ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 11 Οχτώβρη 2012
Σελ. /32
Πυροτεχνήματα και κακοτεχνήματα...

Με εξαίρεση ένα μικρό μαργαριτάρι από το Ιράν που φέρει τον τίτλο «ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ» οι υπόλοιπες πρεμιέρες - εξαιρουμένων επανεκδόσεων και επαναλήψεων - κινούνται μάλλον μεταξύ του άχρηστου και του άθλιου ... Λοιπόν... Λίγο πριν τις αμερικανικές εκλογές την πρώτη Τρίτη του Νοέμβρη, βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες η κωμωδία «ΟΙ ΥΠΟΨΗΦΙΟΙ». Σε σκηνοθεσία Τζέι Ρόουτς και με τους Γουίλ Φερέλ, Ζακ Γαλιφιανάκης και Τζέισον Σουντέκις στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η καθόλου πρωτότυπη και φτηνά αστεία παραγωγή του 2012, σατιρίζει, με ξεδοντιασμένα, κοινότοπα και πλαδαρά ευρήματα, τα μελανά σημεία του αμερικάνικου πολιτικού συστήματος και «παίζει» με τα σλόγκαν που υιοθετούν και αναπαράγουν σε κάθε προεκλογική τους ομιλία οι υποψήφιοι...

Αρρωστα τρομαχτικό το θρίλερ «VHS» του 2012. Αμερικάνικη σπονδυλωτή ταινία παραγωγής 2012 η σκοτεινή ανθολογία τρόμου που, διά χειρός Τάι Γουέστ, Ανταμ Γουίνγκαρντ, Ρέντιο Σάιλενς, Ντέιβιντ Μπρούκνερ, Γκλεν Μακουέιντ και Τζο Σβάνμπεργκ, ωθεί το «είδος» προς μια νέα κατεύθυνση... Κάποια μικροπαραβατικά άτομα προσλαμβάνονται από μια μυστηριώδη οργάνωση να ψάξουν να βρουν μια συγκεκριμένη βιντεοκασέτα - ανάμεσα σε πλήθος άλλων - σε ένα ετοιμόρροπο σπίτι... Ψάχνοντας, βλέπουν υποχρεωτικά πέντε κασέτες που, καθεμιά τους περιέχει και μια ανατριχιαστική ιστορία τρόμου...

Σε σκηνοθεσία Ντέιβιντ Αγιερ η έντονα ρεαλιστική αστυνομική περιπέτεια, σε πρώτο πρόσωπο «END OF WATCH» με πρωταγωνιστές τον Τζέικ Γκίλενχααλ και τον Μάικλ Πένια. Αμερικάνικης παραγωγής 2012, το αστυνομικό θρίλερ, συνθέτει ένα καθηλωτικό πορτρέτο των πιο επικίνδυνων γωνιών της πόλης του Λος Αντζελες. Η δράση εκτυλίσσεται μέσα από την αλληλουχία εικόνων καταγεγραμμένων από το φακό καμερών, παντός είδους, που άγρυπνα παρακολουθούν την πόλη. Η ταινία τραβά το δικό της δρόμο μακριά από συμβατικές κακοτοπιές ταινιών του είδους, δίνοντας έμφαση στη βαθιά συναδελφική και ανθρώπινη σχέση των δυο αστυνομικών - ο ένας ισπανικής κι ο άλλος καυκασιανής καταγωγής - που μαζί περιπολούν στους πιο μοχθηρούς δρόμους της πόλης και που η σχέση αυτή - και όχι η άμετρη βία - γίνεται κινητήρια δύναμη της αφήγησης, πάνω και πέρα από κλισέ.

