Κάνουν απεργία πείνας μέχρι θανάτου
Associated Press |
«Θα πεθάνουμε αλλά στα κελιά δε θα μπούμε», ήταν το μήνυμα των κρατουμένων που μετέφερε χτες η Επιτροπή Αλληλεγγύης με τους Πολιτικούς Κρατουμένους στην Τουρκία και στο Κουρδιστάν, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στα γραφεία του Δικηγορικού Συλλόγου Αθήνας.
Τα «λευκά κελιά» (φυλακές τύπου F, όπως τις ονόμασε ο κατασκευαστής τους), αμερικανικής έμπνευσης, είναι απομονωμένα ατομικά κελιά. Μάλιστα, όπως αναφέρθηκε στη συνέντευξη Τύπου, η αντιτρομοκρατική επιτροπή του ΝΑΤΟ έκανε πρόταση στα κράτη- μέλη του για τη μετατροπή όλων των φυλακών σε ατομικά κελιά.
Συγκλονιστική είναι η επιστολή που έστειλε προς την οργάνωση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Τουρκίας ένας πολιτικός κρατούμενος, όπου περιγράφει την κατάσταση που βιώνει σε αυτά τα κελιά. «Εδώ δεν είναι ζωή, 2-5 βήματα απόσταση, 2-3 βήματα ευρύχωρα: τουαλέτα, νεροχύτης, μπάνιο, καρέκλα. Μια βιβλιοθήκη, που δεν ξέρω για ποιο λόγο βρίσκεται εδώ. Ο φωταγωγός σαν ένα μικρό κελί, μπορώ να πω σαν ένας τάφος. Το πιο φοβερό... δε βλέπω καθόλου μα καθόλου ήλιο. ΖΩΝΤΑΝΟΥΣ ΜΑΣ ΘΑΨΑΝΕ».
Εξίσου συγκλονιστική ήταν η καταγγελία του Γιλντιρίμ, που παραβρέθηκε στη συνέντευξη Τύπου. Στόχος, όπως είπε, του «καθεστώτος της Τουρκίας είναι η πλήρης απομόνωση των πολιτικών κρατουμένων, η παράδοσή τους στο φασισμό και ο εξαναγκασμός τους να εγκαταλείψουν τις ιδέες τους. Αυτός είναι ο λόγος που η Τουρκία επιδιώκει να βάλει τους πολιτικούς κρατουμένους σε κελιά απομόνωσης στις φυλακές. Στα μονόκλινα κελιά θα υποβάλλονται σε βασανιστήρια και θα ολοκληρώνεται η εκτέλεση των κρατουμένων».
Είναι χαρακτηριστικό πως η εγκύκλιος, που υπογράφηκε στις 6.1.2000 από τα υπουργεία Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Υγείας της Τουρκίας, προβλέπει τη μετατροπή των φυλακών στα μοντέλα F και την κράτηση των πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές αυτές. Ετσι, όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι θα μεταφερθούν σε απομονωμένα ατομικά κελιά. Η επικοινωνία μεταξύ τους θα απαγορευτεί και δε θα έχουν ελεύθερο επισκεπτήριο. Η επίσκεψη των δικηγόρων θα γίνεται σύμφωνα με ειδικές προϋποθέσεις, που προβλέπουν, ανάμεσα στα άλλα, την παρακολούθηση των συνομιλιών τους με τους κρατούμενους και την απαγόρευση του δικηγόρου να έχει μαζί του ακόμα και το φάκελο της υπόθεσης. Σε περίπτωση ασθένειας, η μεταφορά στο νοσοκομείο είναι αδύνατη αν δεν εγκριθεί και από τα τρία υπουργεία. Μια διαδικασία που μπορεί να διαρκέσει μέχρι κι έξι μήνες και στο μεταξύ ο κρατούμενος να έχει πεθάνει.
Οποιος μπαίνει στα «λευκά κελιά» χάνει την αίσθηση του χώρου και του χρόνου και εξαφανίζονται τα αντανακλαστικά του. Ο κρατούμενος χάνει την προσωπικότητά του μετά από μακράς διάρκειας απομόνωση.
