Η πικρή κωμωδία των Σκόλα, Ρίζι και Μονιτσέλι βρίθει από συμβολισμούς και μεταφορές, όμως οι εγκαταστάσεις, το σενάριο, οι σκηνές φλας είναι πιο ρεαλιστικές από ό,τι στην προηγούμενη. Ενώ το '77 η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από το '63, τα «Μοντέρνα Τέρατα» εμφανίζονται λιγότερο ακραία από τα «Τέρατα» και περισσότερο διακριτικά, γιατί σήμερα τα τέρατα υφέρπουν μέσα μας κι έχουν μάθει να διατηρούνται περίτεχνα κρυμμένα. Το φιλμ αναφέρεται σε ανθρώπους τέρατα με κοινό τους γνώρισμα την άγνοια αλλά και την πεποίθηση ταυτόχρονα ότι βρίσκονται στη σωστή πλευρά, μέσα σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία που η γυναίκα δεν είναι ισότιμη αλλά συχνά θύμα. Γηροκομεία / στρατόπεδα για τους ηλικιωμένους, ψυχιατρική καταστολή, κοινή εγκληματικότητα και ο φόβος που αυτή προξενεί, πολιτική βία, ανήλικοι που μπλέκονται στα γρανάζια της πορνοβιομηχανίας, ζαμανφουτισμός, απαγωγές, τρομοκρατία. Κοινή μήτρα των επεισοδίων είναι η βία, ένοπλη ή ψυχολογική, ακόμα και η αδιαφορία στα φαινόμενα που γεννά η κοινωνία καταδεικνύεται σαν εν δυνάμει βία.
Η ιστορία του μεταπολεμικού ιταλικού κινηματογράφου είναι ένα ταξίδι ανακάλυψης και αυτοαποκάλυψης. Ταξιδεύοντας στο χρόνο και το χώρο το ιταλικό σινεμά ανακάλυπτε το ένα πίσω απ' το άλλο, άγνωστα πεδία, τόσο της πραγματικής όσο και της νοητής γεωγραφίας. Ταξιδεύοντας εντός των ορίων που κινείται η κινηματογραφική θεματική, το ιταλικό σινεμά επισήμανε απρόβλεπτες εκφραστικές δυνατότητες που άπτονταν του μέσου. Η θεματική του ταξιδιού, λοιπόν, μετουσιώθηκε σε θεμελιώδη, δομική αρχή της ιταλικής κινηματογραφικής εμπειρίας, ιδιαίτερα με τον τρόπο που διασταυρώθηκε με ποικίλα κινηματογραφικά είδη και με τον τρόπο έρευνας των αμέτρητων δυνατοτήτων που πρόσφεραν οι αντιφάσεις, οι αντιθέσεις και οι αντιπαραθέσεις. Ο Νότος και ο Βορράς, ο φτωχός και ο πλούσιος τόπος, ο λαϊκός και ο λόγιος πολιτισμός.
Με το τέλος του πολέμου, ο νεορεαλιστικός κινηματογράφος με όχημα το «ταξίδι» έδωσε τη δυνατότητα στους Ιταλούς να ανακαλύψουν περιοχές της χώρας τους που ποτέ πριν δεν είχαν δει, συμβάλλοντας κατ' αυτόν τον τρόπο στη διαμόρφωση ενός αισθήματος συλλογικότητας. Στα τέλη της δεκαετίας του '50, την εποχή του αποκαλούμενου οικονομικού μπουμ, οι Ιταλοί, μέσα από τα κινηματογραφικά ταξίδια, πρωτοαντίκριζαν εικόνες δραματικής παραφωνίας, ενός βιομηχανοποιημένου με γοργούς ρυθμούς Βορρά σε αντίθεση με έναν αγροτικό και υπανάπτυκτο Νότο. Την δεκαετία του '60, το κινηματογραφικό ταξίδι κινείται προς τα ενδότερα, καθώς το ιταλικό σινεμά αρχίζει να διερευνά χώρους εσωτερικούς, γεωγραφίες προσωπικές και ιδιωτικές. Από το '70 και μετά, το ταξίδι αυτό μετατρέπεται σε στρατηγική, τάξης γνωστικής, που δίνει τη δυνατότητα στον ιταλικό κινηματογράφο να ερευνήσει το παρελθόν και να επανεξετάσει την ιστορία της χώρας. Η αναζήτηση της ταυτότητας συνιστά πια ατέρμονη διαδικασία «εν εξελίξει».
Με τη σάτιρα να λειτουργεί όπου ο λόγος γίνεται όργανο της εξουσίας, στα «Μοντέρνα Τέρατα» ίσως κάποια θέματα έχουν με το χρόνο απολέσει κάτι από το λούστρο και τη σπιρτάδα τους, ίσως στιγμιαία φανούν επιφανειακά, ίσως ορισμένοι κυνισμοί να μοιάζουν τραβηγμένοι από τα μαλλιά. Το αναλλοίωτο ατού της ταινίας είναι οι πληθωρικές ερμηνείες, τέτοιες δεν υπάρχουν πια. Σόρντι, Τονιάτσι, Γκάσμαν, τρεις μεγάλοι κωμικοί στα χέρια τριών μαιτρ της ιταλικής κωμωδίας.
Παίζουν: Βιτόριο Γκάσμαν, Ορνέλα Μούτι, Αλμπέρτο Σόρντι, Ούγκο Τονιάτσι, Ερος Πάνι, Γιώργος Βογιατζής, κ.ά.
Παραγωγή: Ιταλία (1977)