Αφιέρωμα στον Φριτς Λανγκ με προβολή σε επανέκδοση τριών ξακουστών ταινιών του σκηνοθέτη στον κινηματογράφο TITANIA CINEMAX (Πανεπιστημίου και Θεμιστοκλέους γωνία). Την Πέμπτη 11 και Παρασκευή 12/10 θα προβληθεί το ασπρόμαυρο φιλμ νουάρ «Η ΣΚΥΛΑ» (ΗΠΑ-1945), με τον Εντουαρντ Ρόμπινσον και την Τζόαν Μπένετ. Το Σάββατο 13 και την Κυριακή 14/10 θα προβληθεί ψηφιακά αποκατεστημένη και με πρόσθεση των 25 «χαμένων» λεπτών, το αριστούργημα του γερμανικού εξπρεσιονισμού «THE COMPLETE METROPOLIS» (1927). Τέλος, τη Δευτέρα 15, Τρίτη 16 και Τετάρτη 17/10 θα προβληθεί το ανυπέρβλητο θρίλερ «Μ - Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΝΤΙΣΕΛΝΤΟΡΦ» (1931). Σημειωτέον ότι ο κινηματογράφος έχει γενική είσοδο 5 ευρώ και για τους άνεργους 3 ευρώ.


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΜΑΡΑΓΔΗΣ
Ο θεός αγαπάει το χαβιάρι

Ατσαλάκωτο, άψυχο κι ανούσιο κουφάρι σε σήψη η ταινία του Σμαραγδή έρχεται σαν ιδεολογικό επιστέγασμα μιας πολιτικής που κατάντησε τις πόλεις και τη χώρα κουφάρι... Υπόδειγμα προς αποφυγή η ταινία για τους εκκολαπτόμενους κινηματογραφιστές και παράδειγμα κινηματογράφου προς αποφυγή για τους εκκολαπτόμενους - ή μη - θεατές, ιδιαίτερα γι' αυτούς, που η ίδια η ταινία υποδεικνύει ως φυσικούς της αποδέκτες: τις νεότερες γενιές, τα παιδιά... «Τέχνη» σε πλήρη ευθυγράμμιση με τα ιδεολογήματα του σάπιου αστικού συστήματος και των υπαλλήλων του που - όπως αναφέρει η ταινία - έχουν μια χώρα να «τρέξουν» (να βάλουν δηλαδή σε λειτουργία...) «wehavea countrytorun», όπως δηλαδή λέμ(ν)ε ... να διαχειριστούμε μια επιχείρηση «... abusinesstorun» ... Αρα, χώρα, ίσον επιχείρηση... Αυτό δεν το ζούμε με την εφαρμογή στην πράξη της τέταρτης ελευθερίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της ελευθερίας του επιχειρείν; Για να μοιάζουν όμως τα ιδεολογήματα αυτά πλήρη νοήματος, πρέπει υποχρεωτικά να μετατραπούν σε αφηγήσεις αληθοφανείς και λογικοφανείς κι εδώ έρχεται να κουμπώσει ο ρόλος της τέχνης, με ή χωρίς εισαγωγικά. «Τα παραμύθια αλλάζουν την πραγματικότητα» αναφέρεται στην ταινία...

Η συντεταγμένη εκστρατεία προβολής/διαφήμισης της ταινίας κατέλαβε πάραυτα το φάσμα των αστικών ΜΜΕ, που ενώ ποτέ μα ποτέ δε διαθέτουν «χώρο» να δείξουν - κι όχι να αναδείξουν - οτιδήποτε άπτεται των αγώνων της εργατικής τάξης, βρήκαν πολύτιμο τηλεοπτικό χρόνο για να αναδείξουν ως, τουλάχιστον εθνοσωτήριο καλλιτεχνικό γεγονός, μια ταινία που οι παρουσιαστές δηλώνουν ότι δεν έχουν δει... Η βιασύνη της εξουσίας και των ΜΜΕ της είναι απολύτως δικαιολογημένη. Επρεπε να προλάβουν τη σημερινή ημερομηνία που το βαθυστόχαστο πόνημα εκτίθεται, μπλοκάροντας απίστευτο αριθμό αιθουσών στο κοινό που... μπορεί να μην είναι υπερβολικά σινεφίλ, αλλά δεν είναι καθυστερημένο... Ο,τι κάτσει, λοιπόν...

