ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 17 Φλεβάρη 2013
Σελ. /32
'Η αστική, ή εργατική εξουσία. Τίποτα άλλο

Το ΚΚΕ με το σχέδιο προγράμματος έρχεται να επιβεβαιώσει την πορεία επαναστατικής ανασυγκρότησης που έχει χαράξει ύστερα από την αντεπανάσταση. Το σχέδιο προγράμματος, συνέχεια και καρπός προγενέστερων επεξεργασιών (18ο Συνέδριο, Δοκίμιο Ιστορίας) εξοπλίζει το κόμμα με ένα σύγχρονο πρόγραμμα κομμουνιστικής στρατηγικής που διαχωρίζεται από παλιότερες επεξεργασίες του κομμουνιστικού κινήματος αλλά και του ίδιου του ΚΚΕ, που προσδιοριζόταν από τη στρατηγική των σταδίων, την υιοθέτηση ενδιάμεσων στόχων σε επίπεδο εξουσίας ή την αποδοχή της δυνατότητας εμφάνισης «υβριδικών» κυβερνήσεων στα πλαίσια της αστικής εξουσίας ανοιχτών (όπως λέγονταν) είτε στην οπισθοδρόμηση είτε στο προχώρημα προς τα εμπρός.

Ο σωστός προσδιορισμός του πολιτικού στόχου της εργατικής εξουσίας (και καμιάς άλλης) είναι το θεμελιώδες πρόβλημα που το ΚΚΕ λύνει σωστά στο σχέδιο προγράμματος.

Καμιά κυβέρνηση («αντιιμπεριαλιστική», «αντιμονοπωλιακή», «δημοκρατική», «πατριωτική») στα πλαίσια της αστικής εξουσίας δεν μπορεί να εκφράσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Καμιά τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί να συγκρουστεί με το κεφάλαιο και την εξουσία του. Η κυβέρνηση και το κοινοβούλιο είναι τμήματα του αστικού κρατικού μηχανισμού που πρέπει να τσακιστούν με την επανάσταση.

Αυτά είναι τα διδάγματα του «Κράτος και επανάσταση» του Λένιν που οι οπορτουνιστές (που καμώνονται ότι τον επικαλούνται) ξεχνάνε. Με τα σοβιέτ έλεγε ο Λένιν θα πάρουμε το ψωμί, με τα σοβιέτ θα βγούμε από τον πόλεμο και με τα σοβιέτ θα πάρουμε τη γη.

Δουλειά, λοιπόν, για την οργάνωση της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων λαϊκών στρωμάτων σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.

Αν δεν είχαμε σαν κόμμα λύσει σωστά το ζήτημα «ποια τάξη στην εξουσία», κανέναν άμεσο αντικαπιταλιστικό αγώνα δεν θα μπορούσαμε να οργανώσουμε.

Η ιστορική πείρα δείχνει ότι το κομμουνιστικό κίνημα ενέδωσε σε πολλές περιπτώσεις στον κυβερνητισμό, στο όνομα ότι μπορεί μια «κυβέρνηση» να λειτουργήσει ως μεταβατική προς την εργατική εξουσία. Σε όλες τις περιπτώσεις, η συμμετοχή σε αστική διακυβέρνηση δε δικαιώθηκε, διαψεύσθηκε παταγωδώς, αποτέλεσε και συνθηκολόγηση με την αστική τάξη.

Ας σκεφτούμε το ρόλο που παίζουν οι λεγόμενες «αντιιμπεριαλιστικές, αντιμονοπωλιακές» κυβερνήσεις σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, την οπορτουνιστική διάβρωση που συνοδεύει τα ΚΚ που είτε συμμετέχουν σε αυτές από κοινού με τη σοσιαλδημοκρατία είτε συμμερίζονται αυταπάτες για το χαρακτήρα τους, στην πράξη συναινούν στον κοινωνικο-εταιρισμό που επικρατεί σε αυτές τις χώρες.

Ας σκεφτούμε, επίσης, σε διαφορετικές συνθήκες τον αρνητικό ρόλο που έπαιξε στην εξέλιξη της ταξικής πάλης ο εγκλωβισμός του ΚΚΕ και του ΕΑΜ στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου το 1944 με αρκετούς υπουργούς.

