ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 7 Ιούλη 2011
Σελ. /28
Μαύροι γάτοι, πιγκουίνοι και γαλάζιοι άγγελοι!

Πέντε συνολικά οι καινούριες παραγωγές της βδομάδας εκ των οποίων οι τρεις γαλλικές. Μια καλοκαιρινή κωμωδία extra light, ένα παγερό ψυχολογικό θρίλερ κι ένα ιστορικό αισθηματικό δράμα. Γαλλογερμανική παραγωγή πρόσφατης σοδειάς η τελευταία - δεν την είδαμε γιατί προβλήθηκε τη μέρα της απεργίας - μας είπαν όμως ότι πρόκειται για ταινία «βαρετή». Τίτλος της «Η Πριγκίπισσα του Μονπανσιέ», σκηνοθέτης της ο Μπερτράν Ταβερνιέ και στους κύριους ρόλους η Μελανί Τιερί και ο Λαμπέρ Ουιλσόν. Οι δύο από τις νέες ταινίες που υπολείπονται είναι αμερικάνικες, αμφότερες κωμωδίες. Παραγωγής 2011 οι «Φιλενάδες» σε σκηνοθεσία του Πολ Φιγκ και «Ο κύριος Πόπερ και οι πιγκουίνοι του» του Μαρκ Γουότερς με τον Τζιμ Κάρεϊ ως κύριο Πόπερ. Για πολλοστή βέβαια φορά, το αριστείο πηγαίνει δαγκωτό στην επανέκδοση της κλασικής ταινίας του φον Στέρνμπεργκ, της πρώτης ομιλούσας, γυρίστηκε το 1929, στη Γερμανία, της θρυλικής «Ο Γαλάζιος Αγγελος». Ταινία που πρέπει όλοι - ιδιαίτερα οι νεότεροι - να δουν και να ξαναδούν, όχι για λόγους εγκυκλοπαιδικής κατάρτισης, γενικότερης πληροφόρησης ή μουσειακής . Χρήσιμο είναι η ανάγνωση της ταινίας να γίνεται με γνώμονα τη γνωστή θέση του μαρξιστή Γερμανού θεωρητικού του κινηματογράφου Ζίγκφριντ Κράκαουερ - πρωτοδημοσιεύτηκε το 1947 - που ισχυρίζεται ότι ο κινηματογράφος της Βαϊμάρης αντανακλά τη βαθιά ψυχολογική σύγκρουση του γερμανικού λαού, η στάση του οποίου, αδιαμφισβήτητα οδήγησε στη δικτατορία του Χίτλερ. Θέση που ενώ αμέσως μετά τον πόλεμο υιοθετήθηκε ευρέως, απορρίφθηκε αργότερα από ορισμένους ακαδημαϊκούς κύκλους ως απλοϊκά ντετερμινιστική, για να επανακάμψει σήμερα παγιωμένη.

ΓΙΟΖΕΦ ΦΟΝ ΣΤΕΡΝΜΠΕΡΓΚ
Ο γαλάζιος άγγελος

Πλησιάζοντας στα 1930, ο Αμερικανός ποιητής και κριτικός κινηματογράφου Χάρι Αλαν Ποτάμκιν ανέφερε ότι υπήρχαν ενδείξεις ότι σοβαρά σκεπτόμενοι δημιουργοί θα υποχρέωναν τον γερμανικό κινηματογράφο να βγει από το λήθαργο και από τα αδιέξοδα των στούντιο και να αρχίσει να αφηγείται για σημαντικά θέματα. Στις αρχές του '30, η Γερμανία οδεύει ολοταχώς προς κρίση, πρωτίστως πολιτική, αλλά και στο πεδίο της διανόησης και αισθητικής. Οποιος βρίσκεται στα πρόθυρα της κρίσης, ή έχει περάσει το κατώφλι της ζυγιάζει τα υπέρ και τα κατά πριν καθορίσει τη γραμμή πλεύσης του.

