ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 6 Δεκέμβρη 2012
Σελ. /32
Μπρεχτ, «Αμλετ» και ρεαλισμός!

Πλούσια, ενδιαφέρουσα και πολύμορφη η κινηματογραφική βδομάδα που ξεκινά σήμερα, με ταινίες καινούργιες και παλιές και περιλαμβάνει από εμπορικά, αλλά άξια λόγου φιλμ, έως αριστουργήματα και σπάνια, μεγαλειώδη επιτεύγματα της σύνθετης τέχνης του κινηματογράφου... Η έννοια «αξιόλογες» καλύπτει τις φρέσκες πρεμιέρες, τις καινούργιες ταινίες του Πολ Τόμας Αντερσον και του Αμπάς Κιαροστάμι, ενώ οι χαρακτηρισμοί που έπονται, εκείνοι υπερθετικού βαθμού, αναφέρονται κατά πρώτο και κύριο λόγο στο σοβιετικό «ΑΜΛΕΤ» (1964) του Γκριγκόρι Κόζιντσεφ και κατά δεύτερο, στη γερμανική, κλασική «ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ» (1931) του Γκέοργκ Βίλχελμ Παμπστ, μεταφορά στην οθόνη του θεατρικού του Μπρεχτ. Αυτή η τελευταία μάλιστα, έκανε χτες βράδυ πρεμιέρα στο ΤΙΤΑΝΙΑ CINEMAX (Θεμιστοκλέους και Πανεπιστημίου) εγκαινιάζοντας τον Κύκλο των Πολιτιστικών Εκδηλώσεων που θα πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο του Επιστημονικού Συνεδρίου για τον Μπέρτολτ Μπρεχτ που οργανώνει η ΚΕ του ΚΚΕ στις 27-28 Απρίλη 2013, στον Περισσό. Το Α΄ Μέρος του προαναφερθέντα αυτού κύκλου, περιλαμβάνει προβολές κινηματογραφικών ταινιών που σχετίζονται κατά κάποιο τρόπο με τον κομμουνιστή Γερμανό δραματουργό. Μέσα στο Δεκέμβρη του 2012 θα προβληθούν 4 ταινίες σε σενάριο Μπρεχτ. Κάθε Τετάρτη στις 20.30 και κάθε Κυριακή στις 11.30 οι προβολές των ταινιών αυτών εντάσσονται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Συνεδρίου για το Μπρεχτ, συνιστούν εκδηλώσεις οργανωμένες από την ΚΕ του ΚΚΕ και η είσοδος για το κοινό είναι δωρεάν. Οι ίδιες ταινίες, εκτός των προαναφερθεισών ημερών και ωρών, θα προβάλλονται στον ίδιο κινηματογράφο αλλά με ενιαίο, ημερήσιο εισιτήριο 5 ευρώ και 3 ευρώ για τους ανέργους. Από σήμερα προβάλλεται η «ΟΠΕΡΑ ΤΗΣ ΠΕΝΤΑΡΑΣ» (1931) του Πάμπστ, ακολουθεί το «KUHLE WAMPE 'Η ΣΕ ΠΟΙΟΥΣ ΑΝΗΚΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ» (1932) του Ζλάταν Ντούντοβ, το χολιγουντιανό «ΚΑΙ ΟΙ ΔΗΜΙΟΙ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ» (1943) του Φριτς Λανγκ και τέλος η αυστρο-γερμανική παραγωγή «Ο ΑΦΕΝΤΗΣ ΠΟΥΝΤΙΛΑ ΚΑΙ Ο ΥΠΗΡΕΤΗΣ ΤΟΥ Ο ΜΑΤΤΙ» (1960) του Αλμπέρτο Καβαλκάντι.

Υπενθυμίζουμε το ραντεβού της επόμενης Τετάρτης 12/12, στις 20.30 στο ΤΙΤΑΝΙΑ CINEMAX στη δεύτερη προβολή, στο πλαίσιο του Συνεδρίου Μπρεχτ, στο επίκαιρο διδακτικό αριστούργημα των Μπρεχτ/Ντούντοβ «KUHLE WAMPE 'Η ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΑΝΗΚΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ». Η είσοδος είναι ελεύθερη...