Ας σκεφτούμε ότι τόσο η θεωρία όσο και η ίδια η ζωή δεν επιβεβαίωσαν την απόφαση του 4ουΣυνεδρίου της ΚΔ (1922) στην οποία με εισήγηση του Ζινόβιεφ έγινε αποδεκτή η δυνατότητα εμφάνισης «εργατικών» κυβερνήσεων που διαφέρουν από τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η ζωή έδειξε ότι η συμμετοχή του ΚΚ Γερμανίας στην κυβέρνηση σε Σαξονία - Θουριγγία το 1923 συντέλεσε στην ήττα της Γερμανικής επανάστασης και όχι στην επιτάχυνσή της.

Ας σκεφτούμε τον αρνητικό ρόλο που έπαιξε για την ταξική πάλη η συμμετοχή των ΚΚ σε Γαλλία και Ισπανία στις κυβερνήσεις των λαϊκών μετώπων της δεκαετίας του 1930, που συνδυαζόταν με την παραπομπή της πάλης για το σοσιαλισμό στις καλένδες στο όνομα της πάλης για τη δημοκρατία.

Ας σκεφτούμε τι πέτυχε το κόμμα μας, πέρα από το να καλλιεργήσει αυταπάτες στην εργατική τάξη ότι θα μπορούσε να γίνει «κάθαρση» στον καπιταλισμό, με τη συμμετοχή του στις κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα.

Ας σκεφτούμε και την πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης που δείχνει ότι η λεγόμενη «προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση» που προέκυψε ύστερα από την ανατροπή του Τσάρου, συνέχισε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ήταν αστική, αντιλαϊκή. Ο Λένιν χρειάστηκε να δώσει μάχη ενάντια στους λεγόμενους «παλιούς μπολσεβίκους» (Ζινόβιεφ, Κάμενεφ) που δεν καταλάβαιναν την ανάγκη διόρθωσης της στρατηγικής του κόμματος, προκειμένου να μην οδηγηθεί το κόμμα σε θέσεις ευμενούς υποστήριξης της κυβέρνησης και υπεράσπισης του πολέμου από θέσεις «επαναστατικού αμυνιτισμού», αλλά αντίθετα να θέσει στόχο την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση της σοβιετικής εργατικής εξουσίας.

Η στρατηγική των σταδίων και της συνθηκολόγησης με την αστική τάξη επανέρχεται σήμερα με νέα μορφή που είναι αυτή του μεταβατικού προγράμματος. Οι κύριοι υποστηρικτές του μεταβατικού προγράμματος είναι η αριστερή πλατφόρμα του ΣΥΝ (οι υπόλοιποι είναι δορυφόροι της π.χ. «Μέτωπο αλληλεγγύης» - ΑΝΤΑΡΣΥΑ).

Αυτό το πρόγραμμα περιλαμβάνει ένα πλέγμα μέτρων που θα υλοποιήσει μια «αντιιμπεριαλιστικη» κυβέρνηση «εθνικής ανεξαρτησίας» (έξοδος από ΕΕ, κατάργηση μνημονίου, εθνικός έλεγχος νομισματικής ισοτιμίας, κρατικοποιήσεις επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, παραγωγική ανασυγκρότηση) και καλλιεργεί αυταπάτες ότι με ένα άλλο (νεοκεϋνσιανό) μείγμα διαχείρισης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας - οικονομίας και με αναπροσανατολισμό των διεθνών συμμαχιών της αστικής τάξης μπορεί να υπάρξει όφελος για την εργατική τάξη.

Στρεψοδικούν όταν φτάνουν να επικαλούνται μέχρι και τον Λένιν, διαστρεβλώνοντάς τον βέβαια, γιατί ο διαχωρισμός σε «μίνιμουμ» και «μάξιμουμ» πρόγραμμα έχει θεωρητική και ιστορική ρίζα στη σοσιαλδημοκρατία και συγκεκριμένα στα προγράμματα της Γκότα (1875) και της Ερφούρτης (1891). Το «μίνιμουμ» πρόγραμμα περιοριζόταν σε μεταρρυθμίσεις μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού και το «μάξιμουμ» πρόγραμμα υποσχόταν την αντικατάσταση του καπιταλισμού από το σοσιαλισμό στο απροσδιόριστο μέλλον. Η υλοποίηση του μίνιμουμ προγράμματος ήταν απαραίτητη για να ανοίξει ο δρόμος για το μάξιμουμ πρόγραμμα. Στην πράξη, όλη η δραστηριότητα της σοσιαλδημοκρατίας περιοριζόταν στην πάλη για μεταρρυθμίσεις στο έδαφος του καπιταλισμού και το πολύ πολύ η λέξη σοσιαλισμός χρησιμοποιούνταν μονάχα για τις γιορτινές αγορεύσεις.