Κρίνοντας από τις δυο σημαντικότερες ταινίες της εποχής καταλαβαίνουμε ότι αυτό έπραξε και το γερμανικό σινεμά. «Γαλάζιος Αγγελος» και «Μ» θεωρούνται ταινίες που καταγράφουν την ψυχολογική κατάστασης της εποχής. Και οι δύο ταινίες εισχωρούν στα βάθη της συλλογικής ψυχής και αποκαλύπτουν τα υπόγεια στρώματα της σύγχρονης πραγματικότητας - κάτι που τόσο ο Πάμπστ όσο και ο Ρούτμαν προσπάθησαν να κάνουν είτε μέσα από το μελόδραμα, είτε από τη μόνιμη αποσπασματικότητα. Οι προαναφερθείσες ταινίες και οι δύο ήταν ανάσες από ισχυρό αίσθημα υπευθυνότητας για όλα όσα παρατίθενται στο εσωτερικό τους, ήταν προϊόν μυαλών ελεύθερων και έξω από το λήθαργο.

Ο αυστριακής καταγωγής Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ κλήθηκε από το μυθικό παραγωγό της UFA, Εριχ Πόμερ, να σκηνοθετήσει τον «Γαλάζιο Αγγελο» το 1930. Η ταινία στηρίχτηκε στη νουβέλα του Χάινριχ Μαν, «ProfessorRath» (1905), στη σταθερή αξία του συγγραφέα που προσπάθησε να αναπτύξει μια γερμανική παραλλαγή εκείνης της κοινωνικής λογοτεχνίας που άνθιζε στην Αγγλία και τη Γαλλία εδώ και κάμποσες δεκαετίες. Η νουβέλα του Μαν στιγμάτιζε τις ιδιόμορφες μνησικακίες της γερμανικής αστικής κοινωνίας μέσα από την παράξενη πικρία της προσωπικής του οπτικής. Εξάλλου, κάθε έθνος ασκεί κριτική ενδοσκόπησή του, κάτι που συνιστά και μέσο αυτοπροστασίας του.

Ο ηθοποιός Εμιλ Γιάνινγκς ερμηνεύει το ρόλο του Rath, του καθηγητή μέσης εκπαίδευσης σε μια κωμόπολη με λιμάνι. Αυτός ο άγαμος μεσήλικας ανταγωνίζεται επίμονα τους μαθητές του, οι οποίοι σύντομα διαισθάνονται και αναγνωρίζουν τις αναστολές που κρύβουν οι μικροπρεπείς και τυραννικοί τρόποι του Rath που όταν μαθαίνει ότι οι μαθητές του συχνάζουν στο καμαρίνι της Λόλα Λόλα, της σταρ του θιάσου που εμφανίζεται στο καμπαρέ «Γαλάζιος Αγγελος» αποφασίζει να κανονίσει τους λογαριασμούς μ' αυτήν τη διεφθαρμένη σειρήνα. Σπρωγμένος από ηθική αγανάκτηση και άρρωστα απωθημένο ερωτικό φθόνο, ο ανόητος καθηγητής επιχειρεί να μπει στην καμαρούλα της ντίβας. Αντί να βάλει όμως τέλος στη νεανική υπερβολή, μπλέκεται ο ίδιος στα δίχτυα της γοητείας της Λόλα Λόλα (Μαρλέν Ντίτριχ) τόσο πολύ, ώστε πρώτα μοιράζεται το κρεβάτι της και μετά της κάνει πρόταση γάμου. Η κατάληξη είναι ότι υποχρεούται να εγκαταλείψει το σχολείο. Ε και; Τι τον νοιάζει πια;

Στη γαμήλια γιορτή κι έχοντας πια περιπέσει σε κατάσταση παραληρηματικής ευφορίας, ο καθηγητής καταφέρνει να εντυπωσιάσει τους αρτίστες με μια εκπληκτικής πιστότητας μίμηση του λαλήματος του πετεινού. Την ίδια όμως στιγμή που ο Rath νομίζει και πιστεύει ότι αρχίζει η ζωή του ως ελεύθερου ατόμου, άρχεται η τραγική κατρακύλα του.

