ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 29 Αυγούστου 2015
Σελ. /20
Οι ανησυχίες για την οικονομία της Ευρωζώνης και η διέξοδος

Από αριστερά προς τα δεξιά: Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντ. Τουσκ, ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζ. Κ. Γιούνκερ, και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μ. Ντράγκι
Από αριστερά προς τα δεξιά: Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντ. Τουσκ, ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζ. Κ. Γιούνκερ, και ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μ. Ντράγκι
«Εξαιρετικά ανησυχητικά είναι τα τελευταία στοιχεία που αφορούν στις οικονομικές επιδόσεις των χωρών της Ευρωζώνης στο δεύτερο τρίμηνο του 2015. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Eurostat, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στο διάστημα Απριλίου - Ιουνίου διαμορφώθηκε στο 0,3%, έναντι 0,4% το προηγούμενο τρίμηνο και επίσης 0,4% που ανέμεναν οι οικονομολόγοι. Σε ορισμένες, μάλιστα, χώρες η εικόνα είναι αρκετά χειρότερη. Η γαλλική οικονομία, για παράδειγμα, έμεινε στάσιμη στο συγκεκριμένο διάστημα, οι οικονομίες Ιταλίας, Ολλανδίας και Αυστρίας ενισχύθηκαν οριακά - και πάντως, διόλου ικανοποιητικά - ενώ το ΑΕΠ της Φινλανδίας συρρικνώθηκε για τέταρτο συνεχόμενο τρίμηνο, αποδεικνύοντας ότι η άλλοτε κραταιά οικονομικά χώρα έχει εισέλθει για τα καλά στον αστερισμό της ύφεσης. Ακόμη και στη Γερμανία, ο ρυθμός ανάπτυξης διαμορφώθηκε στο 0,3% έναντι της αρχικής εκτίμησης που κινούνταν στο 0,5%» («Ημερησία», 18/8/2015).

Τα αστικά οικονομικά αλλά και άλλα επιτελεία τόσο της Ευρωζώνης και της ΕΕ, όσο και των κρατών - μελών τους παρακολουθούν την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας που εξελίσσεται πράγματι με ρυθμούς που σε περιόδους καπιταλιστικής δυναμικής ανάπτυξης θα θεωρούνταν σημάδια στα πρόθυρα οικονομικής κρίσης. Πράγματι, αυτοί οι ρυθμοί είναι δείγμα ύφεσης. Τώρα, όμως, με δεδομένη τη διαχείριση μιας εξάχρονης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης γενικευμένης και βαθιάς, ανεξάρτητα από το σημείο του κύκλου της σε κάθε ξεχωριστή καπιταλιστική οικονομία, ακόμη και το +0,1% αύξηση του ΑΕΠ το πανηγυρίζουν. Ενώ το -0,1% τους προκαλεί πανικό πισωγυρίσματος σε κρίση. Συμβάλλει σ' αυτό και η πορεία των άλλων ισχυρών καπιταλιστικών οικονομιών (ΗΠΑ, Ιαπωνίας, Ρωσίας, Βραζιλίας), αλλά και της δεύτερης διεθνώς οικονομίας, της Κίνας, επειδή άλλες βρίσκονται σε ύφεση (Ρωσία), άλλες σε επιβράδυνση (Ιαπωνία και ιδιαίτερα Κίνα, πρόσφατα και τα σημάδια στις ΗΠΑ δεν είναι καλά), επομένως αυτή η κατάσταση δρα αρνητικά στις εξαγωγές, κατά συνέπεια και στην ανάκαμψη.

Τα εργαλεία και οι πιέσεις

Το ουσιαστικό όμως ζήτημα δεν είναι η παρακολούθηση των ρυθμών του 0,1% αλλά ότι συνολικά η καπιταλιστική οικονομία της Ευρωζώνης δεν μπορεί να ξεκολλήσει απ' αυτούς τους ρυθμούς, παρά και τη δημοσιονομική χαλάρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), τη μεγάλη μείωση των τιμών του πετρελαίου, άρα συνολικά της Ενέργειας, και το φτηνότερο ευρώ.

