ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 5 Νοέμβρη 2000
Σελ. /40
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΡΕΟΣ
Εφτασε τα 50 τρισεκατομμύρια!

Εφιαλτικά στοιχεία για την πορεία του δημόσιου χρέους και για την ετήσια επιβάρυνση του ελληνικού λαού με τοκοχρεολύσια

Τα 50 τρισ. δραχμές αναμένεται να αγγίξει το δημόσιο χρέος της χώρας στο τέλος του 2001, χρέος το οποίο, κατά βάση, δημιουργήθηκε σαν αποτέλεσμα της στήριξης του καπιταλιστικού κράτους στη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Για την εξυπηρέτηση του χρέους αυτού το 2001, ο ελληνικός λαός, μέσω της φορολογίας, καλείται να καταβάλει το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσό, ύψους 7,1 τρισ. δραχμών. Ειδικότερα, στον προϋπολογισμό έχει εγγραφεί:

  • Ποσό τόκων 3,3 τρισεκατομμυρίων δραχμών που θα εισπράξουν οι διάφορες τράπεζες - δανειστές του δημοσίου.
  • Ακόμα 3,8 τρισ. δραχμές για την αποπληρωμή του κεφαλαίου παλαιότερων δάνειων (χρεολύσια).

Με δεδομένο ότι οι συνολικές δαπάνες του τακτικού προϋπολογισμού μαζί με τα χρεολύσια αναμένεται να ανέλθουν στα 16,4 τρισ. δραχμές, προκύπτει ότι το 43,4% των συνολικών δαπανών θα το καταπιεί η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους . Πρόκειται για το μεγαλύτερο κονδύλι του προϋπολογισμού, που απλά δείχνει ότι η ελληνική οικονομία ήταν και παραμένει δέσμια των δανειστών της (Ελλήνων και ξένων μεγαλοτραπεζιτών, βιομηχάνων, μεγαλοεισοδηματιών), οι οποίοι τής αποσπούν ένα πολύ μεγάλο μέρος του ετήσιου παραγόμενου προϊόντος. Και πρέπει να σημειώσουμε ότι η σχετική επιβάρυνση ενδέχεται να αποδειχθεί πολύ μεγαλύτερη, αφού η εκτίμηση της κυβέρνησης για τη σχέση δολαρίου προς ευρώ το 2001, είναι ένα προς ένα. Αν δεν επαληθευτεί η σχέση αυτή, τότε το εξωτερικό χρέος, που είναι εκφρασμένο σε δολάρια, θα επιβαρυνθεί περαιτέρω.

Οσο για τις εξελίξεις του 2000, σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού, η εξυπηρέτηση του εξωτερικού μόνο χρέους μάς στοίχισε επιπλέον 300 δισ. δραχμές. Ενώ είχε προϋπολογιστεί να καταβληθούν τοκοχρεολύσια 7,3 τρισ. δραχμές ή το 46,5% των συνολικών δαπανών, θα καταβληθούν 7,6 τρισ. δραχμές ή το 46,9% των συνολικών δαπανών. Οπως καταλαβαίνει κανείς, πρόκειται για μια τεράστια αιμορραγία, ένα υπέρβαρο φόρο που καταβάλλουν κάθε χρόνο οι Ελληνες εργαζόμενοι σε ντόπιους και ξένους δανειστές. Στη λογική των πολιτικών επιλογών της ΕΕ που συμπυκνώνονται στον όρο «δημοσιονομική πειθαρχία», η ελληνική κυβέρνηση έχει αναλάβει δέσμευση μέχρι το 2010, να μειώσει το δημόσιο χρέος στο 60% του ΑΕΠ, ποσοστό που θεωρείται σαν μέσος όρος του χρέους της ευρωζώνης. Αυτό απλά σημαίνει ότι όλη η ερχόμενη δεκαετία, θα είναι δεκαετία σκληρής λιτότητας, στο όνομα, αυτή τη φορά, της μείωσης του δημόσιου χρέους.

