ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 1 Απρίλη 2012
Σελ. /16
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΜΑΝΩΛΗΣ ΚΑΛΟΜΟΙΡΗΣ
Πρωτομάστορας της ελληνικής μουσικής

Ο διακεκριμένος αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής μιλά για τη ζωή και τη δημιουργία του μεγάλου μουσουργού

Ο Μανώλης Καλομοίρης με τον Αιμίλιο Ριάδη
Ο Μανώλης Καλομοίρης με τον Αιμίλιο Ριάδη
Μισός αιώνας συμπληρώνεται φέτος από τον θάνατο του μεγάλου μουσουργού και παιδαγωγού Μανώλη Καλομοίρη, πρωτομάστορα της ελληνικής εθνικής μουσικής και θιασώτη της αξιοποίησης του γνήσιου νεότερου ελληνικού λαϊκού πολιτισμού. Ο συνθέτης, που πρωτοείδε το φως στη Σμύρνη, στις 14 Δεκέμβρη του 1883, έφυγε από τη ζωή στην Αθήνα, στις 3 Απριλίου 1962, έχοντας διανύσει μια μακρά δημιουργική πορεία. Σε μια περίοδο, που οι Ελληνες συνθέτες επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια μουσική που να έχει εθνική ταυτότητα, ο Μανώλης Καλομοίρης συνθέτει έργα, που βασίζονται στους ρυθμούς, στους τρόπους, στις μελωδίες και στο ύφος του λαϊκού πολιτισμού, δηλώνει ένθερμος υποστηριχτής του δημοτικισμού.

Με αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων από το θάνατο του Μανώλη Καλομοίρη, για τη ζωή και τη δημιουργία του, μας μιλά ο διακεκριμένος αρχιμουσικός Βύρων Φιδετζής, ο οποίος έχει παρουσιάσει πολλά και σημαντικά έργα του συνθέτη σε συναυλίες και στη δισκογραφία.

«Η οικογένεια του πατέρα του ήταν σαμιώτικης καταγωγής και η μάνα του ήταν Μικρασιάτισσα από ένα χωριό της Σμύρνης», αναφέρει ο Βύρων Φιδετζής. «Ο πατέρας του ήταν γιατρός και πέθανε όταν ο Μανώλης Καλομοίρης ήταν πολύ μικρός. Ουσιαστικά τους ανέθρεψε ο αδελφός της μητέρας του Μηνάς Χαμουδόπουλος, τον οποίο υπεραγαπούσε ο Καλομοίρης. Τα μαθητικά του χρόνια τα πέρασε στη Σμύρνη, στην Αθήνα και στην Πόλη. Ενώ η μάνα του επιθυμούσε να γίνει γιατρός, συνεχίζοντας του πατέρα του την παράδοση, ο ίδιος ήθελε να γίνει μουσικός. Είχε πάρει κάποια μαθήματα στις πόλεις που προανέφερα - στην Κωνσταντινούπολη μάλιστα είχε δασκάλα τη Σοφία Σπανούδη, η οποία έγινε και ηγερία του. Στη συνέχεια πήγε στη Βιέννη, σπούδασε και εντυπωσιάστηκε από τα επιτεύγματα και τον τρόπο έκφρασης της Ρωσικής Σχολής. Στη Βιέννη παντρεύτηκε μια καταπληκτική γυναίκα την Κερκυραία Χαρίκλεια Παπαμόσχου, που είχε πάει να σπουδάσει μουσική. Μαζί με τη σύζυγό του ταξίδεψε στη Ρωσία και για τρία χρόνια δούλεψε στο Χάρκοβο της Ουκρανίας ως καθηγητής στο ιδιωτικό ωδείο Ομπολένσκι, μελετώντας παράλληλα από κοντά τη ρωσική μουσική.