Ο διαχωρισμός αυτός και η πολιτική παράδοση της σοσιαλδημοκρατίας δέχτηκε κριτική από τον Λένιν στο ΙΙ Συνέδριο της ΚΔ και αυτή ήταν μια από τις μεγάλες του θεωρητικές συμβολές στη διαμόρφωση του κομμουνιστικού κινήματος. Στις «Θέσεις» που γράφτηκαν από τον ίδιο αναφέρει : «Χάρη ...στην αδιάκοπη επέκταση του επιπέδου της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ο καπιταλισμός εδραιώθηκε πάρα πολύ ... Από αυτό προέρχονται η προσαρμογή της κοινοβουλευτικής τακτικής των σοσιαλιστικών κομμάτων προς τη νομοθετική δράση των αστικών κοινοβουλίων, η διαρκώς αυξανόμενη σημασία του αγώνα για την εισαγωγή μεταρρυθμίσεων μέσα στο περιθώριο του καπιταλισμού, η επικράτηση του λεγόμενου «μίνιμουμ» προγράμματος των σοσιαλιστικών κομμάτων και η χρησιμοποίηση ενός «μάξιμουμ» προγράμματος που απέβλεπε σε έναν απομακρυσμένο «τελικό σκοπό». Πάνω σε αυτήν τη βάση αναπτύχθηκαν έπειτα τα συμπτώματα του κοινοβουλευτικού ανταγωνισμού, της διαφθοράς, της φανερής ή κρυφής προδοσίας των πιο στοιχειωδών συμφερόντων της εργατικής τάξης».1

Διαχωρισμός σε «μίνιμουμ» και «μάξιμουμ» πρόγραμμα και κοινοβουλευτικός κρετινισμός πάνε χέρι - χέρι.

Τέλος, είναι σημαντική η αναφορά στις συνθήκες επαναστατικής κατάστασης που η διαμόρφωσή τους συνδέεται με την οικονομική κρίση και την εμπλοκή σε πόλεμο. Πρόκειται για μια σημαντική παράλειψη προηγούμενων προγραμματικών επεξεργασιών που τώρα με το σχέδιο προγράμματος αντιμετωπίζεται.

Η αναφορά αυτή πέρα από το ότι συμβάλλει στην προετοιμασία του Κόμματος για ανάλογες συνθήκες, κάνει ακόμα πιο ξεκάθαρο ότι δεν υπάρχει κοινοβουλευτικός ειρηνικός δρόμος για το σοσιαλισμό αλλά το πέρασμα θα γίνει με την επανάσταση και την εξέγερση.

1. Η Κομμουνιστική διεθνής, σελ. 110, ΣΕ


Τραβασάρος Τάσος
ΚΟΒ Κόκκινου Μύλου-Αγίας Αννας

«Κλειδί» ισχυροποίησης του Κόμματος η άμεση αντιμετώπιση των αδυναμιών

Οι Θέσεις της ΚΕ για το 19 Συνέδριο αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο τις εξελίξεις τόσο στο επίπεδο της οικονομίας όσο και στη διεθνή ιμπεριαλιστική πυραμίδα, τη θέση της Ελλάδας σ' αυτή και στην Ευρωζώνη. Βαθαίνουν στα στρατηγικά καθήκοντα του Κόμματος τόσο κατά την περίοδο που δεν έχει διαμορφωθεί επαναστατική κατάσταση όσο και στην περίοδο που προκύψει. Τα άμεσα καθήκοντα, το σχέδιο Προγράμματος και το Καταστατικό διαπνέονται από μια ενιαία λογική προκειμένου το Κόμμα να γίνει ισχυρό και ικανό για να δρομολογήσει τις εξελίξεις προς όφελος της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.

Να αντιμετωπιστεί η βάρβαρη ολομέτωπη επίθεση που φέρνει τη ζωή του λαού χρόνια πίσω και να ανοίξει ο δρόμος για την κοινωνικοπολιτική απελευθέρωσή του, για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό που είναι επίκαιρος και αναγκαίος. Βήματα δημιουργικής επεξεργασίας της κοσμοθεωρίας μας, του μαρξισμού - λενινισμού, αποτελούν οι θέσεις που αφορούν το ζήτημα της λαϊκής συμμαχίας, της στάσης μας απέναντι στο ξέσπασμα ιμπεριαλιστικού πολέμου, τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, οι προτεινόμενες αλλαγές στο Καταστατικό.