Τι να πρωτοπεί κανείς κι από πού να πρωταρχίσει; Πώς είναι δυνατόν να διαχωρίζει κάποιος ένα γεγονός και να το απομονώνει από τα ιστορικο - πολιτικο - κοινωνικά συμφραζόμενα που το προκαλούν; Η ταινία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορική, γιατί κολυμπά σε ιστορικό vacuum, έξω από ιστορικό χωροχρόνο. Ούτε ψυχολογικό δράμα, γιατί ούτε καν ξύνει την επιφάνεια προσώπων και πραγμάτων. Επική; Πολύ αδόκιμα και χαριστικά μόνο και μόνο γιατί η ιστορία της καλύπτει εκτεταμένο χρόνο. Βασικός όρος/προϋπόθεση των ιστορικών ταινιών είναι να μπορεί ακόμα και ο ανίδεος σε ιστορικά θέματα θεατής να παρακολουθεί και να κατανοεί την εξέλιξη του μερικού (της ιστορίας της ταινίας) ως μέρος του γενικού (της Ιστορίας). Πληροφοριακά εννοιολογικά πυροτεχνήματα τύπου «Ορλοφικά», «Μεγάλη Αικατερίνη», «Κολοκοτρώνης» κ.λπ., με τον τρόπο που αναφέρονται δεν καθιστούν την ταινία ιστορική, αλλά μπερδεύουν έτι περισσότερο, όποιον ανίδεο, διευκολύνοντας τους ελάχιστους κατέχοντες ιστορική γνώση να απορρίψουν την ταινία με ακόμα ισχυρότερα επιχειρήματα. Σημειωτέον ότι το όνομα της Φιλικής Εταιρείας - μέλος της οποίας ήταν ο Βαρβάκης - ούτε καν ακούγεται...

Αυτά, σε αντιδιαστολή με τον υπερτονισμό της σκέτης λέξης/έννοιας «εμφύλιος». Εννοια που οποτεδήποτε αναφέρεται αιωρείται ξεκρέμαστη, διότι, σε περιβάλλον όπου βασιλεύει η πλήρης απουσία ιστορικών συμφραζόμενων, η επιγραμματική αναφορά σε τέτοιου είδους γεγονότα (στον α' εμφύλιο του 1923 ή τον β' του 1924) δεν έχει απολύτως κανένα νόημα. `Η μήπως έχει; Ισως ...μια που τελευταία, οι ελληνικές παραγωγές όλο και στριφογυρίζουν αθώα γύρω από τα άκρα ...

Η αφήγηση κατακερματισμένη από διάφορους αφηγητές, φωνές off, flash back και «οράματα», με έλλειμμα ρευστότητας και επιμέρους με βίαια στακάτο ρυθμό. Η ταινία σαν ενιαίο σύνολο εμφανίζεται ανισόβαρη. Ενώ στα 3/4 τρέχει λες και την κυνηγούν, με ηθοποιούς που λειτουργούν σαν στίγματα στην εξελικτική διαδικασία της αφήγησης, από την εμφάνιση του υιού Βαρβάκη έως το τέλος της, υιοθετεί μια φλύαρη, κενή πλαδαρότητα και αναγκαστικά μεγεθύνει «άσχετους» ρόλους και νεκρούς από δράση χρόνους. Αναρωτιέται κανείς σε τι χρησιμεύουν οι διεθνείς σταρ σε μια ταινία που οι ρόλοι είναι κουκκίδες υπογράμμισης των γεγονότων και όχι χαρακτήρες; Μέχρι και ο άμοιρος ο Κοχ αναζητά, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας απεγνωσμένα από κάπου να πιαστεί, ώστε να μπορέσει να ερμηνεύσει κάτι...