Φανατικός Βενιζελικός και δημοτικιστής - οπαδός του Ψυχάρη - ο Μανώλης Καλομοίρης, αλληλογραφεί με το περιοδικό των δημοτικιστών "Νουμάς" και με τον Παλαμά με τον οποίο συνδέθηκε στενά. Το 1908 έρχεται στην Αθήνα και δίνει την πρώτη του συναυλία στο Ωδείο Αθηνών. Είχε ζητήσει από τον διευθυντή του ωδείου Γ. Νάζο να τυπωθεί το πρόγραμμα στη δημοτική, ο οποίος μετά από πιέσεις του είπε ότι πρέπει να τυπωθεί στην καθαρεύουσα. Ο Καλομοίρης, που δεν ήθελε να βάλει νερό στο κρασί του ως προς το γλωσσικό, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του, είχε αποφασίσει να μην κάνει τη συναυλία. Τελικά πρότεινε να τυπωθεί στα γαλλικά, καθώς συνηθιζόταν τότε. Ομως ο ίδιος είχε ήδη τυπώσει και το ελληνικό πρόγραμμα στη δημοτική, το οποίο και μοιραζόταν στον κόσμο.

Οταν εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, ο Βενιζέλος τον όρισε διευθυντή των Στρατιωτικών Μουσικών, προκειμένου να έχει μια εργασία. Οποτε έρχονταν οι βασιλικοί στην εξουσία τον διώχνανε. Είχε διάφορες περιπέτειες. Στο Ωδείο Αθηνών, συγκρούστηκε με τον Νάζο και παραιτήθηκε, ιδρύοντας στη συνέχεια το Ελληνικό Ωδείο και εντέλει το Εθνικό Ωδείο, στα μέσα της δεκαετίας του '20. Ο Καλομοίρης υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη και για χρόνια πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Μουσουργών. Ηρθε σε αντίθεση με την τρέχουσα αντίληψη των Επτανησίων, η οποία ήταν φυσικό να έχει μια ιταλική επιρροή. Οι δικές του επιρροές ήταν πιο πολύ από το δημοτικό τραγούδι και τη βυζαντινή μουσική, που ήταν οι φυσικές παραδόσεις του ελληνικού λαού. Βέβαια, καταλάβαινε ότι αν δεν υπήρχαν οι Επτανήσιοι, η μουσική στην Ελλάδα θα ήταν πάρα πολύ πίσω. Εμπρακτη αναγνώριση αυτού είναι ότι το '35, με τον μελοδραματικό θίασο που είχε ο ίδιος ιδρύσει, έπαιξε επανειλημμένα την όπερα του κορυφαίου της επτανησιακής μουσικής Σπύρου Σαμάρα "Μάρτυς", ενώ το '44 όταν άνοιξε η Λυρική Σκηνή επέλεξε τη "Ρέα" του Σαμάρα ως εναρκτήριο έργο. Επηρεάστηκε και από τη γερμανική μουσική και τον Βάγκνερ, ο οποίος υπήρξε σημείο αναφοράς στην ευρωπαϊκή μουσική. Επίσης, από τη ρωσική μουσική αλλά και από τη γαλλική».

Σπουδαία δημιουργική κατάθεση


«Σε όλη του τη ζωή τον προβλημάτιζε η σχέση γλώσσας και μουσικής, λόγου και ήχου. Ακόμα και στις τρεις συμφωνίες του - η πρώτη "Της Λεβεντιάς", η δεύτερη η "Συμφωνία των ανίδεων και των καλών ανθρώπων" και η τρίτη η "Παλαμική Συμφωνία" - υπάρχει λόγος. Στην πρώτη το "Υπερμάχω" στο τελευταίο μέρος. Στη δεύτερη ένα ποίημα του Ζαν Ρισπέν, που μετέφρασε ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου σε ρουμελιώτικη διάλεκτο και τραγουδάει μια μέτζο σοπράνο - τίτλος του τραγουδιού "Η γριά βαβάμ" - καθώς επίσης λαϊκό μοιρολόι που ερμηνεύει χορωδία και μαζί κάνει "κυματισμούς". Στην "Παλαμική", που είναι πιο γεμάτη με προβληματισμό, ένας εξάγγελος απαγγέλλει στην αρχή έναν στίχο από τους "Ιαμβους και Ανάπαιστους" του Παλαμά και στα άλλα τρία μέρη ακούγονται αποσπάσματα από το "Δωδεκάλογο του Γύφτου", που τα βάζει εμβόλιμα και αφήνει τον ακροατή να φανταστεί τη συνέχεια του στίχου με τη βοήθεια της μουσικής.

