Πρώτη ολοκληρωμένη ηχογράφηση του έργου του Μίκη Θεοδωράκη «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού»
«Δυο γιους είχες μανούλα μου,/ δυο δέντρα, δυο ποτάμια./ Δυο κάστρα βενετσιάνικα,/ δυο δυόσμους, δυο λαχτάρες./ Ενας για την Ανατολή/ κι ο άλλος για τη Δύση/ και συ στη μέση μοναχή,/ μιλάς, ρωτάς τον Ηλιο...» («Το Ονειρο»).
«Με το "Τραγούδι του νεκρού αδελφού"», σημείωνε ο Μ. Θεοδωράκης, ένα χρόνο μετά την πρώτη παρουσίαση του έργου, «θέλησα να δοκιμάσω την ωριμότητα των νέων εκφραστικών μέσων, που είχαν στο μεταξύ δημιουργηθεί» (σ.σ. μετά την τελετουργική παρουσίαση του «Επιταφίου»), «βάζοντάς τα στην υπηρεσία μιας ολοκληρωμένης αρχιτεκτονικής μορφής, που οι λεπτομέρειές της ήταν ακόμα τυλιγμένες με ομίχλες κι ερωτηματικά. Από πού θα δανειζόμουν το μύθο του έργου; Ξαφνικά ανακάλυψα ότι ζούμε περικυκλωμένοι απ' τους σύγχρονους ήρωες, θεούς, ημίθεους, πεπρωμένα και σύμβολα. Απ' τη σύγχρονη, τη δική μας μυθολογία. Η φυλή μας, σαν μια καινούρια γενιά του Οιδίποδα, χωρίστηκε σε δυο αντίπαλα στρατόπεδα. Οπως άλλοτε ο Πολυνείκης και ο Ετεοκλής, το ίδιο και τώρα, αδέλφια, φίλοι, συγγενείς, συμπολίτες, αλληλοσκοτώθηκαν μπροστά στα μάτια της Ιοκάστης, που εμείς τη φωνάζουμε Μάνα! Μου 'τυχε να ζήσω προσωπικά μια τέτοια σκηνή. Ο ένας αδελφός βρισκόταν μέσα στο μπουλούκι που δεχότανε το ομαδικό ξύλο. Ο άλλος ήταν βασανιστής. Σε μια στιγμή, αναγνωρίζονται. Ορμά ο πρώτος να πνίξει το δήμιο αδελφό του. Κι αυτός, ενώ οι βασανιστές τρέχουν να τον βοηθήσουν, ακούστηκε να τους φωνάζει: "Μην τον αγγίζετε! Είν' αδέλφι μου! Αφήστε τον να με πνίξει!" Εγραψα το πρώτο τραγούδι και το ονόμασα "Το Ονειρο". Κι ένιωσα πως ολόκληρο το έργο βρισκότανε "τελειωμένο" μέσα στο λόγο, στη μουσική και στην κίνηση αυτού του τραγουδιού... Η Μάνα, ο Ηλιος, τ' αδέλφια που ψάχνονται για ν' αλληλοσφαγούν, το χώμα, η γη μας, όπου μπήγουνε μαζί τα φονικά μαχαίρια για να αναβλύσει το Νερό, όσο είναι τα δικά μας μυθικά πρόσωπα και σύμβολα, άλλο τόσο είμαστε κι εμείς οι ίδιοι. Η τελική αλήθεια, η σοφία της γης που μας τρέφει και που μας δέχεται, αναβλύζει από τα σπλάχνα της σαν το νερό, ξεπηδά σαν πηγή: "Του Παύλου και του Νικολιού/ οι μάνες παν αντάμα/ ρωτούν το χώμα να τους πει/ και κείνο στάζει αίμα./ Δεν είναι αναστεναγμός/ που βγαίνει απ' το χώμα/ μόνο πηγή λαχταριστή/ να πιεις να ξεδιψάσεις"». Μέσα από την εμφύλια διαμάχη η Μάνα ξεπετάγεται σαν το πιο οδυνηρό, αλλά και στέρεο σύμβολο της νεοελληνικής «μυθολογίας».
Επηρεασμένος, λοιπόν, από την αρχαία τραγωδία και την τραγικότητα του Εμφυλίου ο συνθέτης τοποθετεί στη θέση του Χορού το λαό. Γι' αυτόν, όπως αναφέρει, «το τραγούδι είναι το χορικό. Το μέσο που ενώνει τους ανθρώπους στο γλέντι τους ή στη λύπη τους. Ειδικά για τον Ελληνα, το τραγούδι είναι με τον αέρα, με το νερό, το ψωμί και την ελευθερία, το πιο αναγκαίο. Επιπλέον, το τραγούδι είναι στοιχείο ενότητας και ο ελληνικός λαός αισθάνεται πολλές φορές την ανάγκη να δείξει την ενότητά του με το τραγούδι». «Ενωθείτε βράχια βράχια./ Ενωθείτε χέρια χέρια./ Τα βουνά και τα λαγκάδια πιάστε το τραγούδι./ Πολιτείες και λιμάνια μπείτε στο χορό./ Σήμερα παντρεύουμε τον Ηλιο,/ τον Ηλιο με τη νύφη τη μονάκριβη την Πασχαλιά!» («Δοξαστικό»).
Ο δημιουργός, όντας πριν απ' όλα συνθέτης, ξεκίνησε το έργο του από τη μουσική, από το τραγούδι. «Εγραψα, αναφέρει ο Μ. Θεοδωράκης, επτά ποιήματα και τραγούδια που το καθένα ήταν μια ολοκληρωμένη μικρή ιστορία με τα δικά της πρόσωπα, σύμβολα και δράση. Και όλες μαζί αυτές οι μικρές ιστορίες φαίνονταν να συγκλίνουν προς μία ενιαία κατεύθυνση - σα να ήταν μέρος μιας μοναδικής "μεγάλης ιστορίας"». Δεκαετίες τώρα αυτή η μεγάλη μελωδική ιστορία, «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού», παραμένει έργο ζωντανό, αξεπέραστο, που πάντα συναρπάζει. Τα τραγούδια του - δέντρα με απλωμένα τα κλαδιά και τα φύλλα τους στις καρδιές, στην ίδια την υπόστασή μας, σχηματίζουν «ένα μικρό δάσος», όπου ζουν και πεθαίνουν πουλιά, μύθοι, άνθρωποι. Είναι αυτό το δάσος, που ο Μ. Θεοδωράκης ονομάζει «ΤΡΑΓΟΥΔΙ, με κεφαλαία».