Κυριακή 17 Απρίλη 2011
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σελίδα 12
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
«Και στον ίδρo το δικό, γίνε συ τ' αφεντικό»

Η εναρκτήρια ομιλία, στη χτεσινή πρώτη μέρα του Συνεδρίου, της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, υπεύθυνης του Πολιτιστικού Τμήματος και μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ

Αγαπητοί φίλοι και σύντροφοι,

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι καθένας μας εδώ καταλαβαίνει τη σημασία αυτών των επιστημονικών συνεδρίων, που πέρυσι εγκαινιάσαμε με τον Γ. Ρίτσο και φιλοδοξούμε να καθιερώσουμε. Δεν είναι απλές φιλολογικές συγκεντρώσεις, ούτε μια ακαδημαϊκή αισθητική επίδειξη. Είναι μια μαχητική συμβολή στην υπεράσπιση και ανάδειξη της μόνης στην ουσία πρωτοπόρας τέχνης στην εποχή μας, της τέχνης που τάσσεται συνειδητά με το μέλλον της κοινωνικής απελευθέρωσης. Μα πιο πολύ είναι μια προσπάθεια η τέχνη αυτή να γίνει κτήμα των λαϊκών στρωμάτων και προπαντός της εργατικής τάξης, γιατί αυτή είναι η πρωτοπόρα τάξη που θα τη μετατρέψει σε υλική δύναμη, σε μεταμορφωτική δηλαδή επαναστατική πράξη, όπως θα το 'θελαν και οι δημιουργοί της.

Ο Κώστας Βάρναλης, που σήμερα τιμάμε, δεν είναι μόνο μια από τις κορυφές της επαναστατικής τέχνης στη χώρα μας, αλλά και ο ιδρυτής της. Είναι ο πρώτος από τον κύκλο των ριζοσπαστικοποιημένων λογοτεχνών του καιρού του, που - με απόσταση τεσσάρων μόλις χρόνων από τη νίκη της Οχτωβριανής Επανάστασης - μετουσίωσε την κομμουνιστική ιδεολογία σε ποιητικό λόγο1 και μαζί ο πρώτος που δοκίμασε να επεξεργαστεί σύνθετα θέματα της αισθητικής και της λογοτεχνικής κριτικής απ' τη σκοπιά του διαλεκτικού υλισμού. Κι αυτό δεν ήταν μια εύκολη υπόθεση.


Πρώτα πρώτα, γιατί χρειάστηκε ανεξάντλητη παρακαταθήκη ήθους και τιμιότητας για να μπορέσει «να ρίξει στα σκότη των αβύσσων ό,τι είχε από καιρό μέσα του ιερό»2 και να περάσει με ευλυγισία παλικαριού - αν και σε ώριμη σχετικά ηλικία - στην ακριβώς αντίθετη από την πρωτινή κοσμοθεωρία του: Από το ύψος της θεάς Ιδέας, στα μαύρα βάθη της ωμής εκμεταλλευτικής πραγματικότητας και από τον πύργο του Εκλεχτού, στις μίνες τις φόνισσες των προλετάριων. Κι έπειτα, γιατί χρειαζόταν τεράστια αποθέματα γενναιότητας για να τεθεί επικεφαλής της λογοτεχνικής φάλαγγας στο σκληρό ιδεολογικό πόλεμο ανάμεσα στον υλισμό και τον ιδεαλισμό, που πυροδότησαν στη χώρα μας τη δεκαετία του 1920 η Οχτωβριανή Επανάσταση και η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης στο ΣΕΚΕ, το κατοπινό Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας.

Το μέγεθος του τολμήματος γίνεται πιο χειροπιαστό, αν αναλογιστεί κανείς το φορτίο που σήκωσε στους ώμους της η πνευματική αυτή πρωτοπορία. Για να ανοίξει δρόμο στη νέα κοσμοθεωρία υποχρεώθηκε να αντιπαρατεθεί με αντιλήψεις και προκαταλήψεις αιώνων, να αποκαθηλώσει πανάρχαιες θεότητες του ιδεαλισμού και της θρησκείας, όπως ο Πλάτωνας κι ο Σωκράτης, να αναμετρηθεί με κορυφαίες ποιητικές και πνευματικές αξίες της ανερχόμενης αστικής τάξης, όπως ο Παλαμάς κι ο πρότερος Σικελιανός, ν' αντιπαλέψει όχι μόνο τον παντοδύναμο εθνικισμό, αλλά και τις σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, που ευδοκιμούσαν στους κόλπους του βενιζελισμού.


Αναμφισβήτητα στην προσωπικότητα του Βάρναλη συναντήθηκαν οι θεμελιακές ιδιότητες ενός πνευματικού ηγέτη: Το ανήσυχο κι απείθαρχο πνεύμα, η διεισδυτική κριτική σκέψη, η πλατιά και αφομοιωμένη μόρφωση, η απουσία κάθε έννοιας μικροαστικής σεμνοπρέπειας, η μαχητικότητα αλλά κι η ευαισθησία. Ολα μαζί αυτά του τα χαρίσματα συμμάχησαν για να τον βοηθήσουν να συλλάβει μέσα στην ιστορική κίνηση του καιρού του το χαρακτήρα της εποχής μας - εποχής που αντικειμενικά κι ανεξάρτητα από τα πισωγυρίσματα της ιστορίας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό - και να γίνει ο βασικός λογοτεχνικός εκφραστής της.

