ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 29 Μάρτη 2013
Σελ. /56
Τι έχει συμβεί λοιπόν;

Η πρωτοπορία της εργατικής τάξης, το κόμμα, γνωρίζει ότι η μόνη λύση για τα προβλήματα είναι η συνολική ρήξη με το κεφάλαιο, η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Και σίγουρα, δεν πρέπει να κάνει πίσω από αυτό. Ομως, η πλειοψηφία της εργατικής τάξης, οι εργαζόμενες μάζες, δεν το αντιλαμβάνονται αυτό σήμερα όσο και αν θίγονται τα δικαιώματά τους, όσο και αν έχουν απότομα χειροτερέψει οι συνθήκες της ζωής τους. Το ζήτημα λοιπόν που τίθεται είναι τι τακτική πρέπει να ακολουθήσει το κόμμα ώστε να μπορέσει να τους τραβήξει μαζί του, να μπορέσει να καθοδηγήσει την εργατική τάξη όταν έρθει η επαναστατική κατάσταση για τη σοσιαλιστική επανάσταση και οικοδόμηση.

Σήμερα, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, το κόμμα είναι ανίκανο να συνδεθεί με τις μάζες, να τις πάρει μαζί του στην οικονομική πάλη, να τις βοηθήσει μέσα από την πρακτική πείρα τους να καταλάβουν ότι η μόνη λύση είναι ο σοσιαλισμός. Αντίθετα, το κόμμα κυρίως προσπαθεί μέσω της ζύμωσης να πείσει την εργατική τάξη για την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού και μάλιστα φτάνει σε σημείο πολλές φορές να αρνείται την ίδια την οικονομική πάλη. Με πρόσχημα την οικονομική κρίση, αξιοποιώντας στην ουσία το επιχείρημα των αστών «τα μέτρα παίρνονται λόγω της οικονομικής κρίσης» από την ανάποδη «το σύστημα δεν έχει να σου δώσει», σε συνδυασμό με την «ειλικρίνεια και καθαρότητα» του Κόμματος, οι όποιοι αγώνες αναπτύσσονται έχουν συμβολικό χαρακτήρα μιας και το κόμμα προεξοφλεί την ήττα τους. Τα μνημόνια περνάνε το ένα μετά το άλλο και το πολύ πολύ να οργανωθεί απεργία την μέρα ψήφισης τους. Παλιότερα το κόμμα πάλευε πλατιά το αίτημα 1400ευρώ βασικό μισθό ενώ ήξερε ότι αυτό το αίτημα δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί στα πλαίσια του καπιταλισμού. Ελεγε ψέματα στον κόσμο, τον κορόιδευε; 'Η έκανε αυτό που και ο Λένιν πρόσταζε, μέσα από το πρόβλημα τους, έβαζε τις μάζες στην ταξική πάλη και μέσα από την πρακτική πείρα τους οι ίδιοι έβγαζαν το συμπέρασμα για ολική ρήξη; Γιατί τότε το κόμμα δεν έλεγε «Μισθό στο ύψος των πραγματικών σου αναγκών δεν πρόκειται να πάρεις στον καπιταλισμό, έλα μαζί μου για την ανατροπή του, για τη λαϊκή εξουσία»; Το σύνθημα «1.400 ευρώ βασικό μισθό κόντρα στη συναίνεση και στο συμβιβασμό» αντικαταστάθηκε από το «Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά, εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά» ζητώντας από τις καθυστερημένες μάζες να κάνουν το άλμα στη συνείδησή τους για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας. Η οργάνωση της πάλης για τα άμεσα προβλήματα των εργαζομένων γίνεται αποσπασματικά. Είτε οργανώνεται μια κινητοποίηση η οποία δεν έχει συνέχεια είτε ακόμα χειρότερα αν ο κόσμος δεν ανταποκριθεί αμέσως δεν οργανώνεται ή δεν πραγματοποιείται ποτέ, αφήνοντας έτσι εργοδότες και κεφάλαιο να περνάνε και να υλοποιούνε ανενόχλητοι ό,τι μέτρα θέλουν. Και όταν όμως ο κόσμος κατέβηκε στους δρόμους, στην «πλατεία», το ΚΚΕ από την αρχή προεξόφλησε την ήττα τους διότι «Τέρμα πια στις αυταπάτες, στους χώρους της δουλειάς δίνονται οι μάχες», και χειρότερα εμφανίζονταν ως ο φωστήρας που μόνο αυτός ξέρει ότι «Καμία θυσία δεν έχει αξία, αν δεν είναι αγώνας για άλλη εξουσία» αδιαφορώντας πλήρως για το ότι οι μάζες δεν μπορούσαν να το κατανοήσουν αυτό. Ετσι, αντί το κόμμα να προσπαθήσει να βάλει τη λογική του στο όποιο κίνημα αναπτύχθηκε για να προσπαθήσει να φέρει πιο «μπροστά» τις μάζες, διαχωρίστηκε πλήρως από αυτό απαξιώνοντας μάλιστα όλους όσους το αποτελούσαν και παραδίνοντάς το στις άλλες δυνάμεις. Πώς ο κόσμος θα ακολουθήσει το Κόμμα στην επαναστατική κατάσταση όταν σήμερα νιώθει ότι του έχει γυρίσει την πλάτη; Γράφει ο Λένιν για τη συσπείρωση των μαζών1: «...γιατί χωρίς μια αλλαγή στις αντιλήψεις της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης η επανάσταση είναι ανέφικτη και η αλλαγή αυτή δημιουργείται από την πολιτική πείρα των μαζών και ποτέ με την προπαγάνδα και μόνο». Στο προς ψήφιση πρόγραμμα δεν περιγράφεται πώς θα γίνει αυτή η αλλαγή, πώς η εργατική τάξη θα πειστεί για την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού για να ακολουθήσει το κόμμα στην επανάσταση και στη σοσιαλιστική οικοδόμηση σε αντίθεση με το ισχύον πρόγραμμα που έβαζε αναλυτικά τους άξονες γύρω από τους οποίους γινόταν η συσπείρωση των μαζών.