Ο θίασος περιοδεύει από πόλη σε πόλη. Η σύζυγος πλέον του καθηγητή, Λόλα Λόλα, όχι μόνο τον υποχρεώνει να εργάζεται σκληρά αλλά συμφωνεί απόλυτα με την πρόταση του διευθυντή, του μάνατζερ, να παρουσιάζει ο καθηγητής επί σκηνής, εκείνο το αστείο νούμερο, το λάλημα του κόκορα. Η ταπείνωση του καθηγητή φθάνει στην κορύφωσή της όταν ο θίασος επιστρέφει στον «Γαλάζιο Αγγελο» ελπίζοντας να κάνει αίσθηση που μεταφράζεται σε οικονομική επιτυχία, έχοντας στο σόου τον πρώην καθηγητή της πόλης. Τω όντι. Ολόκληρη η πόλη συνωστίζεται στο καμπαρέ κι ανυπομονεί να δει και να ακούσει το «κικιρίκου» του σεβάσμιου συμπολίτη τους. Πιέζουν κι εξαναγκάζουν τον Rath να ανέβει στη σκηνή. Εκείνος σε κατάσταση μαινόμενου ταύρου εγκαταλείπει τη σκηνή και πάει να στραγγαλίσει τη Λόλα Λόλα, το πλήθος τον αποτρέπει και τον παρατά στην απελπισία του. Κι εκείνος λες και ξαφνικά ξυπνά από εφιάλτη. Ιδιο θανάσιμα πληγωμένο ζώο προσπαθεί να βρει καταφύγιο στη φωλιά του, πάει στο σχολείο, στην τάξη που δίδασκε κι εκεί πεθαίνει.

Εκτός από ερωτική ιστορία και σπουδή στο σαδισμό η ταινία του φον Στέρνμπεργκ υπογραμμίζει το οριστικό τέλος της γερμανικής παράλυσης. Ο καθηγητής Rath εκπροσωπεί τη μεσαία τάξη που σαν τον «παλικαρά» εξεγείρεται κατά των συμβάσεων κι αφήνει το σχολείο για το καμπαρέ. Και ακριβώς σαν όλους τους «μάγκες», αυτός ο επίδοξος «επαναστάτης» υποτάσσεται πάλι. Οχι στα γνωστά στάνταρντ της παλιάς μεσαίας τάξης, αλλά σε δυνάμεις απείρως χειρότερες από αυτές από τις οποίες απέδρασε! Και το σημαντικό είναι ότι με την πάροδο του χρόνου, αποκαλύπτεται ότι ο καθηγητής δεν είναι ουσιαστικά θύμα της Λόλα Λόλα, αλλά του μάνατζερ. Ο αρχετυπικός αυτός χαρακτήρας του γερμανικού σινεμά της εποχής, αντί να ωριμάσει, μπαίνει σε διαδικασία παλινδρόμησης που εκφράζεται με επιδεικτική μεμψιμοιρία. Ο «Γαλάζιος Αγγελος» θέτει ξανά το πρόβλημα της γερμανικής ανωριμότητας και, επιπλέον, επεξεργάζεται τις συνέπειές της, όπως εκδηλώνονται στη συμπεριφορά των αγοριών αλλά και των καλλιτεχνών, που σαν τον καθηγητή είναι βλαστάρια της μεσαίας τάξης. Ο ωμός σαδισμός τους απορρέει από τη μεγάλη ανωριμότητά τους, που υποχρεώνει τα θύματά τους σε υποταγή. Το φιλμ του φον Στέρνμπεργκ μοιάζει να είναι μια σιωπηρή προειδοποίηση για ό,τι θα συμβεί στην πραγματική ζωή, λίγα χρόνια μετά. «Τα αγόρια λες και γεννήθηκαν για να στοιχηθούν στη νεολαία του Χίτλερ και η επινόηση του "λαλήματος του πετεινού" είναι μια συνεσταλμένη συμβολή σε μια ομάδα ιδίων, εάν όχι ευφυέστερων επινοήσεων που χρησιμοποιήθηκαν πολύ στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης», γράφει ο Κράκαουερ.