ΚΡΙΤΙΚΗ:
Τζία ΓΙΟΒΑΝΗ

ΓΚΕΟΡΓΚ ΒΙΛΧΕΛΜ ΠΑΜΠΣΤ
Οπερα της πεντάρας

Μια από τις σπερματικές δουλειές του μουσικού θεάτρου του 20ού αιώνα. Αρχικά ο Μπέρτολτ Μπρεχτ έκανε θεατρική διασκευή στο έργο «Οπερα του Ζητιάνου» του Αγγλου ποιητή Τζον Γκέι από το 1728. Την πλοκή και τη δράση του πρωτότυπου ο Μπρεχτ μετέφερε στη σύγχρονή του εποχή σαν κυνικά σαρκαστικό σχόλιο για το καπιταλιστικό σύστημα, με μορφή και αισθητική επική και όχι δραματική. Λίγο αργότερα, το 1931, έρχεται η κινηματογραφική διασκευή του Παμπστ σε «πολυτελές» περίβλημα, όπως ήθελε η εταιρεία παραγωγής αλλά όχι ο Μπρεχτ. Ο Παμπστ στην ταινία αναμειγνύει λεπτομέρειες της νατουραλιστικής περιόδου με σκιές εξπρεσιονιστικές, δημιουργώντας μια αποπλανητικά υπόγεια πραγματικότητα, η οποία εξελίχθηκε σε έδαφος πάνω στο οποίο αργότερα αναπτύχθηκε το είδος του «φιλμ νουάρ».

Η ταινία γυρίστηκε στη δίνη της μεγάλης οικονομικής κρίσης το '30 και είναι λίγα τα στοιχεία που παρέμειναν να λειτουργούν σαν καταγγελία του καπιταλιστικού συστήματος, το εμφανέστερο είναι το στοιχείο της αγοράς της τράπεζας από τους πρώην κακοποιούς που τώρα θα μπορούν να ληστεύουν καλύτερα και με το νόμο... Η σκοτεινή γοητεία που εκπέμπει η ταινία αλλά και η έμφαση σε «συναισθήματα» που πρόσθεσε ο Παμπστ σε βασικούς ρόλους έρχεται σε αντίθεση και σύγκρουση με την αισθητική του Μπρεχτ. Το μοναδικό λειτουργικό μπρεχτικό στοιχείο είναι η Λότε Λένια στο ρόλο της πόρνης Τζένη. Η αποστασιοποιημένη παρουσία της οποίας εγχέει ένα αποδιοργανωτικό ρυθμικό μέτρο στην ωρολογιακή χορογραφία - πλαίσιο του Παμπστ. Η Λένια μόνη, προσφέρει μια μπρεχτική νότα στην εικόνα αλάνθαστου κύρους που την περιβάλλει.

Παράλληλα με τη γερμανική βερσιόν ο Παμπστ γύρισε και μια γαλλική, στα γαλλικά με Γάλλους ηθοποιούς, που όμως δε σημείωσε την επιτυχία της γερμανικής έκδοσης. Η ταινία το 1933 απαγορεύτηκε από τους Ναζί που κατέστρεψαν όσες κόπιες βρήκαν...

Παίζουν: Ρούντολφ Φόρστερ, Ερνστ Μπους, Λότε Λένια, Καρόλα Νέχερ κ.ά.

Παραγωγή: Γερμανία (1931).

ΑΜΠΑΣ ΚΙΑΡΟΣΤΑΜΙ
Κάτι σαν έρωτας

Η νεαρή φοιτήτρια κοινωνιολογίας Ακίκο που για οικονομικούς λόγους εργάζεται πουλώντας, κρυφά απ' όλους, ερωτικές υπηρεσίες, βρίσκεται αναπάντεχα στριμωγμένη άσχημα. Χέρι βοηθείας, περιστασιακής εξόδου από τη δυσκολία του προβλήματος που διαμορφώνεται, τείνει απλόχερα ένας «πελάτης», ένας μειλίχιος συνταξιούχος πανεπιστημιακός καθηγητής. Ο Ιρανός Αμπάς Κιαροστάμι, τη φορά αυτήν, αφηγείται διακριτικά, όπως πάντα, μια ασήμαντη ιστορία που διαδραματίζεται στην ιαπωνική πρωτεύουσα, με ήρωες σύγχρονους και καθημερινούς Ιάπωνες. Σε μια ταινία που η θεματική της δεν «αναπτύσσεται» πραγματικά, αυτό που περισσότερο απ' όλα αγγίζει τον θεατή, είναι η γλαφυρή περιγραφή της ανωνυμίας και της ανθρώπινης μοναξιάς στη μεγαλούπολη του Τόκιο...

