Επίσης, στο ΑΣΤΥ συνεχίζεται η προβολή της νοτιοκορεάτικης βραβευμένης «ΠΙΕΤΑ» του Κιμ Κι-ντουκ, ενώ στο ΤΙΤΑΝΙΑ CINEMAX, με αφορμή την επέτειο των 70 χρόνων από τη νίκη του Κόκκινου Στρατού στο Στάλινγκραντ, προβάλλεται από σήμερα αποκλειστικά για 7 μέρες, τα δυο μέρη που συνθέτουν το επικό Σοβιετικό δράμα του Βλαντιμίρ Πετρώφ «Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΣΤΑΛΙΝΓΚΡΑΝΤ» από το 1949. Το πρώτο μέρος έχει τίτλο «ΟΥΤΕ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ», ενώ το δεύτερο «Η ΝΙΚΗ»...
Η σοβιετική αντεπίθεση - είχε απόλυτη επιτυχία - εκδηλώθηκε με τρεις στρατιές υπό τον στρατηγό Νικολάι Βατούτιν. Οι Γερμανοί εγκλωβίστηκαν και μέσα σε περιοχή λίγων τετραγωνικών χιλιομέτρων βρέθηκαν περικυκλωμένοι 250.000 στρατιώτες. Οι Σοβιετικοί τους ζήτησαν να παραδοθούν με ευνοϊκούς όρους. Ομως η διαταγή του Χίτλερ ήταν επίθεση μέχρις εσχάτων. Αερογέφυρα που στήθηκε για τον ανεφοδιασμό των εγκλωβισμένων γερμανικών δυνάμεων είχε οικτρή κατάληξη. Η σοβιετική αντιαεροπορική άμυνα κατέρριψε 490 αεροπλάνα της «Λουφτβάφε».
Στις 16/12/1942 οι Σοβιετικοί εξαπέλυσαν νέα επίθεση με την ονομασία «Κρόνος» και στόχο να εγκλωβίσουν την Ομάδα Στρατιών Α, που είχε σταθεροποιήσει τις θέσεις της στον Καύκασο. Δεν τα κατάφεραν, αφού η αντίσταση της εγκλωβισμένης 6ης Στρατιάς στο Στάλινγκραντ έδωσε την ευκαιρία στον Φον Κλάιστ για συντεταγμένη υποχώρηση. Ομως, τρεις μέρες αργότερα, στις 2/2/1943, ο στρατάρχης Φον Πάουλους αναγκάστηκε να παραδοθεί, όταν οι Σοβιετικοί πολιόρκησαν το αρχηγείο του και κάθε αντίσταση ήταν μάταιη. Ηταν ο πιο υψηλόβαθμος αξιωματικός που παραδόθηκε στην ιστορία του γερμανικού στρατού. Μαζί του παραδόθηκαν 22 στρατηγοί και 91.000 στρατιώτες της 6ης Στρατιάς. Τελικά απ' αυτούς μόνο 5.000 επέζησαν από τις κακουχίες της αιχμαλωσίας και επέστρεψαν στη Γερμανία αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι συνολικές απώλειες των Γερμανών και συμμάχων τους ανήλθαν σε 800.000 νεκρούς και τραυματίες. Οι Σοβιετικοί είχαν ασυγκρίτως μεγαλύτερες απώλειες: 478.741 νεκρούς και 650.000 τραυματίες, στρατιώτες και πολίτες. H Μάχη του Στάλινγκραντ αποτέλεσε σημείο καμπής στην πολεμική αναμέτρηση μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ενωσης. Εξολόθρευσε πολύτιμες στρατιωτικές δυνάμεις του Χίτλερ και ταπείνωσε τη γερμανική πολεμική μηχανή.
Παίζουν: Αλεξάντρ Αντόνοφ, Μιχαήλ Αστάνγκοφ, Νικολάι Τσερκάσοφ κ.ά.
Παραγωγή: Σοβιετική Ενωση (1949).