Το κόμμα είναι πίσω από τις ανάγκες της εποχής και αυτό είναι κάτι το οποίο ακούγεται και από ανθρώπους που ήταν όλη τους τη ζωή με το ΚΚΕ, δίπλα του στους αγώνες. Τι πρέπει να γίνει για να χαρακτηριστεί μια τακτική λάθος; Το άσχημο εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί έναν ποσοτικό δείκτη αλλά δεν είναι καθοριστικός. Τα αποτελέσματα των εκλογών των σωματείων ή των φοιτητικών συλλόγων επίσης. Είναι γεγονός και πρέπει να εξεταστεί από την ΚΕ αν οι πιστοί οπαδοί που ακόμα ακολουθούν το κόμμα είτε εκλογικά είτε στο κίνημα συμφωνούν και εμπιστεύονται το κόμμα στο ότι η τακτική του εξυπηρετεί το στρατηγικό του στόχο ή συμπορεύονται λόγω ανυπαρξίας καλύτερης λύσης. Μπορεί η οικονομική κρίση από μόνη της να δικαιολογήσει την αρνητική πορεία του κόμματος; Σε τέτοιες συνθήκες ο κόσμος ή ριζοσπαστικοποιείται ή συντηρητικοποιείται και είναι η δράση του Κόμματος που παίζει καθοριστικό ρόλο για το ποια κατεύθυνση θα ακολουθήσει. Εν πάση περιπτώσει, ποιοι δείκτες επιβεβαιώνουν την τακτική που ακολουθείται σήμερα ως σωστή; Στις θέσεις πάντως υπάρχουν αόριστα στοιχεία για αυτό όπως στη θέση 24 «Εχει καταξιωθεί σε σημαντικό μέρος των εργαζομένων ο εργατικός συνδικαλιστικός πόλος του ΠΑΜΕ, οι αντιμονοπωλιακές συσπειρώσεις της ΠΑΣΥ και της ΠΑΣΕΒΕ, οι ριζοσπαστικοί πόλοι του ΜΑΣ και της ΟΓΕ στο ριζοσπαστικό φοιτητικό και γυναικείο κίνημα αντίστοιχα» χωρίς κανέναν δείκτη που να το επιβεβαιώνει. Και δυστυχώς το προς ψήφιση πρόγραμμα δεν πρόκειται για κάτι νέο, που θα βοηθήσει το κόμμα να εκπληρώσει τον ιστορικό του ρόλο. Είναι αυτή ακριβώς η τακτική που εφαρμόζεται από το 2009, από την αρχή εκδήλωσης της κρίσης που έχει φτάσει το κόμμα σε αυτή την κατάσταση.

Το κόμμα δε χρειάζεται «να ρίξει νερό στο κρασί του» ή να πάει πίσω από τον στρατηγικό του στόχο προκειμένου να έχει μια ευρύτερη αποδοχή από τις μάζες (όχι μόνο στις εκλογικές μάχες). Τόσα χρόνια, πριν την εφαρμογή του νέου προγράμματος, το ΚΚΕ είχε σταθερό μέτωπο απέναντι στον οπορτουνισμό (δεξιό-ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και αριστερό-ΝΑΡ, ΚΚΕ Μ-Λ κλπ.), δε διαπραγματευόταν το στρατηγικό του στόχο (ήταν και είναι ο σοσιαλισμός), ούτε έκανε κάποιον συμβιβασμό που πρόδωσε την εργατική τάξη και όμως κατάφερε και ανασυγκροτήθηκε, μαζικοποιήθηκε και ατσαλώθηκε παρά την προσωρινή ήττα του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Και αυτό έγινε με την εφαρμογή του ισχύοντος προγράμματος. Δε γίνεται πουθενά λόγος στις θέσεις γιατί χρειάζεται η τόσο ριζική αλλαγή του. Τι έχει συμβεί λοιπόν;

Παραπομπές

1. Λένιν Β.Ι. (1976). «Ο "αριστερισμός", παιδική αρρώστια του κομμουνισμού». Αθήνα: «Σύγχρονη Εποχή».


