ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 21 Ιούλη 2011
Σελ. /28
Κλασικές επανεκδόσεις επανακάμπτουν !

«Ο ΑΛΛΟΣ ΜΟΥ ΕΑΥΤΟΣ» αμερικανικό δράμα του 2011. Πρόκειται για την τρίτη σκηνοθετική δουλειά της Τζούντι Φόστερ, για μια κατασκευή «κλασικού» τύπου, με τις τρεις της πράξεις και τις ανατροπές στα σωστά σημεία, στην οποία πρωταγωνιστεί η ίδια μαζί με τον Μελ Γκίμπσον. Πάτερ φαμίλιας και επιχειρηματίας ο Γουόλτερ Μπλακ πάσχει από βαθιά κατάθλιψη που τον μπλοκάρει και τον ισοπεδώνει. Από την αυτοκτονία τον σώζει το καινούργιο του «εγώ», ένα παιχνίδι που βρήκε στα σκουπίδια, ένα μαλακό, πάνινο ζωάκι στο οποίο ο ίδιος συμπεριφέρεται σαν να ήταν ζωντανό και μάλιστα καλός του φίλος. Μόνο έτσι μπορεί να συνεχίσει να ζει, κάτι που δεν αρκεί για τη γυναίκα του Μέρεντιθ. Πέρα από την ευφάνταστη, αλλά και παράλογη αυτή μεταφορά, ενός ανθρώπου που αποφασίζει να επικοινωνεί μόνο μέσα από μια μαριονέτα εγγαστρίμυθου, στην οποία ο ίδιος δεν εναπόθεσε μόνο τη φωνή του αλλά και ολόκληρη την ύπαρξή του, η ταινία ξεκινά σαν απλοϊκή κωμωδία, μεταλλάσσεται στην πορεία και αφηγείται με λεπτότητα το δράμα της αρρώστιας, της κατάθλιψης που μετατρέπεται σε σχιζοφρένεια.

«ΑΦΕΝΤΙΚΑ ΓΙΑ ΣΚΟΤΩΜΑ» είναι ο τίτλος της αμερικάνικης κωμωδίας, παραγωγής 2011, σε σκηνοθεσία Σεθ Γκόρντον όπου τρεις φίλοι, εργαζόμενοι σε διαφορετικές δουλειές, μισούν - για διαφορετικούς ο καθένας τους λόγους - τα φριχτά αφεντικά τους. Θα μπορούσαν, βέβαια, να φύγουν από τις δουλειές τους. Ποιος όμως στ' αλήθεια μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο σε τόσο χαλεπούς καιρούς; Ετσι οι τρεις τους, ενώ συζητούν υποθετικά για το πώς θα σκότωναν τα αφεντικά τους, δεν πήραν πρέφα ότι νοίκιασαν κι έναν επαγγελματία σύμβουλο φόνων. Στην ταινία παίρνει μέρος ένα κατεβατό δημοφιλών σταρ. Τζένιφερ Ανιστον, Κέβιν Σπέισι, Κόλιν Φάρελ, Ντόναλντ Σάδερλαντ κ.ά.

Σε επανέκδοση την τρέχουσα βδομάδα και το κλασικό και αγέραστο δραματικό μιούζικαλ του Ζακ Ντεμί, «ΟΙ ΟΜΠΡΕΛΕΣ ΤΟΥ ΧΕΡΒΟΥΡΓΟΥ» από το 1964. Στον πρωταγωνιστικό ρόλο η πανέμορφη Κατρίν Ντενέβ, ως δεκαεπτάχρονη Ζενεβιέβ που ζει στο Χερβούργο με τη μητέρα της που διατηρεί κατάστημα με ομπρέλες. Ερωτεύεται τον μηχανικό αυτοκινήτων Γκυ που όμως φεύγει για το μέτωπο της Αλγερίας... Ταινία ελαφριά σαν αεράκι, ελαφρώς κουραστική λόγω των μουσικών διαλόγων, πνιγμένη στην αέρινη, πασίγνωστη μουσική του Μισέλ Λεγκράν.


