Αγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι και Γερμανοί επιχειρηματίες σπεύδουν να αρπάξουν κοψοχρονιά την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης (ΕΒΖ), μετά το πωλητήριο που έβαλε η διοίκηση της ΑΤΕ. Η προθεσμία για τις προσφορές είναι μέχρι τις 15 Σεπτέμβρη.
Οπως αναφέρουν οι σχετικές πληροφορίες, πολυεθνικές αγγλικών, γαλλικών και ρωσικών συμφερόντων, καθώς και δύο γερμανικές βιομηχανίες ζάχαρης ενδιαφέρονται για την αγορά της ΕΒΖ. Ομως η ΕΒΖ δεν είναι απλώς μια εταιρεία προς πώληση. Είναι τρία εν ενεργεία εργοστάσια ζάχαρης στην Ελλάδα, άλλα δύο στη Σερβία, πολλά ακίνητα, αποθηκευτικοί χώροι, όπως τα μεγάλα σιλό σε Πλατύ και Λάρισα, το δίκτυο διανομής, το μερίδιο αγοράς σε Ελλάδα και Βαλκάνια, καθώς και 158.000 τόνοι ποσόστωση ζάχαρης. Δεν αποκλείεται ο νέος αγοραστής να πάρει προίκα την εθνική ποσόστωση και την αγορά των Βαλκανίων και πιθανά να κλείσει τα εργοστάσια, γιατί θα μπορεί να παράγει κάπου αλλού τη ζάχαρη με φθηνότερο κόστος. Το ξεπούλημα της ΕΒΖ είναι ξεπούλημα εθνικής περιουσίας. Αυτό είναι άλλο ένα θλιβερό παράδειγμα για τα όσα επιβάλλει το μνημόνιο, η τρόικα, η ΕΕ, το ΔΝΤ σε βάρος της χώρας και του λαού και εφαρμόζει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, όπως θα εφάρμοζε και μια κυβέρνηση της ΝΔ. Οι εργαζόμενοι, οι αγρότες, οι μικροεπαγγελματίες καλούνται να αντιδράσουν άμεσα και να αντισταθούν σε αυτήν την ολέθρια πολιτική. Η ιδιωτικοποίηση της ΕΒΖ δεν πρέπει να προχωρήσει. Οι εργαζόμενοι, οι αγρότες, οι μικροεπαγγελματίες καλούνται να παλέψουν συντονισμένα για να κρατηθεί η ΕΒΖ στη χώρα μας. Πρόκειται για μια βιομηχανία στρατηγικής σημασίας, καθώς σχετίζεται άμεσα με τις διατροφικές ανάγκες του λαού. Είναι μια βιομηχανία παραγωγική, δημιουργική και αν αναπτυχθεί θα μπορέσει να καλύψει τις εγχώριες ανάγκες και να επεκτείνει και τις εξαγωγές της σε όφελος των εργαζομένων, των αγροτών και συνολικότερα του ελληνικού λαού.
Πολλές χιλιάδες μικρομεσαίοι κτηνοτρόφοι βρίσκονται αντιμέτωποι με τη χρεοκοπία και την εγκατάλειψη της παραγωγής, εξαιτίας της μεγάλης αύξησης του κόστους παραγωγής και της ληστρικής εκμετάλλευσης των εμποροβιομηχάνων. Οι τιμές στις ζωοτροφές τα τελευταία χρόνια, έχουν αυξηθεί πάρα πολύ, από τα διεθνή χρηματιστηριακά παιχνίδια στα δημητριακά και επειδή η εμπορία των ζωοτροφών μονοπωλείται από «χούφτα» εμπόρων που κερδοσκοπούν ασύστολα. Για παράδειγμα, μόνο στο διάστημα ενός έτους - από τον Ιούνη του 2010 μέχρι τον Ιούνη του 2011- οι τιμές στις ζωοτροφές ανέβηκαν σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής στο καλαμπόκι κατά 32,2%, στο κριθάρι κατά 24,5%, στο πίτουρο κατά 24% και στο σανό κατά 12,6%. Κι από την άλλη, οι τιμές παραγωγού πέφτουν, με τρανταχτό παράδειγμα το πρόβειο γάλα. Πώς να αντέξει ένας μικρομεσαίος κτηνοτρόφος; Γιατί δεν είναι μόνο οι ζωοτροφές. Είναι και η αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική, με την αύξηση του ΦΠΑ στα αγροτικά μέσα και εφόδια, την αύξηση στην τιμή του αγροτικού ρεύματος και συνολικά των καυσίμων, την αύξηση στην εισφορά του ΕΛΓΑ και την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στον ΟΓΑ, την υποχρεωτική ηλεκτρονική σήμανση που επιβαρύνει τον κτηνοτρόφο, την αύξηση των επιτοκίων της ΑΤΕ κ.ά.