Εύη Νικητάκη
Νίκαια

Μερικές σκέψεις

Για το σχεδιασμό μας στο χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης όλων των βαθμίδων αλλά και γενικότερα στον Κεντρικό Σχεδιασμό για τον τομέα των Τηλεπικοινωνιών/Νέων Τεχνολογιών θεωρώ ότι πρέπει να βοηθήσουμε ώστε οι μαθητές να απαγκιστρωθούν από το μονοπωλιακό λογισμικό και να στραφούν σε Ελεύθερο Λογισμικό / Λογισμικό Ανοιχτού Κώδικα ώστε η νέα βάρδια της εργατικής τάξης που θα αποφοιτήσει από το δημόσιο σχολείο να μην είναι δεσμευμένη ακόμη και σε αυτό τον τομέα από τα μονοπώλια και ταυτόχρονα να έχει μπολιαστεί με την ιδέα της συνεργατικότητας, κάτι φυσικά που είναι ζητούμενο σε όλη την εκπαιδευτική διαδικασία. Η πρόταση αυτή είναι βέβαια αποσπασματική, μπορεί όμως να ενσωματωθεί στην άποψή μας (θέσεις 85-86) για τον Κεντρικό Σχεδιασμό και την Παιδεία λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι οι νέες τεχνολογίες είναι -και θα συνεχίσουν να είναι- ένας πολύ σημαντικός και αναπτυσσόμενος τομέας της οικονομίας και χρησιμοποιούνται ως εργαλείο σε ολοένα και περισσότερα επαγγέλματα.

Νομίζω ότι πρέπει να ασχοληθούμε -ειδικά το ΚΜΕ και το Τμήμα Παιδείας της ΚΕ- με τον τρόπο ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών ως εποπτικού μέσου αλλά και ως «μέσου», αντίστοιχου με τη γλώσσα στην πολιτιστικο-ιστορική θεωρία του Βιγκότσκι ή τη θεωρία δραστηριότητας του Λεοντίεφ, στο δημόσιο σχολείο με βάση τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία. Επίσης, πρέπει να ασχοληθούμε με τη εισαγωγή της Πληροφορικής ως μάθημα στο σχολείο και με βάση την εισαγωγή του στην ΕΣΣΔ από τον ακαδημαϊκό Αντρέι Πετρόβιτς Ερσόφ, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη όλες τις έρευνες για την αρνητική επίπτωση των νέων τεχνολογιών στη νευροφυσιολογία και την ψυχολογία των παιδιών. Οι ΤΠΕ βρίσκονται εδώ και χρόνια στη δημόσια εκπαίδευση ακολουθώντας τη θεωρία του κονστρουκτιβισμού ο οποίος προσπαθεί μέσα από τη «δημοκρατία» του να κρατήσει τους μαθητές όμηρους του καπιταλισμού, χωρίς σκέψη για αλλαγή του κόσμου. Σε αυτό το σημείο να τονίσω ότι πρέπει να μας γίνει συνείδηση ότι τα ζητήματα της Παιδείας δεν πρέπει να απασχολούν μόνο τους συντρόφους εκπαιδευτικούς ή γονείς αλλά όλα τα μέλη και τα στελέχη μας.

Για την αυτομόρφωση και την ιδεολογικοπολιτική ισχυροποίηση του Κόμματος θεωρώ ότι θα πρέπει να αξιοποιήσουμε τις νέες τεχνολογίες δημιουργώντας άμεσα θεματικό ευρετήριο για δημοσιεύσεις και φωτογραφίες στη σελίδα του «Ριζοσπάστη» με ταυτόχρονη αναβάθμιση της ιστοσελίδας του. Η λειτουργία της ιστοσελίδας του «902» ως δικτυακής πύλης (portal) καθώς και της ιστοσελίδας της ΚΟΜΕΠ βοήθησε στην καλύτερη επαφή συντρόφων και οπαδών με την επικαιρότητα και την ιδεολογία μας. Νομίζω πως πρέπει να μελετήσουμε τον τρόπο αξιοποίησης των κοινωνικών δικτύων (Facebook, Twitter, Google Plus) χωρίς αναβολές. Είναι δύσκολο θέμα στο οποίο πρέπει να κρατηθούν λεπτές ισορροπίες και χρειάζεται αυστηρό ιδεολογικό πλαίσιο για αποφυγή τυχόν παρεκκλίσεων. Μια πρώτη μου σκέψη είναι να δημιουργηθούν αρχικά λογαριασμοί από τις οργανώσεις σε επίπεδο περιοχής ή τομέα ώστε να μελετήσουμε καλύτερα τα οφέλη και τα προβλήματα που τυχόν θα προκύψουν. Μελλοντικά θα μπορούσαμε να δούμε και την ψηφιοποίηση όλων των εκδόσεων της «Σύγχρονης Εποχής». Για την καλύτερη βοήθεια της ΚΕ και των οργανώσεων θεωρώ ότι πρέπει να δημιουργηθεί βοηθητική επιτροπή στην ΚΕ για την Πληροφορική και τις Νέες Τεχνολογίες η οποία να ασχολείται με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών τόσο κεντρικά όσο και στις οργανώσεις και να μελετήσει την αποδέσμευση του Κόμματος από οποιοδήποτε μονοπωλιακό λογισμικό.


Νίκος Αντωνιάδης
ΝΕ Καστοριάς

Δύο προτάσεις

Οι θέσεις με βρίσκουν γενικά σύμφωνο. Εχω δύο προτάσεις για ισάριθμες αδυναμίες.