Η ταινία «ΧΙΤΣΚΟΚ» διαχειρίζεται μέσα σε ατμόσφαιρα που δονείται, τη δύσβατη αλλά γοητευτική διαδικασία της γένεσης της ταινίας «ΨΥΧΩ» που αρχίζει από την κρεβατοκάμαρα του σκηνοθέτη όταν ξεδιπλώνεται σε συνομιλίες και αντιπαραθέσεις ανάμεσα στο ζεύγος Χίτσκοκ και επεκτείνεται στα παρασκήνια, στη λεπτομερή κι επίμονη δουλειά μέσα κι έξω από τα πλατό. Ο Χίτσκοκ βλέπει στην «ΨΥΧΩ» και τα θέματα που το κείμενο πραγματεύεται (αιμομιξία, φόνος, τραβεστί αμφίεσης), την ευκαιρία να ξανακερδίσει την επιτυχία και την καλλιτεχνική ελευθερία που είχε σε προγενέστερες ταινίες του. Ωστόσο, ο μετρ δεν κατορθώνει να πείσει την εταιρεία Paramount να χρηματοδοτήσει την ταινία και αποφασίζει να το κάνει ο ίδιος, βάζοντας υποθήκη τη βίλα του και υπό τον όρο να μην ξεπεράσουν τα γυρίσματα τις 30 ημέρες. Ο Σάσα Τζερβάζι πάντως δεν στηρίζεται σε δυνατό σενάριο. Αυτό αποδεικνύεται από πληθώρα εικόνων χωρίς έμπνευση, ιδιαίτερα αυτές που επιδιώκουν να αποδώσουν την τρέλα, την παραφροσύνη που είχε καταλάβει τον μετρ που σέρνεται από τον καναπέ του ψυχολόγου στις νυχτερινές του συνομιλίες με το φάντασμα του δολοφόνου στην «ΨΥΧΩ», ο οποίος του μουρμουρίζει στο αυτί ανατριχιαστικές λεπτομέρειες... Ο Τζερβάζι υπερτονίζει με μαρκαρισμένη ψυχραιμία το γεγονός ότι ο Χίτσκοκ παίρνει στα χέρια του την τύχη της πορείας της ταινίας του, παραδίδοντας μάθημα μάρκετινγκ στους συναδέλφους του και εξασφαλίζοντας έτσι την οικονομική επιτυχία της επένδυσής του. Ολα τα υπόλοιπα ανήκουν στα παραλειπόμενα από την πλευρά της κινηματογραφικής μυθοπλασίας...
Ο Αντονι Χόπκινς παρά τα απανωτά στρώματα λατέξ στο μακιγιάζ, δεν καταφέρνει να φθάσει με εξωτερική πιστότητα το νωχελικά φλεγματικό εκτόπισμα του μετρ με το γοητευτικά κυνικό χιούμορ. Η υβριδιακή του μορφή αποκαλύπτει όμως έναν ανθρώπινο εσωτερικό κόσμο με την αναταραχή και αντίφαση που ξεσπά μέσα του, ανάμεσα στην καθηλωτική αυτο-εικόνα του και την αμφιβολία που του ροκανίζει τα σπλάχνα.
Δεν αποτελεί την παραμικρή έκπληξη ότι η Μίρεν είναι η απόλυτη σταρ της ταινίας στο ρόλο της Αλμα συζύγου και συντρόφου του μετρ. Σαν βράχος δίπλα του! Γραμματέας του, διατροφολόγος του, οικονομικός του σύμβουλος και πανάξια στο «μοντάζ». Η Μίρεν ενσαρκώνει επιδέξια με ευαισθησία και εσωτερικότητα όλες αυτές τις διαφορετικές πτυχές ενός και του αυτού χαρακτήρα. Γίνεται πασιφανές ότι η Αλμα, που ζούσε στη σκιά του Χίτσκοκ αναζητώντας την αναγνώριση του συζύγου της που ουδέποτε έλαβε, υπήρξε η κινητήρια δύναμη πίσω από το μεγάλο μετρ. Χωρίς άλλο, το πιο πετυχημένο στοιχείο της ταινίας «ΧΙΤΣΚΟΚ», είναι η κεφαλαιοποίηση της χημείας ανάμεσα στο ζεύγος Χίτσκοκ, στους δύο πρωταγωνιστές...