Ομως για να γίνουν αυτές οι σωστές θέσεις υλική δύναμη απαιτείται να γίνουν και κτήμα των ΚΟΒ, υπόθεση όλων των μελών, υπόθεση των λαϊκών μαζών και εδώ έχουμε πολλή δουλειά να κάνουμε αφού υπάρχουν αρκετές υποκειμενικές αδυναμίες που πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε.

Μία από αυτές είναι η αναπαραγωγή ενός μηχανιστικού τρόπου προώθησης της στρατηγικής μέσα από την καθοδηγητική δουλειά (θέση 49). Η αδυναμία αυτή έχει ως αποτέλεσμα οι ΚΟΒ να μη δουλεύουν με συγκεκριμένο και επεξεργασμένο σχέδιο δουλειάς, το περιεχόμενο των συνεδριάσεων να μην έχει ζωντάνια, να μη γίνεται δημιουργική εξειδίκευση των γενικών θέσεων, να μην αναπτύσσονται πρωτοβουλίες. Κυριαρχεί η γενικολογία, η καθηκοντολογία, ο πρακτικισμός. Είναι αντανάκλαση των αδυναμιών που έχουν τα καθοδηγητικά όργανα και τα στελέχη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει σε ορισμένες περιπτώσεις και ευθύνη των ΚΟΒ.

Αναφέρω κυρίως ότι είναι ζήτημα καθοδηγητικό γιατί αν ο καθοδηγητής δεν έχει αφομοιώσει τη γενική πολιτική του Κόμματος, δεν παρακολουθεί τις γενικότερες εξελίξεις αλλά και τις εξελίξεις του χώρου ευθύνης της ΚΟΒ καθώς επίσης και πώς δρα ο αντίπαλος, πώς θα μπορέσει μαζί με την ΚΟΒ να βάλει συγκεκριμένους στόχους και σχέδιο δράσης;

Η μη αφομοίωση της γενικής πολιτικής του Κόμματος έχει ως αποτέλεσμα είτε να μιλάμε ξερά για λαϊκή εξουσία - οικονομία χωρίς να συνδυάζουμε την εμπειρία που έχουν οι ίδιοι εργαζόμενοι με τη δράση των μονοπωλίων στο συγκεκριμένο κλάδο, την εφαρμογή της πολιτικής της ΕΕ, με το τι καθήκοντα απορρέουν από αυτή την κατάσταση. Χωρίς να γίνεται δημιουργική προσαρμογή και εξειδίκευση των γενικών θέσεών μας.

Μια τέτοια προσέγγιση όχι μόνο δε βοηθάει στην προβολή της πολιτικής του Κόμματος αλλά την παραποιεί, την καταστρέφει. Είτε στο όνομα αντιμετώπισης άμεσων πιεστικών προβλημάτων, π.χ. αύξηση δημοτικών τελών, να προτείνουμε ένα πολιτικό πλαίσιο όπως «κατάργηση των μνημονιακών νόμων και πολιτικών που οδηγούν τους δήμους σε οικονομική εξαθλίωση και το λαό σε επιπλέον αφαίμαξη και διαρκή υποβάθμιση της ζωής μας», για να υπάρξει μεγαλύτερη συσπείρωση, ή να φτάνουμε στο σημείο να συμμετέχουμε σε επιτροπή αγώνα μαζί με κοινωνικούς αντιπάλους, όπως η Ενωση Ξενοδόχων.