1. Στις πρώτες εκλογές σημειώθηκε πτώση στα μεγάλα αστικά κέντρα και άνοδος στην ύπαιθρο. Επίσης υπάρχει μια σχετική στασιμότητα των Λαϊκών Επιτροπών (Λ.ΕΠ.). Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το συνδυασμό της αναδιάταξης των κομματικών δυνάμεων και των συνθηκών κρίσης, ιδίως λόγω ανεργίας. Διότι, καλή η οργάνωση στον τόπο δουλειάς, αλλά δεν υπάρχουν πλέον και πολλοί τέτοιοι, και όσοι έχουν μείνει αποψιλώνονται. Η επιρροή μας αδυνατίζει μόλις κάποιος απολυθεί και εφόσον δεν υπάρχει μηχανισμός που να τον συνδέει με την εδαφική ΚΟΒ ή, ακόμα καλύτερα, τη Λ.ΕΠ. Ακόμα και χωρίς την ανεργία, οι επιρροές από το χώρο εργασίας δε συνδέονται με τον τόπο κατοικίας τους, ενώ η σύνδεση των ίδιων των μελών γίνεται ατομική τους υπόθεση.

Στην ύπαιθρο το πρόβλημα δεν εμφανίζεται με τόση ένταση γιατί α)οι εδαφικές παραμένουν ισχυρές, β) οι άνθρωποι γνωρίζονται και έτσι οι κομματικές επιρροές από το χώρο εργασίας δε χάνονται με την απόλυση, και γ) οι χώροι εργασίας και κατοικίας είναι πιο στενά δεμένοι. Προφανώς, ένα επαναστατικό μέτρο όπως η αναδιάταξη των κομματικών δυνάμεων δεν πρέπει να ανασταλεί, αλλά και το πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί με ειδικά μέτρα και ευελιξία. Διαφορετικά, είτε θα υπονομευτεί η αναδιάταξη δυνάμεων κάτω από την πίεση πολύ οξυμένων τοπικών προβλημάτων ή τα κομματικά μέλη θα παραμένουν στη γειτονιά ασύνδετα μεταξύ τους και χωρίς ουσιαστική παρέμβαση. Το οργανωτικό κενό οφείλεται και για τη μη μετάδοση σωστής εικόνας (Κουτσούμπας, Ρ. 10/2/13).

Σε άλλες συνθήκες, αυτά θα ήταν ζητήματα εμπέδωσης της νέας δομής, αλλά τώρα δεν επιτρέπεται η αναμονή. Προτείνω λοιπόν να σχεδιαστεί η στήριξη των κλαδικών ΚΟΒ προς τις Λ.ΕΠ., ώστε να αντιστοιχίζονται τόσο τα κομματικά μέλη των πρώτων, όσο και οι επιρροές τους, προς τον τόπο διαμονής. Αυτό πρέπει να γίνει σε επίπεδο καθοδήγησης της ΚΟΒ, ώστε να μην παραπέσει σαν καθήκον, αλλά και να μην υπονομεύει το σχεδιασμό της κλαδικής. Ενας καλός μπούσουλας είναι η χρήση της εμπειρίας από τις εκλογές όπου τα κομματικά μέλη κλαδικών συνδέονται με τη γειτονιά τους. Μία πρόταση είναι η εκλογή ενός επιπλέον μέλους Γραφείου στην κλαδική ΚΟΒ με αποκλειστική χρέωση την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων των Λ.ΕΠ. όπου ζουν τα μέλη της ΚΟΒ, η ενημέρωση και η καθοδήγηση των μελών ώστε να στηρίζουν και να αναπτύσσουν τη δράση αυτών των Λ.ΕΠ. Το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με τις επιρροές από το χώρο εργασίας, ειδικά υπό την απειλή ανεργίας ή ελαστικής απασχόλησης. Το πρόσθετο μέλος Γραφείου δεν είναι επιτακτικό για όλες τις ΚΟΒ, αλλά είναι για τις κλαδικές και ιδίως εκεί όπου η διάκριση τόπου εργασίας - κατοικίας είναι πιο έντονη (μεγάλες πόλεις).

Στα πλαίσια πολύ οξυμένων τοπικών προβλημάτων (π.χ. ιδιαίτερη ανάπτυξη της Χρυσής Αυγής, κρατική καταστολή) ίσως να επιβαλλόταν διευρυμένη συνέλευση εδαφικής ΚΟΒ, σαν κομματική ομάδα, με τα μέλη των κλαδικών.

Η σημασία των Λ.ΕΠ. γίνεται ακόμα μεγαλύτερη λόγω έντασης της ανεργίας. Στη θέση 24 (σ.18) προτείνω να συμπληρωθεί ο ρόλος τους και από το σκέλος συσπείρωσης και οργάνωσης των ανέργων.

