«Η κυβέρνηση δεν είναι ανίκητη», διαμηνύουν τα ταξικά συνδικάτα και καλούν σε πανστρατιά το σύνολο των λαϊκών στρωμάτων, καθώς πλέον είναι καθαρό πως όλοι -πλην της άρχουσας τάξης - πλήττονται βάρβαρα
Οι δυνάμεις που συσπειρώνονται στο Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο (ΠΑΜΕ), έχοντας ήδη έγκριση από τους εργαζόμενους για την οργάνωση παραπέρα του αγώνα, καλούν και μετά την Πέμπτη 26 Απρίλη, σε πανστρατιά για την απεργία της Πρωτομαγιάς. Στα συνδικάτα συζητούν ήδη και τις επόμενες κινητοποιήσεις για το πρώτο 15ήμερο του Μάη. Η ΔΑΣ στη ΓΣΕΕ κατέθεσε συγκεκριμένη πρόταση για νέα απεργία στις 10 Μάη.
Την Τρίτη, 24 Απρίλη, Ομοσπονδίες και συντονιστικές επιτροπές καλούνται από το ΠΑΜΕ σε σύσκεψη για την οργάνωση του αγώνα (θα γίνει στις 6 το απόγευμα στην αίθουσα του συνδικάτου Οικοδόμων (Βερανζέρου 1, πλ. Κάνιγγος, στο 2ο όροφο).
Για την Αθήνα οι πρώτοι αγωνιστικοί σταθμοί έχουν καθοριστεί:
Το αγωνιστικό πλαίσιο είναι επίσης καθαρό:
Το μήνυμα ένα: Η κυβέρνηση δεν είναι ανίκητη. Παρά τη στήριξη που έχει από τον ΣΕΒ και τη ΝΔ δεν είναι άτρωτη.
Είναι μερικές από τις εγκληματικές και άμεσες συνέπειες των προτάσεων της κυβέρνησης για το Ασφαλιστικό. Σε πρώτη ανάγνωση, πρόκειται για μια επέκταση των αντιασφαλιστικών νόμων της ΝΔ, της περιόδου 1990 - 1992, σε όλους τους ασφαλισμένους (πριν και μετά το 1993). Νόμους που το ΠΑΣΟΚ διακήρυσσε τότε ότι θα καταργήσει για να έρθει σήμερα να δηλώσει ότι ήταν αποτελεσματικοί και γι' αυτό τους επεκτείνει!
Από τις κυβερνητικές ανακοινώσεις προκύπτει μια συνολική χειροτέρευση της κατάστασης για τους ασφαλισμένους, παλιούς και νέους. Για παράδειγμα καταργείται η 35ετία και το νέο όριο είναι τα 40 χρόνια εργασίας για συνταξιοδότηση χωρίς όριο ηλικίας. Στη χώρα μας, με τα δεκάδες ασφαλιστικά ταμεία, οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης διαφέρουν από κλάδο σε κλάδο και ανάλογα την κάθε περίπτωση. Αυτό σημαίνει ότι οι προτάσεις της κυβέρνησης πλήττουν πολύμορφα όλους τους ασφαλισμένους, τόσο του ιδιωτικού, όσο και του δημόσιου τομέα.
Το εύρος των συνεπειών είναι αρκετά ορατό, ωστόσο δεν αποκλείονται χειρότερες εξελίξεις, καθώς η κυβέρνηση απέφυγε για ευνόητους λόγους να αναλύσει τις προτάσεις της. Μεταξύ άλλων, την περασμένη Πέμπτη ο υπουργός Εργασίας αναφέρθηκε αόριστα και σε κάποια «αντικίνητρα», τα οποία θα στοχεύουν στην παράταση του χρόνου εργασίας από την πλευρά του εργαζόμενου, έτσι ώστε να βελτιώσει τη σύνταξή του. Ανάλογα σημεία έμειναν αδιευκρίνιστα από την κυβέρνηση, η οποία προφανώς θα τα παρουσιάσει αναλυτικότερα στο τραπέζι του «κοινωνικού διαλόγου».
Ας δούμε συνοπτικά πώς ξεδιπλώνεται η μεγάλη ανατροπή δικαιωμάτων και κατακτήσεων:
Προβλέπονται επίσης τα εξής:
Σημαντικό πλήγμα στο θεσμό των κατώτερων συντάξεων επιφέρει με τις προτάσεις της η κυβέρνηση, επιδιώκοντας να θεσπίσει εισοδηματικά κριτήρια για τη συμπλήρωσή τους. Τόσο από την εξαγγελία του μέτρου, όσο και από τις διευκρινιστικές απαντήσεις που έδωσε η κυβέρνηση, προκύπτει ευθέως μείωση του ποσού της κατώτερης σύνταξης. Είναι χαρακτηριστικό πως όσοι κυβερνητικοί παράγοντες χρειάστηκε να απαντήσουν σε σχετικές ερωτήσεις, απέφυγαν να αναφέρουν συγκεκριμένο ποσό που να αντιστοιχεί στην κατώτερη σύνταξη.
Τα κατώτερα όρια συντάξεων είναι «αγκάθι» για την κυβέρνηση και την Ευρωπαϊκή Ενωση και πολλές φορές στο παρελθόν έχουν ακουστεί φωνές για την κατάργησή τους. Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με όσα έχει δηλώσει ο υπουργός Εργασίας, αλλά με αδιευκρίνιστες τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις και το ύψος των κριτηρίων, προτιμήθηκε να ακολουθηθεί ο πλάγιος δρόμος για το χτύπημά τους.
Σήμερα, ο ασφαλισμένος που συνταξιοδοτείται με τα ελάχιστα ένσημα δικαιούται την κατώτερη σύνταξη, η οποία είναι περίπου 124.000 δραχμές. Τα ένσημα που έχει υπολογίζονται για να διαμορφωθεί η σύνταξή του και η διαφορά μέχρι τις 124.000 δραχμές δίνεται από το ταμείο του.
Για παράδειγμα, συνταξιούχος που η σύνταξή του με βάση τα ένσημα είναι 60.000 δραχμές, ενισχύεται με άλλες 64.000 δραχμές από το ταμείο.
Σύμφωνα με τις κυβερνητικές προτάσεις, στο μέλλον θα ισχύει το εξής: Εάν η σύνταξη είναι 60.000 δραχμές, το ταμείο θα την ενισχύει με ένα επίδομα τύπου ΕΚΑΣ, το ύψος του οποίου, καθώς και η χορήγησή του, θα εξαρτάται από εισοδηματικά κριτήρια που δεν έχουν συγκεκριμενοποιηθεί. Δεδομένου ότι ακόμη και το ΕΚΑΣ το παίρνει μια μικρή, συγκριτικά, μερίδα συνταξιούχων του ΙΚΑ, θα παρουσιαστεί το εξής φαινόμενο: Κάποιοι συνταξιούχοι θα φτάσουν τα κατώτερα όρια και θα ενισχυθούν με το ΕΚΑΣ. Αλλοι θα παίρνουν μικρότερη σύνταξη από αυτή που έχει οριστεί σαν κατώτερη. Θα δημιουργηθούν έτσι κατώτερα όρια «πολλών ταχυτήτων».
Μια τέτοια κατάσταση ανοίγει το δρόμο για την κατάργηση των κατωτάτων ορίων, στα πλαίσια της γνωστής κυβερνητικής άποψης περί «νοικοκυρέματος» στο ασφαλιστικό σύστημα.