ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 14 Οχτώβρη 2000
Σελ. /40
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Ο ιστορικός αναθεωρητισμός και οι σύγχρονοι κομπάρσοι του

Η Κεφαλλονιά αυτό το καλοκαίρι έγινε πασαρέλα διαφόρων διασημοτήτων στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι». Σύμφωνα με κάποια τηλεοπτικά κανάλια, η τιμή αυτή ήταν πάρα πολύ μεγάλη και φυσικά, όλοι τους βεβαίωσαν αυτό, που είναι προδιαγραμμένο ν' ακουστεί: Πόσο τους αρέσει να είναι στην Ελλάδα. Με απαράμιλλη δουλοπρέπεια μπροστά στα ξένα αστέρια, διάφοροι δημοσιογράφοι είναι πρόθυμοι να δεχτούν ακόμα και την προσβολή της ιστορικής οντότητας της χώρας τους, προκειμένου να τους αναγνωρίσουν «οι ξένοι».

Τα γυρίσματα μιας ιστορίας, που έχει δύο πλευρές, τελείωσαν. Η μια πλευρά είναι η περήφανη ιστορία μιας λαϊκής αντίστασης, που ρίχνεται στη λάσπη από έναν Αγγλο συγγραφέα. Η άλλη πλευρά είναι η ντόπια συνεργασία σ' αυτή την επιχείρηση, που γνωρίζει διάφορους βαθμούς και αρκετές αποχρώσεις, από την ένοχη σιωπή, την υποκριτική αμηχανία μέχρι και το καθαρό γλείψιμο.

Να υπενθυμίσουμε με χρονολογική σειρά την ντόπια συναίνεση με το αισχρό βιβλίο, στο οποίο βασίζεται η ταινία. Στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης, γράφει: «Ενα υπέροχο βιβλίο, γραμμένο από έναν ξένο που μπορεί και διαβάζει με τα μάτια της καρδιάς του την ψυχή των Ελλήνων. Είναι ένας πραγματικός ύμνος στην πατρίδα μας και στον άνθρωπο. Ενας Ελληνας δε θα μπορούσε να το γράψει καλύτερα».

Και ο Ελληνας εκδότης, απαντώντας σε επιστολή αγανακτισμένου αντιστασιακού (Τα Νέα - 28.1.1999): «Μετά από το δικό μας "Ζορμπά" του Καζαντζάκη, είχαμε καιρό να δούμε την Ελλάδα να ακτινοβολεί στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα» και «"Το μαντολίνο του Λοχαγού Κορέλι" είναι ένας ύμνος για την Κεφαλλονιά και την Ελλάδα». Αυτός ο ύμνος ήταν τέτοιος, ώστε χρειάστηκε να απαλειφθούν από την ελληνική έκδοση τα πιο προσβλητικά χωρία και σ' ό,τι αφορά την ταινία: Μετά από πολλές διαμαρτυρίες το περιεχόμενο έπρεπε να αφυδατωθεί τόσο πολύ, ώστε να μη μείνει τίποτα άλλο από μια ερωτική ιστορία στο φόντο μιας σπαραχτικής ιστορικής περιόδου, που χάραξε όσο καμιά άλλη την ιστορία του τόπου.

Οι αναθεωρητές της ιστορίας

Ενας από τους παραγωγούς, ο Τιμ Μπέβαν, έχει δηλώσει στο ειδικό ένθετο της αγγλικής εφημερίδας «Γκάρντιαν» - 29.7.2000 - που είναι αφιερωμένο στην υπόθεση Κορέλι: «Εμείς κάνουμε έναν "Ντόκτορ Ζιβάγκο" παραπέμποντας σ' αυτή την ταινία, στην οποία δυσφημίστηκε η Οχτωβριανή Επανάσταση και τα ακόλουθα. Αυτή η παραπομπή αποτελεί μια σαφέστατη εξομολόγηση του στόχου. Η ταινία "Ντόκτορ Ζιβάγκο" "ανέτρεψε" την Οχτωβριανή Επανάσταση. Η ταινία "Λοχαγός Κορέλι" "ανατρέπει" την ιστορία της ελληνικής αντιφασιστικής αντίστασης».