2. Θεωρώ ότι η προπαγάνδα περί «μεταβατικού πολιτικού προγράμματος», η επιδίωξη για έξοδο από την ΕΕ ή την ευρωζώνη χωρίς λαϊκή εξουσία (Λ.ΕΞ.) και η πίεση για ενσωμάτωση του ΚΚΕ στην κατεύθυνση διαχείρισης της αστικής εξουσίας μας σύρει στο άλλο άκρο, στην άρνηση πρότασης διαχείρισης της νεαρής Λ.ΕΞ. Το πιο κοντινό σε αυτό είναι οι Θ. 81-91, που όμως αναφέρονται σε μεσοπρόθεσμο στάδιο σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» είναι ψευδεπίγραφο και επικίνδυνο όντας κάτω από την μπότα του αστού, αλλά γίνεται ουσιαστικό για το λαό αν έχει αυτός την εξουσία. Προφανώς, θα απορρίψει το ευρώ, αλλά αυτό δεν επαρκεί για τη φύση (όχι το όνομα) του χρήματος που θα προτείνουμε εμείς. Φαίνεται έμμεσα να απορρίπτεται το διπλό σύστημα, αλλά δε λύνεται το πρόβλημα των διεθνών πληρωμών. Πώς θα εισηγηθούμε στη Λ.ΕΞ. να παντρέψει άμεσα τις ατελείωτες άδειες κατοικίες με τους άστεγους-κακοστεγασμένους; Απαιτείται μελέτη επάρκειας βασικών ειδών με μέτρο τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και του θεσμικού πλαισίου ρύθμισης της παραγωγής και της κυκλοφορίας με σημερινά δεδομένα. Πλευρές του προγράμματος που μπορούν να λειτουργήσουν αρμονικά μεσοπρόθεσμα είναι αντιφατικές στην αρχή.

Μια πρώτη εκτίμηση είναι πως, αν το Κόμμα αποφασίσει να αξιοποιήσει τις επιστημονικές δυνάμεις που συσπειρώνονται γύρω του, η μελέτη που απαιτείται θα γίνει εύκολα και γρήγορα. Μια δεύτερη εκτίμηση από μελέτες που έχουν γίνει πρόσφατα είναι ότι τα αποτελέσματα μιας τέτοιας έρευνας θα είναι παραπάνω από ενθαρρυντικά.

Ενα βραχυπρόθεσμο πρόγραμμα Λ.ΕΞ. δε θα φέρει την επανάσταση από μόνο του, αλλά επιτυγχάνει πολλούς στόχους. Εξειδικεύει και στερεώνει το πρόγραμμα του Κόμματος. Ενδυναμώνει την επιχειρηματολογία των μελών και φίλων του κόμματος για το ρεαλιστικό της επιβίωσης της Λ.ΕΞ. στα πρώτα της βήματα. Απογυμνώνει περεταίρω τα επιχειρήματα των αστών περί ουτοπίας. Αφαιρεί το έδαφος κάτω από καλοπροαίρετους ανθρώπους που βρίσκουν σαν άλλοθι αυτήν την έλλειψη για να μη στρατευτούν στον αγώνα ανατροπής του καπιταλισμού. Ξεκαθαρίζει το τοπίο στις σχέσεις με τους μικροϊδιοκτήτες (γης, μέσων παραγωγής). Το ξεκαθάρισμα γίνεται προς όφελος της συμμαχίας μαζί τους, καθώς οι αστοί είναι αυτοί που αξιοποιούν το θολό τοπίο για να διαρρηγνύουν την κοινωνική συμμαχία. Συνδέει τα άμεσα αιτήματα με τις πρώτες κατακτήσεις της Λ.ΕΞ. Ανακαλύπτει το διεθνή και ειδικά ευρωενωσιακό καταμερισμό εργασίας της καπιταλιστικής Ελλάδας αναδεικνύοντας τα περιθώρια ελιγμών της νεαρής Λ.ΕΞ.

Επειδή το σχέδιο λείπει από το οπλοστάσιό μας, αναγκαζόμαστε να αυτοσχεδιάζουμε κάθε φορά που ανοίγονται αντίστοιχες συζητήσεις σαν αποτέλεσμα της δίψας του κόσμου να οραματιστεί πώς θα είναι τα πρώτα βήματα αυτού για το οποίο του προτείνουμε να παλέψει. Ο αυτοσχεδιασμός γίνεται στη βάση των Θ.81-91 και αντανακλά άλλοτε τον ενθουσιασμό και άλλοτε την πείρα των συντρόφων, αλλά δεν είναι θετικός.

Η πρόταση είναι να ενταχθεί η κατάρτιση σχεδίου διαχείρισης της νεαρής Λ.ΕΞ. στη θέση 68, μετά από τις προτάσεις 8,9 και σαν αποτέλεσμα της δουλειάς αυτών. Πρόκειται ουσιαστικά για μελέτη σειράς άμεσων διοικητικών μέτρων. Η μελέτη να γίνει σε πλήρως εθελοντική βάση, με σαφή επιστημονική δομή και περιεχόμενο. Να παραδοθεί στην ΚΕ η οποία θα αποφασίσει για την τελική, πολιτική επιμέλεια και αξιοποίησή της.

Με την αισιοδοξία ότι θα παραστούμε αξιοπρεπώς στην Μητέρα των Μαχών:

Ζήτω το 19ο Συνέδριο του Κόμματος!


Γιώργος Λαμπρινίδης
Αθήνα

Το τιμόνι ίσια, πορεία μπροστά...