Εγραψε πέντε όπερες: η πρώτη "Ο Πρωτομάστορας" πάνω σε κείμενο του Ν. Καζαντζάκη, η δεύτερη "Το δαχτυλίδι της μάνας" πάνω σε κείμενο του Γιάννη Καμβύση, η τρίτη "Η Ανατολή" πάλι σε κείμενο Γ. Καμβύση, η τέταρτη "Τα Ξωτικά Νερά" είναι σε ελληνική μετάφραση ποιήματος του μεγάλου Ιρλανδού ποιητή Γέιτς και η πέμπτη "Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος" πάλι πάνω σε κείμενο του Ν. Καζαντζάκη, της οποίας η παρουσίαση έγινε μετά το θάνατό του, το καλοκαίρι του '62. Εγραψε και έργα μουσικής δωματίου και πάρα πολλά τραγούδια, κυρίως σε ποίηση Παλαμά αλλά και άλλων όπως των Γρυπάρη και Σικελιανού. Η παραγωγή του στο τραγούδι είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.

Το τελευταίο συμφωνικό του ποίημα είχε τίτλο "Ο θάνατος της Αντρειωμένης" και βασίζεται στο περίφημο δημοτικό τραγούδι "Στη στεριά δεν ζει το ψάρι". Το έγραψε μέσα στην Κατοχή, συγκλονισμένος από το θάνατο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης της Γαλλίδας κουνιάδας της κόρης του Κρινώς, η οποία όπως η κόρη και ο γαμπρός του συμμετείχαν στη Γαλλική Αντίσταση. Η θυσία της, που θυμίζει εκείνη των γυναικών του Ζαλόγγου, τον ενέπνευσε για τη σύνθεση του έργου.

Ο Καλομοίρης ήταν ο πρωτομάστορας της ελληνικής εθνικής μουσικής, σε μια περίοδο που η Ελλάδα υστερούσε σε επίπεδο ανάπτυξης, ενώ υπήρχε τεράστιο ποσοστό αναλφαβητισμού. Ηρθε στην Αθήνα προερχόμενος από ένα αστικό κέντρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, τη Σμύρνη, με δική της παράδοση πολιτισμού και έχοντας την παιδεία, την καλλιέργεια, τις προσλαμβάνουσες και βέβαια την ευρωπαϊκή εμπειρία. Τα χρόνια εκείνα υπήρχε στην Ευρώπη μεγάλη άνθηση της έννοιας των εθνικών σχολών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Γερμανοί προσπαθούσαν ολόκληρο τον 19ο αιώνα να γίνουν "Γερμανοί στη μουσική", θέλοντας να ξεφύγουν από την πίεση της ιταλικής παράδοσης - το ίδιο και οι Γάλλοι. Αλλοι ευρωπαϊκοί λαοί π.χ. Τσέχοι, Ούγγροι, Νορβηγοί, προσπάθησαν κι αυτοί να διαφοροποιηθούν σταδιακά από τους Ιταλούς, τους Γερμανούς, τους Γάλλους, τους Ρώσους. Μέσα σ' αυτό το κλίμα των αρχών του 20ού αιώνα ξεκινά να δημιουργεί το έργο του ο Μανώλης Καλομοίρης».

Αν δεν του προσφερθεί, πώς θα το μάθει;

