Λαδογιάννη Οι επαναστατικές ιδέες στο «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη, «Ριζοσπάστης» 25/11/2007.

2. Κ. Βάρναλης, Ο εχτρός, Ποιήματα, από τον τόμο Ποιητικά, Πεζός Λόγος, Ελεύθερος Κόσμος, εκδόσεις «Κέδρος» 1979

3. Κ. Βάρναλη, «Η πνευματική ζωή», Περιοδικό Νέα Ελλάδα, 20.11.1944.

4. Μάρκος Αυγέρης, Απαντα Τόμος Β΄, σελ. 208, εκδόσεις «Νέα Τέχνη», 1964

5. Κ. Βάρναλη, Φιλολογικά Απομνημονεύματα, Εκδόσεις «Κέδρος» 1981

6. Κ. Βάρναλη, Τέχνη και Ιδανικό, εφημερίδα Πρωΐα 9.5.1938

7. Κ. Βάρναλη, Ωφελιμότητα της τέχνης, εφημερίδα Πρωΐα 13.6.1938

8. Κ. Βάρναλη, Το φως που καίει, από τον τόμο Ποιητικά, Πεζός Λόγος, Ελεύθερος Κόσμος, εκδόσεις «Κέδρος» 1979.

9. Στο ίδιο

10. Κ. Βάρναλη, Φιλολογικά Απομνημονεύματα, Εκδόσεις «Κέδρος» 1981.

11. Κ. Βάρναλη, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, στο ίδιο.

12. Κ. Βάρναλη Ο «άγνωστος ήρως», ποιήματα, στο ίδιο.

13. Κ. Βάρναλης, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, στο ίδιο.

14. Μ. Λουντέμη, Ο Κονταρομάχος (Κ. Βάρναλης), εκδόσεις Δωρικός.

15. Κ. Βάρναλης, Η Καμπάνα, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, από τον τόμο Ποιητικά, Πεζός Λόγος, Ελεύθερος Κόσμος, εκδόσεις «Κέδρος» 1979.

16. Βάσος Βαρίκας, Κώστας Βάρναλης - Κώστας Καρυωτάκης, Εκδόσεις Πλέθρον, 1978

17. Στάρκος (Τάκης Κόντος) «Ριζοσπάστης» 24.2.1935 και Μάρκος Αυγέρης Απαντα, Τόμος Β΄, εκδόσεις «Νέα Τέχνη», 1964

18. Αντρέας Καραντώνης, Αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη, Περιοδικό Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1975

19. Κ. Βάρναλη, Ο Καλός Λαός, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, από τον τόμο Ποιητικά, Πεζός Λόγος, Ελεύθερος Κόσμος, εκδόσεις «Κέδρος» 1979.

20. Κ. Βάρναλης, Οι μοιραίοι, ποιήματα, στο ίδιο.

21. Κ. Βάρναλης, Η Καμπάνα, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, στο ίδιο.

22. Κ. Βάρναλης, Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου, Ποιήματα, στο ίδιο.

23. Κ. Βάρναλης, Εφοδος, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, στο ίδιο.

24. Κ. Βάρναλη, Ο τρελός, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, στο ίδιο.

25. Στο ίδιο.

26. Στο ίδιο

27. Στο ίδιο

28. Κ. Βάρναλης, Λεφτεριά, Ποιήματα, στο ίδιο

29. Κ. Βάρναλης, η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, στο ίδιο.

30. Κ. Βάρναλης, η Αγωνία του Ιούδα, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, στο ίδιο.

31. Κ. Βάρναλης, η Μαγδαληνή, Το φως που καίει, στο ίδιο.

32. Στο ίδιο.

33. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Κ. Βάρναλης, Μελέτες, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1984

34. Κ. Βάρναλης, Σταδιοδρομία, Ελεύθερος Κόσμος, από τον τόμο Ποιητικά, Πεζός Λόγος, Ελεύθερος Κόσμος, εκδόσεις «Κέδρος» 1979.

35. Κ. Βάρναλης, Ψυχοδύναμη, Ελεύθερος Κόσμος, στο ίδιο.

36. Κ. Βάρναλης, Στον ήρωα Λαμπράκη, Ελεύθερος Κόσμος, στο ίδιο.

37. Κ. Βάρναλης, Ιστορία, Ελεύθερος Κόσμος, στο ίδιο.

38. Κ. Βάρναλης, Οδός Σταδίου, στο ίδιο.

39. Κ. Βάρναλης, Φιλολογικά Απομνημονεύματα, Εκδόσεις «Κέδρος» 1981.

40. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Κ. Βάρναλης, Μελέτες, ό.π.

41. Ειρηνικός (Νίκος Παπαπερικλής), Ο ποιητής μας, Κώστας Βάρναλης, Τα πενηντάχρονα του έργου του, Εκδόσεις «Κέδρος» 1957.

42. Κ. Βάρναλης, Επιγράμματα 18, Οργή Λαού, Εκδόσεις «Κέδρος» 1992.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