ΜΑΡΙΟ ΜΟΝΙΤΣΕΛΙ, ΝΤΙΝΟ ΡΙΖΙ ΚΑΙ ΕΤΟΡΕ ΣΚΟΛΑ
Μοντέρνα Τέρατα

Σε επανέκδοση με ολοκαίνουργια κόπια. Ενα μεγαλοπρεπές patchwork κεντημένο με χαρακτήρες, τύπους και «μάσκες», με θέματα, καταστάσεις και μοτίβα, με διαλόγους, λέξεις και εικόνες. Τα «Μοντέρνα Τέρατα» είναι sequelτης κλασικής σπονδυλωτής κωμωδίας του Ντίνο Ρίζι από το 1963 «Τα Τέρατα». Εχοντας «ξεπατικώσει» τόσο τη δομή όσο και την ουσία της σπονδυλωτής κωμωδίας του Ρίζι με τα 20, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, επεισόδια, η σύγχρονη έκδοση των «παλιών τεράτων» συντίθεται από 14 ποικιλόμορφα κομμάτια. Από πολύ σύντομα που έχουν διάρκεια και δομή σκετς, μέχρι πιο δουλεμένες αφηγηματικές κατασκευές. Ολα όμως τα επεισόδια συγκλίνουν στο χώρο, που είναι η Ρώμη και το χρόνο, τέλη της δεκαετίας του '70. Τα μισά από τα επεισόδια στα «Μοντέρνα Τέρατα» του 1977 έχει σκηνοθετήσει ο Ετόρε Σκόλα, ενώ ο Ντίνο Ρίζι σκηνοθέτησε 5 και ο Μάριο Μονιτσέλι 2 απ' αυτά. Η ταινία είναι, όπως ομολόγησε ο Ρίζι, καρπός μιας πρακτικής αλληλεγγύης. Εγινε για να βοηθηθεί οικονομικά ο - φίλος και συνεργάτης - σεναριογράφος Ugo Guerra άρρωστος και παράλυτος για χρόνια... Το αρχικό σχέδιο προέβλεπε συμμετοχή 15 σκηνοθετών, τελικά όμως το φιλμ πραγματοποιήθηκε από τους Σκόλα, Ρίζι και Μονιτσέλι ...

Τα «Μοντέρνα Τέρατα» είναι προϊόν συλλογικής δέσμευσης για εμβάθυνση σε προσφιλή θέματα και σχήματα της κωμωδίας αλά ιταλικά... «Η ιταλική κωμωδία - αναφέρει κάπου ο Ετόρε Σκόλα - υπήρξε θυγατέρα του νεορεαλισμού, κάπως εκφυλισμένη αλήθεια. Κάτι σαν ένα είδος αντιδραστικής αντίδρασης ... δεδομένου ότι γεννήθηκε ως μάρτυρας που θα κατεύναζε μια Ιταλία παραμυθιασμένη, παχουλή και χωριάτα, με ελάχιστες αναφορές στην πραγματικότητα. Ηταν κινηματογράφος επιστημονικής φαντασίας! Με τον καιρό, η ιταλική κωμωδία μεγάλωσε, απόκτησε βαθύτερη σχέση με την πραγματικότητα, έσκαψε περισσότερο, έγινε περισσότερο ενοχλητική και από εκεί που ήταν παρηγορήτρα μετατράπηκε σε προβοκατόρικη. Προς αυτήν την κατεύθυνση δουλέψαμε, για μια ιταλική κωμωδία που πίσω από την κληρονομιά του νεορεαλισμού και τα "ξόρκια" της σάτιρας, να λειτουργεί σαν απολογητής της κοινωνίας».


Τη θέση της κοινωνικής σάτιρας στα «Τέρατα» των αρχών του '60, καταλαμβάνει η κριτική στο φαινόμενο των «μοντέρνων τεράτων» μέσα στην καινούργια οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα, στα πλαίσια της νέας ιστορικής προοπτικής, όπως αυτή διαμορφώνεται στα τέλη του '70 που η πραγματικότητα υπερβαίνει όχι μόνο τη σάτιρα, αλλά την ίδια τη φαντασία. Εάν την εποχή των πρώτων «Τεράτων» ήταν ακόμα δυνατόν να φτιαχτεί ένα φιλμ για την παραμόρφωση των ηθών των Ιταλών, 15 χρόνια μετά, στην εποχή των «Μοντέρνων Τεράτων», οι γενικευμένες καθημερινές τερατουργίες, η παρακμή και αποσύνθεση υπερέβησαν και το κινηματογραφικό θέαμα.