Το δημόσιο χρέος

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εισηγητικής Εκθεσης του προϋπολογισμού για το 2001, το δημόσιο χρέος στο τέλος του 2001 αναμένεται να ανέλθει στα 49,04 τρισ. δραχμές ή το 111% του ΑΕΠ. Επειδή, όμως, η κυβέρνηση κάνει ευρεία χρήση των λογιστικών αλχημειών που επινόησαν οι κυβερνήσεις της ΕΕ, προκειμένου να παρουσιάσουν μειωμένα λογιστικά ελλείμματα, από το ποσό των 49,04 τρισ. δραχμών αφαιρούνται 5,34 τρισ. δραχμές, τα οποία αντιστοιχούν σε πλεονάσματα των ασφαλιστικών ταμείων κλπ., τα οποία θεωρούνται σαν ενδοκυβερνητικό χρέος, ή, αλλιώς, «άσπρη τρύπα». Μετά την αλχημεία αυτή, η πρόβλεψη είναι ότι το δημόσιο χρέος στο τέλος του 2001 θα διαμορφωθεί στα 43,69 τρισ. δραχμές ή στο 98,9% του ΑΕΠ. Τα αντίστοιχα ποσά για το 2000 ( προσωρινές εκτιμήσεις) είναι δημόσιο χρέος 47,41 τρισ. δραχμές, ή 115,9% του ΑΕΠ, το οποίο, μετά την αφαίρεση της «άσπρης τρύπας» κατά 4,89 τρισ. δραχμές, μειώνεται στα 42,51 τρισ. δραχμές ή στο 103,9% του ΑΕΠ. Αυτό το επίπεδο χρέους αποδέχεται και η ΕΕ, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Σε απόλυτους αριθμούς, από το 1995, το - κατά Μάαστριχτ Δημόσιο Χρέος - από 29,60 τρισ. δραχμές, αυξήθηκε στις 42,51 τρισ. δραχμές το 2000. Το ποσοστό αύξησης είναι 43,6%. Σαν ποσοστό του ΑΕΠ από 108,7% το 1995, αυξήθηκε στο 111,3% το 1996 και μετά από διαδοχικές μειώσεις έφτασε φέτος στο 103,9%. Στόχος για το 2001 είναι η μείωσή του κατά 5 μονάδες, στο 98,9% του ΑΕΠ. Το ύψος του συνολικού νέου δανεισμού εκτιμάται ότι το 2000 θα ανέλθει σε 9 τρισ. δραχμές, έναντι 10,4 τρισ. δραχμών το 1999.

Σε μια περαιτέρω ανάλυσή του, το Εσωτερικό Χρέος, το οποίο αποτελείται από έντοκα γραμμάτια του δημοσίου και από ομόλογα, ανήλθε στο τέλος του 2000 στα 35,77 τρισ. δραχμές και σε σχέση με το 1995 παρουσιάζει αύξηση 40,9%. Σαν ποσοστό του συνολικού χρέους, το εσωτερικό αποτελεί το 75,5%. Αναλυτικότερα, τα υπόλοιπα των έντοκων γραμματίων στο τέλος του 2000 ανέρχονται σε 1,48 τρισ. και τα υπόλοιπα των ομολογιακών δάνειων σε 29,75 τρισ. δραχμές.

Το Εξωτερικό Χρέος, το οποίο αποτελείται από ομολογιακά και κοινοπρακτικά δάνεια, ανέρχεται στο τέλος του έτους στα 11,63 τρισ. δραχμές ή το 24,5% του συνολικού χρέους. Φειδωλό σε πληροφορίες, το υπουργείο Οικονομικών περιορίστηκε να αναφέρει ότι το 2000 συνάφθηκαν δάνεια σε συνάλλαγμα ύψους 4 δισ. ευρώ.

Το χρέος από δάνεια για στρατιωτικούς εξοπλισμούς, το οποίο αποτελεί μέρος του συνολικού χρέους, ανέρχεται στο τέλος του 2000, σε 2,2 τρισ. δραχμές και αναλύεται σε 1,88 τρισ. δραχμές από εξωτερικό δανεισμό και σε 0,32 τρισ. από δάνεια εσωτερικού. Το 2000 για την αποπληρωμή των πολεμικών δάνειων καταβλήθηκαν 540 δισ. δραχμές υπό μορφή τοκοχρεολυσίων, ποσό υπερδιπλάσιο από αυτό του 1999 που καταβλήθηκαν 263,2 δισ. δραχμές, ενώ ο εξωτερικός δανεισμός για εξοπλισμούς ανήλθε σε 790 δισ. δραχμές, έναντι 600 δισ. δραχμών το 1999 και 350 δισ. δραχμών το 1998. Το χρέος για πολεμικούς εξοπλισμούς τα επόμενα χρόνια αναμένεται να παρουσιάσει έξαρση, καθώς εκκρεμεί η νέα αγορά του αιώνα, ύψους 4 τρισ. δραχμών.

