Συγκεντρώσεις και πορείες των εργαζομένων σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη
Στο πόδι βρίσκονται οι εργαζόμενοι και οι γιατροί στα δημόσια νοσοκομεία για την αντιμετώπιση των διαλυτικών σχεδίων της κυβέρνησης.
Την απόσυρση έξι σημείων απ' το σχέδιο της κυβέρνησης, γιατί «θίγουν και τους πολίτες και τους εργαζόμενους», ζητά η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ) και γι' αυτό το λόγο αποφάσισε πανελλαδική κινητοποίηση για την ερχόμενη Τρίτη, 31 Οκτώβρη 2000. Επίσης απόφαση για πανελλαδική απεργία στις 31.10.2000 πήρε η Ομοσπονδία Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ), ενώ αποφάσεις συμμετοχής στην κινητοποίηση πήραν οι Ενώσεις των γιατρών Αθήνας - Πειραιά (ΕΙΝΑΠ) και Θεσσαλονίκης (ΕΝΙΘ).
Η ΠΟΕΔΗΝ εξέφρασε τη διαφωνία της στα εξής σημεία:
Στις 31 Οκτώβρη 2000, σύμφωνα με την απόφαση της ΕΕ της ΠΟΕΔΗΝ, θα γίνει 6ωρη στάση εργασίας των εργαζομένων στα δημόσια νοσοκομεία της Αθήνας και24ωρη απεργίαστα νοσοκομεία της υπόλοιπης Ελλάδας.
Στην Αθήνα, οι εργαζόμενοι θα πραγματοποιήσουν συγκέντρωση στην πλατεία Μαβίλη στις 10 π.μ. και πορεία διαμαρτυρίας στα υπουργεία Υγείας και Οικονομικών. Στη Θεσσαλονίκη, οι εργαζόμενοι θα συγκεντρωθούν την ίδια ώρα στην Καμάρα και θα πραγματοποιήσουν πορεία στο υπουργείο Μακεδονίας - Θράκης. Στις 3 Νοέμβρη θα συνεδριάσει το Γενικό Συμβούλιο της ΠΟΕΔΗΝ για κλιμάκωση των κινητοποιήσεων.
Μια αποκαλυπτική νομική γνωμάτευση που έγινε μετά από ερωτήματα της Ενωσης Νοσοκομειακών Ιατρών Αθήνας - Πειραιά
Οι παραπάνω διαπιστώσεις περιέχονται σε γνωμάτευση του δικηγορικού Γραφείου του Ι. Προυσανίδη, που έγινε για λογαριασμό της Ενωσης Νοσοκομειακών Ιατρών Αθήνας - Πειραιά (ΕΙΝΑΠ).
Η ΕΙΝΑΠ έθεσε τέσσερα ερωτήματα εκ των οποίων τα δύο είναι τα εξής:
Στο πρώτο ερώτημα η απάντηση του Ι. Προυσανίδη είναι η εξής: «Στα ζητήματα υγείας ο κάθε πολίτης δικαιούται να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση σ' εκείνα τα πρόσωπα, που παρέχουν τις οικείες υπηρεσίες. Το Σύνταγμα, άρθρο 21 παρ. 3, ορίζει ότι το κράτος μεριμνά για την υγεία των πολιτών. Ανακύπτει, έτσι, ζήτημα ως προς τη νομιμότητα επιβολής "ποινής". Εννοούμε την πληρωμή του κόστους, που ορίζεται στο σχέδιο του υπουργείου Υγείας, από τον ασφαλισμένο, του οποίου η εισφορά στο ασφαλιστικό ταμείο του είναι χωρίς όρους. Διότι, αν πληρώσει το 100 ή το 50% του κόστους, τότε το ταμείο του θα ωφεληθεί ίσο ποσοστό, παρ' όλο που εισέπραξε πλήρως την εισφορά από τον ασφαλισμένο του, δικαιούχο υπηρεσιών υγείας, και δεν προβλέπονται συνέπειες από την τέτοια ή άλλη συμπεριφορά (του ασφαλισμένου), εκτός κι αν το ταμείο του του καταβάλει το 50% ή το 100% του κόστους, που αποδεδειγμένα πλήρωσε. Η αναγκαστική εγγραφή του δικαιούχου ασφαλισμένου σε ΚΥ ή σε προσωπικό γιατρό, προσκρούει στο δικαίωμα για ελεύθερη, κάθε στιγμή, επιλογή και πρόσβαση σε ΠΦΥ και, κατά συνέπεια, σε νοσοκομείο. Περιορίζει, δηλαδή το ατομικό δικαίωμα του ανθρώπου - ασφαλισμένου να μεριμνά ο ίδιος, όπως νομίζει, για την υγεία του, που είναι όρος για τη διατήρηση της ζωής του, η οποία προστατεύεται από το Σύνταγμα (αρθρ. 5 παρ. 2) και, συνάμα, προσβάλλει την αξιοπρέπειά του, η οποία έχει συνταγματική προστασία (αρθρ. 2 παρ. 1 Συντάγματος)».