Ο ίδιος όμως δεν «το πήρε πάνω του». Φαίνεται πως είχε βαθιά επίγνωση της διαλεκτικής σχέσης ιστορίας και προσωπικότητας. «Τέκνο της ανάγκης» και της δίχως όνομα Ζωής - των ιστορικών δηλαδή νομοτελειών - θεωρούσε και τον εαυτό του, όπως τον Λένιν, που υπονοεί στο ποίημά του «Ο Οδηγητής». Μαζί όμως είχε και τη συνείδηση του συνδημιουργού της ιστορίας. Ενας αληθινός πνευματικός ηγέτης πρέπει «να βλέπει πιο καθαρά και πιο μακριά από τους άλλους, να καταλαβαίνει περισσότερο και να νιώθει βαθύτερα το χρέος να γίνει στρατιώτης του δικαίου και να παλεύει με την τάξη, που της ανήκει το μέλλον»3, γράφει.

Η ποίησή του, σημειώνει ο Μάρκος Αυγέρης, «ήρθε απάνω στην ώρα της κι έγινε η σημαία της νέας κοινωνικής δύναμης, που έμπαινε στο στίβο της ελληνικής ιστορίας»4. Οπως ήταν αναμενόμενο, ο Βάρναλης γρήγορα συνδέθηκε με την πολιτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, και μ' αυτό μοιράστηκε την ιδεολογική και πολιτική του διαδρομή, την ταξική πάλη και τις συνέπειές της, τις νίκες και τις ήττες του.

Από τότε που τον κέρδισε η κομμουνιστική ιδεολογία, ο Βάρναλης έβαλε σκοπό της ζωής του να γίνει ο ποιητικός οργανωτής των διαθέσεων της εργατικής τάξης «για την κοινωνική της χειραφέτηση, για την κατάληψη της πολιτικής εξουσίας και την πραγματοποίηση του δικού της πολιτισμού»5, όπως γράφει στα Φιλολογικά Απομνημονεύματά του. Με επαναστατικό πάθος ρίχνεται στην προσπάθεια να βοηθήσει «τις δυνάμεις του μέλλοντος να νικήσουν»6 για να απαλλαγεί η ανθρωπότητα που βογκά από την αιτία της δυστυχίας της, το ξεπερασμένο και διαβρωμένο σε όλες του τις εκφράσεις κοινωνικό και πολιτικό σύστημα. Στόχος που προϋποθέτει η εργατική τάξη να χωρίσει από τους κυρίους της7, τονίζει. Να αποκτήσει, δηλαδή, συνείδηση ως τάξη για τον εαυτό της, που αυτή πρέπει να πάρει την εξουσία.

Ο αγώνας και η φροντίδα για να κατακτήσει η εργατική τάξη την αυτογνωσία της είναι ο πυρήνας της ώριμης τέχνης του Βάρναλη. Κι αυτός είναι μαζί ο λόγος που διατηρεί και θα διατηρεί αμείωτη τη ζωντάνια της, για όσο καιρό ακόμα θα συνεχίζεται η πάλη των τάξεων. Ωσπου δηλαδή «να περάσουμε το γεφύρι», όπως λέει ο Μώμος - το προσωπείο του Βάρναλη στο «Φως που καίει» - και να πληθύνουνε τόσο οι συνειδητοποιημένοι Μώμοι, που να κάνουν αυτού του είδους την ποίηση ολότελα περιττή.

Ο Βάρναλης, με άλλα λόγια, ξέρει ότι πηγή της αλλοτριωμένης συνείδησης της εργατικής τάξης - της σκλάβας σκέψης όπως την ονομάζει - είναι η υλική βάση της κοινωνίας, οι εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής και ότι αυτή η συνείδηση δεν μπορεί να αλλάξει μαζικά μόνο με κηρύγματα, αν δεν καταργηθούν αυτοί οι όροι. Οπως λέει ο Μώμος στο Χριστό, αν φρόντιζε - ως θαυματοποιός που ήταν - να καταργήσει την Πείνα «μαζί της θ' αφανιζόνταν κ' η Αγνοια κι' η Κάκητα»8, ενώ σε άλλο σημείο τονίζει: «Δεν μπορούν να σωθούν οι ψυχές από τίποτα, όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού»9. Ταυτόχρονα κατανοεί πως η συνειδητοποίηση του τσακισμένου από τα βάσανα λαού δε θα προκύψει νομοτελειακά, σαν αναπότρεπτη αντίδραση στην καταπίεσή του, αν δε μεσολαβήσει μια δύσκολη, βασανιστική κι επίμονη διαφωτιστική δουλειά, που «θα ξυπνήσει τη συνείδηση στην αρχή λιγοστών κι αργότερα περισσότερων»10. Οπως υπογραμμίζει στην «Αληθινή Απολογία του Σωκράτη», «όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος, τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος. Οσο πιο κουρασμένος, τόσο λιγότερο ανασαίνει και σκέφτεται και θυμώνει. Χρειάζεται κουράγιο κι εμπιστοσύνη στον εαυτό σου για ν' αντισταθείς στην αδικία...»11.