Συνεχίζει ο ίδιος παραγωγός: «Είναι μια μεγάλη επική ρομαντική ιστορία. Η φιλονικία γύρω από την πολιτική και τον εμφύλιο είναι εντελώς ανιαρή, σ' ό,τι αφορά εμάς. Θέλουμε να κρατήσουμε 100 λεπτά συναίσθημα και να προκαλέσουμε πολύ κλάμα».

Οι παραγωγοί της ταινίας αναγκάστηκαν να βεβαιώσουν δημοσίως - τότε που θα άρχιζαν τα γυρίσματα - ότι δε θα άνοιγαν ξανά τις πληγές του Εμφυλίου, ούτε θα επαναλάμβαναν τη δυσφήμιση της Εθνικής Αντίστασης, όπως την εμπεριέχει προκλητικά το εν λόγω βιβλίο του Λουί ντε Μπερνιέρ. Το σενάριο αποτέλεσε ήδη μια μεγάλη υποχώρηση από τις προθέσεις του βιβλίου, αλλά ο σκηνοθέτης απομακρύνθηκε κι άλλο απ' το βιβλίο. Δηλαδή: Εβγαλε τα πιο επίμαχα και τα πιο ψευδή, σαφώς σαν αποτέλεσμα της θύελλας των αντιδράσεων στην Αγγλία και έπειτα και στην Ελλάδα, κυρίως από βετεράνους της Αντίστασης.

Για τον συγγραφέα δεν υπάρχουν αντικειμενικά ιστορικά γεγονότα, αλλά τα πράγματα είναι, όπως τα αντιλαμβάνεται κανείς. Εχει πει σε προηγούμενες εκδόσεις: «Πολλά απ' αυτά που έχω γράψει στηρίζονται σε φήμες ανακατωμένες με μύθο και θολές αναμνήσεις κι αυτό, φυσικά, είναι η ιστορία». Και από αυτές τις θολές, υποκειμενικές πηγές της ιστορίας κρατάει ό,τι γουστάρει για να κάνει την καθόλου θολή παραχάραξη της ιστορίας, επιλεκτικά, πρακτορικά, αντικομμουνιστικά. Οπως: «Αν οι Ελληνες κομμουνιστές δεν ήταν εντελώς άχρηστοι, κακόπιστοι και παρασιτικοί, τότε ήταν απίστευτα βαρβαρικοί». Σε ποιες θολές αναμνήσεις το στηρίζει αυτό; Σε ποιες φήμες;

Τον βοηθάει ο Κέβιν Λόντερ, ένας από τους παραγωγούς της ταινίας, λέγοντας: «Οι άνθρωποι έλεγαν για χρόνια και χρόνια ιστορίες ο ένας στον άλλο και δίνουν εντελώς αντιφατικές εκδοχές των γεγονότων». Σαν να μην υπάρχουν τόσα ντοκουμέντα και ιστορικές έρευνες από Ελληνες και ξένους ιστορικούς, γι' αυτή την τόσο οδυνηρή και ηρωική περίοδο.

Το να φωνάζει κανείς, όταν αδικείται, έχει αποτέλεσμα. Οι πρόσφατες εκδηλώσεις χαμηλότερων τόνων και επανυποχώρησης του Ντε Μπερνιέρ στον αγγλικό Τύπο, δείχνουν δείλιασμα του θρασύδειλου μπροστά στις κατακραυγές. Δε συζητάμε εδώ για το κατά πόσο είναι ειλικρινής. Για παράδειγμα: «Δεν άλλαξα γνώμη σχετικά μ' αυτό, που θεωρώ αλήθεια, αλλά έπρεπε να είχα λάβει υπόψη τη δυνατότητα ότι ίσως είχα άδικο». Η ιστορία της Αντίστασης είναι εξαιρετικά περίπλοκη και η μεταπολεμική δίωξη των κομμουνιστών ένα μεγάλο αίσχος, έχει δηλώσει. Σ' ένα μήνυμά του στην εφημερίδα «Γκάρντιαν», που με το ειδικό ρεπορτάζ διαψεύδει το βιβλίο του, γράφει: «Δεν είμαι πια τόσο σίγουρος για όλα, όσο ήμουν». Επειτα θα ήταν πρόθυμος να αλλάξει γνώμη, αν «προκύψουν πειστικές αποδείξεις». Και: «Ενα από τα προβλήματα, όταν γράφεις ιστορικά μυθιστορήματα, είναι ότι οι άνθρωποι σε κατακλύζουν με πληροφορίες, όταν είναι πια αργά να τα χρησιμοποιήσεις».