Ο,τι εγγράφεται στην ηχητική μπάντα είναι απαράδεκτα ανεξέλεγκτο. Από τη λειτουργικότητα της μεγαλομανώς πομπώδους μουσικής, μέχρι τους διαλόγους/ εκφράσεις «κονσέρβα» και την «κακοφωνία» στη γενική εκφορά - όχι του αγγλικού - του λόγου. Στραμπουλιγμένος, βιαστικός, μη στρογγυλός, με χροιά, χρώμα και μέταλλο που, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, τινάζουν στον αέρα την όποια προσπάθεια δημιουργίας ατμόσφαιρας... Προσπάθεια γιατί η ατμόσφαιρα είναι το ζητούμενο παντού. Μέχρι και στο αξιολύπητο πορνείο καρικατούρα, με στενότητα χώρου και σκηνογραφική ευτέλεια, με τα χαλάκια τα κρεμασμένα στον τοίχο και την κάμερα να «καδράρει» τον καθισμένο στον καναπέ δίπλα σε μια πόρνη, Κοχ, λίγο κάτω από τα γόνατα... Τα μίζερα καδραρίσματα, πάντως, εμφανίζονται συχνά. Για παράδειγμα στην αίθουσα της Αικατερίνης της Μεγάλης, όλα δείχνουν συμπιεσμένα. Πού είναι η αίσθηση της αυτοκρατορικής μεγαλοπρέπειας, των άπλετων χώρων, των τεράστιων αποστάσεων; Μια ύστατη παρατήρηση για το carnavalesco της εμφάνισης Λαζόπουλου στην ομιχλώδη λίμνη που έστελνε κατευθείαν τους συνειρμούς στο ατμοσφαιρικό υδάτινο μυστήριο του αριστουργήματος «UGETSU MONOGATARI» (1953) του Μιζογκούτσι. Δυστυχώς, η σκηνή δεν κατορθώνει σε ατμόσφαιρα να ανταγωνιστεί ούτε την τηλεοπτική ασπρόμαυρη διαφήμιση του ΟΠΑΠ, όπου κάποιος λέει ότι στο όνειρό του είδε πάνω σε μια βάρκα τον ... Βαμβακούλα ... νύφη.

Το sensmoral (ηθικό δίδαγμα) της ταινίας συνοψίζεται στην άξια επιχειρηματικότητα /εφευρετικότητα (βαρέλια από ξύλο φλαμουριάς) του Ελληνα ευπατρίδη με τις έννοιες να επικαιροποιούνται και να παραπέμπουν στο σήμερα. Οι Ελληνες επιχειρηματίες είναι πρωτίστως Ελληνες λέει η ταινία, και επειδή είναι Ελληνες τολμούν να ονειρεύονται... σαν όλους εμάς τους ταπεινούς... και έχουν αίσθηση του εθνικού καθήκοντος. Αφήστε τους πάνω στις δυσκολίες, να ορθοποδήσουν, να στεριώσουν, να μεγαλώσουν και μη φοβάστε, μην ανησυχείτε, Ελληνες είμαστε όλοι, κι αυτοί σαν Ελληνες φιλεύσπλαχνοι προς τους ομοεθνείς τους. Και δουλειές θα δώσουν (12ωρα με 400 ευρώ ανασφάλιστοι) και φιλανθρωπίες άμα χρειαστεί... σε εσάς τους κακομοίρηδες που τους αυγατίζετε τα κέρδη για την επόμενη κερδοφόρα επένδυση... Η εργατική τάξη πρέπει να μάθει να είναι ευγνώμων στα αφεντικά και σε δύσκολες ώρες, όπως έπραξε στο παρελθόν η φυλή να δείχνει ομοψυχία και να πληρώνει αγόγγυστα αυτά που, δια νόμου, δεν πληρώνουν οι πάμπλουτοι... Κι όταν, με τη βοήθεια του Θεού που αγαπάει το χαβιάρι, «αλλά μισεί το προλεταριάτο» - όπως έξυπνα και δηκτικά αναφέρει ο Αμερικανός κριτικός Nicholas Bell - βγούμε στο ξέφωτο τότε... τότε...

Η αθωότητα, μοναδική προϋπόθεση κριτικής ιδιότητας για την ταινία του - έτσι δήλωσε δημόσια ο σκηνοθέτης - ιδιαίτερα όταν εδράζεται σε άνθρωπο ενήλικα, στην άκρως απο-αθωοποιημένη εποχή μας, κλίνει μάλλον προς τη βλακεία και όσοι την υπερτιμούν και την εκθειάζουν μάλλον έχουν συμφέροντα απορρέοντα απ' αυτήν...

Παίζουν: Κατρίν Ντενέβ, Σεμπάστιαν Κοχ, Χουάν Ντιέγκο Μότο, Τζον Κλιζ, Εβγκένι Στικχίν, Λάκης Λαζόπουλος, κ.ά.