Ο φον Στέρνμπεργκ είναι μαέστρος στην τέχνη της σύνθεσης και κατασκευής χώρων ικανών να παράγουν και να ενισχύουν αμυδρές συγκινήσεις. Στην ταινία, οι μακρινοί ήχοι από το λιμάνι όπως ο καθηγητής διασχίζει τους νυχτερινούς δρόμους προς το καμπαρέ. Οταν, έτοιμος να αφήσει το σχολείο οριστικά, ο Rath κάθεται μόνος, στο γραφείο του και μια λήψη με τράβελινγκ που αγκαλιάζει την άδεια αίθουσα, με τον τρυφερά αργό ρυθμό ενός τελευταίου αγκαλιάσματος. Η ίδια λήψη ξαναεμφανίζεται στο τέλος της ταινίας όμως τώρα λειτουργεί σαν νεκρολογία, που συνοψίζει εντυπωσιακά την ιστορία ενός νεκρού άνδρα με το κεφάλι πεσμένο πάνω στο γραφείο. Τα κοντινά εσωτερικά πλάνα στον «Γαλάζιο Αγγελο» είναι προικισμένα με δύναμη έκφρασης σπάνια, το ίδιο και η ανάμειξη από αποσπάσματα αρχιτεκτονικά, χαρακτήρες και ακαθόριστα αντικείμενα αλλά και η Λόλα Λόλα όταν τραγουδά το περίφημο τραγούδι της σε μια σκηνή μινιατούρα, παραγεμισμένη τόσο που και η ίδια μοιάζει να είναι μέρος του σκηνικού... Η ταινία είχε άμεση διεθνή επιτυχία που κυρίως οφείλεται στο ρόλο της Λόλα Λόλα όπως τον ερμήνευσε η Ντίτριχ, με τις προκλητικές γάμπες και τους ελευθεριάζοντες τρόπους, ρόλος που συνιστούσε μια καινούργια ενσάρκωση του σεξ ...

Παίζουν: Μαρλέν Ντίτριχ, Εμιλ Γιάνινγκς, κ.ά.

Παραγωγή: Γερμανία (1930).

ΝΙΚΟΛΑ ΚΙΣ
Ο μαύρος γάτος του έρωτα

Ο Ζιλιέν από τότε που θυμάται τον εαυτό του είναι γκαντέμης. Φέρνει γρουσουζιά σ' όλους όσοι βρίσκονται γύρω του. Ολες οι, κατά καιρούς, κοπέλες του πρωταγωνίστησαν σε καταστροφικά ατυχήματα έως και δυστυχήματα. Κι όλες τον παράτησαν κακήν κακώς. Και μόνο που τον αντικρίζουν γουρλώνουν τα μάτια, φτύνουν τον κόρφο, κάνουν το σταυρό τους ...σαν να βλέπουν τον ίδιο το διάβολο, ακριβώς σαν τους ήρωες του Πιραντέλο στο έργο του «Il Iettatore»...

Ετσι ο Ζιλιέν σταμάτησε να ζει σε σχέσεις κι από την πράξη πέρασε στη θεωρία και σήμερα εμφανίζεται σαν επιτυχημένος και γνωστός συμβουλάτορας ζευγαριών με προβλήματα.

Τα προβλήματα αρχίζουν τώρα που ερωτεύτηκε μια χαριτωμένη και σέξι σχεδιάστρια αυτοκινήτων, αλλά πρέπει να την κρατήσει μακριά του για να μην της κάνει κακό. Αυτό είναι το στοιχείο που καθορίζει τόσο την ίντριγκα όσο και τη δομή της κύριας αφήγησης - σαν εκτενή παρένθεση στο εσωτερικό της οποίας παρατίθενται γραμμικά σκηνές και γεγονότα. Γρήγοροι ρυθμοί, συνεχή flash back, πληθώρα στερεότυπων gags, ρόλοι σχηματικοί, που φορώντας τους οι ηθοποιοί κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν.

Ισορροπημένη και φροντισμένη ρομαντική κωμωδία αλ' αμερικάνα με σενάριο extra light, κομμένο και ραμμένο στα μέτρα που επιβάλλουν οι θαυμαστές του είδους, που τελικά κατέληξε συμπαθητική τηλεοπτική sitcom, με κάποιες στιγμές πηγαίας κωμικότητας.

Παίζουν: Βιρζινί Εφιρά, Φρανσουά - Ζαβιέ Ντεμεζόν, Ελί Σεμούν, Αρμέλ Ντοΐτς κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, Βέλγιο (2010).