Στον αντικειμενικά περιορισμένο χώρο μιας δημόσιας τοποθέτησης, θα ήθελα να συμβάλω στο συλλογικό μας προβληματισμό με τις παρακάτω σκέψεις:

Στο έδαφος του σημερινού αρνητικού πολιτικού συσχετισμού κατατέθηκε ένας προβληματισμός που αποτιμά με κοινοβουλευτικούς όρους τη γραμμή πάλης μας. Με πρόσχημα το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα ξεδιπλώνεται μια πολεμική που «καταγγέλλει» διολίσθηση του Κόμματος από τη στρατηγική του 15ου Συνεδρίου με αποτέλεσμα, δήθεν, τη συρρίκνωση της απήχησής του στο λαό. Συνιστούν απαράδεκτη διαστρέβλωση ισχυρισμοί όπως:

Η γραμμή πάλης του 15ου Συνεδρίου δεν είχε αντικαπιταλιστικό, αλλά αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό. Ετσι διαστρεβλώνεται η λενινιστική αντίληψη για τον ιμπεριαλισμό, αντιμετωπίζοντάς τον ως «σύστημα διεθνών σχέσεων» αποκομμένο από την οικονομική του ουσία, την κυριαρχία των μονοπωλίων και τη σύμφυση - υποταγή του κράτους σε αυτά. Το 15° Συνέδριο ξεκαθάρισε ότι ο αγώνας ενάντια στην ιμπεριαλιστική επιθετικότητα συνδέεται οργανικά με την πάλη για το στρατηγικό στόχο του σοσιαλισμού. Στον αντίποδα, οι κάλπικοι «υπερασπιστές» του αποσυνδέουν και αντιπαραθέτουν αυτά τα καθήκοντα.

Απεμπολούμε τη θέση για την αποδέσμευση από την ΕΕ. Αποσιωπάται ότι η θέση αυτή είναι οργανικό, αναπόσπαστο μέρος του συνολικού πλαισίου προγραμματικών στόχων πάλης του 15ου Συνεδρίου. Ενός πλαισίου το οποίο, ως σύνολο, ήταν σε σύγκρουση με τα μονοπώλια και την αστική διαχείριση, οδηγούσε σε ρήξη με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Σίγουρα, πάντως, δεν ήταν μια παραλλαγή του «Σχεδίου Β» του κυρίου Αλαβάνου...

Δεν προβάλαμε το σύνθημα της κυβέρνησης των αντιμονοπωλιακών - αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Το Πρόγραμμα μιλούσε για ενδεχόμενο που μπορεί να προκύψει και όχι για στόχο που πρέπει να τεθεί. Στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν, η υιοθέτηση του συνθήματος αυτού είτε για διαπραγμάτευση με το ΣΥΡΙΖΑ πάνω σε minimum πλαίσιο, είτε για την «αποκάλυψή» του, θα ήταν υποχώρηση στην αστική διαχείριση, υπόκλιση στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Η φιλολογία περί «εργατικής κυβέρνησης» που αναζητά ερείσματα στο αντίστοιχο σύνθημα του 4ου Συνέδριου της ΚΔ παραγνωρίζει ότι η ΚΔ έβλεπε (σε άλλες ιστορικές συνθήκες) το σύνθημα αυτό στο πλαίσιο της πάλης για την ανατροπή, με όρους εξωκοινοβουλευτικού αγώνα, κάθε παραλλαγής διακυβέρνησης από αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις και την έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας κι όχι βέβαια ως σύνθημα για «καλύτερα αποτελέσματα» στις αστικές εκλογές.

Εξίσου προσοχή χρειάζεται απέναντι στον κίνδυνο που συνιστούν για το Κόμμα οι απόψεις ορισμένων «θορυβωδών υπερασπιστών» του επαναστατικού χαρακτήρα και της στρατηγικής του με τρόπο που όχι μόνο δεν το θωρακίζει απέναντι στο δεξιό οπορτουνισμό αλλά τον διευκολύνει προσφέροντάς του επιχειρήματα. Αναφέρομαι σε απόψεις οι οποίες:

Στο όνομα της υπεράσπισης του αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού αγνοούν ή υποτιμούν τα ιδιαίτερα ιστορικά γνωρίσματα του μονοπωλιακού σταδίου του καπιταλισμού (τα οποία προσδιορίζουν συγκεκριμένες δυνατότητες και καθήκοντα) και αντιπαραθέτουν την πάλη ενάντια στις εξαρτήσεις από ΗΠΑ-ΕΕ στο στόχο της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η στάση αυτή συνιστά, στην ουσία, άρνηση της σημασίας και της υλικής δυνατότητας να οικοδομηθεί μαζική κοινωνική συμμαχία ενάντια στα μονοπώλια και τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Επιπλέον, αδυνατίζει την εργατική τάξη και το Κόμμα μπροστά στη διαπάλη η οποία θα διεξάγεται αντικειμενικά στο εσωτερικό της Συμμαχίας, για το βάθος της ρήξης με τα μονοπώλια και το χαρακτήρα της στρατηγικής διεξόδου.