Επίσης, υπάρχει και το φαινόμενο της μη κατανόησης του ρόλου της ΚΟΒ ή, το χειρότερο, της υποτίμησης του ρόλου της ΚΟΒ. Ετσι υπήρξαν περιπτώσεις που αναπτύχθηκαν αγώνες και η ΚΟΒ που έχει την ευθύνη του χώρου να μη συνεδριάζει για να εξετάσει πώς θα δράσει για να ανέβει ένα βήμα πάνω η συνείδηση και η πολιτική πείρα των εργαζομένων με βάση τα αντικειμενικά ταξικά συμφέροντά τους, ώστε να αποδεσμεύονται από την επιρροή των αστικών κομμάτων, τον εργοδοτικό - κυβερνητικό συνδικαλισμό κ.λπ

Αλλο παράδειγμα αποτελεί το πώς σχεδιάζεται και υλοποιείται μια παρέμβαση για ένα ζήτημα που αφορά όχι μόνο τους άμεσα εμπλεκόμενους αλλά πολύ περισσότερους, όπως ήταν το ξεπούλημα της γαλακτοβιομηχανίας «ΔΩΔΩΝΗΣ». Βγήκε επεξεργασμένη ανακοίνωση που έβαζε ολοκληρωμένα το ζήτημα, σχεδιάστηκε η παρέμβασή μας με περιοδείες, συσκέψεις, συνεντεύξεις κ.λπ. Φτάνει όμως μόνο αυτό; Οχι. Επρεπε στις ΚΟΒ να ανοιχτεί συζήτηση για τις εξελίξεις στο συγκεκριμένο κλάδο (Γάλα - τρόφιμα - ποτά), για τις επιπτώσεις που θα έχει στους εργαζόμενους αλλά και στους κτηνοτρόφους, για τη θέση και την τακτική των άλλων δυνάμεων καθώς επίσης για το ζήτημα το διατροφικό που αφορά κάθε εργατική - λαϊκή οικογένεια.

Να συνδυαστούν τα πρακτικά ζητήματα, όπως η συμμετοχή στην τάδε κινητοποίηση, το μοίρασμα ανακοινώσεων κ.λπ. με το πολιτικό περιεχόμενο της δράσης, με την οργάνωση και τη μετατόπιση δυνάμεων. Υποχωρήσαμε μπροστά στις δυσκολίες που έβαζε ο αρνητικός συσχετισμός δυνάμεων τόσο στο σωματείο των εργαζομένων όσο και στους κτηνοτρόφους. Δεν αντιμετωπίστηκε ως κρίκος που θα μπορούσαμε να προωθήσουμε την ιδέα της λαϊκής συμμαχίας αποκαλύπτοντας τη δημαγωγία και τα αδιέξοδα τόσο των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ όσο και των δυνάμεων του οπορτουνισμού (ΝΑΡ - ΣΥΡΙΖΑ).

Αποκτούν ιδιαίτερη σημασία επομένως τα εξής ζητήματα:

  • Η ιδεολογική δουλειά να αξιολογηθεί ως απαραίτητο και αναγκαίο στοιχείο της καθοδηγητικής βοήθειας προς τις ΚΟΒ. Δεν μπορεί ένας καθοδηγητής να βοηθήσει τη δράση μιας ΚΟΒ όταν δε διαβάζει τουλάχιστον καθημερινά «Ριζοσπάστη» και ΚΟΜΕΠ, όταν δεν έχει ένα ελάχιστο επίπεδο γνώσεων της κοσμοθεωρίας μας. Η παρακολούθηση των κομματικών σχολών από όλα τα στελέχη αποτελεί μια σημαντική βοήθεια. Αλλος όρος για τη βοήθεια των στελεχών είναι να γίνεται ιδεολογικοπολιτική συζήτηση σε όλα τα καθοδηγητικά όργανα μέχρι Γρ. ΚΟΒ, να γίνονται βήματα αφομοίωσης της πολιτικής μας.
  • Η ανάδειξη της ΚΟΒ ως βασικού ζωντανού κυττάρου του Κόμματος, που σημαίνει ότι οι ΚΟΒ πρέπει να συζητούν τι πείρα βγαίνει από τη δράση που αναπτύσσουν, πώς προχωράει η πολιτική μας, τι δυσκολίες συναντάμε και με βάση τη στρατηγική μας να καταστρώνουν το σχέδιο δράσης τους. Να δένεται το σχέδιο δράσης με το πολιτικό περιεχόμενο της δράσης, τον προσανατολισμό της πάλης, την οργάνωση και μετατόπιση δυνάμεων.
  • Η σταθερή και ουσιαστική ιδεολογικοπολιτική στήριξη όλων των κομματικών μελών που είναι εκλεγμένα σε σωματεία και άλλους μαζικούς φορείς ώστε να μπορούν να προβάλλουν αποτελεσματικά τις θέσεις του Κόμματος παίρνοντας υπόψη και την ιδιαιτερότητα του χώρου που δρουν.
  • Η εξειδίκευση του προγράμματος της ιδεολογικής δουλειάς με βάση τα ιδεολογικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η ΚΟΒ στο χώρο ευθύνης της.
  • Η ενίσχυση των ιδεολογικοπολιτικών δεσμών με τους οπαδούς, φίλους, ψηφοφόρους με στόχο την ένταξη και τη στήριξη της δράσης του Κόμματος.