Η πικρή κωμωδία των Σκόλα, Ρίζι και Μονιτσέλι βρίθει από συμβολισμούς και μεταφορές, όμως οι εγκαταστάσεις, το σενάριο, οι σκηνές φλας είναι πιο ρεαλιστικές από ό,τι στην προηγούμενη. Ενώ το '77 η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από το '63, τα «Μοντέρνα Τέρατα» εμφανίζονται λιγότερο ακραία από τα «Τέρατα» και περισσότερο διακριτικά, γιατί σήμερα τα τέρατα υφέρπουν μέσα μας κι έχουν μάθει να διατηρούνται περίτεχνα κρυμμένα. Το φιλμ αναφέρεται σε ανθρώπους τέρατα με κοινό τους γνώρισμα την άγνοια αλλά και την πεποίθηση ταυτόχρονα ότι βρίσκονται στη σωστή πλευρά, μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία που η γυναίκα δεν είναι ισότιμη αλλά συχνά θύμα. Γηροκομεία / στρατόπεδα για τους ηλικιωμένους, ψυχιατρική καταστολή, κοινή εγκληματικότητα και ο φόβος που αυτή προξενεί, πολιτική βία, ανήλικοι που μπλέκονται στα γρανάζια της πορνοβιομηχανίας, ζαμανφουτισμός, απαγωγές, τρομοκρατία. Κοινή μήτρα των επεισοδίων είναι η βία, ένοπλη ή ψυχολογική, ακόμα και η αδιαφορία στα φαινόμενα που γεννά η κοινωνία καταδεικνύεται σαν εν δυνάμει βία.


Εκπληκτικό το επεισόδιο που ο αριστοκράτης Αλμπέρτο Σόρντι μια που δεν έχει κάτι καλύτερο για τη βραδιά του, κάνει το χριστιανικό του καθήκον. Προσπαθεί - χωρίς επιτυχία - να μεταφέρει έναν βαριά πληγωμένο που μάζεψε από το δρόμο σε κάποιο εφημερεύον νοσοκομείο της Ρώμης. Αναλογίες με το επεισόδιο παρουσιάζει εκείνο της ταινίας του Τζάρμους «Night on Earth», με τον Ρομπέρτο Μπενίνι στο ρόλο του εκκεντρικού ταξιτζή στη Ρώμη που εξομολογείται ακατάσχετα στον ιερέα που μεταφέρει. Εξαίρετο το τελευταίο επεισόδιο, σχεδόν φελινικό, μια διακήρυξη ευφορίας στο καρουσέλ της ζωής, με τον επικήδειο να μετατρέπεται σε επινίκιο της ύπαρξης.

Η ιστορία του μεταπολεμικού ιταλικού κινηματογράφου είναι ένα ταξίδι ανακάλυψης και αυτοαποκάλυψης. Ταξιδεύοντας στο χρόνο και το χώρο το ιταλικό σινεμά ανακάλυπτε το ένα πίσω απ' το άλλο, άγνωστα πεδία, τόσο της πραγματικής όσο και της νοητής γεωγραφίας. Ταξιδεύοντας εντός των ορίων που κινείται η κινηματογραφική θεματική, το ιταλικό σινεμά επισήμανε απρόβλεπτες εκφραστικές δυνατότητες που άπτονταν του μέσου. Η θεματική του ταξιδιού, λοιπόν, μετουσιώθηκε σε θεμελιώδη, δομική αρχή της ιταλικής κινηματογραφικής εμπειρίας, ιδιαίτερα με τον τρόπο που διασταυρώθηκε με ποικίλα κινηματογραφικά είδη και με τον τρόπο έρευνας των αμέτρητων δυνατοτήτων που πρόσφεραν οι αντιφάσεις, οι αντιθέσεις και οι αντιπαραθέσεις. Ο Νότος και ο Βορράς, ο φτωχός και ο πλούσιος τόπος, ο λαϊκός και ο λόγιος πολιτισμός.