Παραγωγή: Ελλάδα, Ρωσία, Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Ισπανία (2012).

ΑΣΓΚΑΡ ΦΑΡΑΝΤΙ
Πυροτεχνήματα την Τετάρτη

Εύθραυστη και εξαιρετική, η τρίτη - χρονολογικά - ταινία μεγάλου μήκους του Ιρανού σκηνοθέτη Ασγκάρ Φαραντί με τίτλο «ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ ΤΗΝ ΤΕΤΑΡΤΗ» από το 2006. Η ταινία με εύκαμπτες κινήσεις προσπαθεί να βρει το «σωστό» τόνο παλαντζάροντας ανάμεσα στην οπτική του σκετς και εκείνη της θεατρικής επίδρασης. Τον 38χρονο Φαραντί πρωτογνωρίσαμε μέσα από την ταινία του «ΤΙ ΑΠΕΓΙΝΕ Η ΕΛΛΗ» (2009) και ξανασυναντήσαμε πέρσι, με την τελευταία του, αριστουργηματική παραγωγή «ΕΝΑΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ». Πρόγονος και προπομπός αυτής της τελευταίας θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί η ταινία που σήμερα κάνει πρεμιέρα στο ελλαδικό κοινό.

Σενάριο που πατάει σε στέρεη κατασκευή, δηκτικοί και λειτουργικοί διάλογοι που σκάνε σαν κροτίδες και μικρά πυροτεχνήματα, ηθοποιοί σωστοί και μετρημένοι στο χτίσιμο συγκρουσιακών καταστάσεων, ρυθμός νευρικός, με ένταση... αλλά, κυρίως, αξιοθαύμαστα διεξοδική και κομψή «σκηνοθεσία της κάθε σκηνής μπροστά από την κάμερα» (mise en scene δηλαδή). Σε αυτά τα δομικά στοιχεία βασίζεται η γραμμική ιστορία, μια πρωτότυπη αντανάκλαση της σύγχρονης ιρανικής κοινωνίας που, με ή χωρίς τσαντόρ, ουδόλως διαφέρει από τις υπόλοιπες κοινωνίες, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το αιώνιο πρόβλημα της «συζυγικής» απιστίας.

Εξυπνη και δροσερή η ιδέα της ιστορίας που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια μιας και μόνης μέρας, της τελευταίας Τετάρτης πριν την έλευση του καινούριου χρόνου, που γιορτάζεται, σύμφωνα με την παράδοση, με πυροτεχνήματα, φωτιές, χορό στους δρόμους και τραγούδι μέχρι τα βάθη της νύχτας. Αυτήν τη μέρα, μια κοπελίτσα που σύντομα θα παντρευτεί και μαζεύει λεφτά για τα τελευταία έξοδα του γάμου, πάει να δουλέψει καθαρίστρια σ' ένα διαμέρισμα στην Τεχεράνη στο οποίο την έστειλε το γραφείο εργασίας. Ετσι βρίσκεται από σπόντα στη δίνη της κρίσης ενός ερωτικού τριγώνου και μετατρέπεται σε όργανο του παιχνιδιού, μέσα από το οποίο η κάθε πλευρά του τριγώνου αποσκοπεί να εκμαιεύσει την αλήθεια... Ταυτόχρονα ανακαλύπτει άγνωστες, στην ίδια, πλευρές στις σχέσεις των ανθρώπων και της ζωής...

Αρτια άσκηση στους σχεδόν χιτσκοκικούς σκηνοθετικούς χειρισμούς που αρχικά σωρεύουν και σταδιακά αποκλιμακώνουν το μυστήριο ενός «ελαφρού» θέματος, δομημένου πάνω σε δραματουργικά ευρήματα με τέτοιον τρόπο που θα μπορούσε κάλλιστα να υιοθετηθεί από έναν Φεϊντό, σε θεατρικό μπουλβάρ. Σε ένα χαλασμένο κουδούνι εστιάζεται το βασικό αίτιο της παρεξήγησης, για να ανοίξει - με το που φαινομενικά καλμάρουν τα πνεύματα - ένας βαθύτερος κύκλος μυστηρίου που αναζητά λύση που ο σκηνοθέτης δίνει στους θεατές μέσα από μια ένδειξη (άρωμα) και μια απόδειξη (αναπτήρας). Εκεί που ο Φεϊντό θα έβγαζε κωμωδία, ο Φαραντί υπόκωφα βγάζει μια μικρή, παθιασμένη τραγωδία της καθημερινότητας. Πολύ καλή δουλειά, σχεδόν υποδειγματική για το είδος της, μην τη χάσετε!