Παρά τη μεγάλη αξία της η μουσική του Καλομοίρη όπως και άλλων μουσουργών, δεν μπορούμε να πούμε ότι έχει γίνει κτήμα του φυσικού αποδέκτη της, του λαού. Ο Βύρων Φιδετζής αναφέρει «ότι στον τόπο μας δεν υπήρξε η ομαλή αστική εξέλιξη όπως έγινε σε άλλες χώρες της Ευρώπης», ενώ «το σύστημα παιδείας που έχουμε είναι πολύ κολοβό και δημιουργεί τεράστια κενά που με τη σειρά τους δημιουργούν και πάρα πολλά συμπλέγματα. Υπάρχει τρομερή ανάγκη να βελτιώσουμε το ζήτημα της παιδείας, γιατί εκεί είναι όλο το μυστικό». Από την κουβέντα μας δεν θα μπορούσε να λείψει η αναφορά στο πολύπαθο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης(ΚΩΘ), το μοναδικό κρατικό μουσικό ίδρυμα στη χώρα μας. Απόφοιτος ο ίδιος ο μαέστρος, του ΚΩΘ, σημειώνει: «Είναι το ωδείο βάσει του οποίου πορεύονται τα υπόλοιπα. Διότι ο κανονισμός του και ο τρόπος λειτουργίας του αποτελεί την πυξίδα για τα υπόλοιπα ωδεία. Είναι το σημείο αναφοράς. Και τον θεό να βάλουν διευθυντή, αν του κόψουν τα χρήματα τι να κάνει; Το βασικό είναι ότι πρέπει το υπουργείο να καλύψει τις ανάγκες αυτών των ιδρυμάτων. Πώς θα λειτουργήσουν χωρίς ούτε τα στοιχειώδη;». Παράλληλα, ο Βύρων Φιδετζής υπογραμμίζει την ευθύνη του κράτους για την άγνοια που υπάρχει σε μεγάλο μέρος του κόσμου ως προς την πνευματική πολιτιστική μουσική δημιουργία. «Ας πάρουμε έναν στρατευμένο συνθέτη, τον Αλέκο Ξένο. Το έργο του ποιος το ξέρει σήμερα στη χώρα μας; Ενα έργο, που είναι πάρα πολύ ευπρόσιτο στον απλό άνθρωπο, αρκεί όμως κάποιος να του το προσφέρει. Αν δεν του προσφερθεί, πώς θα το μάθει; Εκανε ποτέ το ΥΠΠΟ μια πολιτική στο θέμα της ελληνικής μουσικής σε σχέση με τους υπάρχοντες οργανισμούς, σε σχέση με τη δισκογραφία; Εντάξει, μια ορχήστρα δεν μπορεί να τα παίξει όλα, αλλά με τη δισκογραφία μπορούν να καλύπτονται πολλά τέτοια κενά. Αν πας σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα, η δισκογραφία της ντόπιας παράδοσής της είναι τεράστια. Εδώ ό,τι έχει γίνει, έγινε από προσπάθειες ανθρώπων από εδώ και από εκεί...Το υπουργείο λάμπει διά της απουσίας του. Οχι μόνο γιατί δεν έκανε κάτι, αλλά γιατί ούτε καν σκέφτηκε να κάνει κάτι. Εμείς όπως ξέρετε στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών προσπαθήσαμε να κάνουμε κάθε χρόνο τις Ελληνικές Μουσικές Γιορτές. Δυστυχώς, έχουν κόψει την επιχορήγηση στην Ορχήστρα σε τραγικό βαθμό. Πρέπει να ξέρουμε, ότι δεν μπορεί να ζήσει ένας άνθρωπος πέντε μέρες χωρίς νερό... Και ότι αν θέλουμε να λέμε πως είμαστε πολιτισμένη χώρα, πρέπει κάποια πράγματα να τα διαφυλάξουμε. Ποιος είναι ο νεότερος ελληνικός πολιτισμός; Εμείς ως λαός στην παγκόσμια κονίστρα τι θα προσκομίσουμε;».

Οπως μας πληροφόρησε ο κ. Βύρων Φιδετζής, φέτος ο Σύλλογος «Μανώλης Καλομοίρης», σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αθηνών, θα εκδώσει αφιερωματικό τόμο, παράλληλα με άλλες εκδηλώσεις, για τα 50 χρόνια από το θάνατο του Μανώλη Καλομοίρη.