Στο όνομα της υπεράσπισης της επαναστατικής γραμμής στο ζήτημα του ιμπεριαλιστικού πολέμου, αντιπαραθέτουν - στην περίπτωση εισβολής και κατοχής - το καθήκον του αγώνα για την ανατροπή της αστικής τάξης στο καθήκον της υπεράσπισης των συνόρων και των κυριαρχικών δικαιωμάτων από θέσεις ταξικής ανεξαρτησίας. Ουσιαστικά, αμφισβητούν τη λενινιστική διάκριση σε δίκαιους και άδικους πολέμους, τη θέση του Λένιν για τη δυνατότητα διεξαγωγής δίκαιων, εθνικοαπελευθερωτικών πολέμων στην εποχή του ιμπεριαλισμού και την ιστορική πείρα της δημιουργικής εφαρμογής των λενινιστικών αρχών στα τρία γράμματα του Νίκου Ζαχαριάδη το 1940.

Απολυτοποιούν τη σωστή εκτίμηση ότι η καπιταλιστική κρίση στενεύει τα περιθώρια για παραχωρήσεις στην εργατική τάξη ως το σημείο να τα μηδενίζουν. Αυτό οδηγεί στη λαθεμένη, οικονομίστικη θέση ότι ακόμα και ένα οποιοδήποτε πλαίσιο αιτημάτων ανακούφισης του λαού μπορεί, τάχα, «στις σημερινές συνθήκες» να συμβάλλει στην ανάπτυξη της αντικαπιταλιστικής συνείδησης. Ας προβληματιστούμε, όμως, κατά πόσο μπορεί να συνδυαστεί αποτελεσματικά η πάλη π.χ. ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις με το ξεσκέπασμα του οπορτουνισμού, αν δε συνοδευτεί από την πάλη ενάντια στην κατεύθυνση της ΕΕ για απελευθέρωση της αγοράς και την προβολή του στόχου να γίνουν λαϊκή περιουσία τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής;

Κοινό υπόβαθρο, τόσο της δεξιάς όσο και της «αριστερής» παρέκκλισης, είναι η στρεβλή κατανόηση της λενινιστικής αντίληψης για τη σχέση οικονομίας-πολιτικής στην εποχή του ιμπεριαλισμού που οδηγεί, αν κι από διαφορετικές αφετηρίες, στο ίδιο πρακτικό-πολιτικό αποτέλεσμα: στον οικονομισμό και στον ιδεολογικό-πολιτικό αφοπλισμό του Κόμματος και του κινήματος.

Το κύριο ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει το διάλογο είναι το πώς η δράση μας θα ανοίγει στην πράξη κι όχι στα λόγια το δρόμο για το σοσιαλισμό, θα δημιουργεί προϋποθέσεις μετατροπής της οικονομικής σε πολιτική κρίση, θα διαμορφώνει όρους προετοιμασίας για γενική πολιτική απεργία και εξέγερση. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι δεν αρκεί η ιδεολογική ζύμωση για την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, ούτε ο οικονομικός αγώνας στη βάση ενός οποιουδήποτε πλαισίου αντιμονοπωλιακών αιτημάτων για να δυναμώνει το επαναστατικό, αντικαπιταλιστικό ρεύμα στο κίνημα. Ετσι δεν αποφεύγεται ο κίνδυνος διολίσθησης στον οικονομισμό, δυσκολεύει το ξεσκέπασμα του οπορτουνισμού, το χτύπημα των κοινοβουλευτικών αυταπατών. Επαναστατικός αγώνας σε συνθήκες που δεν υπάρχει ακόμα πανεθνική πολιτική κρίση και επαναστατική κατάσταση, σημαίνει δράση στο κίνημα πάνω στη βάση συγκεκριμένων ριζοσπαστικών στόχων πάλης (όπως η αποδέσμευση από ΕΕ και ΝΑΤΟ, η απομάκρυνση των αμερικάνικων βάσεων, η μονομερής διαγραφή του χρέους, η μετατροπή των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής σε λαϊκή περιουσία, η μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους, το 7ωρο-5θημερο-35ωρο με αύξηση των μισθών κλπ.) και αντίστοιχων πολιτικών συνθημάτων που, πατώντας στη λαϊκή πείρα, ξεσκεπάζουν τις μικροαστικές ταλαντεύσεις, απομονώνουν τους προβοκατόρικους ελιγμούς του εχθρού, προσανατολίζουν την πάλη στην κατεύθυνση της στρατηγικής μας. Στις σημερινές συνθήκες, τέτοιο σύνθημα είναι η ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής και της κυβέρνησης των μονοπωλίων από τον πολιτικό απεργιακό αγώνα του λαού και όχι με κοινοβουλευτικούς όρους.

Πιστεύω ότι ο διάλογος θα αποβεί γόνιμος και ουσιαστικός και το Συνέδριο θα διαμορφώσει τις αναγκαίες αποφάσεις για να πάμε μπροστά, μακριά από το ολισθηρό μονοπάτι των «ερμηνειών» που συγκαλύπτουν την ανάγκη για ξεκάθαρες απαντήσεις στα πιεστικά ζητήματα που θέτει μπροστά μας η ζωή και οι ανάγκες του ταξικού αγώνα.