Είναι φανερό πως η ακολουθούμενη πολιτική οδηγεί τους μικρομεσαίους κτηνοτρόφους στη φτώχεια, στη χρεοκοπία, στο σταμάτημα της παραγωγής, στην ανεργία. Αν δε δημιουργηθούν οι πολιτικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της λαϊκής οικονομίας, το ξεκλήρισμα και των μικρομεσαίων κτηνοτρόφων είναι αναπόφευκτο. Γι' αυτό ο αγώνας τους για την προώθηση των άμεσων αιτημάτων τους θα έχει καλύτερα αποτελέσματα αν οργανωθούν μέσα από τις γραμμές της ΠΑΣΥ και αν συντονιστούν σε κοινό μέτωπο με τους εργαζόμενους, τους αυτοαπασχολούμενους και τα άλλα λαϊκά στρώματα, σε μια κατεύθυνση ανατροπής της ακολουθούμενης αντιλαϊκής - αντιαγροτικής πολιτικής, που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των καρτέλ και των μονοπωλίων και με στόχο την εφαρμογή μιας πραγματικά φιλολαϊκής πολιτικής.
Οπως καταλαβαίνετε - μετά τα παραπάνω - το να ξεκινήσει τη σχολική χρονιά χωρίς κανένα κενό στα σχολεία, έχοντας, όμως, διώξει καμιά 10αριά χιλιάδες εκπαιδευτικούς δίχως να προσλάβει καινούριους, αποτελεί παιχνιδάκι.
(Ιδίως όταν έχει προηγηθεί ένας ...εκπαιδευτικός «Καλλικράτης», με μόνο γνώμονα το να κοπούν κονδύλια).
Φυσικά, για την Αννα Διαμαντοπούλου μιλάμε, που, όπως δήλωσε, τα πάντα στην Παιδεία είναι «υπό έλεγχο», χαρακτηρίζοντας τον εαυτό της «καλό καπετάνιο» που «φαίνεται στις φουρτούνες».
Αφού, όμως, της αρέσουν οι ...φουρτούνες, γιατί έκανε ό,τι μπορούσε για να περάσει το νομοσχέδιό της μέσα στο κατακαλόκαιρο (συζητείται την επόμενη βδομάδα στη Βουλή);
Γιατί προωθεί τον υποτιθέμενα κοινής αποδοχής από την πανεπιστημιακή κοινότητα νόμο της, όταν τα πανεπιστήμια δε λειτουργούν;
Προφανώς γιατί έχει πλήρη συναίσθηση και τού τι κάνει, και γιατί το κάνει και, κυρίως, το ποια συμφέροντα εξυπηρετεί. Αλλωστε, δε φροντίζει να κρύψει και ιδιαίτερα το πόσο πιστεύει στην εκπαίδευση που «εναρμονίζεται» με την αγορά.
Εξ ου και έχει αναδειχθεί σε ένα κυβερνητικό στέλεχος, που με φανατισμό υπερασπίζεται την κυβερνητική πολιτική που θέλει να «εναρμονίσει» τους πάντες και τα πάντα με τις «αγορές».
ΒΡΕ ΒΡΕ ΚΑΤΙ ΑΠΟΨΕΙΣ που διατύπωσε περί κρίσης ο πάπας Βενέδικτος ο Β'! Είναι υπέρ - δήλωσε - μιας «ανθρωποκεντρικής οικονομίας», που θα «προκρίνει τον άνθρωπο και όχι το κέρδος» και θα «τεθεί στην υπηρεσία της προστασίας της εργασίας».
Να υποθέσουμε ότι τις ίδιες αντιλήψεις έχει και η ...τράπεζα του Βατικανού, μία από τις πλέον δραστήριες στην Ευρώπη και παγκοσμίως; `Η, μήπως, πρόκειται για μία «εναλλακτική» τράπεζα που βάζει «τον άνθρωπο πάνω απ' τα κέρδη»;Το ότι οι αντιλήψεις του πάπα συμπίπτουν και φραστικά πολύ με τις απόψεις του ...ΣΥΡΙΖΑ, υποθέτουμε ότι είναι εντελώς ...τυχαίο.
Στις αρχές της δεκαετίας του '70, στα διάφορα χρηματιστήρια του κόσμου άρχισε να διογκώνεται και να αποκτά νέες διαστάσεις το ποντάρισμα, το παιχνίδι με τα διάφορα νομίσματα και το συνάλλαγμα διαφόρων χωρών. Μια χούφτα κεφαλαιοκρατών, έχοντας συγκεντρώσει τεράστια κεφάλαια από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης σε παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας, εγκαταστάθηκαν σε πολυτελή γραφεία και έχοντας πέντε - έξι τηλέφωνα στη διάθεσή τους, έκαναν επάγγελμα την εκμετάλλευση των διαφορών, που πάντα υπήρχαν, στις συναλλαγματικές ισοτιμίες των νομισμάτων διαφόρων χωρών. Αγόραζαν, για παράδειγμα, το γιαπωνέζικο γιεν όταν ήταν φτηνό και κέρδιζαν έναντι του γερμανικού μάρκου που ήταν φτηνότερο, ή πουλούσαν δολάρια όταν το αμερικανικό νόμισμα ανέβαινε και ξεφορτώνονταν τις στερλίνες. Οι ποσοστιαίες διαφορές με γυμνό μάτι φαίνονται - και είναι - ελάχιστες. Οταν όμως γίνεται λόγος για τεράστιους όγκους συναλλαγών, ο καθένας καταλαβαίνει ότι το τελικό αποτέλεσμα, το κέρδος, είναι τεράστιο.