Ρουμπίνη ΣΟΥΛΗ


Για το δημοτικό τραγούδι, τη δημοτική γλώσσα και τον Παλαμά

Η ελληνική λαϊκή παράδοση υπήρξε για τον Μανώλη Καλομοίρη όχημα της μουσικής ιδεολογίας και ειδικότερα το δημοτικό τραγούδι - γι' αυτόν ίσως η σημαντικότερη πηγή έμπνευσης - το έναυσμα για μια εντελώς προσωπική δημιουργική πνοή. Ομως, απέφυγε συνειδητά να χρησιμοποιήσει αυτούσια δημοτικά τραγούδια στο έργο του και μεταχειρίστηκε μόνο μικρά μουσικά «κύτταρα». Τη θέση του για τη χρήση του δημοτικού τραγουδιού τη διατυπώνει ρητά στο πρόγραμμα της πρώτης συναυλίας του στην Αθήνα τον Ιούνη του 1908: «Εδώ ανάγκη να σημειωθή πως ο τεχνίτης που πρωτοπαρουσιάζεται σήμερις αποφέβγει να δανειστή μελωδίες των δημοτικών μας τραγουδιών στην εργασία του, μόνο που τα θέματά του σε μερικά του μεγάλα έργα (...) έχουν κτιστεί απάνου στο ρυθμό, τις κλίμακες και το χαραχτήρα των δημοτικών μας τραγουδιών. Γιατί βρίσκει πως το συστηματικό δάνεισμα από Εθνικές μελωδίες πολύ λίγο βοηθάει στο ξετύλιγμα της Εθνικής μουσικής. (...) Κι αυτό πρέπει να είνε ο σκοπός κάθε αληθινά Εθνικής μουσικής: να χτίσει το Παλάτι που θα θρονιάσει η Εθνική ψυχή. Τώρα αν για το χτίσιμο του παλατιού μεταχειρίστηκεν ο τεχνίτης και ξένο υλικό κοντά στο ντόπιο, δε βλάφτει. Φτάνει το παλάτι του να είνε θεμελιωμένο σε Ρωμέικη γης, κανωμένο για να το πρωτοχαρούνε Ρωμέικα μάτια, για να λογαριάζεται καθαροαίματο ρωμέικο παλάτι».

Υπέρμαχος του δημοτικισμού, ο Μ. Καλομοίρης ανέφερε στο ίδιο κείμενό του ότι «... η καθαρεύουσα κατά πως δεν εστάθηκεν άξια να θρέψη μια δυνατή φιλολογία, έτσι δε θα σταθή ποτές άξια να θρέψη και μια δυνατή μουσική (η τέχνη που μετά τα γράμματα έχει τη μεγαλύτερη σχέση με τη γλώσσα). Και όπως η φιλολογία μας τότε μόνο αντρώθηκε όταν ξέφυγε από τα πνιχτικά βρόχια της καθαρεύουσας, έτσι κι η μουσική μας τότε μόνο θα φτάσει σε κάποιο ύψος όταν ακολουθήση το μεγάλο δρόμο της αλήθιας που μας έδειξεν ο ποιητής του Ταξειδιού και πετάξη με τα φτερά τα μεγάλα που χάρισε της Ρωμιοσύνης ο ποιητής του Δωδεκάλογου του γύφτου!».

Πρεσβεύοντας ότι ο Ελληνας συνθέτης πρέπει να στηριχτεί στην ελληνική λογοτεχνία και ποίηση για να δημιουργήσει πραγματικά ελληνική μουσική, ο Μ. Καλομοίρης ήρθε πολύ κοντά στο έργο του Παλαμά, ο οποίος άσκησε μεγάλη επίδραση στη μουσική του σκέψη και καλλιτεχνική του εξέλιξη. Σε ομιλία του το 1952 ανέφερε χαρακτηριστικά: «Η τέχνη μου είναι τόσο συνυφασμένη με τη δική του, ώστε να είμαι βέβαιος πως χωρίς Αυτόν η μουσική μου δε θα είχε πάρει ούτε το χαρακτήρα ούτε τον εθνικό ρυθμό που πήρε και θα έμενε μια οιαδήποτε μουσική ενός Ελληνος συνθέτου που θα έγραφε μια κάποια ξενότροπη μουσική Γερμανικής ή Ιταλικής τεχνοτροπίας, όπως τόσοι άλλοι πριν από αυτόν. Και κατά τη γνώμη μου όχι μόνο η δική μου μουσική αλλά και των περισσοτέρων νεώτερων Ελλήνων μουσουργών η μουσική, και αυτών ακόμη που δε στάθηκαν τόσο κοντά στην Παλαμικήν ιδέα, η δημιουργία θα έπαιρνε διαφορετικό δρόμο χωρίς τον Κωστή Παλαμά. Γιατί ένας μεγάλος ποιητής, όπως ο Παλαμάς, αχτιδοβολάει τη θέρμη της δημιουργικής του πνοής όχι μόνο στο στενό κύκλο της ποίησης και των γραμμάτων, αλλά γενικότερα σ' όλους τους κλάδους της τέχνης και της διανόησης».



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