Για να εμπνεύσει στο λαό αυτοπεποίθηση και πίστη στη δύναμή του πρέπει να του αποκαλύψει την αδυναμία των εκμεταλλευτών του, τη σαθρότητα και τη μηδαμινότητά τους, την ιδιοτέλεια των ταξικών συμφερόντων, που κρύβεται πίσω από κάθε τους πράξη. Μια πληθώρα συμβολισμών και εικόνων μέσα στο έργο του δουλεύουν γι' αυτό το σκοπό, με το παρακμασμένο καπιταλιστικό σύστημα να παρουσιάζεται άλλοτε σαν όρνιο «που μολέβει με την ανάσα του τον αέρα» κι άλλοτε σα «σάπιο θρασίμι που βρωμά και κλέβει τον αιώνα»12, ενώ «των ολίγων ο πανάθλιος όχλος», η απάνθρωπη και διεφθαρμένη αστική εξουσία, παίρνει πότε τη μορφή της πόρνης Αριστέας, πότε μιας κυνικής, ραδιούργας κι αναίσχυντης Πηνελόπης, πότε των εκφυλισμένων Ρωμαίων αυτοκρατόρων.

Το ίδιο ζωηρά τον απασχολεί να ξεσκεπάσει τα όργανα της ταξικής βίας κι εκμετάλλευσης - την Εκκλησία, την Εκπαίδευση, τη Δικαιοσύνη, τους πολιτιστικούς θεσμούς - και το παραπλανητικό περιεχόμενο της κοινωνικής συνείδησης, που οι μηχανισμοί αυτοί με τα ιδεολογικά τους φερέφωνα αναπαράγουν. Απ' τη θρησκεία και την ιδεολογία μέχρι την τέχνη και την ηθική, όλες οι μορφές κοινωνικής συνείδησης μπαίνουν κάτω από το κοφτερό κριτικό νυστέρι του, γιατί εδραιώνουν την ταξική διαίρεση, αλλά και τη συμφιλίωση μ' αυτήν, την κοινωνική ισορροπία. «Αμπωνας, θρανίο, Εφημερίδα και Κλομπ θα δουλέβουν αδερφικά να χωρίζουνε τους πολίτες σε χορτάτους και σε κορόιδα και να ταιριάζουνε τ' αταίριαστα με την "αρμονία των τάξεων"»13.

Ομως, ο Βάρναλης από την πρώτη στιγμή της συνειδητοποίησής του κάνει σοσιαλιστικό ρεαλισμό, το ρεαλισμό της εποχής μας, όπως ο ίδιος τον αποκαλούσε14. Δεν αρκείται δηλαδή στην αναγνώριση της άθλιας πραγματικότητας. Επιδιώκει να την επηρεάσει, να διεγείρει την επιθυμία της πάλης για την ανατροπή της. Οσο αλύπητο είναι το σφυροκόπημά του στους αδικητές, άλλο τόσο γίνεται πολλές φορές για τους αδικημένους. Κανένα δεν εξιδανικεύει. Σε κανένα δε χαρίζεται, αν είναι μ' αυτόν τον τρόπο να ταράξει τα λιμνασμένα νερά της «αρμονίας των τάξεων» και να τη μετατρέψει σε πάλη ταξική, να κεντρίσει τη σκλαβωμένη σε ξένους απ' τους δικούς της σκοπούς λαϊκή συνείδηση.

Ω σεις χαμόσυρτα,

λερά σκουλήκια,

η άλαμπη ζήση σας

ζήση 'ναι δίκια.

Μια τρύπα ο κόσμος σας

και μέσα κει

ο Χάρος λύτρωση

κι ώρα γλυκή!15

γράφει, για να τονίσει πως η αζώητη χαμοζωή είναι δίκαιη ανταμοιβή για όποιον αρνείται να βγει απ' τα πηχτά σκοτάδια της.

Ενα ένα και με ανεπανάληπτη ψυχογραφική δύναμη παρελαύνουν μέσα στην ποίησή του τα παραδείγματα προς αποφυγή. Μια ολοζώντανη πινακοθήκη από πορτρέτα αντιηρώων, τόσο προκλητικά ρεαλιστικά μέσα στην ασκήμια, τη γελοιότητα και συνάμα την τραγικότητά τους, που να σκανδαλίζουν ακόμη και κάποιους ομοϊδεάτες του από τον κομμουνιστικό χώρο, οι οποίοι τον επέκριναν - καθόλου αντικειμενικά - για ανικανότητα συγχώνευσης με το προλεταριάτο16, σκέτο αρνητισμό και απαισιοδοξία17, όπως και οι αντίπαλοί του τον κατηγορούσαν αντίστοιχα ότι ο φανατισμός του φορτώνει στην μπουρζουαζία όλα τα δεινά της ανθρωπότητας18.

Ξεχωρίζουμε - από το ποίημα ο «Καλός Λαός» - το πορτρέτο του φρόνιμου και θρησκόληπτου νοικοκύρη με τα τρία κακά της μοίρας του. Τη νομιμοφροσύνη: πλερώνω τα δοσίματα στο Κράτος και δε μνήσκω/και τα στερνά μου όβολα στης εκκλησιάς το δίσκο, τη σαστιμάρα και το φόβο απέναντι στους ισχυρούς του πλούτου: μπροστά στα χρυσοπάλατα περνά η καρδιά και τρέμει και την κουτοπονηριά να προσαρμόζεται στην εναλλαγή των κομμάτων της πλουτοκρατίας, για να 'χει ήσυχο το κεφάλι του: φρόνιμα και ταχτικά πάω με κείνο που νικά19.