ΑΛΕΝ ΚΟΡΝΟ
Η αντίζηλος

Χωρίς ιδιαίτερες αφηγηματικές εκπλήξεις το μακιαβελικής ίντριγκας, σαδιστικό παιχνίδι εξουσίας ανάμεσα σε δυο γυναίκες που κινούνται επαγγελματικά στην κορυφή μιας πολυεθνικής. Τεχνικές αποπλάνησης, κυνισμός, χειραγώγηση, φιλοδοξία, ολόκληρο το φάσμα συναισθημάτων που διέπει την αρχή του ανταγωνισμού εντός των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, ενταγμένο το μείγμα αυτό στο σενάριο διαμορφώνει εξαρχής υπόγειες δυνάμεις - που φορούν ένα καθωσπρέπει και chic προσωπείο - οι οποίες καλλιεργούν τη σουσπάνς με την αναμονή ενός ιλίγγου που όμως δεν έρχεται ποτέ...

Ασκηση μινιμαλιστικής αισθητικής και στιλ. Το σκοτεινά σιωπηλό περιβάλλον, ο τεχνητός ψυχρός φωτισμός, η παγερή σκηνογραφία του αποστειρωμένου από μνήμες και άδειου, συνθέτουν τη γοητεία, αλλά και το όριο του χώρου που αγγίζει προδιαγραφές απεικόνισης του φανταστικού. Σε θέση απόλυτου μονάρχη η Κριστίν (την υποδύεται η καλή όπως πάντα Κριστίν Σκοτ Τόμας). Προσωποποίηση της απόλυτης παντοδυναμίας, που εδράζεται στον παγωμένο υπολογισμό, τον τρόμο και τη χρήση παντός θεμιτού και αθέμιτου μέσου. Η Κριστίν ισχυροποιεί τη θέση της (ως προς τους μετόχους) και διά της καθιερωμένης τακτικής της «οικειοποίησης» της μητρότητας όποιων ευφυών ιδεών γεννά η νεαρή μισθωτή της σκλάβα, Ιζαμπέλ, την οποία η Κριστίν έχει ολοκληρωτικά θέσει υπό την προστασία της, αφήνοντάς της νύξεις και υπαινικτικές υποσχέσεις για ένα περίλαμπρο μέλλον.

Η σκηνοθεσία του Κορνό, εφαρμοσμένη με ύφος οξύ, αλλά χωρίς έμπνευση και δεξιοτεχνία. Σκάβει τις λεπτομέρειες στις παγίδες μέσα στις οποίες οι ήρωές του θα πέσουν σε λίγο, σπρώχνοντας την αγωνία, που παράγει η πλοκή, μέχρι το τέλος. Ανάμεσα στην πανίσχυρη Κριστίν, που επιδεικνύει ενοχλητικό αισθησιασμό και σαδιστική χαιρεκακία μπροστά στην ντροπαλότητα και την αμηχανία της υποταγής της καταπιεζόμενης Ιζαμπέλ, παρεμβάλλεται ένας άνδρας που φροντίζει να διατηρεί ερωτική σχέση και με τις δυο τους. Η μεταξύ των γυναικών σχέση λυκοφιλίας εκκρίνει δηλητήριο σε μικρές δόσεις, κάτι που λειτουργεί σωρευτικά και επικαλύπτει τον ερωτισμό, τη βία, τις τριβές, τις αντιπαραθέσεις, αλλά και την ισοβαρή διαβολική ευφυΐα. Ο ρόλος του άτολμου Φιλίπ, ως μήλου της έριδας, αποκαλύπτεται. Παράλληλα ξεσκεπάζεται επίσης η συνεσταλμένη επιφάνεια της Ιζαμπέλ και ξεπροβάλλει μια ύαινα πανέτοιμη να μπήξει δόντια και νύχια, άμα τη εμφανίσει κάποιας διευθυντικής θέσης, για το γραφείο της Ν. Υόρκης π.χ. Για την Κριστίν, η στάση αυτή συνιστά έσχατη απιστία και απαντά με πολεμικό σχέδιο ταπείνωσης.

Η ταινία διανύει ήδη το χώρο του καθαυτού, τεχνικού, αστυνομικού νουάρ. Η Ιζαμπέλ παίρνει αποφασιστικά στα χέρια της την υπόθεση: Σκοτώνει παγερά την Κριστίν και η πράξη της ακολουθείται από ένα μακροσκελές ξεδίπλωμα λύσης, μέσα από ένα επεξηγηματικό σύστημα ασπρόμαυρων flash back που ανατροφοδοτούν την ιστορία - κομμάτι αρκούντως βαρετό, δεδομένου ότι οι θεατές ήδη γνωρίζουμε την τροπή που πρόκειται να πάρει...