Παίζουν: Τεντί Τεχρανί, Ταρανέχ Αλιντοστί, Χαμίντ Φαροχνεζάντ, Παντέα Μπαχράμ κ.ά.

Παραγωγή: Ιράν (2006).

ΜΠΑΣΤΕΡ ΚΙΤΟΝ
Ο στρατηγός

Ο Μπάστερ Κίτον το 1927 φθάνει στο ζενίθ της δημιουργικής του έκφρασης με την ταινία «Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ», που σκηνοθέτησε σε συνεργασία με τον πρώην σεναριογράφο Κλάιντ Μπρούκμαν. Στην εποχή του, το φιλμ έτυχε χλιαρής υποδοχής, σήμερα όμως σύσσωμη η ιστορία του κινηματογράφου το κατατάσσει στα «θρυλικά» του αριστουργήματα. Μάλιστα, φαίνεται να υπερισχύει η άποψη ότι η συγκεκριμένη ταινία του Κίτον μαζί με τον «ΧΡΥΣΟΘΗΡΑ» (1925) του Τσάπλιν συνθέτουν το απόσταγμα των επικών, κωμικών αριστουργημάτων του βωβού σινεμά...

Η μορφή της ταινίας είναι μοναδική, δεν αισθάνεσαι ποτέ ότι ο μύθος συνιστά πρόσχημα για τις κωμικές καταστάσεις ή ότι τα γκαγκς αποτελούν εμβόλιμο διάκοσμο της ιστορίας. Πρόκειται για σχεδόν τέλεια ενσωμάτωση κωμικής διάστασης και δραματικής δράσης, στοιχεία που λειτουργούν τόσο ως έννοιες αλληλοεξαρτώμενες όσο και ενιαίες. «Ο ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ» βασίζεται και αναπαριστά με θαυμαστή αυθεντικότητα ένα πραγματικό γεγονός από τον αμερικανικό εμφύλιο: Την απαγωγή μιας σιδηροδρομικής αμαξοστοιχίας από ομάδα Βορείων, ιδωμένη όμως από την οπτική ενός Νότιου. Ο Κίτον υποδύεται τον μηχανοδηγό Τζόνι Γκρέι, ο οποίος, με το που κηρύσσεται ο πόλεμος, σπεύδει να καταταγεί στον τακτικό στρατό των Νοτίων. Ομως, δε γίνεται αποδεκτός. Η Αναμπέλ Λι, αρραβωνιαστικιά του, αγνοώντας τους πραγματικούς λόγους της μη κατάταξής του στο στράτευμα, τον θεωρεί δειλό και διαλύει τον αρραβώνα. Μετά από ένα χρόνο, η Αναμπέλ ταξιδεύει με την αμαξοστοιχία «Ο Στρατηγός» πηγαίνοντας να επισκεφθεί τον τραυματία πατέρα της. Το τρένο κάνει στάση στο Μπιγκ Σάντι... όπου πράκτορες των Βορείων απάγουν συρμό και επιβάτες και κατευθύνονται προς βορρά. Ο Τζόνι καταδιώκει ηρωικά το τρένο, φθάνει μέχρι την καρδιά του εχθρικού εδάφους, μαθαίνει τα σχέδια του εχθρού, κλέβει το τρένο και κατευθύνεται πίσω προς το Νότο υποχρεώνοντας όλο το στράτευμα της Ενωσης σε ένα ξέφρενο κυνηγητό. Στην περιοχή Rock River ο Τζόνι πυρπολεί τη σιδηροδρομική γέφυρα πίσω του και τα τρένα του εχθρού κατακρημνίζονται σε μια θεαματικότατη κωμική καταστροφή: Την κατάρρευση της γέφυρας και τη βύθισή της στο ποτάμι προκαλώντας έτσι τεράστιο πίδακα καπνού και ατμού με απόλυτη, μοναδική εικονογραφική ομορφιά...