Αχ, δεν τα ήξερε καλά ο φουκαράς! Γιατί, όμως, σαν άνθρωπος έξυπνος και μορφωμένος, βιάστηκε να συκοφαντήσει και να βρίσει μια ιστορική περίοδο, για την οποία υπάρχουν τόσες ντοκουμενταρισμένες πληροφορίες; Φυσικά η ιστορία είναι όπως την αντιλαμβάνεται κανείς και όχι όπως είναι, εφόσον δε γουστάρουμε την αντικειμενική πραγματικότητα. Τότε την ξαναγράφουμε με ξόρκια, φήμες και θολές αναμνήσεις. Τα τερατώδη ψέματα, στο μεταξύ, εξακολουθούν να διαδίδονται, διότι ήδη ενάμισι εκατομμύρια αντίτυπα πουλήθηκαν και σίγουρα θα αυξηθούν οι πωλήσεις μόλις κυκλοφορήσει η ταινία, όσο «ανώδυνη» και αν είναι αυτή.

Ο Ντε Μπερνιέρ είναι ένας απ' τους πολλούς, που ξαναγράφουν την ιστορία, ιδιαίτερα τώρα, μετά από την αναδιάταξη του συσχετισμού των δυνάμεων, που ακολούθησε τη διάλυση των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού. Η διεθνής αντίδραση κάνει επίθεση σε πολλά επίπεδα, οργανωμένα, συντονισμένα και η αναθεώρηση της ιστορίας αποτελεί αναγκαίο και αναπόσπαστο μέρος αυτής της επίθεσης.

Και οι κομπάρσοι

Η παραπάνω πλευρά του ζητήματος είναι κατανοητή. Στο κάτω -κάτω της γραφής, δε θα περιμέναμε από τις αντιδραστικές δυνάμεις να αφήσουν τους λαούς να συνειδητοποιήσουν τη θέση τους και να ανατρέψουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Η δουλιά τους ήταν δοσμένη. Ομως, δε θα μπορούσαν να κάνουν τη δουλιά τους, αν δεν έβρισκαν στις χώρες του στόχου τους, ντόπιους συνεργάτες.

Η ελληνική κυβέρνηση προμήθευσε για το γύρισμα της ταινίας ναρκαλιευτικά, πλοία του Πολεμικού Ναυτικού και εκατοντάδες στρατιώτες, κομπάρσους στην υπηρεσία εκείνων, που βρίζουν το πιο περήφανο κομμάτι της ιστορίας της χώρας. Ο υπουργός Πολιτισμού επισκέφθηκε την Κεφαλλονιά. Οχι βέβαια για να επιπλήξει τους δημιουργούς της ταινίας για την παραβίαση της ιστορίας, αλλά για να επαινέσει αυτό το «μεγάλο» πολιτιστικό γεγονός μπροστά στις κάμερες και να συναντηθεί με τους συντελεστές της ταινίας.

Το μεγάλο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Γκάρντιαν» (29-7-2000), από το οποίο αναδημοσιεύτηκαν εκτενή αποσπάσματα στο «Ριζοσπάστη» (2-8-2000) γράφει κι άλλα καταπληκτικά. Ο Νομάρχης της Κεφαλλονιάς (ΠΑΣΟΚ), ο οποίος διαπραγματεύτηκε τους όρους για το γύρισμα της ταινίας, χαρακτήρισε το βιβλίο «αντιδραστικό και εσφαλμένο». «Ο συγγραφέας, είπε, χρησιμοποίησε σαφώς βρετανικές πηγές εκείνης της εποχής κι αυτοί, φυσικά, είχαν το ρόλο του εισβολέα».