Με το τέλος του πολέμου, ο νεορεαλιστικός κινηματογράφος με όχημα το «ταξίδι» έδωσε τη δυνατότητα στους Ιταλούς να ανακαλύψουν περιοχές της χώρας τους που ποτέ πριν δεν είχαν δει, συμβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στη διαμόρφωση ενός αισθήματος συλλογικότητας. Στα τέλη της δεκαετίας του '50, την εποχή του αποκαλούμενου οικονομικού μπουμ, οι Ιταλοί, μέσα από τα κινηματογραφικά ταξίδια, πρωτοαντίκριζαν εικόνες δραματικής παραφωνίας, ενός βιομηχανοποιημένου με γοργούς ρυθμούς Βορρά σε αντίθεση με έναν αγροτικό και υπανάπτυκτο Νότο. Την δεκαετία του '60, το κινηματογραφικό ταξίδι κινείται προς τα ενδότερα, καθώς το ιταλικό σινεμά αρχίζει να διερευνά χώρους εσωτερικούς, γεωγραφίες προσωπικές και ιδιωτικές. Από το '70 και μετά, το ταξίδι αυτό μετατρέπεται σε στρατηγική, τάξης γνωστικής, που δίνει τη δυνατότητα στον ιταλικό κινηματογράφο να ερευνήσει το παρελθόν και να επανεξετάσει την ιστορία της χώρας. Η αναζήτηση της ταυτότητας συνιστά πια ατέρμονη διαδικασία «εν εξελίξει».

Με τη σάτιρα να λειτουργεί όπου ο λόγος γίνεται όργανο της εξουσίας, στα «Μοντέρνα Τέρατα» ίσως κάποια θέματα έχουν με το χρόνο απολέσει κάτι από το λούστρο και τη σπιρτάδα τους, ίσως στιγμιαία φανούν επιφανειακά, ίσως ορισμένοι κυνισμοί να μοιάζουν τραβηγμένοι από τα μαλλιά. Το αναλλοίωτο ατού της ταινίας είναι οι πληθωρικές ερμηνείες, τέτοιες δεν υπάρχουν πια. Σόρντι, Τονιάτσι, Γκάσμαν, τρεις μεγάλοι κωμικοί στα χέρια τριών μαιτρ της ιταλικής κωμωδίας.

Παίζουν: Βιτόριο Γκάσμαν, Ορνέλα Μούτι, Αλμπέρτο Σόρντι, Ούγκο Τονιάτσι, Ερος Πάνι, Γιώργος Βογιατζής, κ.ά.

Παραγωγή: Ιταλία (1977)


ΦΡΑΝΣΟΥΑ ΤΡΙΦO
Τα 400 χτυπήματα

Σε επανέκδοση με καινούριες κόπιες 35mm. Το 1959 αποτελεί το annus mirabilis του γαλλικού «νέου κύματος» γιατί αυτήν τη χρονιά, τρεις από τις σημαντικότερες φιγούρες του κινήματος, κυκλοφόρησαν τις παρθενικές τους ταινίες. Ο Φρανσουά Τριφό ήταν 27 χρονών όταν γύρισε «Τα 400 Χτυπήματα» με δάνειο 75.000 δολαρίων από τον πεθερό του. Μια ταινία λυρική με παντελή όμως απουσία συναισθηματισμού, με έναν έφηβο Παριζιάνο από τις γκρίζες γειτονιές στο επίκεντρο. Στο ρόλο του 15χρονου Αντουάν Ντουανέλ ο ηθοποιός Ζαν - Πιερ Λεό, alter ego του Τριφό και το πρόσωπο της νουβέλ βαγκ προς τα έξω. Ο σκηνοθέτης αφιέρωσε το φιλμ του στον κριτικό και θεωρητικό του κινηματογράφου Αντρέ Μπαζέν, ο οποίος πέθανε μόλις τη δεύτερη μέρα των γυρισμάτων. Η ταινία «Τα 400 Χτυπήματα» παραπέμπει ενσυνείδητα στην ταινία του Ζαν Βιγκό «Zerode conduite» από το 1933 και εντάσσεται στην παράδοση του γαλλικού κινηματογράφου για παιδιά και εφήβους.