Σχετικά με τη διαφοροποίηση, βάσει του εισοδήματος, των υπηρεσιών από τα νοσοκομεία, ο Ι. Προυσανίδης παρατηρεί τα εξής: «Η ρύθμιση αυτή παραβιάζει την αρχή της ισότητας και εισάγει ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Αυτό, όμως, προσκρούει στο Σύνταγμα, που επιτάσσει τα έσοδα του κράτους να διατίθενται για την παροχή υπηρεσιών στους πολίτες του χωρίς διακρίσεις με βάση τον πλούτο τους. Αν επιθυμεί το κράτος να λειτουργήσει νοσοκομεία για ιδιώτες υψηλών εισοδημάτων, ας τα ιδρύσει κι ας τα λειτουργήσει ως επιχειρηματίας, χωρίς νόθευση των νοσοκομείων - υπηρεσίες των ΝΠΔΔ ΠΕΣΥ... Ενα νοσοκομείο υπηρεσία ΝΠΔΔ ΠΕΣΥ έχει συγκεκριμένη συγκρότηση, υλικοτεχνική υποδομή, ανθρώπινο δυναμικό. Η διαφοροποίηση τμημάτων τους, για παροχή περίθαλψης και υπηρεσιών υγείας σε ιδιώτες υψηλών εισοδημάτων άμεσα ή διά των ασφαλιστικών εταιριών, εισάγει άμεσο διαχωρισμό και υπηρετεί την αντίληψη ότι η ποιότητα παροχής υπηρεσιών υγείας εξαρτάται από το ύψος του εισοδήματος. Εισάγει, ακόμα, διαχωρισμό στο προσωπικό, το οποίο θα διχάσει, αν άλλοι θα υπηρετούν στα τμήματα που απευθύνονται σε ιδιώτες υψηλών εισοδημάτων κι άλλοι στα τμήματα που απευθύνονται στους ιδιώτες - ασφαλισμένους μικρών εισοδημάτων. Αν, πάλι δεν υπάρξει τέτοιος διαχωρισμός, άλλα όλοι παρέχουν υπηρεσίες σε όλα τα τμήματα, τότε θα διχαστεί η προσωπικότητα του γιατρού, εργαζόμενου γενικά, αφού θα βιώνει άμεσα τη διαφορά, που ο πλούτος και η φτώχεια επιφέρουν και στην παροχή υπηρεσιών υγείας.
