Υπενθυμίζουμε το ραντεβού της επόμενης Τετάρτης 12/12, στις 20.30 στο ΤΙΤΑΝΙΑ CINEMAX στη δεύτερη προβολή, στο πλαίσιο του Συνεδρίου Μπρεχτ, στο επίκαιρο διδακτικό αριστούργημα των Μπρεχτ/Ντούντοβ «KUHLE WAMPE 'Η ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΑΝΗΚΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ». Η είσοδος είναι ελεύθερη...
Παράλληλα με τη γερμανική βερσιόν ο Παμπστ γύρισε και μια γαλλική, στα γαλλικά με Γάλλους ηθοποιούς, που όμως δε σημείωσε την επιτυχία της γερμανικής έκδοσης. Η ταινία το 1933 απαγορεύτηκε από τους Ναζί που κατέστρεψαν όσες κόπιες βρήκαν...
Παίζουν: Ρούντολφ Φόρστερ, Ερνστ Μπους, Λότε Λένια, Καρόλα Νέχερ κ.ά.
Παραγωγή: Γερμανία (1931).
Την ιστορία της ντροπαλής και ντελικάτης επαρχιώτισσας Ακίκο που έρχεται στη μεγαλούπολη για σπουδές που χρηματοδοτεί δουλεύοντας ως πόρνη πολυτελείας, αφηγείται η ταινία σαν να ψιθυρίζει, με τόση χάρη, ευγένεια και διακριτικότητα... Από την αρχική σκηνή γίνεται σαφές ότι η φοιτήτρια δεν αισθάνεται καλά μ' αυτό που κάνει... η αίσθηση ενοχής επικαλύπτει την αυτοπεποίθησή της σαν σκούρα, βρεγμένη κουβέρτα και την καθιστά ακόμα πιο εύθραυστη. Το φιλμ δε δίνει την αίσθηση της ολοκληρωμένης, της τελειωμένης δουλειάς. Η Ακίκο εκδίδεται κρυφά από όλους, ιδιαίτερα την οικογένειά της και τον ερωτευμένο αρραβωνιαστικό της - έχει συνεργείο αυτοκινήτων και απολύτως ανελαστική ηθική - που την πιέζει να παντρευτούν κι εκείνη αρνείται. Μεγάλο μέρος στην εικόνα καταλαμβάνει ο προαγωγός της Ακίκο, και η τεράστια αντανάκλαση της σκιάς του. Με εμφάνιση ευυπόληπτου επιχειρηματία αλλά με κάτι το διακριτικά απειλητικό στο βλέμμα του, με εκβιαστικές τεχνικές αφόρητης πίεσης που προκαλούν ρίγη, εξαναγκάζει την Ακίκο να βιώνει το αίσθημα ενός παρεμβατικού φόβου που δεν εξαφανίζεται ποτέ. Τελικά, καταφέρνει να στείλει την Ακίκο σε έναν πελάτη «φίλο», στον συνταξιούχο καθηγητή κοινωνιολογίας που κάποτε δίδασκε στο πανεπιστήμιο που η κοπέλα φοιτά. Μεταξύ του καθηγητή και της Ακίκο δημιουργείται σχέση Λολίτας/Χούμπερτ, - «Λολίτα» του Ναμπούκοφ - με το ερωτικό στοιχείο εξοστρακισμένο από την εξίσωση. Η αέρινη αφήγηση της ταινίας μιλάει για μοναξιά, όχι για έρωτα, είναι άσκηση μορφής και πλαστικότητας. Η κάμερα παρατηρεί με οξύτητα και συνήθη ειρωνεία τους πρωταγωνιστές ενός άλλου πολιτισμού και παραμένει «βιδωμένη» σε μια γωνία λήψης, με τους ηθοποιούς να ψάχνουν το οπτικό της πεδίο και όχι το αντίθετο. Για τους μη εξοικειωμένους, η ταινία στιλιστικά μπορεί να λειτουργήσει ως υπνωτικό χάπι... Η ταινία είναι όντως αξιόλογη αλλά... φροντίστε πριν πάτε σινεμά να έχετε ξεκουραστεί καλά...
Παίζουν: Ριν Τακανάσι, Ταντάσι Οκούνο, Ρίο Κάσε, κ.ά.
Παραγωγή: Γαλλία, Ιαπωνία (2012).