Γρηγόρης Γρηγοριάδης
ΚΟΒ Μηχανικών ΚΟ Αττικής

Για το Καταστατικό

Οι προτεινόμενες αλλαγές στο Καταστατικό είναι επί της ουσίας:

Με μια σειρά μέτρα (αύξηση θητείας δόκιμων μελών, πλειοψηφία 4/5 για την επανένταξη πρώην μελών του Κόμματος, νέα διατύπωση στο άρθρο 6 για το ποιοι γίνονται μέλη) «κλείνουν» οι πόρτες του Κόμματος, σε συγκυρία που έχουμε στασιμότητα, αν όχι μείωση των οργανωμένων δυνάμεων. Σε συγκυρία που επιβάλλει πολιτική «ανοιχτών θυρών».

Για τα μέλη του Κόμματος. Πλέον η συμφωνία με το Πρόγραμμα και το Καταστατικό μπαίνει ως προϋπόθεση όχι μόνο για την ένταξη αλλά και για την παραμονή κάποιου ως κομματικού μέλους. Επομένως, όσοι διαφώνησαν με το σχέδιο Προγράμματος και επιμένουν στη διαφωνία τους, με την εφαρμογή της συγκεκριμένης διάταξης πρέπει να διαγραφούν από το Κόμμα. Εάν αυτή η διάταξη ίσχυε σήμερα, όσοι υπερψήφισαν τις αλλαγές (αλλαγές εκ βάθρων) του ισχύοντος Προγράμματος, της ΚΕ συμπεριλαμβανομένης, θα έπρεπε να τεθούν εκτός Κόμματος. Στην ουσία το νέο Πρόγραμμα ανακηρύσσεται αμετάβλητο εσαεί.

Αλλάζει η οργανωτική δομή, καταργείται η βασική ενδιάμεση βαθμίδα των Νομαρχιακών Επιτροπών και των Αχτίδων και αντικαθίστανται από τις Τομεακές Οργανώσεις. Κατακερματίζονται οι οργανωμένες κομματικές δυνάμεις, σε μια κρίσιμη μάλιστα για το ταξικό κίνημα και την εργατική τάξη περίοδο. Η ΚΕ υπολογίζει όχι στην κινητοποίηση, κατά το δυνατόν, του συνόλου του κομματικού δυναμικού για δουλειά με τις μάζες, αλλά ενός «μάχιμου» τμήματος που την κρίσιμη στιγμή θα είναι ικανό να πάρει το πηδάλιο του κράτους στα χέρια του. Αντίληψη που στα μάτια ορισμένων μπορεί να φαντάζει επαναστατική, είναι όμως ξένη προς το μαρξισμό-λενινισμό, είναι μπλανκισμός. Στην πράξη αυτό θα οδηγήσει στη δραστηριοποίηση λιγότερων οργανωμένων δυνάμεων, θα επιταχύνει το οργανωτικό ξεχαρβάλωμα.

Περιορίζεται δραστικά το δημοκρατικό σκέλος του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Δημοκρατία και συγκεντρωτισμός αντιπαρατίθενται σαν αποκλειστικές αντιθέσεις, δεν αντιμετωπίζονται ως διαλεκτική σχέση. Ποιος ο λόγος; Η απάντηση ήδη δόθηκε από μέλος του τμήματος προπαγάνδας της ΚΕ στον Προσυνεδριακό Διάλογο: «Αλλά ο οπορτουνισμός έτσι λειτουργεί: Οταν δεν έχει την πλειοψηφία θέλει τάσεις, όταν την έχει, θέλει συγκεντρωτισμό δίχως δημοκρατικό σκέλος».

«Σπάει» ο ενιαίος χαρακτήρας (που πηγάζει από τον ίδιο το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό) της διαγραφής μέλους από το Κόμμα με το πέρασμα της αρμοδιότητας της διαγραφής μέλους από τις οργανωτικές καταστάσεις («διακοπή της οργανωτικής σχέσης») από τις ΚΟΒ απευθείας στο ανώτερο όργανο.

Στην Εισαγωγή γίνονται μια σειρά αλλαγές που συνδέονται άμεσα με τις αλλαγές στο Πρόγραμμα. Κάτι τέτοιο καταρχήν φαντάζει αυτονόητο ώστε το Καταστατικό να συμβαδίζει με το Πρόγραμμα. Ομως, ακριβώς εδώ γίνεται φανερό ότι οι προγραμματικές αλλαγές συνιστούν ριζική στροφή στη γραμμή του Κόμματος και όχι απλώς εκσυγχρονισμό του Προγράμματος, όπως υποστηρίζεται επίσημα: απαλείφεται οποιαδήποτε αναφορά στην αντιιμπεριαλιστική πάλη, ο αντιμονοπωλιακός αγώνας ταυτίζεται πλήρως με τον αντικαπιταλιστικό. Και κάτι που είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικό: αυτοπροσδιοριζόμαστε πλέον απλώς ως «επαναστατικό κόμμα» και όχι ως «μαζικό επαναστατικό κόμμα». Γίνεται φανερό ότι αλλάζει ο ίδιος ο χαρακτήρας του Κόμματος.


Ανδρέας Βασιλείου
ΚΟΒ Ναυπλίου



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