Η παροχή από ένα νοσοκομείο περίθαλψης και υπηρεσιών υγείας σε ιδιώτες υψηλών εισοδημάτων, περιορίζει τη δυναμικότητά του σε βάρος εκείνων που δεν έχουν υψηλά εισοδήματα. Αφαιρούνται, δηλαδή, κλίνες, αποσπάται προσωπικό, χρησιμοποιούνται μηχανήματα για υψηλούς εισοδηματίες, με αποτέλεσμα να μην έχει ο φτωχός πρόσβαση στο δημόσιο νοσοκομείο, διότι δεν μπορεί ν' ανταποκριθεί το νοσοκομείο στη «ζήτηση». Τελικά, η ρύθμιση αυτή επιβάλλει την προσφυγή σε ασφαλιστικές εταιρίες, έτσι ώστε ο πάσχων να έχει περίθαλψη και υπηρεσίες υγείας που δε θα προσβάλουν την αξιοπρέπειά του, ως ανθρώπου. Γίνεται αντιληπτό ότι το επόμενο είναι η ιδιωτικοποίηση, μια και το βάρος θα το έχει αναλάβει ο πολίτης, που θα προσφεύγει στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρίες».
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι η εξής: «Αν λάβουμε υπόψη ότι οι ασφαλιστικοί οργανισμοί είναι ΝΠΔΔ, εκτός από κάποια ταμεία υγείας τραπεζοϋπαλλήλων, που είναι σωματεία, και ότι οι διοικήσεις τους διορίζονται, τότε τα περί μεταβίβασης των πόρων σε εθελοντική βάση προκαλούν τουλάχιστον περίσκεψη. Ανεξάρτητα από αυτό, το ζήτημα που ανακύπτει είναι από τις συνέπειες που επιφέρει η άρνηση διάθεσης των πόρων υγείας ΟΔΙΠΥ. Θα πληρώνουν για τις υπηρεσίες υγείας του ΕΣΥ, προς τους ασφαλισμένους των ασφαλιστικών οργανισμών, που θα αρνηθούν τη μεταβίβαση των οικείων πόρων στον ΟΔΙΠΥ, με βάση ειδικό τιμολόγιο. Αν, τώρα, ληφθεί υπόψη ότι οι πόροι του ΟΔΙΠΥ προέρχονται από πόρους υγείας ασφαλιστικών ταμείων και κρατική επιχορήγηση, οδηγούμαστε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι το Κράτος δε θα συμμετέχει στη δαπάνη υπηρεσιών υγείας των πολιτών εκείνων που τα ταμεία τους θα αρνηθούν να διαθέσουν τους οικείους πόρους τους στον ΟΔΙΠΥ. Το άρθρο, όμως, 21 παρ. 3 του Συντάγματος, χωρίς διάκριση, επιβάλλει στο Κράτος να μεριμνά για την υγεία των πολιτών. Ετσι, η αρχική ρύθμιση είναι αμφίβολης συνταγματικότητας, αν δεν είναι αντισυνταγματική, κατά τη δική μας γνώμη».
Προσχηματικός ο διάλογος που επικαλείται η κυβέρνηση
Στη νομοπαρασκευαστική Επιτροπή της Βουλής βρίσκεται το ένα νομοσχέδιο για τη «μεταρρύθμιση του ΕΣΥ», ενώ και το άλλο οδεύει προς αυτή. Πρόκειται για τα δυο νομοσχέδια, την ύπαρξη των οποίων γνωστοποίησε δημοσίως ο υπουργός Υγείας Αλ. Παπαδόπουλος προσερχόμενος στη συνάντησή του με το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών (ΙΣΑ) στις 25.10.2000.
Η συνοπτική παρουσίαση των νομοσχεδίων, σύμφωνα με τον υπουργό, είναι η εξής:
Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες του «Ρ» το μεν πρώτο νομοσχέδιο ήταν στη Νομοπαρασκευαστική επιτροπή της Βουλής πριν τη συνάντηση με τον ΙΣΑ, ενώ το δεύτερο βρισκόταν προς την Επιτροπή. Ετσι αποκαλύπτεται ότι ο διάλογος που διεξάγει το υπουργείο Υγείας απλώς χρησιμοποιείται ως επίφαση προειλημμένων αποφάσεων που θα αποβούν σε βάρος της υγείας του λαού.