ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Τετάρτη 5 Δεκέμβρη 2012
Σελ. /32
Στη σκακιέρα των ενεργειακών ανταγωνισμών

Παπαγεωργίου Βασίλης

Μια ακόμη πλευρά των ανταγωνισμών που κλιμακώνονται στο έδαφος της κρίσης αποκαλύπτουν οι «Financial Times». Σε δημοσίευμά τους αναφέρουν ότι η γερμανική εταιρεία RWE σκοπεύει να εγκαταλείψει την κοινοπραξία για τη δημιουργία του αγωγού φυσικού αερίου «Nabucco» (από το Αζερμπαϊτζάν στη Γερμανία), παρά το γεγονός ότι το συγκεκριμένο έργο είχε προβληθεί από τους ίδιους τους Γερμανούς σαν το τέλος της ευρωπαϊκής εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο. Να σημειωθεί ότι πρόσφατα και οι Αμερικανοί εξέφρασαν «αμφιβολίες» για την αποτελεσματικότητα του «Nabucco», προκρίνοντας τον εφοδιασμό της Ευρώπης από τα κοιτάσματα της Κύπρου και του Ισραήλ. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, η γερμανική εταιρεία βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις με την αυστριακή ενεργειακή OMV για την πώληση του 16,7% που κατέχει η RWE στην κοινοπραξία. Ηδη, λόγω και του μεγάλου κόστους κατασκευής, την περασμένη άνοιξη οι συνέταιροι της κοινοπραξίας είχαν αναπροσαρμόσει τα σχέδια για τον αγωγό μήκους 3.900 χλμ., όπως υπολογιζόταν στη αρχή. Τώρα μελετούν την κατασκευή ενός μικρότερου αγωγού, του «Nabucco West», που περιλαμβάνει τη χρήση και τουρκικών αγωγών. Σύμφωνα με αναλυτές που επικαλείται η εφημερίδα, «οποιαδήποτε αλλαγή στη μετοχική σύνθεση του Nabucco θα δώσει ώθηση στο TAP (Trans Adriatic Pipeline) των αγωγών μέσω Ελλάδας και Ιταλίας». Οπως μάλιστα γράφει, είναι επιλογή της Γερμανίας ο προσανατολισμός να επενδύσει στο συγκεκριμένο αγωγό μέσω και της Ελλάδας, εγκαταλείποντας τα αρχικά της σχέδια. Στον TAP, ο οποίος θα τροφοδοτείται επίσης με αζέρικο αέριο, συμμετέχουν η ελβετική EGL, η νορβηγική «Statoil» και η γερμανική EON. Το σχέδιο είναι να συνδέεται ο αγωγός του με το ελληνικό δίκτυο στην Κομοτηνή και στη συνέχεια, από την Καρδίτσα, να περνά στην Αλβανία και έπειτα στην Ιταλία μέσω υποθαλάσσιου αγωγού. Είναι φανερό ότι στην ενεργειακή σκακιέρα γίνονται κινήσεις στρατηγικής σημασίας από τους μεγάλους προμηθευτές και αγοραστές. Αν μάλιστα αυτές οι εξελίξεις συνδυαστούν με την ένταση που κλιμακώνεται στα «θερμά» μέτωπα της Ανατολικής Μεσογείου, της ευρύτερης Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, τότε το παζλ των ανταγωνισμών στο φόντο της κρίσης φαίνεται πως αποκτά νέες ψηφίδες.