Στο πασίγνωστο ποίημα «Οι Μοιραίοι» η καυστική σάτιρα παραχωρεί τη θέση της σε μια εξαίσια λυρική αναπαράσταση της αντίθεσης ανάμεσα στο σκοτεινό κι αποπνιχτικό βυθό της μαραμένης από τα βάσανα και τους κόπους ζωής των φτωχών - που συμβολίζεται με την υπόγεια ταβέρνα - και στη φωτεινή απεραντοσύνη του κόσμου της ελευθερίας, που οι ίδιοι ποτέ δε θα ζήσουν. Το διαπαιδαγωγητικό μήνυμα του ποιήματος είναι ξεκάθαρο. Η ζοφερή κοινωνική πραγματικότητα αποτελεί αναπόφευκτη συνέπεια της παθητικότητας και της μοιρολατρίας των πολλών, που αντί να πάρουν τη ζωή στα ίδια τους τα χέρια, την εναποθέτουν σε επίγειoυς και επουράνιους σωτήρες: δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουν ίσως κάποιο θάμα20.

Η συχνή επιλογή από τον Βάρναλη χαρακτήρων που επιβραδύνουν, αντί να επιταχύνουν, την ιστορική εξέλιξη αποτελεί επιβεβαίωση και όχι διάψευση της ιδεολογικής του ωριμότητας. Ο Βάρναλης γνωρίζει πως η αδράνεια είναι η συνηθισμένη κατάσταση για τη μεγάλη μάζα της εργατικής τάξης σε μη επαναστατικούς καιρούς. Ξέρει πως οι πρωτοπόρες συνειδήσεις που ετοιμάζουν το αύριο, είναι σπανιότερες και πως ο ρυθμός της εξελιχτικής κίνησης στην περίοδο της ποσοτικής δουλειάς, που προπαρασκευάζει το ποιοτικό άλμα, είναι αργός και συχνά ακανόνιστος. Εσείς να μην υποχωρείτε κι ας μη βλέπετε άμεσα τα αποτελέσματα της προσπάθειάς σας, είναι σα να μας λέει, όταν με πικρή ειρωνεία σημειώνει στο τέλος των «Σκλάβων Πολιορκημένων»: «Κανένας δεν κατάλαβε τι έλεγε η Καμπάνα. Γιατί καθένας άκουγε τη δική του σκέψη»21.

Αυτή η επιμονή του Βάρναλη στην αληθινή, τη διαλεκτική, αντανάκλαση της πραγματικότητας, είναι απόδειξη του γνήσιου ρεαλισμού του: «Απεραντοσύνη της ασκήμιας, ήγουν της αλήθειας!», όπως λέει κι ο βαρναλικός Σωκράτης. Ταυτόχρονα όμως είναι και ένα από τα μεγαλύτερα προτερήματα της τέχνης του. Ούτε κήρυγμα και στείρα συνθηματολογία κάνει, ούτε επιχειρεί να συμπαρασύρει δημιουργώντας συναισθηματική φόρτιση και συγκινησιακές καταστάσεις. Ο Βάρναλης αποστασιοποιεί τον αναγνώστη και προσπαθεί να κινητοποιήσει τη σκέψη του για να βρει μόνος του τη διέξοδο. Κι αυτό το χαρακτηριστικό της τέχνης του κάνει την εγερτήρια προτροπή της - «και στον ίδρο το δικό, γίνε συ τ' αφεντικό»22- ν' ακούγεται τόσο αληθινή και φυσική, ώστε να προκαλεί αίσθημα ενοχής σε όποιον δεν την έχει ακόμη αποδεχτεί.

Σπάνιο λογοτεχνικό δείγμα όχι μόνο αυτής της τεχνικής, αλλά προπαντός της ταξικής θέσης απέναντι στον πόλεμο αποτελεί η ποιητική σύνθεσή του «Σκλάβοι Πολιορκημένοι». Στο έργο αυτό και στην ενότητά του «Πόλεμος» ζωντανεύουν δύο αντιπροσωπευτικοί χαρακτήρες λαϊκών ανθρώπων, στρατιωτών. Ο ένας είναι ο σκεφτικιστής, που αν και ακόμη δε βλέπει τη δική του διέξοδο απ' το δράμα του πολέμου, σέρνεται σ' αυτόν με βαριά καρδιά. Κι αν υπάρχει κάτι που τον απαλλάσσει τελικά από το φόβο και τον πόνο των κακουχιών του πολέμου, είναι η σκέψη πως: «αν η τύχη μας φυλάξει, μοναχά ο οχτρός θ' αλλάξει»23.Η συνειδητοποίηση δηλαδή ότι ο πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχεια με άλλα μέσα ενός κρυφού κι ακήρυχτου ταξικού πολέμου απ' το κεφάλαιο ενάντια στο λαό.