Κι άκουσα ξανά τον αγαπημένο σύντροφο και σεβαστό μου δάσκαλο στη δημοσιογραφία, Νίκο Καραντηνό, να μιλάει με συναίσθημα, με θέρμη και με νόημα για την αυτοθυσία του αείμνηστου δημοσιογράφου του «Ριζοσπάστη». Να εξιστορεί, ως αυτόπτης μάρτυς, πώς ο Βιδάλης αποφάσισε να πάει στη Θεσσαλία, αν και γνώριζε ότι εκεί τον περιμένει η λεπίδα του Σούρλα κι επομένως θα ήταν το τελευταίο ρεπορτάζ της ζωής του. Να εξηγεί ότι αυτή η απόφαση, ανυπακοής στη «λογική» κι υπακοής στο χρέος, αποτελεί την πιο βαριά κληρονομιά, την πιο σημαντική υποθήκη που άφησε ο Βιδάλης στη νέα γενιά των κομμουνιστών δημοσιογράφων πρωτίστως, αλλά και γενικότερα στη δημοσιογραφία.
Βεβαίως, άλλαξαν οι εποχές - στη Θεσσαλία δεν υπάρχουν πια παρακρατικοί που περιμένουν με ακονισμένα μαχαίρια τους δημοσιογράφους - άλλαξε και η δημοσιογραφία. Σήμερα ο δημοσιογράφος δεν κινδυνεύει στο ρεπορτάζ. Δεν κινδυνεύει τόσο ακόμα κι αυτός που στέλνεται σε ξένες, εμπόλεμες περιοχές, αφού πάει εκεί οργανωμένα και, τις περισσότερες φορές, τίθεται υπό στρατιωτική κάλυψη και προστασία. Φυσικά, υπάρχουν και σήμερα δημοσιογράφοι που εργάζονται σε κλίμα άγριας τρομοκρατίας - π.χ. στην Τουρκία - ή επιχειρούν να δράσουν έξω από τα αυστηρώς καθορισμένα και ασφυκτικώς ελεγχόμενα πλαίσια «ενημέρωσης» που θέτουν σ' έναν πόλεμο οι στρατιωτικοί των ισχυρών της Γης - όπως, π.χ., πολλοί από τους απεσταλμένους των ελληνικών ΜΜΕ στο βρώμικο πόλεμο του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας - και κάποιοι απ' αυτούς χάνουν τη ζωή τους. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η σύγχρονη δημοσιογραφία είναι πιο εύκολη, πάντως διαφορετική και οπωσδήποτε πιο προσοδοφόρα.
«Θα πάω στις λαϊκές γειτονιές να μάθω και να προβάλω τι ζητούν οι άνεργοι ή θα πάρω συνέντευξη από τον Γιαννίτση και τον Πολυζωγόπουλο, δίνοντάς τους την ευκαιρία να παρουσιάσουν σαν μέτρα για την αντιμετώπιση της ανεργίας, τα πλέον αντεργατικά μέτρα που πάρθηκαν ποτέ στη χώρα μας;». «Θα πάω μόνος μου στο σχολείο να μάθω γιατί οι μαθητές αγωνιούν για το μέλλον τους κι αγωνίζονται για το παρόν τους ή θα συνοδεύσω τους αστυνομικούς και τους εισαγγελείς που καταλαμβάνουν τα σχολεία, προβάλλοντας την ανάγκη "να επιβληθεί η τάξη και ο νόμος" σε βάρος 15χρονων παιδιών που "αυθαδιάζουν και αυθαιρετούν, επηρεασμένα και παρασυρόμενα από την ΚΝΕ";».
Η απάντηση σ' αυτά τα σύγχρονα δημοσιογραφικά διλήμματα μπορεί να μην είναι ζήτημα «ζωής ή θανάτου», είναι, όμως, θέμα συνείδησης και ζήτημα «αξιοπρέπειας ή ξεφτίλας»...