Φορο-φούμαρα και αυταπάτες

Φούμαρα και ασύστολο εμπαιγμό αποτελούν οι κορόνες που ακούγονται από νυν και επίδοξους σωτήρες περί «δίκαιου» και «αποτελεσματικού» φορολογικού συστήματος, ενώ κατεξοχήν ύποπτες και επικίνδυνες είναι οι προτάσεις περί «φορολογικής μεταρρύθμισης από μηδενική βάση». Ολοι αυτοί που εξεγείρονται τώρα για τα «ακραία» μέτρα του φορολογικού νομοσχεδίου, μόλις πριν μερικές βδομάδες είχαν υπερψηφίσει ή στηρίξει τον προϋπολογισμό και το μεσοπρόθεσμο που καθορίζουν σαφώς ποιος σηκώνει τα φορολογικά βάρη. Στον προϋπολογισμό του 2013, για παράδειγμα, προβλέπεται ότι τα φυσικά πρόσωπα, δηλαδή οι μισθωτοί, συνταξιούχοι, αυτοαπασχολούμενοι, θα πληρώσουν μέσω άμεσων και έμμεσων φόρων 42,828 δισ. ευρώ, ενώ τα νομικά πρόσωπα (Ανώνυμες Εταιρείες) μόλις 1,47 δισ. ευρώ. Επίσης, στο μεσοπρόθεσμο αναφέρεται σαφώς ότι με το νέο φορολογικό πρέπει να «εξοικονομηθούν» 2,5 δισ. ευρώ για την επόμενη διετία. Είναι ολοφάνερο λοιπόν πως ό,τι και αν κάνουν οι κυβερνώντες, όπως και αν ανακατέψουν την τράπουλα, η πραγματικότητα δεν πρόκειται να αλλάξει: Στο τέλος το λογαριασμό θα τον πληρώσει ο εργαζόμενος λαός. Αντίθετα, μεγάλοι κερδισμένοι θα είναι οι επιχειρήσεις, των οποίων η συνολική φορολογική επιβάρυνση προβλέπεται να μειωθεί κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες. Είναι ασυγχώρητη αφέλεια να περιμένει ο λαός «δικαιότερη κατανομή βαρών» ειδικά στη φάση της καπιταλιστικής κρίσης που η πλουτοκρατία τον ξεζουμίζει απ' όλες τις πλευρές προκειμένου να βγει η ίδια με τις λιγότερες απώλειες από την κρίση, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τις προϋποθέσεις για τη θωράκιση της κερδοφορίας των μονοπωλίων. Ακόμα και αν πάρουν πίσω κάποια κραυγαλέα ακραία φορολογικά μέτρα, το σίγουρο είναι ότι θα πάρουν από αλλού. Δεν υπάρχει σωτηρία για το λαό όσο κάνουν κουμάντο τα μονοπώλια και δικές τους κυβερνήσεις. Φως στο τούνελ θα υπάρξει μόνο με την ανατροπή της εξουσίας τους και την κοινωνικοποίησή τους από μια λαϊκή εξουσία.

Προτάσεις ανακούφισης

Η συζήτηση, στην οποία «σπρώχνουν» οι κυβερνώντες τους εργαζόμενους, με βάση τα δύο σενάρια φορολογικής πολιτικής που αυτοί επεξεργάζονται, είναι αποπροσανατολιστική και επικίνδυνη. Αποπροσανατολιστική γιατί, ενώ έχουμε μπροστά μας δύο σενάρια που έτσι κι αλλιώς λεηλατούν το λαϊκό εισόδημα, και το ένα είναι χειρότερο από το άλλο, κάποιοι επιστράτευσαν κιόλας τις ζυγαριές για το ...λιγότερο κακό. Τέτοιες συζητήσεις είναι όμως και επικίνδυνες, γιατί περιορίζοντας τον ορίζοντα του προβληματισμού στις αντιδραστικές - αντιλαϊκές επιλογές της συγκυβέρνησης, λησμονούμε ότι ακόμα και στις σημερινές συνθήκες, οι κομμουνιστές διατυπώνουν προτάσεις που δεν είναι ισοδύναμες με την πολιτική στήριξης του κεφαλαίου, γι' αυτό και συμβάλλουν αποφασιστικά στην ανακούφιση των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων.

Σε ό,τι αφορά στο φορολογικό, η πρόταση του ΚΚΕ προβλέπει αφορολόγητο εισόδημα στα επίπεδα των αναγκών διαβίωσης ενός νοικοκυριού, 40.000 ευρώ για κάθε οικογένεια, μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων ή αγροτών, συν 5.000 ευρώ για κάθε παιδί. Προτείνεται, ακόμα, κατάργηση των επαίσχυντων χαρατσιών που έχουν επιβληθεί με τα μνημόνια, φορολόγηση των αυτοαπασχολούμενων με βάση τα λογιστικά τους βιβλία, κατάργηση του ΦΠΑ και των ειδικών φόρων σε πετρέλαιο θέρμανσης, αγροτικής κίνησης, στα είδη διατροφής, εκπαίδευσης κ.λπ. Φορολογία 45% στα διανεμόμενα και αδιανέμητα κέρδη των επιχειρήσεων. Αυτές, μάλιστα. Είναι προτάσεις που μπορούν πράγματι να απαλύνουν κάπως την ολομέτωπη επίθεση, που έχουν δεχτεί τα λαϊκά στρώματα.