Στον αντίποδα αυτού του χαρακτήρα στέκεται στο επόμενο ποίημα ο τρελός. Ο τρελός αντιπροσωπεύει το κομμάτι του εξαθλιωμένου και αποβλακωμένου λαού, που έχει ενστερνιστεί τα κούφια κηρύγματα των αστών για τη μεγάλη Ιδέα, το πατριωτικό χρέος και τα οφέλη που τάχα θα μοιραστεί κι ο ίδιος από τη νίκη - καλή ώρα όπως σήμερα - και ξετρελαμένος από χαρά τραβάει στον πόλεμο να σκοτωθεί. Η σκέψη του είναι τόσο πολύ αφιονισμένη, που μόνο σε ένα παραλήρημα στιγμιαίας τρέλας, ο μέχρι τώρα πλανεμένος νους του και τα κλεισμένα του μάτια βλέπουν τον κόσμο όπως θα 'πρεπε να είναι και παύουν «να ξαμώνουν σύνορα και χώριους ουρανούς»24. Και τότε ξεστομίζει σαν ευχή και προλεταριακό διεθνιστικό κάλεσμα μαζί. Αμποτες «Να ιδώ τον κόσμο ανάποδα / τον αδερφό μου ξένο / και τον οχτρόν αδέρφι μου / αδικοσκοτωμένο»25.

Σ' αυτόν τον άδικο, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τα θύματά του πρέπει ν' απαντήσουν με έναν άλλον, ένα δίκαιο πόλεμο ενάντια στη μόνιμη - σε πολεμικούς κι ειρηνικούς καιρούς - αιτία της δυστυχίας τους, λέει στη συνέχεια ο Βάρναλης με τη φωνή της Καμπάνας, το σύστημα της εκμετάλλευσης. Γιατί αυτός ο βασανισμένος και ταπεινωμένος, ο άσκημος λαός, που είναι ο πραγματικός δημιουργός κάθε ομορφιάς κι όλου του πλούτου, πρέπει να γίνει κι ο ιδιοκτήτης του:

Τ' άσκημα χέρια σου,

των όλω αιτία,

βαστάνε μάργελη

την Πολιτεία.

Βγαίνει απ' τα χέρια σου

καθ' αγαθό

του ωραίου περίθετο

το χρυσανθό.

Σφίξε τα χέρια σου,

για σένα κράτει

τ' άμοιαστον έργο σου,

την Πλάση ακράτη

κι όλο ανεβαίνοντας

προς τη Χαρά,

μέσα σου θα 'νιωθες

αστρών σπορά!26

Μα για να νιώσει αυτή τη χαρά πρέπει πρώτα ο λαός να ξεμπερδέψει όχι με τους άλλους κι όμοια μ' αυτόν τυραννισμένους λαούς, αλλά με τον πραγματικό του τύραννο, την αστική τάξη της ίδιας του της χώρας, που ενάντια σ' αυτήν πρέπει να στρέψει την οργή και τα όπλα του. Και μανιασμένα πια στο τέλος του ποιήματος η Καμπάνα βροντοχτυπά και βροντοφωνάζει: «Δεν είναι μπρος, / είν' από πίσω σου / κρυφός ο οχτρός»27.

Την ανάγκη ο λαός να πάρει με την πάλη του τη λευτεριά του κι όχι με παρακάλια και το ξετύλιγμα τ' αργό28, να αντιμετωπίσει δηλαδή με τη βία, τη βία που ασκεί πάνω του η αστική εξουσία έχει αναδείξει από τα πρώτα ώριμα έργα του ο Βάρναλης. Στην «Αληθινή Απολογία του Σωκράτη» στερεώνει ακόμη βαθύτερα την ιδέα του προλεταριακού διεθνισμού ξεσκεπάζοντας το αστικό ιδεολόγημα περί ενότητας της πατρίδας και του έθνους, που μαγαρίζει ως τις μέρες μας τη λαϊκή συνείδηση: Δικιά σας η πατρίδα, μα τίποτα δικό σας μέσα σ' αφτήνε: χωράφια και παλάτια, καράβια και χρήμα, Θεοί κι εξουσία, σκέψη και θέληση - όλα ξένα!... Κι όταν βυθίζεται το μάτι σας πέρα στο γαλάζιο πέλαγος, όπου πάνε κι έρχονται καΐκια και φρεγάδες κουβαλώντας από το στόμα του Νείλου κι απ' τον Κιμμέριο Βόσπορο κι απ' τις Ηράκλειες στήλες σιτάρι, χάλκωμα, μετάξι και γυναίκες, περηφανέβεστε, πως είναι δικά σας, γιατί 'ναι... «εθνικά»! Και κανένας δε συλλογάται, πως όλα τ' αγαθά μαζέβονται σε λίγα χέρια29.

Με λίγα λόγια, ο Βάρναλης δεν είναι μόνο χαλαστής. Πάνω απ' όλα είναι ο πλάστης ενός καινούριου ανθρώπου με συνείδηση της θέσης και των σκοπών του στην κοινωνία. Κι όπως γίνεται στην πραγματική ζωή, έτσι και στην ποίησή του, τα θετικά παραδείγματα μπορεί να είναι λιγότερα, όχι όμως και ανύπαρκτα. Ανάμεσα στους θετικούς ήρωες του Βάρναλη ξεχωρίζουμε δύο, τον Ιούδα και την Μαγδαληνή. Και οι δύο είναι οι μετανιωμένοι. Οχι τυχαία γιατί ο Βάρναλης δεν απευθύνεται στους έτοιμους κομμουνιστές, αλλά στους αγέννητους ακόμα.