Κυνικά και ανάγλυφα αποτυπώνεται η αντίφαση ανάμεσα στην κυρίαρχη δυτικότροπη εικόνα του χώρου, σε αντίθεση με την παραδοσιακή νοοτροπία και τις «αναχρονιστικές» συμπεριφορές των ηρώων της ιστορίας της ταινίας. Η παραπάνω αντίφαση που τέμνει το φιλμ υπενθυμίζει εκκωφαντικά, ανά πάσα στιγμή, την παρουσία της. Δεν μπορεί παρά αυτή η αντίφαση να συνιστά το στοιχείο στο οποίο σκάλωσε το βλέμμα του μη Ιάπωνα δημιουργού. Η καλοφτιαγμένη ταινία του Κιαροστάμι μοιάζει να μην ενδιαφέρεται για την ίντριγκα της ιστορίας που αφηγείται, ιστορία με φειδωλή πληροφόρηση, ίσα - ίσα για ένα σκίτσο του σκελετού της. Η απλότητα στη σκηνοθεσία που ξεσκεπάζει το «φευγαλέο» της στιγμής αποδεικνύοντας ότι ο Ιρανός δημιουργός ενδιαφέρεται πρώτιστα γι' αυτό που αποκαλείται «κατάσταση» ή καλύτερα για καταστάσεις ανθρώπινες, με διάσταση οικουμενική, που «επιτρέπεται» να συνθέτουν ακόμα και κοινότοπες δραματουργικά ιστορίες σαν αυτή του «ΚΑΤΙ ΣΑΝ ΕΡΩΤΑΣ», ιστορία που διαδραματίζεται στο Τόκιο με καστ εξ ολοκλήρου γιαπωνέζικο.

Την ιστορία της ντροπαλής και ντελικάτης επαρχιώτισσας Ακίκο που έρχεται στη μεγαλούπολη για σπουδές που χρηματοδοτεί δουλεύοντας ως πόρνη πολυτελείας, αφηγείται η ταινία σαν να ψιθυρίζει, με τόση χάρη, ευγένεια και διακριτικότητα... Από την αρχική σκηνή γίνεται σαφές ότι η φοιτήτρια δεν αισθάνεται καλά μ' αυτό που κάνει... η αίσθηση ενοχής επικαλύπτει την αυτοπεποίθησή της σαν σκούρα, βρεγμένη κουβέρτα και την καθιστά ακόμα πιο εύθραυστη. Το φιλμ δε δίνει την αίσθηση της ολοκληρωμένης, της τελειωμένης δουλειάς. Η Ακίκο εκδίδεται κρυφά από όλους, ιδιαίτερα την οικογένειά της και τον ερωτευμένο αρραβωνιαστικό της - έχει συνεργείο αυτοκινήτων και απολύτως ανελαστική ηθική - που την πιέζει να παντρευτούν κι εκείνη αρνείται. Μεγάλο μέρος στην εικόνα καταλαμβάνει ο προαγωγός της Ακίκο, και η τεράστια αντανάκλαση της σκιάς του. Με εμφάνιση ευυπόληπτου επιχειρηματία αλλά με κάτι το διακριτικά απειλητικό στο βλέμμα του, με εκβιαστικές τεχνικές αφόρητης πίεσης που προκαλούν ρίγη, εξαναγκάζει την Ακίκο να βιώνει το αίσθημα ενός παρεμβατικού φόβου που δεν εξαφανίζεται ποτέ. Τελικά, καταφέρνει να στείλει την Ακίκο σε έναν πελάτη «φίλο», στον συνταξιούχο καθηγητή κοινωνιολογίας που κάποτε δίδασκε στο πανεπιστήμιο που η κοπέλα φοιτά. Μεταξύ του καθηγητή και της Ακίκο δημιουργείται σχέση Λολίτας/Χούμπερτ, - «Λολίτα» του Ναμπούκοφ - με το ερωτικό στοιχείο εξοστρακισμένο από την εξίσωση. Η αέρινη αφήγηση της ταινίας μιλάει για μοναξιά, όχι για έρωτα, είναι άσκηση μορφής και πλαστικότητας. Η κάμερα παρατηρεί με οξύτητα και συνήθη ειρωνεία τους πρωταγωνιστές ενός άλλου πολιτισμού και παραμένει «βιδωμένη» σε μια γωνία λήψης, με τους ηθοποιούς να ψάχνουν το οπτικό της πεδίο και όχι το αντίθετο. Για τους μη εξοικειωμένους, η ταινία στιλιστικά μπορεί να λειτουργήσει ως υπνωτικό χάπι... Η ταινία είναι όντως αξιόλογη αλλά... φροντίστε πριν πάτε σινεμά να έχετε ξεκουραστεί καλά...