Παίζουν: Λουντιβίν Σανιέ, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Πατρίκ Μιλ, Γκιγιόμ Μαρκέ, Ζεράρ Λαρός κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (2010).

ΜΑΡΚ ΓΟΥΟΤΕΡΣ
Ο κύριος Πόπερ και οι πιγκουίνοι του

Οικογενειακή ταινία, εμπνευσμένη από το ομότιτλο, παιδικό βιβλίο των Richard και Florence Atwater, του 1938. Λέγεται ότι η ταινία υιοθέτησε μόνο τη βασική ιδέα του κλασικού βιβλίου και πάνω σ' αυτήν σύνθεσε τη δική της ιστορία, όπου έξι ζωντανοί πιγκουίνοι αλλάζουν τη ζωή του κυρίου Τομ Πόπερ, του επιτυχημένου αγοραστή ακινήτων στο Μανχάταν, αποτυχημένου όμως πρώην συζύγου και πατέρα.

Ο Τζιμ Κάρεϊ σε έναν ακόμα ρόλο κομμένο και ραμμένο στις δεξιότητές του, σ' εκείνον του Τομ Πόπερ που είχε έναν περίεργο πατέρα ερευνητή που ταξίδευε σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης και λίγο πριν πεθάνει απέστειλε στο γιο του, έξι ολοζώντανους πιγκουίνους. Ο Κάρεϊ κρατά στα χέρια του την ταινία, μπαινοβγαίνοντας από τη φιγούρα του επιτυχημένου γιάπη του Μανχάταν σε εκείνη του ευαίσθητου πάτερ φαμίλιας, χωρισμένου με δύο παιδιά, που προτού προλάβει να ξεφορτωθεί τους πιγκουίνους, τους ανακαλύπτουν τα παιδιά του, υποχρεώνοντάς τον έτσι να κρατήσει τα χαριτωμένα ζωάκια στο διαμέρισμα που το μετατρέπει σε igloo, κρυφά από τους ενοίκους της καθωσπρέπει πολυκατοικίας του.

Εξυπακούεται ότι αν δε συνοδεύετε παιδάκι δεν έχετε κανένα λόγο να δείτε την ταινία, εκτός αν λατρεύετε τους πιγκουίνους που είναι γλυκύτατοι κι είναι αυτοί που σε κρατούν στην αίθουσα. Η ιστοριούλα παλιομοδίτικα συμβατική, στερεότυπη και διασκεδαστική ως είθισται με τα προϊόντα των οικογενειακών ματινέ. Οι πιγκουίνοι γίνονται το όχημα με το οποίο ο Τομ Πόπερ ξανασυμφιλιώνεται με τη γυναίκα, με τα παιδιά του, με τη μνήμη του απόντα πατέρα του και πρακτικά με τον ίδιο του τον εαυτό. Η ιστορία σφύζει από εχθρούς και περιπλοκές: οι ένοικοι, οι εργοδότες, ο υπάλληλος του ζωολογικού κήπου, η ιδιοκτήτρια της «Πράσινης Ταβέρνας», την οποία υποδύεται η αγαπητή Αντζελα Λάνσμπερι. Οι αστεϊσμοί και τα gags βρίσκουν αποδέκτες στο κοινό ηλικίας δημοτικού σχολείου, ίσως, δε, παρασύρουν και τους συνοδούς τους παρότι είναι χοντροειδή και χαζά. Η αλήθεια είναι ότι οι πιγκουίνοι είναι γοητευτικότατοι και τρισχαριτωμένοι, το μεγάλο ατού ενός φιλμ που παρότι είναι αυτό που είναι - τι να λέμε τώρα - αποπνέει περίεργη σεμνότητα, ανθρωπιά και ζεστασιά που αγγίζει.

Παίζουν: Τζιμ Κάρεϊ, Κάρλα Κουτζίνο, Μαντλίν Κάρολ, Αντζελα Λάνσμπερι, Οφίλια Λοβιμπόντ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2011).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