Στην ανακοίνωσή του, ο Σύλλογος των εργαζομένων στο ΤΑΠ σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι «διαχρονικά, παρά τις επανειλημμένες εξαγγελίες των πολιτικών ηγεσιών για αναβάθμιση του ΤΑΠ ως αναπτυξιακό μοχλό του ΥΠΠΟ, με τη δημιουργία ενός σύγχρονου οργανισμού, όχι μόνο δεν υπήρξαν κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά το ΤΑΠ έχει αφεθεί σε τροχιά υποβάθμισης». «Η χρονική περίοδος των 2 τελευταίων ετών ήταν για το ΤΑΠ η χειρότερη της ιστορίας του. Αφ΄ενός μεν αποδεκατίστηκε οικονομικά μετά το κούρεμα που υπέστη με το PSI και αφ' ετέρου συρρικνώθηκε σε επίπεδο προσωπικού με τις αθρόες συνταξιοδοτήσεις υπαλλήλων. Αντί λοιπόν να ενισχυθεί, ώστε να επιτελεί το έργο του ως στυλοβάτης της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, βρίσκεται αντιμέτωπο με τη διάλυσή του, εφ' όσον προχωρήσει η αφαίμαξή του από προσωπικό».
Οι εργαζόμενοι ζητούν: «Νέο οργανισμό που θα αναδείξει και θα αναβαθμίσει το ΤΑΠ. Καμία "απόλυση" στο ΤΑΠ, αλλά ενίσχυσή του ώστε να επιτελεί το έργο του».
Θυμίζουμε ότι από την αρχή του χρόνου έχουν παραιτηθεί δύο πρόεδροι από το ΤΑΠ μπροστά την αδυναμία τους να διαχειριστούν τα λειτουργικά έξοδα των Εφορειών Αρχαιοτήτων, λόγω της άγριας υποχρηματοδότησης που έχει επιβληθεί και στον πολιτισμό, ο οποίος έτσι κι αλλιώς επί δεκαετίας ήταν ο «φτωχός συγγενής» του κράτους. Οπως σημειώνεται σε πρόσφατο, μεγάλο αφιέρωμα του «Ρ» στο Ταμείο, οι εργαζόμενοι στον Πολιτισμό ανησυχούν και για άλλα σε σχέση με το ΤΑΠ. Ηδη από τον Οκτώβρη του 2010 οι αρχαιολόγοι απαιτούν «θεσμική θωράκιση της περιουσίας του ΤΑΠ από οποιεσδήποτε σκέψεις "αξιοποίησης" μέσω του ΤΑΙΠΕΔ ή άλλης διαδικασίας». Σημειώνουν ότι «τα μνημεία, τα ακίνητα και οι εκτάσεις, που έχουν απαλλοτριωθεί για αρχαιολογικούς σκοπούς, είναι αναγκαίο -για λόγους προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς- να παραμείνουν στην αρμοδιότητα και τη διαχείριση του ΤΑΠΑ και των Υπηρεσιών της ΓΓ Πολιτισμού (σ.σ. νυν ΥΠΠΟ) (...) να εξαιρεθούν ρητά τα εν λόγω ακίνητα και μνημεία από τα νομοσχέδια που αφορούν την εκποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου (...)».
Η Aννα Χρυσάφη γεννήθηκε το 1921 στην Αθήνα. Καταγόταν από οικογένεια Μικρασιατών μουσικών γι' αυτό και το «μικρόβιο» του τραγουδιού είχε μπει μέσα της από πολύ νωρίς. Για κάποια χρόνια δούλευε ως μοδίστρα πριν την κερδίσει το τραγούδι. Συνέχισε διαγράφοντας μια λαμπρή διαδρομή στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, καθώς τραγούδια τους τής εμπιστεύθηκαν ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιώργος Ζαμπέτας αλλά και ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Σταύρος Ξαρχάκος. Ερμήνευσε περισσότερα από 400 τραγούδια. Μεγάλες της επιτυχίες της: «Το παρελθόν θυμήθηκα» του Στράτου Καμενίδη, «Στο Τούνεζι στην Μπαρμπαριά» και «Ανάθεμά σε θάλασσα» (ντουέτο με την Μαρίκα Νίνου) του Βασίλη Τσιτσάνη, «Φτωχόπαιδο με γνώρισες» του Τσιτσάνη, «Μες στης Πόλης το χαμάμ» του Ανέστου Δελιά, «Πολλά ν' ακούς λίγα να λες» του Απόστολου Καλδάρα, «Πάρε το δαχτυλίδι μου», «Οπου Γιώργος και μάλαμα» και «Πάλιωσε το σακάκι μου» του Γ. Μητσάκη, «Το κορίτσι απόψε θέλει» του Γιάννη Τατασόπουλου, με τον Πάνο Γαβαλά, «Λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω» του Σταύρου Τζουανάκου μαζί με την Σωτηρία Μπέλλου, «Ο μήνας έχει δεκατρείς» του Μ. Χατζιδάκι κ.ά.
2Nuts |
«Τα τραγούδια της συναυλίας είναι γραμμένα και επεξεργασμένα ξανά από τον Θάνο Μικρούτσικο και κατά τη γνώμη μου δεν ανήκουν πλέον στο χώρο του τραγουδιού, αλλά περισσότερο σε ένα είδος "συμφωνικού song", όπως θα χαρακτηρίζαμε κάποια songs του Kurt Weill ή του Hanns Eisler. Η ορχήστρα παύει να είναι απλώς συνοδεία και γίνεται ένα καινούριο "φόρεμα" για τη μελωδία κι έτσι το σύνολο παίρνει μία άλλη διάσταση», σημειώνει ο καλλιτεχνικός διευθυντής της ΚΟΘ, Αλέξανδρος Μυράτ.
Ωρα έναρξης: 21.30. Εισιτήρια: Γενική είσοδος 10 ευρώ. Ανέργων - πολυτέκνων: 7 ευρώ. Σημεία προπώλησης: Μονή Λαζαριστών. Εκδοτήρια ΚΟΘ (πλ. Αριστοτέλους, 2310 236.990).
Με αφορμή τη σχέση ενός ζευγαριού, του Βούλη και της Αριστέας, ο Μήτσος Ευθυμιάδης, με συγγραφική μαεστρία ανέδειξε τη σχέση του εκμεταλλευτή και του εκμεταλλευόμενου. Ο Βούλης, ένας άχρηστος σύζυγος, παρασιτεί εις βάρος της Αριστέας. Συντηρεί και παρατείνει την κατάσταση αυτή προς όφελός του, χρησιμοποιώντας διάφορα τεχνάσματα παραπλάνησης. Ενα από αυτά είναι και ο Φώντας. Πρόσωπο ανύπαρκτο, όμως κεντρική αναφορά του έργου. Ο «Φώντας» συμβολίζει τις φρούδες ελπίδες, τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις, τις αυταπάτες, οτιδήποτε προβάλλει ως κοινωνικό εμπόδιο στην εξέλιξη του ανθρώπου και της κοινωνίας.