Συναλλαγματικές διαφορές

Να σημειώσουμε, επίσης, ότι παρά τις κατά καιρούς δηλώσεις των αρμοδίων περί δήθεν νομισματικής - συναλλαγματικής σταθερότητας σε συνθήκες ΟΝΕ, διαψεύδονται συνεχώς και με τραγικό τρόπο. Για παράδειγμα, ο εκτεταμένος δανεισμός σε δολάρια και γιεν είχε σαν αποτέλεσμα, να πληρώσουμε φέτος συναλλαγματικές διαφορές - λόγω της μεγάλης ανατίμησης των δύο αυτών νομισμάτων - ύψους 290 δισ. δραχμών. Ετσι, ενώ υπήρχε πρόβλεψη για πληρωμή τοκοχρεολυσίων 7,3 τρισ. δραχμών, καταβλήθηκαν 7,59 τρισ. δραχμές. Αλλά και από τις εκδόσεις εσωτερικού με ρήτρα ξένου νομίσματος που είχαν γίνει τα προηγούμενα χρόνια, λόγω της μειωμένης εμπιστοσύνης των αποταμιευτών στη δραχμή σε περιόδους νομισματικών αναταραχών, καταβλήθηκαν το 2000 συναλλαγματικές διαφορές 655 δισ. δραχμές, έναντι 393 δισ. δραχμών το 1999 και 115 δισ. δραχμών το 1998. Καταβλήθηκαν, δηλαδή, το 2000 945 δισ. δραχμές, υπό τη μορφή συναλλαγματικών διαφορών, λόγω της αλματώδους ανόδου του δολαρίου και του γιεν. Το ελληνικό δημόσιο, για να προφυλαχτεί από την αλματώδη άνοδο του δολαρίου και του γιεν, έκανε χρήση των χρηματοοικονομικών τεχνικών - μετατροπή δανείων δολαρίου - γιεν σε ευρώ, με το οποίο η δραχμή διατηρεί σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία - έτσι ώστε η συμμετοχή του δολαρίου και του γιεν από 45,3% του συνολικού δημοσίου χρέους, να μειωθεί σήμερα στο 33,7%, ενώ, αντίθετα, τα δάνεια σε ευρώ αυξήθηκαν από 51,6% σε 60,1%. Πάντως, το υπουργείο Οικονομικών διατηρεί πολιτική μυστικής διπλωματίας, γύρω από τη διαχείριση του εξωτερικού δημοσίου χρέους, γεγονός που δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά...

Σύμφωνα με τα στοιχεία του κρατικού προϋπολογισμού, από την περιβόητη πλέον - λόγω της ανάμειξής της στις βουλευτικές εκλογές - Δημόσια Εταιρία Κινητών Αξιών (ΔΕΚΑ), «αγοράστηκε» χρέος 840 δισ. δραχμές, έναντι 1.000 δισ. δραχμών το 1999 και 667 δισ. δραχμών το 1998.

Σύμφωνα, επίσης, με αναλυτικούς πίνακες, τα υπόλοιπα από τα δάνεια οικονομικής εξυγίανσης που συνάφθηκαν μεταξύ του 1990 και του 1997 και αφορούσαν την κάλυψη ελλειμμάτων μιας σειράς φορέων (ασφαλιστικά ταμεία, αμυντική βιομηχανία, συγκοινωνιακοί φορείς, Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων κλπ.) ανέρχονται στο τέλος του 2000 σε 1,3 τρισ. δραχμές, το οποίο είναι αρκετά μειωμένο σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Οι εκδόσεις ομολογιακών δανείων που χρησιμοποιήθηκαν για τη συμμετοχή του ελληνικού δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών ΕΤΒΑ (με στόχο την ιδιωτικοποίησή της) Εθνική Τράπεζα, ΕΛΤΑ, ΕΡΤ και λοιπά ανέρχονταν - τα υπόλοιπά τους - στο τέλος του 2000 σε 862 δισ. δραχμές. Τέλος, τα υπόλοιπα των ειδικών δανείων που εκδόθηκαν για μια σειρά λόγους (ρυθμίσεις χρεών νοσοκομείων, ομόλογα προς ΟΓΑ για την κάλυψη της κρατικής εισφοράς, υποχρεώσεις προς Τράπεζα Ελλάδας κλπ.) ανέρχονταν σε 4.652 δισ. δραχμές.