Η ΑΠΟΨΗ ΜΑΣ
Αποκλειστικά δημόσια έρευνα

Εδώ και χρόνια, υπάρχει κατεύθυνση να ιδιωτικοποιηθεί η έρευνα που διεξάγεται στα ερευνητικά κέντρα και στα πανεπιστήμια. Με αφορμή διάφορα «οργανωτικά» ζητήματα ή θέματα «εξορθολογισμού» καταργήθηκαν και συγχωνεύτηκαν ερευνητικά κέντρα και σκοπός είναι αυτό να συνεχιστεί. Τα ερευνητικά κέντρα υποχρηματοδοτούνται. Οι ερευνητές, πρακτικά, υποχρεώνονται να αναζητούν χρηματοδότηση (από χορηγίες και αλλού) και «αξιολογούνται», μεταξύ άλλων, και για το «business plan». Αυτό σημαίνει, είτε το θέλουν, είτε όχι, ότι πρέπει να προσαρμόζουν την έρευνα στα οικονομικά δεδομένα και στο χρηματοδότη. Η δημόσια έρευνα συνεχώς μετατρέπεται σε ένα «προϊόν» που πρέπει να είναι «ανταγωνιστικό». Οι «χορηγοί» (οι επιχειρήσεις), άλλωστε, ψάχνουν ερευνητικά προγράμματα που θα εξυπηρετήσουν τα κέρδη τους. Σε αυτήν την κατεύθυνση γίνονται και οι συνεργασίες με ιδιωτικά ερευνητικά κέντρα ή οι έρευνες με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια.

Στη χώρα μας, υπάρχουν άξιοι ερευνητές, ένα επιστημονικό δυναμικό, που είναι αφοσιωμένο στο αντικείμενό του. Τα εμπόδια, όμως, ξεκινούν από πολύ νωρίς, από τη διδακτορική διατριβή, αφού τα έξοδα είναι πολλά και ελάχιστα καλύπτονται, αν καλύπτονται. Οι εργαζόμενοι, δε, στα ερευνητικά κέντρα ζουν με την αγωνία της «διαθεσιμότητας» (απόλυση) και αντιμετωπίζουν διαρκώς προβλήματα στην καθημερινότητά τους με το μαρασμό των αντικειμένων που δεν «πουλάνε».

Η επιστημονική έρευνα, που γίνεται στα ερευνητικά κέντρα και στα πανεπιστήμια, δεν πρέπει να έχει τα εμπόδια και τις δεσμεύσεις της «αγοράς». Για να μπορούν απρόσκοπτα οι ερευνητές να προχωρούν στο έργο τους χρειάζεται επαρκής χρηματοδότηση, μόνιμη και σταθερή δουλειά και γενικότερα ο απαραίτητος εξοπλισμός για την ανάπτυξη της επιστήμης, για την παραγωγή της νέας γνώσης, για την προώθηση όλων των αντικειμένων. Το θέμα, βέβαια, ξεκινά από αλλού: Ποια είναι η πολιτική κατεύθυνση που δίνεται για την ερευνητική διαδικασία; Ο ερευνητής δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται επιχειρηματίας του εαυτού του, επιλέγοντας θέματα που απασχολούν τις επιχειρήσεις, ώστε να μπορούν να «πουλήσουν». Σε πολλές περιπτώσεις, χρειάζεται να γίνεται έρευνα χρόνων για ζητήματα που αφορούν στην ίδια την κοινωνία, στις λαϊκές ανάγκες. Δεν είναι δυνατόν το κριτήριο να είναι «γρήγορα αποτελέσματα και ανταγωνιστικά».

Το ΚΚΕ καλεί τους ερευνητές να διεκδικήσουν η έρευνα να είναι δημόσια, να χρηματοδοτείται αποκλειστικά και επαρκώς από το κράτος, να σχεδιάζεται σύμφωνα με τις κοινωνικές και λαϊκές ανάγκες. Υπάρχουν πολλοί ερευνητικοί τομείς που «δεν πουλάνε», για παράδειγμα η έρευνα για αντισεισμική ή αντιπλημμυρική προστασία. Υπάρχουν θέματα που «δεν πουλάνε» στις θεωρητικές επιστήμες, αλλά προωθούν τη γνώση. Αν συνεχιστεί η ίδια κατάσταση, τα παραπάνω θα είναι «απαγορευτικά» ή μειοψηφικά. Το θέμα δεν αφορά μόνο την ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα, αλλά όλο το λαό, τα συνδικάτα, τους επιστημονικούς φορείς. Η έρευνα, η επιστήμη μπορεί να σώσει ζωές, να προωθήσει την ανθρώπινη σκέψη. Δεν είναι δυνατόν να την αφήσουμε στα χέρια των «μάνατζερ» και «business plan» των επιχειρήσεων.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