Τάζει τα πάντα και στο διά ταύτα λέει ότι θα τα διαπραγματευτεί με την τρόικα
Και υποσχέθηκε εκ του ασφαλούς σχεδόν τα πάντα: Καταγγελία της δανειακής σύμβασης και του μνημονίου, αποκατάσταση μισθών και συντάξεων, αύξηση και επέκταση του επιδόματος ανεργίας, σίτιση στα σχολεία, υπηρεσίες υγείας χωρίς καμία επιβάρυνση σε όλους, ρύθμιση δανείων υπερχρεωμένων νοικοκυριών, μείωση τιμών και μηδενισμός του ΦΠΑ και «αναδιανομή του πλούτου».
Το «συμβόλαιο», που τάχα προτείνει η ηγεσία του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στο λαό για υπογραφή, έχει ωστόσο και ψιλά γράμματα. Κι αυτά αφορούν στη διαπραγμάτευση με την ΕΕ για ένα νέο «εθνικό σχέδιο για την παραγωγική και αναπτυξιακή ανασυγκρότηση της χώρας. Για να εφαρμόσουμε το πρόγραμμά μας», στο οποίο περιλαμβάνονται όλα τα παραπάνω. Εκτός του ότι αναγνωρίζει την τρόικα σαν συνομιλητή (την οποία κατά τα άλλα καταγγέλλει), ο ίδιος ο Αλ. Τσίπρας λίγο καιρό πριν ομολογούσε ότι «η διαπραγμάτευση δεν καταλήγει πάντα όπως θες».
Ο Αλ. Τσίπρας επανέλαβε την πρόταση για τράπεζες υπό δημόσιο έλεγχο. Λέγοντας ότι αυτό «σημαίνει πρακτικά ότι τελειώνει η ιστορία να αρμέγουν οι τράπεζες δημόσιο χρήμα χωρίς να βοηθάνε», δηλαδή ας το αρμέγουν, αλλά ας συνεισφέρουν χρηματοδοτώντας «μεγάλες επενδυτικές πρωτοβουλίες», πράγμα που κάνουν ούτως ή άλλως.
Ακόμα, «χορηγώντας ρευστότητα και εγγυήσεις στις μικρές επιχειρήσεις ώστε να μπορέσουν να κινηθούν». Δε διευκρίνισε με τι όρους θα δίνεται η ρευστότητα, ούτε απάντησε στο πώς οι μικρές επιχειρήσεις θα μπορέσουν να ανταποκριθούν σε πρόσθετο δανεισμό, ενώ προσπέρασε το γεγονός ότι η ρευστότητα στις μικρές επιχειρήσεις δεν ανακόπτει την αντικειμενική τάση στον καπιταλισμό για συγκέντρωση που σημαίνει λουκέτο για τις ίδιες.
Ακόμα, οι «υπό δημόσιο έλεγχο» τράπεζες κατά τον Αλ. Τσίπρα θα πρέπει να «στηρίζουν την αγροτική παραγωγή μέσα από ένα σχέδιο ριζικής ανασυγκρότησης»! Κι εδώ προσπέρασε τη στρατηγική της ΕΕ για τον αγροτικό τομέα, τους περιορισμούς που επιβάλλει, στο πλαίσιο της οποίας αγρότες και κτηνοτρόφοι οδηγούνται σε ξεκλήρισμα.
Ο Αλ. Τσίπρας, υπερασπίζοντας την καπιταλιστική ανάπτυξη, εστίασε την κριτική του στο εφεύρημα ότι αυτό που υπήρχε ήταν «στρεβλό και διεφθαρμένο» και πλάσαρε την αυταπάτη της αρμονικής συνύπαρξης «αγορών» και «κοινωνίας», ισχυριζόμενος ότι «έχει χρεοκοπήσει η αντίληψη ότι οι αγορές, ακόμα και σε βάρος του κοινωνικού κράτους, ή των εργασιακών δικαιωμάτων, θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την ανάπτυξη της κοινωνίας».
Στριμωγμένος, τέλος, από την πολιτική κριτική του ΚΚΕ, κατέφυγε σε ασυνάρτητες κραυγές, κατηγορώντας το για «παράλογο και προσχηματικό κήρυγμα του απομονωτισμού, με επιχειρήματα στο έσχατο σκαλοπάτι της πολιτικής σοβαρότητας».