Δημήτρης Πιτσιάβας
Γρ. Περιοχής Β/Δ Ελλάδας

Το επαναστατικό πρόγραμμα απαιτεί και επαναστατική δράση σήμερα

Οι Θέσεις θέτουν δύο κεντρικά ερωτήματα:

α) Είναι το πρόγραμμα του ΚΚΕ επιστημονικά θεμελιωμένο; Εκσυγχρονίζει - εμπλουτίζει το μαρξισμό - λενινισμό στις σημερινές συνθήκες εξέλιξης της βάσης και του εποικοδομήματος;

β) Πώς πρέπει να είναι συγκροτημένο πολιτικά και οργανωτικά το μαρξιστικό - λενινιστικό κόμμα νέου τύπου;

Ο Λένιν στο «Τι να κάνουμε» λέει: «Πρέπει να καταπιαστούμε δραστήρια με την πολιτική διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης, με την ανάπτυξη της πολιτικής της συνείδησης. (...) Προβάλλει το ερώτημα, σε τι λοιπόν πρέπει να συνίσταται η πολιτική διαπαιδαγώγηση;» και λίγο παρακάτω εξαπολύει επίθεση στους οπορτουνιστές που λένε: «Τώρα οι σοσιαλδημοκράτες έχουν καθήκον να προσδώσουν (...) πολιτικό χαρακτήρα στην ίδια την οικονομική πάλη (...) Η οικονομική πάλη είναι το πιο πλατύ μέσο για να τραβηχτούν οι μάζες σε δραστήρια πολιτική πάλη». «Πίσω από αυτή την πομπώδη φράση, απαντάει ο Λένιν, κρύβεται στην ουσία ο πατροπαράδοτος πόθος να υποβιβαστεί η σοσιαλδημοκρατική πολιτική στο επίπεδο της τρεϊντ-γιουνιονίστικης πολιτικής»

Το παραπάνω θέμα που μπορούμε να το ονομάσουμε ως «Πολιτικοποίηση του αγώνα της εργατικής τάξης» είναι καθοριστικό στοιχείο που απασχολεί τις Θέσεις της ΚΕ, κυρίως στη θέση για τη «Λαϊκή Συμμαχία». Χρειάζεται μελέτη, εμβάθυνση και επεξεργασία στο συγκεκριμένο ζήτημα από όλο το Κόμμα. Γιατί είναι ουσιαστικά η μέθοδος εξειδίκευσης και υλοποίησης της ιστορικής αποστολής της εργατικής τάξης ξεκινώντας από το πρόγραμμα του Κόμματος για να φτάσει στην «πολιτική διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης».

Τι σημαίνει, όμως, εμβάθυνση; Σημαίνει ότι ο πολιτικός αγώνας, δηλαδή η πάλη για το ζήτημα της εξουσίας, δεν αφορά και δεν περιορίζεται στενά στα οικονομικά - συνδικαλιστικά ακόμα και τα προβλήματα επιβίωσης της πλατιάς μάζας του λαού. Περιλαμβάνει κάθε πτυχή της ζωής των παραγωγών του πλούτου για να τη συνδέσει σαν κρίκο με το ζήτημα της εξουσίας. Επικεντρώνεται στην ίδια την εκμετάλλευση και όχι στον τρόπο εκμετάλλευσης, αν αυτός πραγματοποιείται με δυσμενέστερους ή ευνοϊκότερους όρους. Αλλωστε, η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού δεν απορρέει από τη μείωση των μισθών ή τη χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης μάζας του λαού, αλλά από το ιμπεριαλιστικό στάδιο και τη βασική αντίθεση του καπιταλισμού. Γι' αυτό ο Λένιν έγραφε: «Η επαναστατική σοσιαλδημοκρατία περιλάβαινε και περιλαβαίνει πάντα στη δράση της την πάλη για μεταρρυθμίσεις. Χρησιμοποιεί όμως την "οικονομική" ζύμωση όχι μόνο για να ζητάει από τη κυβέρνηση να παρθούν διάφορα μέτρα, αλλά επίσης (και κατά πρώτο λόγο) για να ζητάει από αυτήν να πάψει να είναι κυβέρνηση απολυταρχική». Με άλλα λόγια, ο επαναστάτης εργάτης δεν αρκεί να αντιδρά στους όρους εκμετάλλευσης όπως στη μείωση του μισθού, στη φορολογία, στην κατάργηση της συλλογικής σύμβασης κλπ., αλλά πρέπει να αγωνίζεται για την κατάργηση της ίδιας της μισθωτής εργασίας. Σε διαφορετική περίπτωση, συνεχίζει ο Λένιν, «ανασταίνει με διαφορετική μορφή τη θεωρία των σταδίων, προσπαθώντας να υπαγορεύσει στον πολιτικό αγώνα έναν οπωσδήποτε οικονομικό, ας πούμε, δρόμο ανάπτυξης».

