ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 14 Γενάρη 2001
Σελ. /32
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Κόντρα στη νέα (α)ταξία
Από τα «ρόδινα» στα σκοτεινά της ΕΥΡΩ-πορείας

Ακουγα την Ελληνίδα επίτροπο, σε τηλεοπτική εκπομπή, να περιγράφει με περισσή ...Σημιτική υπερηφάνεια τον παράδεισο της ΕΥΡΩ-πορείας, της σύγκλισης και των αγαθών της νομισματικής ολοκλήρωσης. Να τα περιγράφει με ρόδινα χρώματα, πασπαλισμένα με καντιοζάχαρη. Λίγο ακόμη, και θα μας μετέφερε τον κουδουνιστό ήχο των νικέλινων ευρωνομισμάτων, ως από χρυσού 24 καρατίων προερχόμενο!

Να μια χώρα, θα σκεφτόταν ο ανίδεος τηλεθεατής και ακροατής, «ένθα απέδρα πάσα λύπη, οδύνη και στεναγμός». Αφού μάλιστα, περάσαμε, κατά την κυβέρνηση, το «πουργκατόριουμ» (καθαρτήριο) των εικονικών δεικτών και προχωρούμε τώρα στην πρόκληση των πραγματικών δεικτών (προφανώς της ανεργίας, της φτώχειας και της αποδόμησης του κοινωνικού οικοδομήματος).

Ξαφνικά το ρόδινο της κυρίας επιτρόπου άρχισε να σκοτεινιάζει - όπως και στο πρόσωπό της - όταν ο Σπύρος Χαλβατζής, αφού υπερασπίστηκε δυναμικά το χρόνο ομιλίας, που τσεκουρεύεται πάντα, όταν πρόκειται για το ΚΚΕ, έφερε τα πάνω - κάτω των «επιχειρημάτων» της κυβέρνησης, αποκάλυψε τους μηχανισμούς της νεοφιλελεύθερης οικονομικής συνταγής, κατ' επιταγήν των Βρυξελλών και ανέδειξε τη σημασία των κοινωνικών αγώνων που κλιμακώνονται. Επιχειρηματολογία, που μετέβαλε την ευφρόσυνη, ρόδινη και πλαστή εικόνα της κυβερνητικής εικονικής «πραγματικότητας» σε μαύρη και άραχλη.

Ναι μεν, αλλά, ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, σε μια θέση ασταθούς ισορροπίας μεταξύ σφύρας και άκμονος της συνδικαλιστικής ιδιότητας και της κομματικής προέλευσης.

Σε αμηχανία, ο παριστάμενος υπουργός κ. Ανωμερίτης, όταν, ιδιαίτερα, ο κ. Νικήτας Κακλαμάνης, με το γνωστό καυστικό του ύφος, ρώτησε την κυρία επίτροπο: - Για ποια ευρωπαϊκή πορεία μιλάτε; Για την ευρωπαϊκή Γερμανία ή για τη γερμανική Ευρώπη; Ελαφρό μειδίαμα, ως απάντηση. Αλλά απανωτά, δεύτερη ερώτηση - πρόκληση: - Και για πόσο χρονικό διάστημα ισχύουν αυτά, που μας προβάλατε κυρία επίτροπε; - Επί του παρόντος, ψιθύρισε η κυρία Διαμαντοπούλου, παραπέμποντας, στο αόρατο, σκοτεινό και ομιχλώδες μέλλον την επαλήθευση, ή τη διάψευση των ρόδινων οραματισμών και των επικίνδυνων κυβερνητικών «στοιχημάτων».