Οι άλλοι δυο σημαντικοί εκπρόσωποι του «νέου κύματος» που εμφανίζονται στο προσκήνιο το 1959 με τις πρώτες τους ταινίες είναι ο Ζαν - Λικ Γκοντάρ με την «Με κομμένη την ανάσα» και ο μέγας Αλέν Ρενέ με την καταπληκτική «Χιροσίμα, αγάπη μου», ταινίες που όπως και «Τα 400 Χτυπήματα» σημείωσαν και μεγάλη διεθνή εμπορική επιτυχία.


Ηδη από τις αρχές της δεκαετίας του '50 άρχισαν να συσπειρώνονται γύρω από τον θεωρητικό Αντρέ Μπαζέν και το περιοδικό «Cahiers du cinema» νεαροί κινηματογραφιστές, κριτικοί και οργανωτές κινηματογραφικών λεσχών, με σημαντική θεωρητική κατάρτιση και αγάπη για τον κινηματογράφο. Το 1954, ο νεαρός κριτικός Φρανσουά Τριφό, που αποτελεί μέρος της ομάδας, στο άρθρο του «Μια κάποια τάση του γαλλικού σινεμά» καταφέρεται βίαια κατά των ισχυουσών δομών του συμβατικού εμπορικού κινηματογράφου. Το 1958 πετά μια πέτρα στα λιμνάζοντα ύδατα του γαλλικού σινεμά από τις σελίδες του περιοδικού «Arts». Αρθρογραφεί πάλι εναντίον της κινηματογραφικής βιομηχανίας του εμπορικού σινεμά και της άκαμπτης δομής της παραγωγής στη Γαλλία που εμποδίζει απαγορευτικά την είσοδο σε όποιον δεν προσαρμόζεται στους κανόνες της αγοράς. Ο Τριφό τον επόμενο χρόνο περνά από τη θεωρία στην πράξη με την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους «Τα 400 Χτυπήματα».

Η ταινία, που σε πρώτη ανάγνωση μοιάζει συγγενής του νεορεαλισμού, αφηγείται την ιστορία του Αντουάν Ντουανέλ, ενός δεκαπεντάχρονου ευαίσθητου κι ευάλωτου εφήβου, γόνου μικροαστικής οικογένειας που συμπεριφέρεται σαν παλιόπαιδο γιατί αισθάνεται θύμα ενός αδιάφορου οικογενειακού περιβάλλοντος κι ενός εχθρικού κόσμου. Η κοινωνική καταγγελία του Τριφό αρθρώνεται ψιθυριστά και σε επίπεδο εικόνας, αλλά και λόγου. Ο λόγος συνιστά κυρίαρχο στοιχείο στο σινεμά του σκηνοθέτη, που σχολιάζει τη ζωή μέσα από το μέσο του σινεμά, χωρίς διάθεση ανατροπής των κανόνων του κινηματογραφικού παιχνιδιού. Ο Τριφό αντιμετωπίζει τον Αντουάν μέσα από ένα βλέμμα συνενοχής (στο φιλμ υπάρχει πληθώρα αυτοβιογραφικών στοιχείων και αναφορών) και δικαιολογεί τη συμπεριφορά του εφήβου γιατί πάσχει από έλλειψης αγάπης. Στο φόντο το Παρίσι, η γειτονιά Clichy, ορθώνεται μέσα στην ασπρόμαυρη φωτογραφία με κάμερα ιδιαίτερα κινητική και ελαφριά, κάτι που συνιστά κανόνα ύφους για τη νουβέλ βαγκ. Για τις στιλιστικές συμβάσεις της νουβέλ βαγκ υπάρχουν θεωρητικές αιτίες, αλλά και οικονομικές που σε μεγάλο βαθμό καθορίζουν και το αισθητικό αποτέλεσμα. Οι αιτίες αυτές καθόρισαν το χαρακτήρα του νέου κύματος ως κινηματογράφο αυτο-στοχαστικό ή metacinema, κινηματογράφο για τη διαδικασία, αλλά και τη φύση του ίδιου του κινηματογράφου. «Τα 400 Χτυπήματα» βραβεύθηκαν σαν καλύτερη ταινία, το 1959, στις Κάννες!


Παίζουν: Ζαν - Πιερ Λεό, Αλμπέρ Ρεμί, Κλερ Μοριέ, Πατίκ Οφέι, Ντανιέλ Κοτιέ, Ζορζέτ Φλαμάτ κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία (1959).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