Υπήρξαν πρόσφατα άρθρα στα αστικά ΜΜΕ, ιδιαίτερα αυτά που ασχολούνται με την οικονομία, τα οποία εκτιμούσαν ότι τελειώνουν και τα μέτρα που μπορούσαν να εφαρμόζουν οι Κεντρικές Τράπεζες για να τονώνουν τις καπιταλιστικές οικονομίες.

Σε πρόσφατο άρθρο του «Bloomberg» αναφερόταν: «Εχουν αυξηθεί αρκετά οι πιέσεις προς την ΕΚΤ να θέσει υπό συζήτηση την επέκταση ή παράταση του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης πέραν του καλοκαιριού του 2016. Η ΕΚΤ παρακολουθεί το πώς οι επενδυτές λαμβάνουν μέτρα, ώστε να προστατεύσουν τις επενδύσεις τους από τη μελλοντική διακύμανση των τιμών. Ετσι θα αντιληφθεί και εάν και η ίδια θα εκπληρώσει τον στόχο του πληθωρισμού ελάχιστα κάτω από το 2%. Τα πράγματα από τα τέλη Ιουλίου και μετά επιδεινώθηκαν. Η κάμψη στις τιμές του "μαύρου" χρυσού και οι φθηνότερες εισαγωγές προϊόντων στην Ευρώπη από χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας μετά την υποτίμηση του γουάν και άλλων νομισμάτων της περιφέρειας ίσως επιτείνουν το πρόβλημα. Οι επενδυτές σκέπτονται ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να παρατείνει τη διάρκεια ή να διευρύνει το εύρος του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης με μηνιαίες αγορές περιουσιακών στοιχείων 60 δισ. ευρώ. Τυπικά λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου 2016».

Πιέσεις λοιπόν δέχεται η ΕΚΤ, αλλά πράγματι τα εργαλεία των Κεντρικών Τραπεζών εξαντλούνται, άλλωστε ποτέ δεν έφταναν για να συμβάλουν στη διαχείριση της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και την έξοδο μιας καπιταλιστικής οικονομίας απ' αυτήν σε όφελος του κεφαλαίου. Στην Ευρωζώνη, πιο σωστά, στα κράτη - μέλη της, το πρόγραμμα των αναδιαρθρώσεων που επικέντρωνε στην απαξίωση της τιμής της εργατικής δύναμης ήταν αυτό που ουσιαστικά θεωρούνταν το βασικό εργαλείο διαχείρισης της κρίσης, συμβολής στην αναπαραγωγή κερδών και την έξοδο σε όφελος του κεφαλαίου. Χρειάζεται βεβαίως και το φτηνό χρήμα στα τραπεζικά δάνεια για επενδύσεις, αυτό που κάνει τώρα η ΕΚΤ με το συγκεκριμένο πρόγραμμα και με όρο το φτηνό χρήμα να δίνεται αποκλειστικά στην «πραγματική οικονομία», όπως ονομάζουν την παραγωγή, χρειάζεται και κρατικό χρήμα για επενδύσεις καθώς και πεδία οικονομίας για επενδύσεις. Γι' αυτό μιλούν για προγράμματα παραγωγικής ανασυγκρότησης, με επενδυτικούς στόχους, την άνοδο της παραγωγικότητας και σε τομείς με συγκριτικά πλεονεκτήματα.

Η ανάπτυξη που δεν έρχεται

Παρ' όλ' αυτά, όμως, καπιταλιστική ανάπτυξη δεν έρχεται. Να θυμίσουμε εδώ τις παραινέσεις του ΔΝΤ, αλλά και του ΟΟΣΑ για ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης. Είναι ένα στοιχείο που απαιτεί όμως πολιτική ενίσχυσης μισθών, που αντιβαίνει στην αύξηση του ποσοστού κέρδους. Αντίφαση αξεπέραστη που οξύνεται σ' αυτές τις συνθήκες. Ταυτόχρονα, πασχίζουν με την εξαγωγική δραστηριότητα (στην περίοδο της κρίσης γίνεται συνεχώς συζήτηση στα αστικά επιτελεία για τόνωση του εξωγενούς τομέα της οικονομίας), αλλά ούτε αυτό φέρνει ανάπτυξη. «Οι φθηνότερες εισαγωγές προϊόντων στην Ευρώπη από χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας μετά την υποτίμηση του γουάν και άλλων νομισμάτων της περιφέρειας ίσως επιτείνουν το πρόβλημα», αναφέρει το άρθρο του «Bloomberg», αλλά ταυτόχρονα χώρες με φθηνότερα σε σχέση με το ευρώ νομίσματα μειώνουν τις εξαγωγές και αυτό δρα επίσης ανασχετικά στην ανάπτυξη της Ευρωζώνης. Ετσι, όλοι οι παράγοντες επιδρούν αρνητικά και στο να γίνουν επενδύσεις. Και χωρίς επενδύσεις καπιταλιστική ανάπτυξη δεν γίνεται.