Στο ποίημα η «Αγωνία του Ιούδα», ο ορισμένος από τις Γραφές προδότης του Χριστού γίνεται το σύμβολο του ανθρώπου που προδίνει την παλιά πίστη του, μεταστρέφεται δηλαδή ιδεολογικά, γιατί συνειδητοποιεί το άσκοπο της θυσίας για οποιαδήποτε ιδεολογία αφήνει ανέγγιχτους τους πραγματικούς υπαίτιους της ανθρώπινης δυστυχίας. Και σαν πρωτοπόρος λαϊκός αγωνιστής απευθύνεται προς όλα τα θύματα της εκμετάλλευσης με τα παρακάτω λόγια, εντυπωσιακά επίκαιρα στα σημερινά χρόνια των ατελείωτων θυσιών, που καλείται να υποστεί ο λαός μας για τα συμφέροντα των λίγων:

Δεν είναι μοναχά η δικιά μου μοίρα, που με τυραννά,

μάβροι συντρόφοι της δουλειάς και της απελπισίας.

Ηλιος ζεστός και γόνιμος τα χρόνια μας τα σκοτεινά

για κείνους, ...που την αρετή μας ζητάνε της θυσίας.

Ηρθε γι' αφτούς, - για μας... ακόμ' αργεί ο ωραίος Μεσσίας.30

Η Μαγδαληνή πάλι είναι το σύμβολο του ανθρώπου που μεταμορφώνεται κάτω από την επίδραση της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Κήρυκας αυτής της ιδεολογίας στο ποίημα είναι ο Χριστός, σύμβολο του απεσταλμένου απ' τους ανθρώπους - κι όχι απ' το Θεό - αγωνιστή. Η Μαγδαληνή δε μεταπείθεται αμέσως. «Δεν είταν άξαφνη αστραψιά. Τούτο συνέβη αργά σιγά...»31 λέει. Μόλις όμως άρχισε να καταλαβαίνει, όλες οι παλιές αξίες της αναποδογυρίζουν. Την ευτυχία δεν τη βρίσκει πια στα ανταλλάγματα, αλλά στο δόσιμο χωρίς μιστό. Την ατομική ελευθερία της την ανακαλύπτει στο σκλάβωμα σε κάποιο ιδανικό σωστό. Σε μια κορυφαία στιγμή εξομολόγησης της βαθιάς πίστης του Βάρναλη στη δύναμη του λαού να αναγεννήσει το θυσιασμένο στα ξένα συμφέροντα άνθρωπο-Χριστό, το ποίημα καταλήγει: «Εγώ μονάχα το 'νιωσα, που είμουν λάσπη και κοινή.... πόσο Χριστέ σουν άνθρωπος! Κι εγώ... θα σ' αναστήσω!»32. Με άλλα λόγια, αυτός, ο κοινός και ταπεινωμένος θνητός, είναι ο μόνος που μπορεί να δώσει πίσω, στο σκοτωμένο απ' την εκμετάλλευση άνθρωπο, τη χαμένη του ζωή.

Στο ποιητικό έργο των δύο τελευταίων δεκαετιών της ζωής του - «Ελεύθερος Κόσμος» και «Οργή Λαού» - γραμμένο από το 1952 κι έπειτα33- αναμφίβολα λιγότερο επινοητικό από το προηγούμενο - αλλάζει ριζικά ο τρόπος που ο Βάρναλης αντιμετωπίζει το λαό. Οχι πως τον εγκατέλειψε το σατιρικό του δαιμόνιο. Εκείνοι όμως που το μονοπωλούν είναι πια οι εκπρόσωποι της εξουσίας και τα κάθε είδους τσιράκια της, οι εθνικόφρονες, οι δραπέτες της ζωής, οι διανοούμενοι κομμουνιστές που αλλαξοπίστησαν: Πήδα στη γκιόστρα νιόγαμπρος μ' αριστερή παντιέρα, / για να χει αξία, σα «μετανοιώσεις», γιόκα παραπέρα34.

Ο λαός όμως δεν είναι πια το άγνωμο χαϊβάνι, αλλά αυτός που στα χρόνια της Αντίστασης και του αγώνα του ΔΣΕ μεγαλούργησε και τώρα είναι ηττημένος. Κι όμως, πολύν καιρό δεν έχει, ετούτ' οι πεθαμένοι / Κάνανε θάμ' αθάνατο...35 Κι ο Βάρναλης γίνεται ο εμψυχωτής τους: Αθάνατε λαέ, της Ιστορίας / εσύ τα περασμένα κι αβριανά36. Μα το θέμα του είναι τ' αυριανά. Το θέμα του είναι να εμπεδωθούν τα συμπεράσματα από την ήττα. Και σαν τραγικό παιχνίδι της ιστορίας ξανακούγεται στην ποίησή του - επιβεβαιωμένος πια από τη ζωή σα σιδερένιος ιστορικός νόμος που παραβιάστηκε - ο μακρινός από το 1927 αντίλαλος της Καμπάνας για τον πραγματικό, κρυφό εχθρό: «Οταν η μάχ' η μεγάλη δοθεί, για να μην ξαναχάσουνε τη λεφτεριά τους, θ' αφανίσουνε πρώτα τα ντόπια θεριά τους»37.