Παίζουν: Σκάρλετ Γιόχανσον, Αντονι Χόπκινς, Χέλεν Μίρεν, Τόνι Κολέτ, Τζέσικα Μπίελ, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2013).
Στο πολυβραβευμένο, αναμενόμενο, παρθενικό φιλμ του Μπεν Ζάιτλιν, πρωταγωνιστεί η εξάχρονη, ορφανή από μητέρα Χάσπαπι. Ζει αφημένη στην τύχη της, σ' ένα απομονωμένο περιβάλλον γεμάτο ημιάγρια ζώα. Μένει με τον αλκοολικό, άρρωστο πατέρα της στην κοινότητα «Μπανιέρα». Κατοικούν σε παραπήγματα, σε χαλάσματα απίστευτης βρωμιάς και μιζέριας, σε έναν πραγματικό σκουπιδότοπο ξεχασμένο από θεούς κι ανθρώπους στον αμερικάνικο νότο δίπλα και μέσα στα λασπόνερα της λιμνοθάλασσας, έξω από τα αναχώματα ενός τεράστιου φράγματος στην Νέα Ορλεάνη. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι τόσο κακές που καμιά φορά είναι αδύνατο να ξεχωρίσεις αν πρόκειται για πραγματικότητα ή εφιάλτη, ίσως αυτά τα δύο να ταυτίζονται. Οι αρχές αυτό το ονομάζουν «μιζέρια». «Ζούμε στο πιο όμορφο μέρος της γης» λέει ο πατέρας της Χάσπαπι. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το εννοεί. Γιατί εκεί οι άνθρωποι έχουν επιλέξει να ζουν με τον τρόπο που ζουν -όπως μας λέει η ταινία με ελαφρώς δυσάρεστη περιγραφή- σαν ευτυχισμένα τέκνα της φύσης, μακριά από τον πολιτισμό. Τρέφονται με γαρίδες, καραβίδες και θαλασσινά που ψαρεύουν οι ίδιοι κι έχουν γιορτή οποτεδήποτε θελήσουν. Πίνουν όσο θέλουν και διδάσκουν στα παιδιά τους να ζουν σαν μέρος της φύσης.
Η «μαγνητική» μικρή αντιλαμβάνεται το φυσικό κόσμο σαν ένα εύθραυστο ιστό με το σύμπαν να εξαρτάται από το κατά πόσο τα στοιχεία που συνθέτουν τον ιστό δένουν αρμονικά μαζί. Η Χάσπαπι έχει ζωντανή φαντασία και αυτή είναι η δύναμή της. Οι κάκιστοι όροι διαβίωσης επιδεινώνονται ριζικά όταν μια καταιγίδα φουσκώνει τα νερά. Οταν ο πατέρας αρρωσταίνει σοβαρά και τα άγρια ζώα της φαντασίας ξυπνούν από τους παγωμένους τους τάφους η Χάσπαπι βρίσκει τη φυσική τάξη των αγαπημένων της πραγμάτων να καταρρέει. Ο σκηνοθέτης Μπεν Ζάιτλιν κατορθώνει να δώσει μια εικόνα των συνεπειών της κλιματικής απειλής, παίζοντας με το μύθο της Νέας Ορλεάνης καταφέρνει να δώσει στην καταστροφή ένα πρόσωπο, μετά τις Απόκριες με τη βραδιά γεμάτη πυροτεχνήματα να προϋπαντούν την Αποκάλυψη σε ένα γαϊτανάκι ζωής και θανάτου. Με τις εικόνες της καταστροφής να παραπέμπουν στη Λουιζιάνα... Απεγνωσμένη να αποκαταστήσει τη δομή του κόσμου της, να σώσει το σπίτι και να αποχαιρετήσει για ύστατη φορά τον πατέρα της, αυτή η μικρή θαρραλέα ηρωίδα πρέπει να μάθει να επιβιώνει...