Θανάσης ΚΑΝΙΑΡΗΣ

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ - ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΙ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ
Καταβροχθίζουν 2,5 τρισ.

Με αλματώδεις ρυθμούς αυξάνεται το χρέος των Ενόπλων Δυνάμεων

Στο εξωφρενικό ποσό των 2,5 τρισεκατομμυρίων δραχμών ανέρχονται τα φανερά κονδύλια του προϋπολογισμού, που αφορούν δαπάνες στρατιωτικού χαρακτήρα και την ανάπτυξη των κρατικών μηχανισμών καταστολής. Τα σχετικά ποσά, που ανάλογα με τον τρόπο που θα υπολογίσει κανείς, αντιπροσωπεύουν το 27% του τακτικού προϋπολογισμού ή το 15% (αν πάρει κανείς υπόψη του και τα τοκοχρεολύσια εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους), «διατρέχουν» το σύνολο των υπουργείων και άλλων φορέων του Δημοσίου. Τα ποσά οπωσδήποτε είναι τεράστια. Το σημαντικότερο ωστόσο ζήτημα είναι ότι: Πρώτον, δεν πρόκειται για κονδύλια που αφορούν στην εξασφάλιση της αμυντικής ικανότητας της χώρας ή στη χρηματοδότηση των μηχανισμών για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας και της ποινικής παραβατικότητας. Δεύτερον, η ασκούμενη πολιτική, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν εξυπηρετεί τις αμυντικές ανάγκες της χώρας, αυξάνει με ραγδαίους ρυθμούς το χρέος που αναλαμβάνουν οι κυβερνώντες για διάφορες στρατιωτικές δαπάνες. Σε κάθε πάντως περίπτωση, τα 2,5 τρισεκατομμύρια -που ανάλογα με την πορεία του δολαρίου μπορεί να αποδειχτούν και αισθητά περισσότερα- αποτελούν μια δαπάνη που στην πραγματικότητα:

  • Επιβάλλεται από τις επιδιώξεις του ΝΑΤΟ στα πλαίσια της «νέας τάξης πραγμάτων».
  • Εντάσσεται και εξυπηρετεί τα στρατιωτικά και εξοπλιστικά προγράμματα που οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ προωθούν στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων.
  • Κινείται στη λογική των «ποσοστώσεων» στις στρατιωτικές δαπάνες ανάμεσα στη χώρα μας και την Τουρκία
  • Προβλέπει τη μετατροπή και τον αναπροσανατολισμό της Αστυνομίας και των υπηρεσιών ασφαλείας, σε μηχανισμούς παρακολούθησης και καταστολής των αγώνων του λαϊκού κινήματος.
  • Στοχεύει στην εγκατάσταση στη χώρα μας κλιμακίων των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ και όχι μόνο.

Σε σχέση με τα παραπάνω είναι εντυπωσιακή και η ομολογία της κυβέρνησης, όπως περιλαμβάνεται στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού και σύμφωνα με την οποία «βασικό παράγοντα της αύξησης των κονδυλίων των αμυντικών δαπανών αποτελεί η εξασφάλιση της ειρήνης στην περιοχή». Μια ειρήνη που όπως φάνηκε με τον πλέον προκλητικό τρόπο πέρσι, προϋποθέτει τις πολεμικές επιθέσεις και τους εγκληματικούς βομβαρδισμούς ανεξάρτητων κρατών και την ανοιχτή επέμβαση και επιβολή στις εσωτερικές υποθέσεις των χωρών της περιοχής.