Διαλαλεί τη διαθεσιμότητά της για μετεκλογικές συμπράξεις
Τη διαθεσιμότητα του κόμματός του για μετεκλογικές συνεργασίες διαλαλεί ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ Φ. Κουβέλης με κάθε ευκαιρία. Χτες, μιλώντας στο ρ/σ του ΑΝΤ1 ζήτησε ψήφο προκειμένου να παρέμβει «στις μετεκλογικές διαδικασίες, είτε από θέσεις προγραμματικής αντιπολίτευσης, είτε από θέσεις συμμετοχής σε κυβερνήσεις συνεργασίας», προσθέτοντας «αποδεχόμαστε την πρόκληση για μια κυβερνώσα αριστερά».
Οι προϋποθέσεις που θέτει για συνεργασία και οι οποίες αφορούν σε «προοδευτικό πρόγραμμα και αξιόπιστα πρόσωπα», είναι τουλάχιστον υποκριτικές. Σε ό,τι αφορά στο πρόγραμμα, η ΔΗΜΑΡ δηλώνει ότι τη δεσμεύει η δανειακή σύμβαση που έχει υπογραφεί, ενώ σχετικά με την «αξιοπιστία» των προσώπων αρκεί να θυμίσουμε ότι έχει ήδη περιμαζέψει τα πρωτοπαλίκαρα του Σημίτη που έβαλαν πλάτες να περάσουν οι αντιλαϊκές καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις.
Αλλωστε, καμία «προοδευτικότητα» δεν μπορεί να διαπνέει το πρόγραμμα μιας πολιτικής δύναμης που προτάσσει σαν μείζονα ζητήματα τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη, την «ανάγκη» δημοσιονομικής εξυγίανσης και προώθησης μεταρρυθμίσεων ευνοϊκών για τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους. Ολα αυτά μεταφράζονται σε αλλεπάλληλα αντιλαϊκά μέτρα, χάριν της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Ενδεικτικά, στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων ο Φ. Κουβέλης προτείνει «αναθεώρηση, επαναξιολόγηση και ένταξή του σε ένα νέο σχέδιο συμπράξεων ιδιωτικού και δημόσιου τομέα».
Στο μεταξύ, οι αναταράξεις στο εσωτερικό της ΔΗΜΑΡ συνεχίζονται. Προχτές την αποχώρησή της ανακοίνωσε η τέως βουλευτής Αννα Φιλίνη, κατηγορώντας την ηγεσία του κόμματος ότι μετατράπηκε σε «σοσιαλδημοκρατικό μόρφωμα» που «δίνει στέγη σε συντηρητικές και αποτυχημένες πολιτικά ομάδες της περιόδου διακυβέρνησης της χώρας από το λεγόμενο "εκσυγχρονιστικό" ΠΑΣΟΚ, μιας περιόδου διακυβέρνησης που επισώρευσε σειρά σημαντικών προβλημάτων στα δημόσια οικονομικά και τη διοίκηση, τους θεσμούς και την κοινωνία».
Ψήφο για να συμβάλει από αναβαθμισμένο πόστο στην προώθηση των αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων ζητά η Ντ. Μπακογιάννη η οποία στην χτεσινή της συνέντευξη Τύπου κλιμάκωσε από τη μεριά της τους τρομοκρατικούς εκβιασμούς προς το λαό, αναμασώντας θεωρίες για «αριστερά» και «δεξιά άκρα». Ανησυχώντας σοβαρά για λογαριασμό της τάξης που υπηρετεί, είπε ότι «με μια κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ - ΝΔ, 7 κόμματα και ενισχυμένα τα άκρα, η βουλή θα είναι μια κόλαση και δε θα μπορεί να περάσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις».
Κυνικά ομολόγησε ότι μετά τις εκλογές έρχονται νέα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα, προσθέτοντας ότι όσοι έχουν την εντύπωση πως τα χειρότερα πέρασαν οριστικά, γελιώνται. Κινδυνολογώντας με το χρέος, είπε ότι όσοι προτείνουν τη μονομερή διαγραφή του, είναι «τσάμπα παλικαράδες», καθώς δεν εξηγούν πώς η χώρα θα αγοράσει τρόφιμα, φάρμακα και καύσιμα. Ξεκαθάρισε επίσης, πως στόχος της Δημοκρατικής Συμμαχίας, είναι να συμμετέχει ενεργά στην αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, «ως κόμμα ευθύνης», πρόθυμο να συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας. Η ίδια χαρακτήρισε «αδιανόητη» και «χτύπημα στην καρδιά του κάθε νεοδημοκράτη» τη συμμετοχή του Γ. Σιμπιλίδη στα ψηφοδέλτια της ΝΔ («έριξε» την κυβέρνηση της ΝΔ το 1993 ως βουλευτής).