Η ταινία με την καθηλωτική αφήγηση σφύζει από στοιχεία μαγικού ρεαλισμού όταν λιώνουν τα παγόβουνα, όταν τα γιγαντιαία βουβάλια του παρελθόντος ξανακατεβαίνουν στη γη και όταν η Χάσπαπι συναντά τον παράδεισο που περιγράφεται σαν πορνείο γεμάτο ζεστές γυναικείες αγκαλιές. Πρόκειται για παράξενο φιλμ, ό,τι συμβαίνει προκαλεί μόνο σύγχυση σε κάποιον που θέλει να νοηματοδοτεί αυτό που βλέπει. Εικαστικά καθηλωτική η ταινία με τη λογική όμως να κλοτσά αδιάλειπτα... ψευδό-ποιητική, ψευδό-φιλοσοφική, προϋπολογισμένη με το υποδεκάμετρο ή τυχαία αίσθηση ισορροπίας; Αγνωσται αι βουλαί του κυρίου Ζάιτλιν...
Παίζουν: Κουβένζανε Γουάλις, Ντουάιτ Χένρι, Τζόνσελ Αλεξάντερ, Μέριλιν Μπαρμπαρίν, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ (2012).
Η ταινία έχει δική της ατζέντα εν δυνάμει δυναμική, με ίντριγκα που βασίζεται μεν σε στοιχεία κοινότοπα (κλασική σχέση πατέρα/κόρης, περιβάλλον CIA, άφθονο κυνηγητό, σκοτωμοί), αλλά λειτουργεί με ρευστότητα. Η δράση διαδραματίζεται στον αστικό ιστό της Αμβέρσας και των Βρυξελλών, αλλά η χρήση του τοπίου γρήγορα γίνεται μονότονη και συμβατική. Ο Aaron Eckhart υποδύεται τον Μπεν Λόγκαν που μιλά πέντε γλώσσες, μετακόμισε στην Ευρώπη μετά το θάνατο της γυναίκας του και προσπαθεί να γνωριστεί με την έφηβη κόρη του Εϊμι που διεκδικεί χρόνο και στήριξη, χωρίς να χρειάζεται να της εξομολογηθεί για το αμαρτωλό του παρελθόν... το οποίο βέβαια πολύ γρήγορα εκείνη αναγκάζεται να ανακαλύψει! Ο χαρισματικός Εκχαρτ είναι το ατού της ταινίας θρίλερ, όπου δράση, αγωνία και χειραγώγηση λιώνουν μαζί μέσα στην κλασική ιστορία και το αρχικά έξυπνο σενάριο που χάνει ένταση στην πορεία και επικεντρώνεται στους χαρακτήρες του πατέρα και της κόρης που τώρα γνωρίζει ο ένας τον άλλο. Πάντως, η σχέση κόρης/πατέρα μπλέχτηκε άκομψα στην ιστορία αντικατασκοπείας προσθέτοντας κλισέ και παραπέμποντας στην ταινία «ΤΑΚΕΝ». Χωρίς πρωτοτυπία και πλατειασμούς το σενάριο διατηρεί ρυθμό και ρότα, ρεαλισμό στη δράση και την τυποποιημένη, αλλά καλλιτεχνικά χορογραφημένη έκρηξη του τέλους.
Η ευχάριστη και έντιμη σκηνοθεσία οφείλεται στον Γερμανό Φίλιπ Στολτζλ που γνωρίσαμε με τον «ΝΕΑΡΟ ΚΥΡΙΟ ΓΚΑΙΤΕ». Είναι βέβαιο ότι όσοι αγαπούν το είδος και αφεθούν στον καλό ρυθμό της ταινίας, δεν πρόκειται να βαρεθούν. Το μόνο λυπηρό είναι ότι αυτός ο τύπος «αγωνίας» δεν αφήνει ίχνη πάνω στον θεατή σα θα βγει από την αίθουσα...
Παίζουν: Ααρον Εκχαρτ, Ολγα Κιριλένκο, Λιάνα Λιμπεράτο, Κέιτ Λίντερ, Ερικ Γκόντον, κ.ά.
Παραγωγή: ΗΠΑ, Καναδάς, Βέλγιο (2012).