Οπως προκύπτει από το σχετικό πίνακα, τόσο οι δαπάνες στρατιωτικού χαρακτήρα, όσο και εκείνες που αφορούν τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής, στον προϋπολογισμό δεν εμφανίζονται μόνο στις καταστάσεις των αρμόδιων υπουργείων. Μεγάλα ποσά, όπως για παράδειγμα το χρέος των Ενόπλων Δυνάμεων συμπεριλαμβάνονται στα κονδύλια του υπουργείου Οικονομικών ή οι δαπάνες για την απασχόληση αστυνομικών δυνάμεων από τα υπουργεία δε συμπεριλαμβάνονται στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης, αλλά στα επιμέρους υπουργεία. Τα στοιχεία του πίνακα δίνουν την εικόνα που αφορά τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για το 2001. Εκείνο που δε φαίνεται από τον πίνακα αυτό, είναι το χρέος που δημιουργεί η κυβέρνηση μέσω της πολιτικής της στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας, μια πολιτική που συνδέεται με τα εξοπλιστικά προγράμματα και τις άλλες υποχρεώσεις που αναλαμβάνει στα πλαίσια των δεσμεύσεών της στο ΝΑΤΟ. Οπως προκύπτει από το κείμενο του προϋπολογισμού, το χρέος των Ενόπλων Δυνάμεων ήταν:

  • Το 1998 περί τα 938 δισεκατομμύρια δραχμές ή το 2,6% του ΑΕΠ της χώρας.
  • Στα τέλη του 1999 είχε διαμορφωθεί σε 1,3. τρισεκατομμύρια και αποτελούσε το 3,5% του ΑΕΠ.
  • Φέτος, θα παρουσιάσει μια παραπέρα αύξηση, της τάξης του 53% και θα αγγίξει τα 2 τρισεκατομμύρια δραχμές, ποσό που αντιπροσωπεύει το 4,8% του ΑΕΠ.

Διαβάζοντας το σχετικό πίνακα, απαραίτητο είναι να πάρουμε υπόψη δυο ζητήματα. Πρώτον, ότι στις δαπάνες που αφορούν τους μηχανισμούς καταστολής περιλαμβάνονται τα κονδύλια του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και τα αντίστοιχα που αφορούν τις πιστώσεις για το Λιμενικό Σώμα. Δεύτερον, ότι τα ποσά που αναφέρονται σε ξεχωριστούς κωδικούς, έχουν αφαιρεθεί από τα αντίστοιχα ποσά των υπουργείων, ώστε να μην υπάρχει διπλοϋπολογισμός τους.


Κ.

ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ
Στήριξη των προτεραιοτήτων της ΟΝΕ

Ρωμαϊκό παλίμψηστο θυμίζει ο πρώτος προϋπολογισμός της εντός ΟΝΕ εποχής: Κάθε εικόνα, κάθε γραφή, κάθε πίνακας, υποκρύπτει και κάποιο προηγούμενο υπολογισμό. Σε τελευταία ανάλυση, μοναδικός γνώμονας σύνταξης του νέου προϋπολογισμού είναι η στήριξη με κάθε μέσο των συμφερόντων της πλουτοκρατίας, των αναγκαίων όρων αναπαραγωγής του κεφαλαίου στη συγκυρία που διαμορφώνεται στη λεγόμενη εντός «ΟΝΕ εποχή».

Η πολιτική δαπανών ακολουθεί αυτόν ακριβώς τον κανόνα. Οι πραγματικές ανάγκες του λαού και του τόπου δεν έχουν καμιά θέση στο συγκεκριμένο μοντέλο «ανάπτυξης». Απλά, εξοβελίζονται μονοκονδυλιά: Για παράδειγμα, οι πόροι που προβλέπονται στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) για εγγειοβελτιωτικά έργα περικόπτονται δραστικά κατά 25,1%(!). Η Θεσσαλία μπορεί να περιμένει, όχι, όμως, και οι πλουτοκράτες, που ενδιαφέρονται για άλλου είδους έργα. Την ίδια ώρα, οι δαπάνες για το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, όπως κατ' ευφημισμόν ονομάζονται οι πόροι για τα έργα που ενδιαφέρουν κυρίως τις πολυεθνικές εταιρίες της ΕΕ και τη μερίδα του ελληνικού κεφαλαίου που συμμετέχει στα σχετικά κονδύλια, προβλέπονται να αυξηθούν σε ποσοστό 10,3%.