Παίζουν: Ριν Τακανάσι, Ταντάσι Οκούνο, Ρίο Κάσε, κ.ά.

Παραγωγή: Γαλλία, Ιαπωνία (2012).

ΓΚΡΙΓΚΟΡΙ ΚΟΖΙΝΤΣΕΦ
Αμλετ

Ο αριστουργηματικός σοβιετικός «ΑΜΛΕΤ» του 1964 αναφέρεται ως η πιο συνεκτική και ουσιαστική κινηματογραφική διασκευή του σαιξπηρικού δράματος μεταξύ των δεκάδων που έχουν γίνει μέχρι σήμερα. Για το έργο του εξέχοντα κινηματογραφιστή και παθιασμένου σαιξπηριστή Γκριγκόρι Κόζιντσεφ - σε στενή συνεργασία με την αφρόκρεμα των ιδιοφυών καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων της εποχής - κατέθεσαν κρίση και απόψεις οι εγκυρότεροι αναλυτές και κριτικοί τέχνης. κάνοντας μάλιστα χρήση των επιθέτων σε βαθμό υπερθετικό, κάτι, που όταν δείτε την ταινία θα καταλάβετε ότι δεν πρόκειται για υπερβολή, τουναντίον...

Ο «ΑΜΛΕΤ» σε σκηνοθεσία Κόζιντσεφ - σενάριο Κόζιντσεφ και Μπόρις Πάστερνακ, μουσική Ντμίτρι Σοστακόβιτς και ερμηνεία του ομώνυμου ρόλου από τον σπουδαίο ηθοποιό Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι - καταχωρείται στα υψηλότερα καλλιτεχνικά επιτεύγματα του σοσιαλισμού, του συστήματος που παρείχε επάρκεια σε μέσα και δυνατότητες παραγωγής πραγματικής και ουσιαστικής τέχνης για το λαό, που όπως έλεγε η καθηγήτρια θεωρίας του σινεμά στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης Λουίζ Ο' Κόνορ «Το καλό για το λαό, είναι μόνο το καλύτερο...». Η ταινία δεν θα ήταν ποτέ αυτή που είναι, χωρίς δυνατότητες οχτάχρονης επεξεργασίας του σεναρίου και διετούς διάρκειας γυρισμάτων. Η σοβιετική εκδοχή του σαιξπηρικού, οικουμενικού θεατρικού «Αμλετ», αποτέλεσε τη συμμετοχή της Σοβιετικής Ενωσης στον εορτασμό το 1964 των 400 χρόνων από τη γέννηση του συγγραφέα.

Η ρεαλιστική ερμηνεία του Κόζιντσεφ αναδεικνύει την εμφάνιση του φαντάσματος του δολοφονημένου βασιλιά, πατέρα του Αμλετ ως σημείο ύψιστης κομβικής σημασίας όχι τόσο για την πλοκή, απλά, του έργου όσο, για την ορθή προσέγγιση της διαλεκτικής σύγκρουσης μεταξύ του «είναι» και του «φαίνεσθαι», της γνώσης και της άγνοιας, της δράσης και της αδράνειας, της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, της αλήθειας και της πλασματικής απεικόνισης της πραγματικότητας. Η αισθητική του Κόζιντσεφ με όρους ρεαλισμού εντάσσεται στην ουσία και το ύφος της βαλτικής ψυχής, αφού στα παράλιά της, στη δανέζικη πόλη Χέλσινγκερ απέναντι από τη Σουηδία διαδραματίζεται η ιστορία στον «Αμλετ». Η ταινία πατάει πάνω στην αφαιρετική διδαχή του Καρλ Ντράγιερ, ενώ υπενθυμίζει σημειολογικά το γεωγραφικό χώρο και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της ερμηνείας του, μέσα από τον πανταχού παρόντα σκύλο ράτσας «Μεγάλος Δανός» (Μολοσσός). «Ο Αμλετ του Κόζιντσεφ πεθαίνει ακριβώς για να προστατέψει την αξιοπρέπειά του από τη σαπίλα του Βασιλείου της Δανιμαρκίας. Η αυτοκτονία του είναι μια πράξη διαμαρτυρίας και όχι υποταγής» έγραψε ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Οντως ο «ΑΜΛΕΤ» αυτός συνιστά δυσεύρετη οπτική διάλεξη για τους ανθρώπους που ασχολούνται και αγαπούν την τέχνη...

