Οσο, λοιπόν, η «Καθημερινή» θα καμώνεται ότι δεν καταλαβαίνει τι λέει το ΚΚΕ (και το καμώνεται για να αποπροσανατολίζει τους αναγνώστες της σχετικά με όσα λέει το ΚΚΕ), εμείς δε θα κουραζόμαστε να της το εξηγούμε:
Πρώτον, η φασιστική και ναζιστική βία είναι γέννημα, δημιούργημα και αρκετές φορές το προκάλυμμα του καπιταλιστικού συστήματος που υπηρετεί η «Καθημερινή».
Δεύτερον, το σύστημα που υπηρετεί η «Καθημερινή» δεν είχε, δεν έχει και δεν θα έχει ποτέ ειλικρινή διάθεση καταπολέμησης του ναζισμού και του φασισμού, διότι τότε το καπιταλιστικό σύστημα (όχι η «Καθημερινή») θα εμφάνιζε αυτοκτονικές τάσεις.
Τρίτον, η ναζιστική και φασιστική βία, την οποία, όπως ανέφερε ο Δ. Κουτσούμπας, «εξέθρεψε μέσα στα σπλάχνα της» η αστική δημοκρατία, άλλες φορές επιλέχτηκε από τους καπιταλιστές ως επίσημη έκφραση της «νόμιμης κρατικής βίας» τους, άλλες φορές χρησιμοποιήθηκε για την αντιδραστικότερη αναμόρφωση του αστικού πολιτικού σκηνικού τους, κι άλλοτε αξιοποιήθηκε από το αστικό κράτος για να συκοφαντηθούν και να χτυπηθούν οι λαϊκοί, εργατικοί και ταξικοί αγώνες ως το δήθεν «άλλο άκρο» (!) της βίας του ναζισμού!
Αλλωστε, αυτή η θεωρία των «δύο άκρων» δεν είναι άγνωστη στην «Καθημερινή». Την υπηρετεί... καθημερινά.
Ως εκ τούτου, αυτό για το οποίο μιλούν η «Καθημερινή» και οι πολιτικοί της φίλοι δεν είναι καθόλου «μέτωπο κατά της βίας» και δη της ναζιστικής βίας. Είναι μέτωπο χρησιμοποίησης της ναζιστικής βίας, που όσοι την κανακεύουν θέλουν να την αξιοποιήσουν για να ελεεινολογούν ενάντια στο λαϊκό κίνημα, για να ανοίγουν το δρόμο για λήψη κατασταλτικών μέτρων ενάντια στο εργατικό κίνημα, και για να συκοφαντούν, τελικά, σαν «βία» το ταξικό κίνημα.
Απέναντι σε αυτό το «μέτωπο», λοιπόν, το ΚΚΕ δεν τηρεί απλώς «αποστάσεις», όπως λέει η «Καθημερινή». Τηρεί θέση ευθείας, αποφασιστικής και δικαιωμένης ιστορικά πολιτικής αντιπαράθεσης.
Την τοποθέτηση πλαφόν στη ροή μεταναστών από το νότο προς το βορρά της Ευρωπαϊκής Ενωσης εξετάζουν τα επιτελεία της. Το θέμα - σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες - ανακινήθηκε πριν λίγες βδομάδες σε κλειστή σύσκεψη του Κολεγίου Επιτρόπων, όπου εκπρόσωποι χωρών του βορρά κατέθεσαν πρόταση που προβλέπει περιορισμούς στις μετακινήσεις εργατικού δυναμικού μέσα στην Ευρωπαϊκή Ενωση και ειδικότερα από τις χώρες του Νότου, που δοκιμάζονται πιο σκληρά από την καπιταλιστική κρίση, προς άλλες ευρωπαϊκές χώρες του Βορρά.
Πριν δύο δεκαετίες, με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, τα μονοπώλια της Ευρωπαϊκής Ενωσης «έριχναν τα εθνικά τείχη», όπως έλεγαν, και εξασφάλιζαν τις περίφημες 4 ελευθερίες, που προέβλεπαν την «ελεύθερη μετακίνηση» κεφαλαίων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και ανθρώπων. Εξασφάλιζαν, δηλαδή, τις συνθήκες εκείνες που στον ανταγωνισμό με τα άλλα οικονομικά ιμπεριαλιστικά κέντρα θα τους επέτρεπαν να διεκδικήσουν τα δικά τους οικονομικά συμφέροντα. Σήμερα, σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης, με το τεράστιο περίσσευμα σε εργατικό δυναμικό - ανεργία - που στην ΕΕ φτάνει τα 27 εκατομμύρια, με τις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες να μπαίνουν και αυτές στον προθάλαμο της κρίσης, τα ίδια τα επιτελεία της ΕΕ επιχειρούν να κλείσουν την ελεύθερη στρόφιγγα της μετακίνησης εργατικού δυναμικού. Αλλωστε, η ΕΕ είναι ένωση καπιταλιστικών κρατών με ανισομετρία μεταξύ τους στην οικονομική ανάπτυξη και έντονους ανταγωνισμούς μεταξύ τους. Κάθε κράτος είναι υποχρεωμένο να προστατεύει τα δικά του μονοπώλια έναντι των ανταγωνιστών τους ακόμη και μέσα στην ίδια την Ενωση. Και ταυτόχρονα κάθε κράτος της ΕΕ, στην κρίση, πασχίζει να δείξει ότι νοιάζεται για τους δικούς του εργαζόμενους, καλλιεργώντας ενίοτε και αντιθέσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους των κρατών - μελών της Ενωσης. Τώρα, λοιπόν, οι πολιτικοί εκπρόσωποι των μονοπωλίων, για λογαριασμό των τελευταίων, σπεύδουν να πάρουν τα μέτρα τους, μειώνοντας ή και κλείνοντας την ελεύθερη μετακίνηση εργατικού δυναμικού. Ενα εργατικό δυναμικό που και στο Νότο και στο Βορρά και σε συνθήκες ανάπτυξης και στη σημερινή κρίση πληρώνουν το μάρμαρο των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.