Στην πραγματικότητα το νομοσχέδιο ανοίγει αντιδραστικούς δρόμους και δίνει λόγο στα ιδρύματα (όχι όμως τόσο όσο θα ήθελαν). Λέει συγκεκριμένα το νομοσχέδιο: «Ο καθορισμός του συντελεστή βαρύτητας σε ένα (1) μάθημα, από τα Πανελλαδικώς εξεταζόμενα, ανά Σχολή ή Τμήμα ή Εισαγωγική Κατεύθυνση πραγματοποιείται με απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, μετά από πρόταση του αρμόδιου οργάνου διοίκησης της Σχολής ή του Τμήματος». Τι μπορεί να σημάνει αυτό στην πράξη; Διαφοροποίηση ανάμεσα σε ομοειδή Τμήματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Δηλαδή, για παράδειγμα, το Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών του Μετσόβιου Πολυτεχνείου μπορεί να βάζει υψηλότερο συντελεστή στο βασικό μάθημα από το Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών της Πάτρας, προκειμένου να διατηρήσει έναν ελιτίστικο χαρακτήρα αριστείας ή και το αντίστροφο, δηλαδή κάποιο Τμήμα να κατεβάζει το συντελεστή στο βασικό μάθημα σε σχέση με το ίδιο Τμήμα άλλης πόλης, προκειμένου να προσελκύσει περισσότερους φοιτητές. Αυτό στην πράξη σημαίνει Τμήματα που θα ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την επιλογή φοιτητών και θα διαφοροποιούνται μεταξύ τους με διαφορετικές ταχύτητες ανάλογα με το επίπεδο των φοιτητών. Με ανάλογες επιπτώσεις στη συνέχεια, μετά την αποφοίτηση, στην αναζήτηση δουλειάς. Ποιος μπορεί να το αποκλείσει;
Με την εφαρμογή του «Καλλικράτη» θα αντιμετωπίσει την κυβερνητική πολιτική η διοίκηση της ΠΟΕ-ΟΤΑ. Αυτό, τουλάχιστον, προκύπτει από τις θέσεις που διατυπώνει για το ζήτημα της διαθεσιμότητας όπου ζητά «να ολοκληρωθεί από όλους τους ΟΤΑ η σύνταξη των Οργανισμών Εσωτερικής Υπηρεσίας με πρόβλεψη και των αρμοδιοτήτων του Ν. 3852/2010 ("Καλλικράτης")» Διεκδικώντας την εφαρμογή όσων προβλέπει το πρόγραμμα «Καλλικράτης» αποδέχεται στην πράξη το ίδιο το πρόγραμμα, που στόχος του είναι η δημιουργία μεγάλων διοικητικών μονάδων, οι οποίες επιδιώκεται να αποτελέσουν εύφορο έδαφος για τη δράση του κεφαλαίου. Παράλληλα, ενώ δηλώνει δήθεν αντίθετη «στην αξιολόγηση Οργανικών Μονάδων και Ανθρώπινου Δυναμικού που μόνο στόχο έχει να δικαιολογήσει την απόλυση χιλιάδων εργαζομένων» προτείνει «την πραγματική - ουσιαστική καταγραφή αναγκών και προσωπικού (...) λαμβάνοντας υπόψη τις αρμοδιότητες (130) που θα έπρεπε να μεταφερθούν με τον Ν.3852/2010 στις αρχές του 2013 ("Καλλικράτης")». Με άλλα λόγια, όχι μόνο ζητά την εφαρμογή του «Καλλικράτη» αλλά καλλιεργεί και την ψευδαίσθηση ότι σε ένα σύστημα όπου οι ανάγκες που εξυπηρετούνται και με βάση αυτές σχεδιάζουν και υλοποιούν πολιτικές οι εκάστοτε κυβερνήσεις είναι οι ανάγκες του κεφαλαίου σε βάρος των αναγκών της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, σ' αυτό το σύστημα η καταγραφή των αναγκών θα είναι σε όφελος των εργαζομένων. Στην ίδια λογική είναι και η θέση της ΠΟΕ ΟΤΑ πως εφόσον «προκύψει ότι υπάρχει πλεονάζον προσωπικό σε ΟΤΑ τότε μπορεί να υπάρξει μετακίνηση εντός του ίδιου ΟΤΑ ή σε άλλους όμορους». Ομως το προσωπικό που θα χαρακτηριστεί σαν «πλεονάζον» θα είναι γιατί περισσεύει με κριτήριο τις ανάγκες των κεφαλαιοκρατών και όχι της εξυπηρέτησης των λαϊκών αναγκών. Συμπερασματικά, η θέση της ηγεσίας της ΠΟΕ ΟΤΑ για δήθεν αξιολόγηση και κινητικότητα προς όφελος των εργαζομένων αποπροσανατολίζει και βάζει εμπόδια στη ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων, στην ανάπτυξη αγώνων ενάντια σε αυτή την πολιτική. Εκ του αποτελέσματος διευκολύνει τό πέρασμά της. Και το γνωρίζει, γι' αυτό κατά καιρούς καταφεύγει σε αγωνιστικές κορόνες περί απεργίας διαρκείας την ώρα ακριβώς που κάνει τα πάντα για να στείλει τους εργαζόμενους στα σπίτια τους. Τερτίπια του υπό εκκόλαψη νέου κυβερνητικού συνδικαλισμού.