Παίζουν: Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι, Ελζα Ρατζίνα, Γιούρι Τολουμπέγιεφ, Μιχαήλ Ναζβάνοφ, Αναστάσιγια Βερτίνσκαγια κ.ά.

Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1964).

ΠΟΛ ΤΟΜΑΣ ΑΝΤΕΡΣΟΝ
The Master

Η ταινία του Αντερσον αναμενόταν πώς και πώς στο 69ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας... Το κινηματογραφικό αποτέλεσμα όντως αποδείχτηκε σε πλήρη αρμονία με τη σταθερή αναζήτηση του σκηνοθέτη στη σφαίρα της σκοτεινής πλευράς της ψυχής και της ανθρώπινης συμπεριφοράς, για να βρει τις γενεσιουργές αιτίες της κακοδαιμονίας. Μπορεί να ειπωθεί ότι στο έργο του Αντερσον αυτές οι αιτίες μεταφράζονται με μια μόνο λέξη: μοναξιά. Ωστόσο, στην ταινία «THE MASTER», εκτός της μοναξιάς που υπάρχει σαν σταθερό μοτίβο σε δεύτερο επίπεδο, αναδύονται στην επιφάνεια και άλλα που αναγιγνώσκονται ως υποδόρια και αλυσιδωτά.

Η κτηνωδία του πολέμου που σμπαραλιάζει ψυχικά τον πρωταγωνιστή, η ανεργία ως αυτονόητη συνέπεια της κατάστασής του, η εξαθλίωση που επακολουθεί και που τον εξαναγκάζει να υπομένει οποιονδήποτε πειραματισμό πάνω του και ταπείνωση, από ένα διπλοπρόσωπο αφεντικό που ενσυνείδητα κάνει μπίζνες και που, για το μέγιστό του εκμεταλλευτικό κέρδος, πρέπει και να «εξουσιάζει» ολοκληρωτικά τον υπάλληλό του...

Ο Φρέντι Κουέλ, από φτωχά κοινωνικά στρώματα, επιστρέφει βετεράνος από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με νεύρα κομμάτια και αρρωστημένη εμμονή στο σεξ. Κολασμένη ψυχή με επιθετικές τάσεις, αλκοολικός απ' το φτηνό πιοτό που φτιάχνει μόνος του ανακατεύοντας και επικίνδυνα χημικά... Το μόνιμο μεθύσι τού καθιστά αδύνατο το να βρει και να κρατήσει μια δουλειά, να στεριώσει σε μια νορμάλ ζωή. Από σύμπτωση, ένα βράδυ πηδά σ' ένα πλοιάριο και ζητά δουλειά. Εκεί συναντάει για πρώτη φορά τον Λάνκαστερ Ντοντ, τον χαρισματικό «Μάστερ», μυστικιστή αρχηγό της αίρεσης με το όνομα «Υπόθεση». Ο Ντοντ κηρύττει μια ιδιόρρυθμη φιλοσοφία, με άξονες τη βαθιά αναζήτηση μέσα μας και την μετεμψύχωση, διαδικασία που εγγυάται την τέλεια ψυχική ισορροπία. Το κίνημα του Ντοντ που ευαγγελίζεται ακόμα και τη θεραπεία από αρρώστιες, ενθυμούμενος κάποιος τις προηγούμενες ζωές του, βρίσκεται το 1950 σε πορεία ανόδου τόσο στην Αμερική, όσο και τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο. Οι ομοιότητες ανάμεσα στον «Μάστερ» της αίρεσης «Υπόθεσης» και τον ιδρυτή της αίρεσης της σαϊεντολογίας, Ρον Χούμπαρντ, είναι εμφανείς. Ο Χούμπαρντ είχε κάποτε το αρχηγείο του πάνω σε ένα κότερο. Και οι «απόστολοί» του δούλευαν ναύτες στο κότερο. Τόσο η σαϊεντολογία όσο και η «Υπόθεση» της ταινίας, διέπονται από τις ίδιες μεθόδους. Σημειωτέον ότι κάποιος που ήθελε να προσχωρήσει στην αίρεση της σαϊεντολογίας υπέγραφε συμβόλαιο μέλους, για περίοδο ενός δισεκατομμυρίου ετών, δηλαδή, χωρίς περιθώρια επιστροφής...