Ο Βάρναλης, με άλλα λόγια, δεν «αναθεώρησε» το ταξικό του κριτήριο, παρά τις όποιες επιδράσεις φαίνεται να δέχεται το έργο του από τις ιδεολογικές περιπέτειες του κομμουνιστικού κινήματος. Μέχρι το τέλος της ζωής του και παρά την πικραμένη οργή του για το αδικαίωτο του αγώνα του, είχε βαθιά πεποίθηση ότι άλλοι, διδαγμένοι από την εμπειρία των αποτυχιών πρωτοπόροι αγωνιστές, θα βαδίσουν χωρίς παραστρατήματα το δρόμο της κοινωνικής αναγκαιότητας, ώσπου να πραγματοποιήσουν το ιδανικό της πανανθρώπινης φιλιάς: «Κι όμως πάνου απ' τους τάφους θα περάσει ο δρόμος»38, γράφει.

Ο Βάρναλης, που προσπαθούσε να φτιάχνει με τους στίχους του καμπανιστά επιγράμματα για «να φιξάρονται στη θύμηση και να γίνονται σύνθημα κι αρχή ενέργειας»39και δράσης, είναι αλήθεια ότι συνειδητά δεν επιχείρησε να αφομοιώσει στην ποίησή του μοντέρνες τεχνοτροπίες, γιατί πίστευε ότι αυτό θα δυσκόλευε την προσέγγισή της από το λαό. Ομως, η μορφή της ποίησής του είναι το ίδιο με το επαναστατικό περιεχόμενό της πρωτοπόρα. Και από τις πιο προσωπικές. Η ανάμειξη διαφορετικών μορφών λόγου, από το θεατρικό διάλογο ή μονόλογο στον έμμετρο στίχο και την αφήγηση, η εναλλαγή της σάτιρας και του διονυσιασμού με τη λυρική δροσιά και την τρυφερότητα, η αναστροφή πανάρχαιων συμβόλων και μύθων και προπαντός η διαλεχτική ευλυγισία του λόγου του και η ατόφια δημοτική γλώσσα με τα ενσωματωμένα στοιχεία της αργκό του εργατόκοσμου40 φέρνουν έναν εντελώς φρέσκο και ζωογόνο αέρα στα εκφραστικά μέσα του καιρού του. Και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο πώς κατορθώνει στην ποιητική του πράξη να ξεπερνά τις αντιφάσεις που ξετρυπώνουν στην αισθητική θεωρία του - ως επίδραση των θετικιστικών σπουδών του - αλλά και πώς με το οξύτατο ταξικό του κριτήριο μπορεί κι αναπληρώνει τα όποια κενά της μαρξιστικής του κατάρτισης.

Πολλοί είναι εκείνοι που προσπάθησαν και προσπαθούν να παραχώσουν τον Βάρναλη στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Δεν τους αδικούμε. Η τέχνη του καίει και φωτίζει, δηλαδή ακατάπαυστα ενοχλεί. Η ποίησή του κάποτε έγινε ύμνος των εργατικών διαδηλώσεων και των μελλοθάνατων κομμουνιστών της Κατοχής που μπροστά στο απόσπασμα τραγουδούσαν: Ενας δεν είμαι, μα χιλιάδες! Οχι μονάχα οι ζωντανοί κ΄ οι πεθαμένοι μ' ακλουθάνε σε μιαν αράδα σκοτεινή41. Σήμερα υποσχόμαστε να συνεχίσουν το τραγούδι του, όχι πια τα άγουρα παιδιά42, όπως έγραφε με παράπονο τα τελευταία χρόνια της ζωής του λίγο μετά τη δικτατορία, αλλά «οι γενναίοι του σύντροφοι», που ωριμασμένοι απ' τα διδάγματα της ιστορίας θα ετοιμάσουν το έδαφος για τη Μεγάλη Πράξη.

Τα όσα είπαμε ως εδώ είναι ελάχιστα μπροστά στο μέγεθος του έργου και της προσωπικότητας που τιμάμε. Μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική εικόνα τους θα δώσουν οι άξιοι ομιλητές μας, Ελληνες και ξένοι, που ακολουθούν. Τους εκφράζουμε με όλη μας την καρδιά τις ευχαριστίες μας, γιατί χωρίς τη συμβολή τους θα ήταν αδύνατη η πραγματοποίηση αυτού του συνεδρίου και τους παραχωρούμε το βήμα».

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

1. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Κώστας Βάρναλης, Μελέτες, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1984 και Γ. Λαδογιάννη Οι επαναστατικές ιδέες στο «Φως που καίει» του Κώστα Βάρναλη, «Ριζοσπάστης» 25/11/2007.

2. Κ. Βάρναλης, Ο εχτρός, Ποιήματα, από τον τόμο Ποιητικά, Πεζός Λόγος, Ελεύθερος Κόσμος, εκδόσεις «Κέδρος» 1979

3. Κ. Βάρναλη, «Η πνευματική ζωή», Περιοδικό Νέα Ελλάδα, 20.11.1944.