Αρκετές μεγάλες εταιρείες ένδυσης στην Ευρώπη και στην Αμερική έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να επιστρέψουν μέρος της παραγωγής στην έδρα τους, δηλαδή να κατασκευάζουν ένα μέρος των προϊόντων στη χώρα τους. Τα ειδησεογραφικά πρακτορεία αναπαράγουν έρευνες, σύμφωνα με τις οποίες ένα 48% των αμερικανικών εταιρειών ένδυσης, με τζίρο άνω των 10 εκατ. δολαρίων, όπως οι «Abercrombie», «Levi's», «Brooks Brothers», έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να μεταφέρουν την παραγωγή στη χώρα τους. Αντίστοιχα, στην Ευρώπη, το 15% της παραγωγής του εξωτερικού επέστρεψε στην Ισπανία και την Πορτογαλία, σύμφωνα με στοιχεία της Ισπανικής Ομοσπονδίας Ενδυμάτων (Fedecom).
Αυτή η τάση προκύπτει κύρια από το γεγονός ότι η αύξηση μισθών, η ανατίμηση του νομίσματος στην Κίνα, τα έξοδα μεταφοράς κ.ά. δεν την καθιστούν πλέον τόσο δημοφιλή για επενδύσεις. Βέβαια, οι αναλυτές εκτιμούν ότι η επιστροφή των παραγωγικών μονάδων στην έδρα των επιχειρήσεων της κλωστοϋφαντουργίας δεν πρόκειται να γίνει αμέσως και τουλάχιστον όχι σε μεγάλο βαθμό, καθώς πολλές εταιρείες ένδυσης έχουν βρει στην Ασία άλλους προορισμούς για παραγωγή, πιο οικονομικούς, όπως το Βιετνάμ και το Μπανγκλαντές. Τι προκύπτει από τα παραπάνω; Πρώτον, ότι το κυνήγι του μεγαλύτερου κέρδους είναι αυτό που καθορίζει το πού θα επενδύσει μια πολυεθνική τα κεφάλαιά της. Με το ίδιο κριτήριο ανοίγουν και κλείνουν επιχειρήσεις, μεταφέρονται κεφάλαια από τον έναν κλάδο στον άλλο. Δεύτερον, ότι το μεγαλύτερο κέρδος είναι σε άμεση συνάρτηση με τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης. Τρίτον, ότι τώρα που στην Ευρώπη πέφτουν τα μεροκάματα και η εργατική δύναμη γίνεται φθηνότερη, οι πολυεθνικές της ένδυσης επιλέγουν να «επαναπατρίσουν» κεφάλαια, προσδοκώντας μεγαλύτερο κέρδος ακόμα και από το να είχαν τις επιχειρήσεις τους στην Κίνα, συνυπολογίζοντας τα έξοδα μεταφοράς κ.ά. Και, τέταρτον, ότι η ανταγωνιστικότητα μιας καπιταλιστικής οικονομίας, άρα και το κατά πόσο θα προσελκύει επενδύσεις, βασίζεται στο πόσο ξεζουμίζει την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα.
Αρα, όσοι τρέφουν την αυταπάτη ότι θα σωθούν από την καπιταλιστική ανάπτυξη και τις ξένες επενδύσεις που διαφημίζει η κυβέρνηση, είναι σαν να υπογράφουν τη διά βίου φτωχοποίησή τους. Αλλος είναι ο δρόμος του λαού και ταυτίζεται με την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων με λαϊκή εξουσία και όχι με την υποταγή στις ορέξεις τους, για να αυξάνει η κερδοφορία τους.