Η λαϊκή συμμαχία θα υπάρξει μόνο και αφού η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της διαπαιδαγωγηθούν πολιτικά πλήρως; Αντίθετα, θα ριζώνει και θα διαμορφώνεται αργά και βασανιστικά πάνω σε αυτήν την αντίληψη. 'Η όπως διατυπώνεται στη Θέση 63 της ΚΕ: «εξελίσσεται ανοδικά ως διαδικασία ωρίμανσης της πολιτικής συνείδησης, της οργάνωσης». Είναι αυτή η δράση επαναστατική χωρίς να έχουν διαμορφωθεί συνθήκες επαναστατικής κατάστασης; Είναι αυτή η τακτική η απαραίτητη προετοιμασία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, ανεξάρτητα από στιγμές και πισωγυρίσματα της ταξικής πάλης; Είναι, και μάλιστα η μόνη. Αρα «Πολιτικοποίηση του αγώνα της εργατικής τάξης» σημαίνει να υιοθετούνται από τα κάτω συνθήματα και στόχοι ανατροπής που δεν εντάσσονται στο υπάρχον σύστημα ούτε σήμερα ούτε σε άλλη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού ως νέα μείγματα διαχείρισης της εξουσίας και της ιδιοκτησίας του. Για παράδειγμα, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι χρησιμοποίησαν τον α' Παγκόσμιο Πόλεμο ως κρίκο. Δεν ζητούσαν απλά να βγει η Ρωσία από αυτόν, αλλά αντιπάλευαν ότι όσο υπάρχει καπιταλισμός οι πόλεμοι και η ειρήνη θα πέφτουν στα κεφάλια των εργατών και των φτωχών αγροτών, για τα συμφέροντα των καπιταλιστών και των φεουδαρχών. Η Λαϊκή Συμμαχία δεν παλεύει για να βγει η Ελλάδα από την κρίση, αλλά από το καπιταλιστικό σύστημα που όσο υπάρχει θα φέρνει κρίσεις με φτώχεια, εξαθλίωση και πολέμους.

Ας ξετυλίξουμε το νήμα από ένα άλλο σημείο. Στο «Κεφάλαιο» ο Μαρξ γράφει: «Το μυστηριώδες της εμπορευματικής μορφής συνίσταται λοιπόν απλούστατα στο ότι αντανακλά στους ανθρώπους τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της δουλειάς τους σαν υλικά χαρακτηριστικά των προϊόντων της εργασίας, σαν φυσικές κοινωνικές ιδιότητες αυτών των πραγμάτων, και γι' αυτό η κοινωνική σχέση των παραγωγών με τη συνολική εργασία φαίνεται σ' αυτούς σαν μια κοινωνική σχέση αντικειμένων που υπάρχει έξω απ' αυτούς». Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μη διακρίνονται αυθόρμητα οι πραγματικές κοινωνικές σχέσεις. Με αυτόν το «μυστηριώδη» τρόπο, στον καπιταλισμό η εργατική τάξη διαμορφώνει αυθόρμητα αστική συνείδηση. Το παραπάνω παράδειγμα του εργάτη, η σχέση του με το ύψος του μισθού και την ίδια τη μισθωτή εργασία επιβεβαιώνεται και εδώ. Λανθασμένες αντιλήψεις όπως η προοδευτική ανταγωνιστικότητα, το «κοινωνικό» κράτος, η επιλογή ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου ως εναλλακτική λύση, η ταύτιση κυβέρνησης και εξουσίας και άρα οι εκλογικές αυταπάτες, είναι μερικά από τα τόσα παραδείγματα που επιβεβαιώνουν ότι όσο ζει το καπιταλιστικό σύστημα οι παραπάνω αντιλήψεις θα είναι κυρίαρχες. Για να κλονιστεί, ενώ φαίνεται αιώνιο και πανίσχυρο, δεν αρκεί «το κίνημα για το κίνημα». Το κύριο είναι πώς αντιπαλεύεις θεμελιώδεις αρχές της λειτουργίας του καπιταλισμού, αν παλεύεις για την «αλλαγή» ή την ανατροπή, για τη μεταρρύθμιση ή την επανάσταση.