4. Μάρκος Αυγέρης, Απαντα Τόμος Β΄, σελ. 208, εκδόσεις «Νέα Τέχνη», 1964

5. Κ. Βάρναλη, Φιλολογικά Απομνημονεύματα, Εκδόσεις «Κέδρος» 1981

6. Κ. Βάρναλη, Τέχνη και Ιδανικό, εφημερίδα Πρωΐα 9.5.1938

7. Κ. Βάρναλη, Ωφελιμότητα της τέχνης, εφημερίδα Πρωΐα 13.6.1938

8. Κ. Βάρναλη, Το φως που καίει, από τον τόμο Ποιητικά, Πεζός Λόγος, Ελεύθερος Κόσμος, εκδόσεις «Κέδρος» 1979.

9. Στο ίδιο

10. Κ. Βάρναλη, Φιλολογικά Απομνημονεύματα, Εκδόσεις «Κέδρος» 1981.

11. Κ. Βάρναλη, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, στο ίδιο.

12. Κ. Βάρναλη Ο «άγνωστος ήρως», ποιήματα, στο ίδιο.

13. Κ. Βάρναλης, Η αληθινή απολογία του Σωκράτη, στο ίδιο.

14. Μ. Λουντέμη, Ο Κονταρομάχος (Κ. Βάρναλης), εκδόσεις Δωρικός.

15. Κ. Βάρναλης, Η Καμπάνα, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, από τον τόμο Ποιητικά, Πεζός Λόγος, Ελεύθερος Κόσμος, εκδόσεις «Κέδρος» 1979.

16. Βάσος Βαρίκας, Κώστας Βάρναλης - Κώστας Καρυωτάκης, Εκδόσεις Πλέθρον, 1978

17. Στάρκος (Τάκης Κόντος) «Ριζοσπάστης» 24.2.1935 και Μάρκος Αυγέρης Απαντα, Τόμος Β΄, εκδόσεις «Νέα Τέχνη», 1964

18. Αντρέας Καραντώνης, Αφιέρωμα στον Κώστα Βάρναλη, Περιοδικό Νέα Εστία, Χριστούγεννα 1975

19. Κ. Βάρναλη, Ο Καλός Λαός, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, από τον τόμο Ποιητικά, Πεζός Λόγος, Ελεύθερος Κόσμος, εκδόσεις «Κέδρος» 1979.

20. Κ. Βάρναλης, Οι μοιραίοι, ποιήματα, στο ίδιο.

21. Κ. Βάρναλης, Η Καμπάνα, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, στο ίδιο.

22. Κ. Βάρναλης, Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου, Ποιήματα, στο ίδιο.

23. Κ. Βάρναλης, Εφοδος, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, στο ίδιο.

24. Κ. Βάρναλη, Ο τρελός, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, στο ίδιο.

25. Στο ίδιο.

26. Στο ίδιο

27. Στο ίδιο

28. Κ. Βάρναλης, Λεφτεριά, Ποιήματα, στο ίδιο

29. Κ. Βάρναλης, η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη, στο ίδιο.

30. Κ. Βάρναλης, η Αγωνία του Ιούδα, Σκλάβοι Πολιορκημένοι, στο ίδιο.

31. Κ. Βάρναλης, η Μαγδαληνή, Το φως που καίει, στο ίδιο.

32. Στο ίδιο.

33. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Κ. Βάρναλης, Μελέτες, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1984

34. Κ. Βάρναλης, Σταδιοδρομία, Ελεύθερος Κόσμος, από τον τόμο Ποιητικά, Πεζός Λόγος, Ελεύθερος Κόσμος, εκδόσεις «Κέδρος» 1979.

35. Κ. Βάρναλης, Ψυχοδύναμη, Ελεύθερος Κόσμος, στο ίδιο.

36. Κ. Βάρναλης, Στον ήρωα Λαμπράκη, Ελεύθερος Κόσμος, στο ίδιο.

37. Κ. Βάρναλης, Ιστορία, Ελεύθερος Κόσμος, στο ίδιο.

38. Κ. Βάρναλης, Οδός Σταδίου, στο ίδιο.

39. Κ. Βάρναλης, Φιλολογικά Απομνημονεύματα, Εκδόσεις «Κέδρος» 1981.

40. Μ. Μ. Παπαϊωάννου, Κ. Βάρναλης, Μελέτες, ό.π.

41. Ειρηνικός (Νίκος Παπαπερικλής), Ο ποιητής μας, Κώστας Βάρναλης, Τα πενηντάχρονα του έργου του, Εκδόσεις «Κέδρος» 1957.

42. Κ. Βάρναλης, Επιγράμματα 18, Οργή Λαού, Εκδόσεις «Κέδρος» 1992.

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
«Ατταλος Γ'» - διαχρονική και επίκαιρη διδαχή για το λαό (2011-04-07 00:00:00.0)
Φλογίστηκε από τα ιδανικά της σοσιαλιστικής επανάστασης (2011-03-26 00:00:00.0)
Ποιητής - «οδηγητής» του λαού (2004-12-16 00:00:00.0)
Κώστας Βάρναλης (2003-11-30 00:00:00.0)
Ο Κ. Βάρναλης για τον Διον. Σολωμό (2002-06-30 00:00:00.0)
«Μνημείο» του βαρναλικού πνεύματος (2001-09-16 00:00:00.0)

Κορυφή σελίδας
Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