Του
Γιώργου Κ. ΤΣΑΠΟΓΑ


ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ
Η «απελευθέρωση» έφερε τον εκφυλισμό

Η  πολιτική λιτότητας για τα εισοδήματα των εργαζομένων και η πλήρης ασυδοσία των μεγαλοεπιχειρήσεων - μεγαλοκαταστημάτων οδηγούν σε υπονόμευση του θεσμού των εκπτώσεων

Σε ένα καθεστώς πλήρους «απελευθέρωσης» της αγοράς και παράδοσής της στο μεγάλο κεφάλαιο και τα μεγαλοκαταστήματα σε βάρος τόσο των μικρών και αυτοαπασχολούμενων εμπόρων όσο και των καταναλωτών, ξεκίνησαν τη Δευτέρα και θα ολοκληρωθούν στις 28 Φλεβάρη οι χειμερινές εκπτώσεις. Εκπτώσεις, που στην πραγματικότητα δε φαίνεται να «σπάνε» την κακή παράδοση των τελευταίων ετών, που θέλει αυτή η περίοδος να μη δίνει την απαιτούμενη ανάσα και ανάκαμψη του τζίρου, που θα περίμενε ο εμπορικός κόσμος, ώστε να αντισταθμιστεί η ακινησία όλου του υπόλοιπου χρόνου. Κι αυτό, κύρια επειδή το διαθέσιμο εισόδημα των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων - της πλειοψηφίας, δηλαδή, των καταναλωτών - δεν αφήνει περιθώρια για πολλά - πολλά. Γιατί, εδώ που τα λέμε, εκείνο που ενδιαφέρει τους εργαζόμενους δεν είναι τα ποσοστά των εκπτώσεων που μπορεί να φτάνουν το 50 και το 60%, αλλά η έλλειψη χρημάτων και οι - έτσι κι αλλιώς - ακριβές τιμές.

Η απόφαση της κυβέρνησης για το χρόνο και τη διάρκεια των εκπτώσεων πάρθηκε ενάντια στο αίτημα του εμπορικού κόσμου για περιορισμό της διάρκειάς τους σε ένα μήνα το χειμώνα και ένα το καλοκαίρι, σε συνδυασμό με περιορισμό των προσφορών, τις οποίες καθόρισε σε δύο μήνες περίπου. Ολη την εβδομάδα που πέρασε, η εικόνα στην αγορά απείχε παρασάγγας από την εικόνα που επικρατούσε στις εκπτώσεις άλλων ετών. Κι αυτό καθώς η περιορισμένη αγοραστική δύναμη των μισθοσυντήρητων οικογενειών εξαντλήθηκε κατά την περίοδο των γιορτών, κατά την οποία και πάλι σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά κατέγραψε πτώση του τζίρου των καταστημάτων κατά 10% περίπου. Μια πτώση μάλιστα, που οι έμποροι την απέδωσαν στο ότι πολλοί καταναλωτές περίμεναν την έναρξη των εκπτώσεων. «Διαψευστήκαμε ως προς αυτό», τόνισε μιλώντας στο «Ρ» ο Γ. Χατζηγεωργίου, μέλος του ΔΣ της Εθνικής Συνομοσπονδίας Ελληνικού Εμπορίου (ΕΣΕΕ), «αφού για άλλη μια φορά αποδείχτηκε ότι οι πελάτες των εμπορικών καταστημάτων, που στην πλειοψηφία τους είναι μισθοσυντήρητοι, αδυνατούν να πραγματοποιήσουν αγορές εξαιτίας των χαμηλών τους εισοδημάτων». Από την άλλη μεριά, συμπληρώνει ο ίδιος, ακόμα και την ελάχιστη κίνηση που μπορεί να υπάρχει την καρπώνονται τα μεγαλοκαταστήματα, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο παραπλανούν τους καταναλωτές, με αποτέλεσμα ο όποιος τζίρος γίνεται στην αγορά να έχει μετατοπιστεί σ' αυτά. Αξίζει, μάλιστα, να σημειωθεί ότι ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτών των εκπτώσεων είναι το γεγονός ότι τα καταστήματα δεν πωλούν είδη από το στοκ για να ξεπουλήσουν, αλλά καινούρια είδη προκειμένου να προσελκύσουν το ενδιαφέρον των καταναλωτών που ωστόσο «δείχνουν πλήρη αδιαφορία», όπως μας είπε ο Γ. Χατζηγεωργίου.