Την ίδια ώρα ο ...«ιστορικός» προϋπολογισμός του 2001 περικόπτει τις συνολικές δαπάνες στο 31,9% του ΑΕΠ, από 32,7% το 2000. Το «γιατί», μας το εξηγούν με τα δικά τους λόγια οι κυβερνώντες. Τα μεταφέρουμε: «Οι λόγοι που συνέβαλαν στη συγκράτηση των δαπανών είναι η εξάλειψη των ελλειμμάτων, όπως προβλέπεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και ο περιορισμός των δαπανών με χαμηλή κοινωνικοοικονομική προτεραιότητα».

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται η εισοδηματική πολιτική για το δημόσιο τομέα, δίνοντας το στίγμα για τη γενικότερη πολιτική που θα ακολουθηθεί στα εισοδήματα των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Ετσι, οι ονομαστικές αυξήσεις 2,2% είναι βέβαιο ότι δε θα καλύψουν τις απώλειες εισοδημάτων από τον πληθωρισμό, σε μια συγκυρία έξαρσης των πληθωριστικών πιέσεων, που αφορά ολόκληρη την ευρωζώνη. Ακόμη και η ίδια η κυβέρνηση προβλέπει τον πληθωρισμό για το 2001 στα επίπεδα των ονομαστικών αυξήσεων, δηλαδή στο 2,2%.

Βέβαια, χρειάζεται αρκετό θράσος για να υποστηρίξει κανείς, όπως έκανε ο Γ. Παπαντωνίου, ότι η «εισοδηματική πολιτική του 2001 καλύπτει τον πληθωρισμό και εξασφαλίζει για τους εργαζόμενους ουσιαστική συμμετοχή στην αύξηση του ΑΕΠ», όταν η προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ για το 2001 φτάνει σε 5%. Με αυτό το δεδομένο η κυβερνητική προπαγάνδα προχωρά στις γνωστές και από το παρελθόν αλχημείες του τύπου 2,2%= 5% (και βάλε) συνυπολογίζοντας τα αυτονόητα, όπως τη φυσιολογική μισθολογική ωρίμανση. Η ...«ισχυρή κοινωνική διάσταση» του νέου προϋπολογισμού σημαίνει δαπάνη 450 δισ. δραχμών. Πρόκειται για τις παροχές - κοροϊδία του τελευταίου φορολογικού νομοσχεδίου, κάποια ψήγματα επιστροφής χρημάτων σε κοινωνικές κατηγορίες μετά από τη ληστρική μεταφορά πλούτου στις τσέπες του κράτους και της πλουτοκρατίας. Ετσι, για παράδειγμα, για το επίδομα πετρελαίου θέρμανσης στους χαμηλόμισθους, θα διατεθούν κάπου 75 δισ. δραχμές, την ώρα που τα υπερέσοδα του κράτους από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου και τη συνακόλουθη αύξηση του φόρου που εισπράχτηκε έφτασαν σε 100 δισ. δραχμές. Την ίδια αντίληψη «ευημερίας των αριθμών» βρίσκει κανείς και στο επίδομα ΕΚΑΣ. Η κυβερνητική προπαγάνδα προβάλλει ένα ποσοστό αύξησης της τάξης του 30%, που μεθερμηνευόμενο σημαίνει αυξήσεις από 1.569 δρχ. έως 6.265 δρχ. το πολύ. Το ποσό για το ΕΚΑΣ χρησιμοποιείται και προκειμένου να φανεί η ...«γενναιοδωρία» της κυβέρνησης και η αύξηση των επιχορηγήσεων στα ασφαλιστικά ταμεία που προβλέπεται σε 6,1%. Παρά ταύτα, η επιχορήγηση στο ΙΚΑ παραμένει απολύτως καθηλωμένη στο ποσόν που δόθηκε φέτος, που σημαίνει μείωση, καθώς ο πληθωρισμός, σύμφωνα με την κυβέρνηση, θα αυξηθεί σε ποσοστό 2,2%. Προφανώς γιατί οι κυβερνητικές προτεραιότητες στρέφονται αλλού. Παράδειγμα, οι επιδοτήσεις στους εφοπλιστές για δρομολόγηση πλοίων στις άγονες γραμμές προβλέπεται να αυξηθούν κατά 36,2%(!), να ξεπεράσουν, δηλαδή, τα 3 δισ. δραχμές. Η δαπάνη για απαλλοτριώσεις (αφορούν προφανώς τα έργα για την Ολυμπιάδα του 2004) θα φτάσουν σε 2,5 δισ. δρχ. (αύξηση σε σχέση με το 2000 κατά 127,3%). Για την Ολυμπιάδα επίσης θα διατεθούν και περισσότερα από 100 δισ. δραχμές από το εθνικό σκέλος του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων. Χαρακτηριστικά παραδείγματα των προτεραιοτήτων της ακολουθούμενης οικονομικής πολιτικής υπάρχουν και στο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων. Οι πιστώσεις στη βιομηχανία αυξάνονται κατά 22,1%, θα φτάσουν σε 220 δισ. δρχ. και θα διατεθούν για την επιχορήγηση ιδιωτικών επενδύσεων μέσω των διαφόρων αναπτυξιακών νόμων.