Ο δήμαρχος της Σάμης (ΠΑΣΟΚ), όπου έγιναν τα γυρίσματα, απείλησε να παραπέμψει τους συντελεστές της ταινίας στο Διεθνές Δικαστήριο, αν περιλάβουν σ' αυτήν τα πιο επίμαχα των λεχθέντων στο βιβλίο του Ντε Μπερνιέρ. Τα λόγια είναι μεγάλα και σοβαρά. Η πράξη, ωστόσο, δείχνει και μια άλλη αντίληψη. Το πώς ανακατεύονται από την πλευρά της επίσημης πολιτείας η δουλοπρέπεια, η αμηχανία, η διπροσωπία, η υποταγή και ο στόμφος σε ένα απίθανο σύνολο, μπορεί να φανεί και από το εξής τσιτάτο, που ο αρθρογράφος της «Γκάρντιαν» σημείωσε από το στόμα ανώτερου εκπροσώπου των τοπικών αρχών του νησιού, εκφράζοντας τις ανησυχίες για το πώς τελικά θα βγει η ταινία: «Αν μας πηδήξουν (η μετάφραση είναι ευφημιστική), δεν ξέρω τι θα κάνουμε».

Μπράβο, Τοπική Αυτοδιοίκηση! Τόσο λίγο κουμάντο κάνεις στον τόπο σου; Το χρήμα πάει πάνω από την αξιοπρέπεια;

Η εικόνα ολοκληρώνεται με τις δηλώσεις του ανθρώπου, που πιθανά (ο συγγραφέας το αρνείται) ενέπνευσε τον συγγραφέα για το πρόσωπο του Κορέλι. Ο λόγος για τον Ιταλό αντιφασίστα λοχαγό Παμπαλόνι, επιζώντα των σφαγών, που χαρακτήρισε το βιβλίο του Ντε Μπερνιέρ «ρατσιστικό λεκέ στην ελληνική Αντίσταση». («Ριζοσπάστης» 1-8-2000).

Στη συνέντευξη που είχε η «Γκάρντιαν» μαζί του, αναφέρθηκε στα εθνικά στερεότυπα των Ελλήνων και Ιταλών, όπως εμφανίζονται στο ως άνω βιβλίο. «Ο Λουί ντε Μπερνιέρ φαίνεται να βλέπει τους Ιταλούς και τους Ελληνες σαν κατώτερη ράτσα, όπως πολλοί Βρετανοί την εποχή της Αυτοκρατορίας».

Οπως είπαμε και σε περσινό άρθρο στο «Ριζοσπάστη» (5-9-99), ίσως εκεί είναι ο πραγματικός πόνος του συγγραφέα. Οι λαϊκές επαναστάσεις και εξεγέρσεις των «κατώτερων φυλών» της Γης του 20ού αιώνα σήμαναν το τέλος της αποικιοκρατικής Αυτοκρατορίας, αλλά όχι της αποικιοκρατικής νοοτροπίας και του κάθε ρεβανσιστικού πόθου αποκατάστασης της παλιάς τάξης των πραγμάτων. Γι' αυτό πρέπει να αναθεωρηθεί η ιστορία του 20ού αιώνα και οι αναθεωρητές της ψάχνουν - και βρίσκουν - στα πρώην κατεχόμενα εδάφη (όπως τα Ιόνια νησιά, που ήταν «αγγλικά» από το 1809 μέχρι το 1864) τους ντόπιους σύγχρονους και εκσυγχρονισμένους ραγιάδες, που διαθέτουν την αντίστοιχη νοοτροπία του αποικιοκρατούμενου.

Αλλιώς, η δουλιά δε θα μπορούσε να γίνει.


Αννεκε ΙΩΑΝΝΑΤΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