Η δράση με τους παραπάνω όρους κατοχυρώνουν ώστε «Η δράση του ΚΚΕ σε μη επαναστατική κατάσταση (να) συμβάλλει αποφασιστικά στην προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα για επαναστατικές συνθήκες, για την πραγματοποίηση των στρατηγικών καθηκόντων του» (Θέση 75). Δυσκολεύει περισσότερο, όμως, γιατί τα άμεσα αποτελέσματα, που συνήθως υπόσχονται οι οπορτουνιστές, πάντα έλκουν σε μεγαλύτερο βαθμό τον αγώνα ή την απογοήτευση του λαού. Ποια είναι η απάντηση; Παραφράζοντας λίγο τον Λένιν, «η εργατική μάζα είναι ικανή να υποστηρίζει ενεργά κάθε διαμαρτυρία ενάντια στην απολυταρχία, ακόμα και όταν η διαμαρτυρία αυτή δεν της υπόσχεται απολύτως κανένα χειροπιαστό αποτέλεσμα!». Μόνο μέσα από αυτή τη γεμάτη καμπές, στροφές και εναλλαγές διαδικασία μπορούμε να φτάσουμε στην ιστορική στιγμή που «Κάποτε μερικοί μήνες επανάστασης διαπαιδαγωγούν πιο γοργά και πιο πλέρια τους πολίτες, απ' ό,τι δεκαετίες πολιτικής στασιμότητας».


Εκτορας Γάζος
ΚΟΒ Παιονίας Κιλκίς

Για το Καταστατικό

Ισχυρό ΚΚΕ, ισχυρό οργανωμένο κόμμα της εργατικής τάξης, ατσαλωμένο και αποφασισμένο σε όλες τις φάσεις της ταξικής πάλης.

Απόψεις περί νομιμοποίησης διαφορετικών απόψεων... θέλουν τα στάδια και συμμετοχή σε «αριστερές» κυβερνήσεις του ταξικού αντίπαλου. Νομιμοποίηση τάσεων, κάνουν αστικά και οπορτουνιστικά κόμματα, γιατί σ' αυτά εκφράζονται τμήματα της αστικής τάξης.

Η εργατική τάξη δεν έχει αντιτιθέμενα συμφέροντα. Χρειάζεται πειθαρχία στην ταξική πάλη για να νικήσει. Το ΚΚΕ μπορεί να το πετύχει αυτό με τη στρατηγική του και το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό, δηλαδή τη δημοκρατία της πλειοψηφίας ανάμεσα σε ανθρώπους που έχουν ίδια ιδεολογία και στρατηγική.

Ας φανταστεί κάποιος: Η πλειοψηφία να θέλει απεργία - η μειοψηφία όχι, οι πολλοί απεργοί - οι λίγοι απεργοσπάστες, ή στην επαναστατική κατάσταση η πλειοψηφία θέλει «ναι τώρα» - η μειοψηφία «όχι αύριο» με τους μεν να επαναστατούν και τη μειοψηφία να υπονομεύει... Αλλά ο οπορτουνισμός έτσι λειτουργεί: Οταν δεν έχει την πλειοψηφία θέλει τάσεις, όταν την έχει, θέλει συγκεντρωτισμό δίχως δημοκρατικό σκέλος.

Αλήθεια, τι παθαίνουν τα στελέχη μετά από 8 χρόνια σε ένα όργανο; Διαφωνώ με απόψεις «αλλαγής στελεχών στα όργανα, ανά θητείες», τα μέλη του ΚΚΕ εκλέγουν επαναστάτες και όχι αστούς.


Αλέκα Γιάννουση
Τμήμα Προπαγάνδας της ΚΕ - ΚΟΒ Καματερού



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