Εκφυλισμός

Τον εκφυλισμό του θεσμού των εκπτώσεων και την «απελευθέρωση» των προσφορών, την οποία εκμεταλλεύονται τα μεγάλα καταστήματα ουσιαστικά ολόκληρο το χρόνο, με εξαίρεση ένα εικοσαήμερο πριν και μετά τις εκπτώσεις, καταγγέλλει με ανακοίνωσή της η Ομοσπονδία Εμπορικών Συλλόγων Βορειοδυτικής Ελλάδας και Νήσων. Η Ομοσπονδία υπογραμμίζει ότι η εξέλιξη αυτή που θεσμοθέτησε η κυβέρνηση με τις ευλογίες της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΕΣΕΕ - που ευθυγραμμίζεται με τα συμφέροντα των μεγαλοκαταστημάτων - είναι ενάντια στα συμφέροντα των μικρών και αυτοαπασχολούμενων εμπόρων. Μια εξέλιξη, που, θα πρέπει να σημειώσουμε, στα πλαίσια της ήδη «ελεύθερης αγοράς», δεν εξυπηρετεί ούτε τους καταναλωτές που καλούνται να αγοράσουν τα προϊόντα με έκπτωση στις ούτως ή άλλως υψηλές τιμές εκκίνησης που έχει διαμορφώσει αυτή η «ελεύθερη» αγορά.

Η Ομοσπονδία τονίζει ότι «η απελευθέρωση» του θεσμού των εκπτώσεων δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία». Είναι ένας κρίκος, σημειώνει, «στην αλυσίδα των φιλομονοπωλιακών μέτρων που παίρνει η κυβέρνηση στα πλαίσια της λεγόμενης ελεύθερης αγοράς και της ΟΝΕ, δηλαδή της συγκέντρωσης της αγοράς σε λίγες μεγαλοεπιχειρήσεις». Και συμπληρώνει ότι «από το 1991 και μετά, κάτω από την πίεση γνωστών πολυεθνικών αλυσίδων και με το πρόσχημα ότι η μεγαλύτερη διάρκειά τους βοηθά στην "ανταγωνιστικότητα" και την "αποκλιμάκωση" του πληθωρισμού δρομολογήθηκαν μια σειρά κυβερνητικές παρεμβάσεις, όπως η αύξηση της διάρκειας των εκπτώσεων, η πραγματοποίηση προσφορών κ.α. που οδήγησαν το θεσμό στον εκφυλισμό από το πραγματικό περιεχόμενό του, που ήταν η ρευστοποίηση, με χαμηλές τιμές για τους καταναλωτές, των πραγματικών αποθεμάτων στο τέλος της χειμερινής και θερινής περιόδου. Από όλες αυτές τις αλλαγές οι μόνοι που ωφελήθηκαν και ωφελούνται είναι οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι αλυσίδες πολυκαταστημάτων και σούπερ μάρκετ και οι πολυεθνικές, που σήμερα έχουν συγκεντρώσει πάνω από το 60% της κατανάλωσης, πολλαπλασιάζοντας τα κέρδη τους. Με την ασύδοτη δράση τους δημιουργούν ψεύτικα καταναλωτικά πρότυπα, αφού πολλές φορές χρησιμοποιούν μεθόδους όπως πολυδάπανες παραπλανητικές διαφημίσεις, τιμές κάτω του κόστους για ορισμένα προϊόντα "κράχτες", τις "άτοκες" δόσεις, εικονικές προσφορές, προϊόντα αμφίβολης ποιότητας ή ειδικών προδιαγραφών κ.ά.».