Γυρισμένη στα δάση του Ορεγκον, η ταινία περιέχει σκηνές μάχης σύνθετες, σαν κι αυτές της «ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΕΝΟΣ ΕΘΝΟΥΣ» (1915) που μοιάζουν με πραγματικές φωτογραφίες από το μέτωπο. Ο Κίτον κατορθώνει να δώσει αυθεντικότερες αναπαραστάσεις της εποχής, όχι μόνο από τον Γκρίφιθ, αλλά και από τον Τζον Χιούστον, στην 25 χρόνια αργότερα ταινία του «THE RED BADGE OF COURAGE» (1951), αναφέρει ο ιστορικός κινηματογράφου David A. Cook...

Παίζουν: Μπάστερ Κίτον, Μάριον Μακ, Γκλεν Κάβεντερ, Τσαρλς Σμιθ, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (1927).

ΟΛΙΒΙΕ ΜΕΓΚΑΤΟΝ
Η Αρπαγή «2»

Πλαδαρό, άγριο και ηλίθιο, με οργιαστικών ρυθμών «κόψιμο και ράψιμο», με δράση της οκάς και βλακώδες έλλειμμα αξιοπιστίας, το sequel της ταινίας «Η ΑΡΠΑΓΗ» (2008), με τον 60χρονο πλέον Λίαμ Νίσον, ως πρώην πράκτορα της CIA, ονόματι Μπράιαν Μιλς, που, σε διακοπές στην Κωνσταντινούπολη, βρίσκει μπροστά του τον μαφιόζο πατέρα του Αλβανού κακοποιού που ο Μιλς «καθάρισε» στην προηγούμενη ταινία της σειράς γιατί απήγαγε την κόρη του, Κιμ. Ο Μιλς, κάπου προς το τέλος του φιλμ, ομολογεί ότι σκέφτεται να τα παρατήσει γιατί έχει πια κουραστεί από τις βεντέτες... Στοιχηματίζετε ότι θα κρατήσει το λόγο του;

Ο Λικ Μπεσόν κάποτε ανήκε στο «φρέσκο αίμα» του γαλλικού σινεμά... Σήμερα η εταιρεία του παράγει τη μια μετά την άλλη ταινίες της πεντάρας... σαν κι αυτήν εδώ... όπου ο Μπράιαν Μιλς, σε οικογενειακές - όπως αναφέρθηκε παραπάνω - διακοπές στην Κωνσταντινούπολη, πέφτει ο ίδιος - και η σύζυγός του Λέονορ - θύμα απαγωγής, από τη συμμορία του Αλβανού μπος της μαφίας, του πατέρα του κακού Χόξα από το προηγούμενο φιλμ, που ζητά αιματηρή εκδίκηση για το θάνατο του γιου του... Τώρα έρχεται η σειρά της Κιμ, της κόρης του Μπράιαν, να ξεπληρώσει το χρέος στον πατέρα της, να τον σώσει, όπως εκείνος την έσωσε... Εδώ εστιάζει η «μεγαλοφυής» στροφή της ιστορίας, στο δεύτερο φιλμ της σειράς...

Σε ένα ολότελα «ανεπεξέργαστο» κείμενο, με δράση που σβήνεται πάραυτα από τη μνήμη και με υποκριτικά ταλέντα που χαραμίζονται, ό,τι διατηρεί κάποιο χαρακτήρα - έστω και τουριστικής χροιάς - είναι η Κωνσταντινούπολη και ιδιαίτερα οι στέγες της, δεδομένου ότι εκεί πάνω διαδραματίζεται μεγάλο μέρος του δομικά απαραίτητου κυνηγητού...

Παίζουν: Λίαμ Νίσον, Φάμκε Γιάνσεν, Μάγκι Γκρέις, Ράντε Σερμπετζίγια, Λέλαντ Ορσερ, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, ΗΠΑ (2012).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