Ο Φρέντι και ο Μάστερ έχουν αναμεταξύ τους μια περίεργη έλξη. Ο Ντοντ παίρνει τον Φρέντι υπό την προστασία του, αποφασίζει να τον κάνει να στέκεται στα πόδια του ξανά, μακριά από τις σεξουαλικές του εμμονές, το αλκοόλ και τις αβεβαιότητες... Πρόκειται για θέμα στο οποίο ο Αντερσον επανέρχεται συνεχώς μέσα από τις ταινίες του. Ο «μέντορας και ο μαθητής», το μέλλον του μαθητή και το χάσμα ανάμεσα στην τάξη και το χάος. Ο Αντερσον είναι ένας φιλόδοξος κινηματογραφιστής, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η φιλμογραφία του περιλαμβάνει θέματα/θεμέλια για την Αμερική. Τυχερά παιχνίδια, σεξ, πετρέλαιο και αδίστακτος καπιταλισμός και τώρα αυτό που συνιστά το σημαντικότερο σήμερα, δομικό στοιχείο στη χώρα του θείου Σαμ: Η θρησκεία. Η έλξη προς το «σκοτεινό» και η συμπεριφορά της αίρεσης, μέσα από το «σωστό» χειρισμό του Φρέντι που συνιστά υπόδειγμα θύματος. Χαμένος, μόνος, αλκοολικός, ψάχνει για ταυτότητα, με το σεξ εμμονή - χωρίς να καταφέρνει να ολοκληρώσει. Είναι, δηλαδή, κυριολεκτικά και μεταφορικά ανίκανος. Η θεματική του Αντερσον μπορεί να εφαρμοστεί από οποιαδήποτε αίρεση αυτού του χαρακτήρα. Πόσο ευκολόπιστοι είναι τελικά οι άνθρωποι; Πόσους μπορεί να πάρει μαζί του ένας χαρισματικός ρήτορας με τέτοιους παραλογισμούς; Πόσο επικίνδυνος μπορεί να γίνει ένας εξαθλιωμένος άνθρωπος σαν τον Φρέντι;

Το σενάριο της ταινίας δε φαίνεται να έχει αδυναμίες ή να χωλαίνει κάπου. Βέβαια, πρόκειται για κείμενο που «αφήνεται» στα χέρια των ηθοποιών που μπορούν να το ανεβάσουν στα ουράνια ή να το κατεβάσουν στα Τάρταρα. Η ταινία σχεδιάστηκε να καθοδηγείται από ένα σιδηρούν τρίο (Φρέντι, Μάστερ και σύζυγός του). Κάποιες σκηνές είναι τόσο δυνατές που σε συνθλίβουν. Ο Χόφμαν και ο Φίνιξ κυριαρχούν στην ταινία με τρόπο ολοκληρωτικό. Ο Χόφμαν, θεϊκός ηθοποιός με σημαντικό εκτόπισμα, λάμπει στο ρόλο του «Master». Ο Φίνιξ αποδεικνύει σε κάθε σκηνή ότι μπαίνει βαθύτερα στο πετσί του «Φρέντι». Νευρόσπασμα, αδυνατισμένος, εύθραυστος κι επικίνδυνος μαζί. Ετοιμος πάντα να εκραγεί και να φέρει το χάος. Η έκφρασή του, ο τρόπος που μιλάει, που κινεί το σώμα του, που οι κυρτές του πλάτες στηρίζουν το κεφάλι του δεν ανήκουν στον ηθοποιό Φίνιξ αλλά στο ρόλο Φρέντι. Η εντυπωσιακή δουλειά των ηθοποιών ολοκληρώνεται με τη σκηνοθεσία του Αντερσον που διατηρεί ένα άσπιλο εξωτερικό με τη μαγική φωτογραφία, σκηνογραφία και κοστούμια της δεκαετίας του '50, το κλίμα της οποίας διαχέεται αργά στο εσωτερικό της κινηματογραφικής αίθουσας.

Η αφήγηση κομψή, καθόλου εύκολη, οι ματιές στο παρελθόν εντάσσονται σ' αυτήν γραμμικά. Είναι αφήγηση που ναρκώνει, με καταπληκτική μετάβαση από εικόνα σε εικόνα. Η ταινία έχει αύρα βίας και ερωτικής φόρτισης με πλήθος σύνθετες και εκτενείς λήψεις και διάλογο. Καθαρά κινηματογραφικά η ενδιαφέρουσα αυτή ταινία πλησιάζει την τελειότητα...

Παίζουν: Χοακίν Φίνιξ, Εϊμι Ανταμς, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Λόρα Ντερν, Λένα Εντρε, κ.ά.

Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