Σε άρθρο της ιστοσελίδας «capital.gr», 25/8/2015, αναφέρονται τα εξής: «Προς το παρόν το ευρώ έχει αρχίσει να ενισχύεται σαν αποτέλεσμα της εξόδου μεγάλων όγκων κεφαλαίου από τις αναδυόμενες αγορές, παρά τη μεγάλη ζημιά που υφίστανται οι τιμές μετοχών και εμπορευμάτων στα ευρωχρηματιστήρια.

Η "ενίσχυση" αυτή δεν είναι ευπρόσδεκτη καθώς συνδυάζεται με τη διολίσθηση του γουάν και συνολικά των νομισμάτων των αναδυόμενων αγορών, ιδιαίτερα στην Ασία.

Οι εύθραυστοι δείκτες της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη αρχίζουν ήδη να συμπιέζονται με σημείο αναφοράς εκείνους της μεγαλύτερης εξαγωγικής οικονομίας της, της γερμανικής.

Και στην Ιταλία όμως η ανησυχία αυξάνεται γιατί αν και η Γερμανία είναι ο μεγάλος εμπορικός εταίρος της ασθμαίνουσας κινέζικης οικονομίας η ιταλική βιομηχανία παραμένει ο μεγαλύτερος υπεργολάβος των Γερμανών εξαγωγέων και των εμπορικών εταίρων της Κίνας.

Βέβαια το μεγάλο ερωτηματικό παραμένει η αβεβαιότητα για το αν και πότε της αύξησης των αμερικανικών επιτοκίων. Το ερωτηματικό αυτό εξακολουθεί να είναι ο μεγαλύτερος τροφοδότης της αναταραχής στο διεθνές νομισματικό σύστημα που αποσταθεροποιεί τις αγορές κεφαλαίου.

Σε αυτό το φαύλο κύκλο ο κ. Draghi πρέπει να βρει καινούργια "φάρμακα" πέρα από την διαρκή αύξηση της ρευστότητας η οποία όπως αποδεικνύει και η ανοικτή πλέον πληγή στην Κίνα δεν είναι ικανή "θεραπεία"».

Σ' αυτό βεβαίως το απόσπασμα του συγκεκριμένου άρθρου δεν αναδεικνύονται μόνο οι δυσκολίες της ΕΚΤ, αλλά και των άλλων παραγόντων με τους οποίους πασχίζουν να αντιστρέψουν την αρνητική κατάσταση στην οικονομία της Ευρωζώνης και ιδιαίτερα το γεγονός ότι δεν αρκούν οι εξαγωγές, αφού υπάρχουν εργαλεία για μείωσή τους όπως π.χ. στο παράδειγμα της Κίνας με την υποτίμηση του γουάν ή την ενίσχυση συγκριτικά με πριν του ευρώ λόγω μεταφοράς κεφαλαίων και επένδυσής τους σ' αυτό, κεφαλαίων που απεμπλέκονται από μετοχές επιχειρηματικών ομίλων λόγω μείωσης της αξίας τους (και εδώ έχει επιδράσει η κρίση), άρα και χασούρας σε κέρδη, πιθανόν και σε επενδυτικά κεφάλαια.

Οι αντιθέσεις και η διέξοδος

Η εικόνα δείχνει ένα φαύλο κύκλο και έτσι είναι στην πραγματικότητα. Επίσης, η εικόνα αυτή εμφανίζεται στις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρωζώνης, όπου βεβαίως το κοινό νόμισμα απαιτεί ενιαίο πλαίσιο διαχείρισης αλλά κάθε κράτος - μέλος ενδιαφέρεται πρωτίστως για την ενίσχυση ή τη λιγότερη ζημιά για τα δικά του μονοπώλια.