Ανδρέας ΣΑΚΑΡΕΛΟΣ

ΑΓΡΟΤΕΣ
Επιδείνωση της φτώχειας και του ξεκληρίσματος

Την αύξηση της φτώχειας και του ρυθμού ξεκληρίσματος των αγροτών προβλέπει ο προϋπολογισμός που κατάρτισε η κυβέρνηση για το 2001. Κι επειδή η κυβέρνηση το γνωρίζει πολύ καλά αυτό, επιχειρεί με αλχημείες να «κουκουλώσει» τη λιτότητα που επιβάλλει στους αγρότες και την απρόσκοπτη συνέχιση της αντιαγροτική πολιτικής της. Κατά την προσφιλή κυβερνητική τακτική, οι δαπάνες για τη γεωργία στον προϋπολογισμό του 2001 εμφανίζονται ποσοστιαία τεχνηέντως αυξημένες, όπως επίσης και στο σύνολό τους με την άθροιση ποσών, που δεν αφορούν την ανάπτυξη της γεωργίας και την αύξηση του εισοδήματος των αγροτών. Η πικρή αλήθεια όμως δεν μπορεί να κρυφτεί, αφού φαίνεται ξεκάθαρα ότι τα ποσά που προβλέπονται να δοθούν στο γεωργικό τομέα δεν είναι μόνο μειωμένα σε πραγματικές τιμές αλλά και σε ονομαστικές τιμές.

Το σύνολο των δαπανών για τη γεωργία από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους προβλέπεται για το 2001 να είναι 1,985 τρισ. δραχμές, όταν το 2000 προϋπολογίστηκαν 1,968 τρισ. δραχμές. Δηλαδή, μόλις 17 δισ. δραχμές παραπάνω. Αυτό όμως που δεν μπόρεσε να κρύψει η κυβέρνηση είναι ότι από το 1,968 τρισ. δραχμές του 2000 θα δοθούν το πολύ 1,872 τρισ. δραχμές μέχρι το τέλος του χρόνου. Δηλαδή, 96 δισ. δραχμές λιγότερα από όσα προϋπολογίστηκαν πέρσι. Κάτι ανάλογο αναμένεται να γίνει και το 2001. Η πρεμούρα της κυβέρνησης να εμφανίσει τις δαπάνες του νέου προϋπολογισμού μεγαλύτερες φτάνει σε σημείο απατεωνιάς. Για να ανεβάσει το συνολικό ποσό στο 1,985 τρισ. δραχμές, προϋπολογίζει εκτός των άλλων ως κρατική δαπάνη, ακόμα και τις εισφορές που θα πληρώσουν οι αγρότες στον ΟΓΑ το 2001 και το ποσό αυτό ξεπερνά τα 100 δισ. δραχμές!