Τις παραπάνω εξελίξεις «ευλόγησε» με τη στάση της και η πλειοψηφία του ΔΣ της ΕΣΕΕ, που, όπως καταγγέλλει η Ομοσπονδία, ως ένθερμος υποστηρικτής της «οικονομίας της αγοράς», συναίνεσε στη σταδιακή «απελευθέρωση», αγνοώντας τη θέληση της πλειοψηφίας του εμπορικού κόσμου. Χαρακτηριστικό για τη στάση της πλειοψηφίας είναι το γεγονός ότι απέναντι στην πρόσφατη «απελευθέρωση» των προσφορών που η εφαρμογή της θα αποτελέσει καίριο πλήγμα για τις μικρές επιχειρήσεις και τους καταναλωτές, εκείνη «διαμαρτύρεται» αντιπροτείνοντας να πραγματοποιούνται οι προσφορές από μια εβδομάδα σε πέντε συγκεκριμένους μήνες το χρόνο. Η στάση της για το θέμα των εκπτώσεων περιορίζεται στο να ζητά απλώς περιορισμό της περιόδου των εκπτώσεων, αποσιωπώντας συνειδητά το γεγονός ότι η απελευθέρωση των προσφορών είναι που ήθελαν και εξασφάλισαν οι μεγαλέμποροι.

Οπως επισημαίνει η Ομοσπονδία Εμπορικών Συλλόγων Βορειοδυτικής Ελλάδας και Νήσων, ακόμα και μια θετική ρύθμιση των εκπτώσεων και των προσφορών δεν αρκεί από μόνη της για την αντιμετώπιση της έντονης κρίσης που αντιμετωπίζουν οι μικρές εμπορικές επιχειρήσεις. Μεταξύ άλλων σημειώνει συγκεκριμένα ότι «μια τέτοια ρύθμιση χρειάζεται να συνοδευτεί με ένα σύνολο μέτρων όπως σχεδιασμένη ανάπτυξη με κλαδικές και περιφερειακές πολιτικές, στήριξη των λαϊκών εισοδημάτων, πολιτική ελέγχου των τιμών εκεί όπου διαμορφώνονται, φραγμοί στη δράση των μεγάλων επιχειρήσεων, θέσπιση ισχυρών κινήτρων στις μικρές επιχειρήσεις, μαζική συνεταιριστικοποίησή τους, επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι μικρές επιχειρήσεις.

Για όλα αυτά απαιτείται η συσπείρωση των μικρών εμπόρων, επαγγελματιών και βιοτεχνών, η κινητοποίηση του συνδικαλιστικού κινήματος σε μια κατεύθυνση αντιμονοπωλιακή, που θα διεκδικεί την αλλαγή των ασκούμενων πολιτικών συνολικά. Γιατί είναι ένα το κρατούμενο ότι στα πλαίσια της πολιτικής κεφαλαίου, ΕΕ και κυβέρνησης δε χωράνε ικανοποιητικές λύσεις για τις μικρές επιχειρήσεις. Οσο για τις σημερινές πλειοψηφίες της ΕΣΕΕ και της ΓΣΕΒΕΕ, που συντάσσονται με αυτές τις πολιτικές, θα πρέπει οι ίδιοι οι μικρέμποροι και βιοτέχνες να τις απομονώσουν, παίρνοντας τις τύχες τους στα χέρια τους σε ένα κοινό μέτωπο με τους εργατοϋπαλλήλους, αγρότες, συνταξιούχους. Και η παρέμβαση της Ομοσπονδίας καταλήγει τονίζοντας: «Μόνο σε μια τέτοια προοπτική μπορούμε να βάλουμε εμπόδια στα χειρότερα που έρχονται, να αποσπούμε έστω κάποιες παραχωρήσεις, που για να διασφαλιστούν και να διευρυνθούν πρέπει να στοχεύουμε στην ανατροπή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής και να επιβάλλουμε μια άλλη πολιτική έξω από τα γνωστά και συνηθισμένα που γνωρίσαμε μέχρι σήμερα, μια πολιτική της λαϊκής οικονομίας και ανάπτυξης».


Μελίνα ΖΙΑΓΚΟΥ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