Αυτή η πραγματικότητα οξύνει στο έπακρο τους ανταγωνισμούς εντός Ευρωζώνης. Αυτό εκδηλώθηκε στις αρχές του καλοκαιριού με την όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα σε Γερμανία και Γαλλία για το ζήτημα της λεγόμενης οικονομικής διακυβέρνησης, ως πλαίσιο που θα αποτρέπει τις κρίσεις, όπως λένε, πράγμα αδύνατο όμως στον καπιταλισμό, ή να τις διαχειρίζονται αποτελεσματικά, επίσης πράγμα δύσκολο. Και εδώ εκφράζονται τα ιδιαίτερα συμφέροντα των μονοπωλίων κάθε κράτους, αλλά και ο ιδιαίτερος ηγετικός ρόλος που θέλουν να διαδραματίζουν καθένα από τα δύο ηγετικά κράτη, Γερμανία, Γαλλία, με διεθνείς προεκτάσεις, δηλαδή σε συνδυασμό με συμμάχους και εκτός ΕΕ (π.χ. ΗΠΑ, Ρωσία, κ.λπ.).

Ο αστικός Τύπος στην Ελλάδα παρουσίασε αυτές τις αντιθέσεις, πάνω - κάτω, ως εξής: «Κυβέρνηση της Ευρωζώνης ή υπερυπουργείο Οικονομικών; Η αντιπαράθεση για το μέλλον της Ευρωζώνης δεν είναι θεσμική ούτε τεχνοκρατική αλλά βαθύτατα πολιτική, χωρίς όμως τρίτη και σαφή διατύπωση του τι ακριβώς διακυβεύεται στην αντιπαράθεση Σόιμπλε - Ολάντ. Ο Σόιμπλε και ένα ισχυρό τμήμα της γερμανικής ελίτ με την πρόταση για υπερυπουργείο Οικονομικών - δημοσιονομική διακυβέρνηση προσπαθούν να επιβάλουν ως μη αντιστρέψιμη την αυστηρή δημοσιονομική πολιτική. Η πρόταση Ολάντ, από την άλλη μεριά, για κυβέρνηση της Ευρωζώνης γίνεται παρά την πάγια γαλλική αλλεργία για βήματα που ξεπερνούν τα όρια της διακυβερνητικής συνεργασίας και έχουν ομοσπονδιακή δυναμική, με δεδομένη την ύπαρξη μιας πλειοψηφίας χωρών που σε έναν σκληρό ομοσπονδιακό πυρήνα ή σε μια ομοσπονδιακή Ευρωζώνη θα επέλεγαν τις απόψεις του Κέινς» («Εθνος» 9/8/2015).

Βεβαίως, οι κυβερνήσεις της Γαλλίας, της Ιταλίας και άλλων, δεν θέλουν να εφαρμόσουν πολιτική Κέινς, αλλά επιδιώκουν μεγαλύτερη χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής. Επίσης η Γαλλία δεν επιδιώκει μετατροπή της ΕΕ σε ομοσπονδία. Είναι διαφορετική η πρόταση για «κυβέρνηση» Ευρωζώνης ή ΕΕ. Η όξυνση αυτών των αντιθέσεων εκδηλώθηκε με αφορμή τις συζητήσεις για τη συμφωνία της Ελλάδας και την παραμονή της στην Ευρωζώνη ή grexit, και συνεχίζουν να υπάρχουν παρότι είναι τώρα σε ύφεση, άλλωστε η καπιταλιστική οικονομία της Ευρωζώνης απαιτεί και νέες παρεμβάσεις για να ανακάμψει, αν τα καταφέρουν να την ανακάμψουν. Πού θα οδηγήσουν αυτές οι αντιθέσεις, σε δύο Ευρωζώνες, όπως έχει γραφτεί, σε μία με δύο ταχύτητες, σε διάλυσή της, κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Αλλωστε, την εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα αυτό που πρέπει να τους ενδιαφέρει είναι τα δικά τους συμφέροντα κόντρα στα συμφέροντα του κεφαλαίου. Που απαιτούν ρήξη με την εξουσία του κεφαλαίου, εργατική, λαϊκή εξουσία, κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων για να μπει η οικονομία στην υπηρεσία των λαϊκών αναγκών και αυτά δε χωρούν στην Ευρωζώνη και στην ΕΕ.


Ι.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