Η ρεαλιστική ερμηνεία του Κόζιντσεφ αναδεικνύει την εμφάνιση του φαντάσματος του δολοφονημένου βασιλιά, πατέρα του Αμλετ ως σημείο ύψιστης κομβικής σημασίας όχι τόσο για την πλοκή, απλά, του έργου όσο, για την ορθή προσέγγιση της διαλεκτικής σύγκρουσης μεταξύ του «είναι» και του «φαίνεσθαι», της γνώσης και της άγνοιας, της δράσης και της αδράνειας, της ύπαρξης και της ανυπαρξίας, της αλήθειας και της πλασματικής απεικόνισης της πραγματικότητας. Η αισθητική του Κόζιντσεφ με όρους ρεαλισμού εντάσσεται στην ουσία και το ύφος της βαλτικής ψυχής, αφού στα παράλιά της, στη δανέζικη πόλη Χέλσινγκερ απέναντι από τη Σουηδία διαδραματίζεται η ιστορία στον «Αμλετ». Η ταινία πατάει πάνω στην αφαιρετική διδαχή του Καρλ Ντράγιερ, ενώ υπενθυμίζει σημειολογικά το γεωγραφικό χώρο και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της ερμηνείας του, μέσα από τον πανταχού παρόντα σκύλο ράτσας «Μεγάλος Δανός» (Μολοσσός). «Ο Αμλετ του Κόζιντσεφ πεθαίνει ακριβώς για να προστατέψει την αξιοπρέπειά του από τη σαπίλα του Βασιλείου της Δανιμαρκίας. Η αυτοκτονία του είναι μια πράξη διαμαρτυρίας και όχι υποταγής» έγραψε ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Οντως ο «ΑΜΛΕΤ» αυτός συνιστά δυσεύρετη οπτική διάλεξη για τους ανθρώπους που ασχολούνται και αγαπούν την τέχνη...
Παίζουν: Ινοκέντι Σμοκτουνόφσκι, Ελζα Ρατζίνα, Γιούρι Τολουμπέγιεφ, Μιχαήλ Ναζβάνοφ, Αναστάσιγια Βερτίνσκαγια κ.ά.
Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1964).
Ο Φρέντι Κουέλ, από φτωχά κοινωνικά στρώματα, επιστρέφει βετεράνος από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με νεύρα κομμάτια και αρρωστημένη εμμονή στο σεξ. Κολασμένη ψυχή με επιθετικές τάσεις, αλκοολικός απ' το φτηνό πιοτό που φτιάχνει μόνος του ανακατεύοντας και επικίνδυνα χημικά... Το μόνιμο μεθύσι τού καθιστά αδύνατο το να βρει και να κρατήσει μια δουλειά, να στεριώσει σε μια νορμάλ ζωή. Από σύμπτωση, ένα βράδυ πηδά σ' ένα πλοιάριο και ζητά δουλειά. Εκεί συναντάει για πρώτη φορά τον Λάνκαστερ Ντοντ, τον χαρισματικό «Μάστερ», μυστικιστή αρχηγό της αίρεσης με το όνομα «Υπόθεση». Ο Ντοντ κηρύττει μια ιδιόρρυθμη φιλοσοφία, με άξονες τη βαθιά αναζήτηση μέσα μας και την μετεμψύχωση, διαδικασία που εγγυάται την τέλεια ψυχική ισορροπία. Το κίνημα του Ντοντ που ευαγγελίζεται ακόμα και τη θεραπεία από αρρώστιες, ενθυμούμενος κάποιος τις προηγούμενες ζωές του, βρίσκεται το 1950 σε πορεία ανόδου τόσο στην Αμερική, όσο και τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο. Οι ομοιότητες ανάμεσα στον «Μάστερ» της αίρεσης «Υπόθεσης» και τον ιδρυτή της αίρεσης της σαϊεντολογίας, Ρον Χούμπαρντ, είναι εμφανείς. Ο Χούμπαρντ είχε κάποτε το αρχηγείο του πάνω σε ένα κότερο. Και οι «απόστολοί» του δούλευαν ναύτες στο κότερο. Τόσο η σαϊεντολογία όσο και η «Υπόθεση» της ταινίας, διέπονται από τις ίδιες μεθόδους. Σημειωτέον ότι κάποιος που ήθελε να προσχωρήσει στην αίρεση της σαϊεντολογίας υπέγραφε συμβόλαιο μέλους, για περίοδο ενός δισεκατομμυρίου ετών, δηλαδή, χωρίς περιθώρια επιστροφής...