Τα ίδια και χειρότερα ισχύουν για τις κοινοτικές επιδοτήσεις των αγροτικών προϊόντων. Εδώ εμφανίζεται ονομαστική αύξηση 3,9% για το 2001 και 11% για το 2000, αλλά η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μια σημαντική μείωση της τάξης του 5,2%.Για το 2000 προϋπολογίστηκαν 981 δισ. δραχμές και τώρα για το 2001 930 δισ. δραχμές. Δηλαδή, 51 δισ. δραχμές λιγότερα. Επίσης, φαίνεται ότι από τα 981 δισ. δραχμές που προϋπολόγισε η κυβέρνηση για το 2000, τελικά θα δοθούν στους αγρότες το πολύ895δισ. δραχμές, όπως συγκεκριμένα αναφέρεται στην εκτίμηση πραγματοποίησης. Δηλαδή 86 δισ. δραχμές λιγότερα. Το παραπάνω δείχνει ότι και τα 930 δισ. δραχμές που προϋπολόγισε για το 2001 η κυβέρνηση, δεν αποκλείεται να είναι τελικά, κατά πολύ λιγότερα.

Μειωμένα προβλέπονται επίσης και τα κονδύλια από το Γ' ΚΠΣ, αφού για το 2001 προϋπολογίστηκαν 261 δισ. δραχμές, όταν αντίστοιχα το 2000 ήταν 262 δισ. δραχμές. Πάντως, χαρακτηριστικό της αναπτυξιακής διάστασης που προσδίδει στην ελληνική γεωργία το Γ' ΚΠΣ, είναι το γεγονός ότι στον τομέα των έγγειων βελτιώσεων προβλέπονται κονδύλια μειωμένα κατά 25,1% για το 2001! Κι αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι το 2000 χαρακτηρίστηκε ως χρονιά λειψυδρίας.

Αλλο ένα δείγμα της κυβερνητικής κοροϊδίας που αποκαλύπτει το μέγεθος... της «αναπτυξιακής εκσυγχρονιστικής πολιτικής» που ακολουθείται υπό τις εντολές της ΕΕ και του ΠΟΕ, είναι το γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ για το κομμάτι της γεωργίας προβλέπεται να μειωθεί το 2001 στο 1% από το 1,5% που είναι η εκτίμηση για το 2000 και 2,6% που ήταν το 1998. Κι αυτό συμβαίνει όταν η συνολική αύξηση του ΑΕΠ για το 2001 προβλέπεται να είναι 5%, έναντι 4,1% που είναι η εκτίμηση για το 2000. Οσον αφορά επίσης τη στήριξη των εξαγωγών, για τις οποίες τόσο δείχνει να κόπτεται... η κυβέρνηση, αξίζει να σημειωθεί ότι οι εξαγωγικές επιδοτήσεις παραμένουν παγωμένες το 2001. Το βασικότερο όμως είναι ότι το ποσοστό συμμετοχής των εξαγωγικών επιδοτήσεων είναι μόλις 1% επί του συνόλου της κατανομής των επιδοτήσεων. Τούτο από μόνο του αποκαλύπτει το πραγματικό ενδιαφέρον της κυβέρνησης και για τις εξαγωγές των ελληνικών αγροτικών προϊόντων.

Η κυβέρνηση πάντως, επιμένει φαρισαϊκά να εμφανίζει τον κάθε προϋπολογισμό της πιο φιλολαϊκό, πιο φιλοαγροτικό από τον προηγούμενο. Τώρα, πώς συμβαίνει κάτι τέτοιο όταν οι εκάστοτε φιλοαγροτικοί... προϋπολογισμοί της κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είχαν αποτέλεσμα τη συνεχή μείωση του αγροτικού εισοδήματος τα τελευταία χρόνια - για παράδειγμα το 1999 η μείωση του αγροτικού εισοδήματος σε πραγματικές τιμές ήταν 3% - είναι μάλλον μια απορία που η κυβέρνηση δεν κατάφερε... να απαντήσει ακόμα. Κατάφερε όμως να καταγράψει το παρακάτω τραγικό στοιχείο: Οπως ομολογείται στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 2001, στο διάστημα 1994 - 1999 μειώθηκαν κατά 121.900 άτομα οι απασχολούμενοι στον αγροτικό τομέα.

Απ' όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό το τι επιφυλάσσουν, η κυβέρνηση, η Ευρωπαϊκή Ενωση και η «Ατζέντα 2000» στους αγρότες για το 2001 και τα αμέσως επόμενα χρόνια.


Κώστας ΔΕΤΣΙΚΑΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