Ο Φρέντι και ο Μάστερ έχουν αναμεταξύ τους μια περίεργη έλξη. Ο Ντοντ παίρνει τον Φρέντι υπό την προστασία του, αποφασίζει να τον κάνει να στέκεται στα πόδια του ξανά, μακριά από τις σεξουαλικές του εμμονές, το αλκοόλ και τις αβεβαιότητες... Πρόκειται για θέμα στο οποίο ο Αντερσον επανέρχεται συνεχώς μέσα από τις ταινίες του. Ο «μέντορας και ο μαθητής», το μέλλον του μαθητή και το χάσμα ανάμεσα στην τάξη και το χάος. Ο Αντερσον είναι ένας φιλόδοξος κινηματογραφιστής, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η φιλμογραφία του περιλαμβάνει θέματα/θεμέλια για την Αμερική. Τυχερά παιχνίδια, σεξ, πετρέλαιο και αδίστακτος καπιταλισμός και τώρα αυτό που συνιστά το σημαντικότερο σήμερα, δομικό στοιχείο στη χώρα του θείου Σαμ: Η θρησκεία. Η έλξη προς το «σκοτεινό» και η συμπεριφορά της αίρεσης, μέσα από το «σωστό» χειρισμό του Φρέντι που συνιστά υπόδειγμα θύματος. Χαμένος, μόνος, αλκοολικός, ψάχνει για ταυτότητα, με το σεξ εμμονή - χωρίς να καταφέρνει να ολοκληρώσει. Είναι, δηλαδή, κυριολεκτικά και μεταφορικά ανίκανος. Η θεματική του Αντερσον μπορεί να εφαρμοστεί από οποιαδήποτε αίρεση αυτού του χαρακτήρα. Πόσο ευκολόπιστοι είναι τελικά οι άνθρωποι; Πόσους μπορεί να πάρει μαζί του ένας χαρισματικός ρήτορας με τέτοιους παραλογισμούς; Πόσο επικίνδυνος μπορεί να γίνει ένας εξαθλιωμένος άνθρωπος σαν τον Φρέντι;
Το σενάριο της ταινίας δε φαίνεται να έχει αδυναμίες ή να χωλαίνει κάπου. Βέβαια, πρόκειται για κείμενο που «αφήνεται» στα χέρια των ηθοποιών που μπορούν να το ανεβάσουν στα ουράνια ή να το κατεβάσουν στα Τάρταρα. Η ταινία σχεδιάστηκε να καθοδηγείται από ένα σιδηρούν τρίο (Φρέντι, Μάστερ και σύζυγός του). Κάποιες σκηνές είναι τόσο δυνατές που σε συνθλίβουν. Ο Χόφμαν και ο Φίνιξ κυριαρχούν στην ταινία με τρόπο ολοκληρωτικό. Ο Χόφμαν, θεϊκός ηθοποιός με σημαντικό εκτόπισμα, λάμπει στο ρόλο του «Master». Ο Φίνιξ αποδεικνύει σε κάθε σκηνή ότι μπαίνει βαθύτερα στο πετσί του «Φρέντι». Νευρόσπασμα, αδυνατισμένος, εύθραυστος κι επικίνδυνος μαζί. Ετοιμος πάντα να εκραγεί και να φέρει το χάος. Η έκφρασή του, ο τρόπος που μιλάει, που κινεί το σώμα του, που οι κυρτές του πλάτες στηρίζουν το κεφάλι του δεν ανήκουν στον ηθοποιό Φίνιξ αλλά στο ρόλο Φρέντι. Η εντυπωσιακή δουλειά των ηθοποιών ολοκληρώνεται με τη σκηνοθεσία του Αντερσον που διατηρεί ένα άσπιλο εξωτερικό με τη μαγική φωτογραφία, σκηνογραφία και κοστούμια της δεκαετίας του '50, το κλίμα της οποίας διαχέεται αργά στο εσωτερικό της κινηματογραφικής αίθουσας.
Η αφήγηση κομψή, καθόλου εύκολη, οι ματιές στο παρελθόν εντάσσονται σ' αυτήν γραμμικά. Είναι αφήγηση που ναρκώνει, με καταπληκτική μετάβαση από εικόνα σε εικόνα. Η ταινία έχει αύρα βίας και ερωτικής φόρτισης με πλήθος σύνθετες και εκτενείς λήψεις και διάλογο. Καθαρά κινηματογραφικά η ενδιαφέρουσα αυτή ταινία πλησιάζει την τελειότητα...
Παίζουν: Χοακίν Φίνιξ, Εϊμι Ανταμς, Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Λόρα Ντερν, Λένα Εντρε, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).