Eurokinissi |
Θυμίζουμε ότι ο σεισμός που σημειώθηκε με επίκεντρο την περιοχή της Μαγούλας, προκάλεσε υλικές ζημιές και φθορές σε πολλές σχολικές μονάδες, ιδιαίτερα σε κτίρια «γερασμένα», στα οποία δεν έχει γίνει κανένας προσεισμικός έλεγχος εδώ και πολλά χρόνια. Ακόμα και μετά το μεγάλο σεισμό του 1999, οι έλεγχοι σε σχολικά κτίρια δεν εντατικοποιήθηκαν όπως θα έπρεπε, ούτε στο Λεκανοπέδιο, αλλά ούτε και στην υπόλοιπη Ελλάδα, παρά τη μεγάλη σεισμικότητα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι από το 2011 έως τις αρχές του 2017 δεν πραγματοποιήθηκαν καθόλου προσεισμικοί έλεγχοι σχολείων σε όλη τη χώρα, ενώ οι έλεγχοι που ξεκίνησαν μέσα στο 2017 σταμάτησαν το 2018! Κι αυτό όταν πολλά σχολεία στεγάζονται σε παλιά κτίρια, με ξεπερασμένες αντισεισμικές προδιαγραφές, αφού υπολογίζεται ότι τα κτίσματα της περιόδου 1959 - 1985 αποτελούν το 55% του συνολικού αριθμού των σχολείων της χώρας.
Ολα αυτά κάνουν ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη σωματεία, γονείς, εκπαιδευτικοί και μαθητές να διεκδικήσουν την αποκατάσταση άμεσα και έγκαιρα, οπωσδήποτε πριν την έναρξη της σχολικής χρονιάς, όλων των φθορών που προκλήθηκαν σε σχολικά κτίρια της Αττικής από το σεισμό της 19ης Ιούλη.
Να απαιτήσουν τον άμεσο έλεγχο όλων των σχολικών κτιρίων της Αττικής και να διεκδικήσουν την αναγκαία χρηματοδότηση και επιστημονικά εξειδικευμένο προσωπικό ώστε να ενισχυθεί αποφασιστικά ο προσεισμικός έλεγχος στα σχολεία της Αττικής σε μόνιμη και σταθερή βάση.
Ενδεικτική της κατάστασης που διαμορφώθηκε στην Αττική μετά τον πρόσφατο σεισμό είναι η καταγγελία της απερχόμενης δημοτικής αρχής στο Χαϊδάρι. Σύμφωνα με επιστολή προς το υπουργείο Εσωτερικών, με την οποία ο δήμος ζητάει έκτακτη επιχορήγηση ύψους 360.000 ευρώ για την αποκατάσταση των ζημιών, πριν χτυπήσει το κουδούνι στις 11 Σεπτέμβρη, μετά τη διενέργεια των πρώτων αυτοψιών σε 10 σχολεία, τα 6 έχουν κριθεί ακατάλληλα προς χρήση, αν δεν υλοποιηθούν παρεμβάσεις αποκατάστασης των ζημιών.
Ο αριθμός αυτός αναμένεται να μεγαλώσει, καθώς οι έλεγχοι δεν έχουν ακόμα ολοκληρωθεί. Σε 19 από τα 42 σχολικά κτίρια, οι διευθυντές έχουν ζητήσει από το δήμο τη διενέργεια ελέγχων.
Εκτός από το υπουργείο Εσωτερικών, ο δήμος Χαϊδαρίου απευθύνθηκε επίσης με επιστολή στην ΚΤΥΠ ΑΕ και στο υπουργείο Παιδείας, ζητώντας να προχωρήσουν άμεσα οι απαραίτητες ενέργειες για την αποκατάσταση των σχολείων.
«Οπως είναι προφανές, καθίσταται πρακτικά αδύνατο το ενδεχόμενο να μπορούν να λειτουργήσουν στις 11 Σεπτεμβρίου σχολεία του δήμου μας τα οποία επλήγησαν από τον πρόσφατο σεισμό και για τα οποία υπάρχει χαρακτηρισμός Γ ή Δ (δηλαδή ακατάλληλα προς χρήση) στα δελτία αυτοψιών της ΚΤΥΠ ΑΕ. Παράλληλα, πέραν των κτιρίων που έχουν κριθεί ως ακατάλληλα, παρεμβάσεις θα πρέπει να υπάρξουν και σε σχολεία με χαρακτηρισμό Α ή Β, δεδομένου ότι και σε αυτά θα υπάρχουν ζημιές ήσσονος σημασίας, αλλά που θα πρέπει να αποκατασταθούν», σημειώνει ο δήμος.
Παρόμοιες ανησυχίες υπάρχουν όμως και σε άλλους δήμους της Αττικής. Για παράδειγμα, στον δήμο Αχαρνών παραμένει ακόμα απροσδιόριστος ο αριθμός των σχολικών κτιρίων που έχουν υποστεί ζημιές. Μεταξύ άλλων, στο 1ο Ενιαίο Λύκειο και στο 6ο Δημοτικό υπάρχουν ρηγματώσεις και ζημιές στην τοιχοποιία.
Ακατάλληλα για χρήση μέχρι να επισκευαστούν έχουν χαρακτηριστεί σχολικά κτίρια και στο Νέο Ηράκλειο. Για παράδειγμα, στον έλεγχο της ΚΤΥΠ στο 1ο Γυμνάσιο, καταγράφηκε ρηγμάτωση στην τοιχοποιία 8 αιθουσών, αποκόλληση τοιχοποιίας σε μία αίθουσα και σε αποθήκη, ρηγματώσεις σε 3 βοηθητικές αίθουσες, καθιζήσεις στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων.
Αντίστοιχα, ζημιές έχουν καταγραφεί στο 4ο και 5ο Δημοτικό, όπου οι εργασίες θα γίνουν με χρονοδιάγραμμα που φτάνει μέχρι τον Δεκέμβρη και μέχρι τότε οι τάξεις που στεγάζονταν στις αίθουσες που θα επισκευάζονται θα μετακομίσουν σε κοντέινερ.
Την ανησυχία γονιών, εκπαιδευτικών και μαθητών επιτείνουν μια σειρά χρόνια και επιδεινούμενα από την πολιτική όλων των κυβερνήσεων προβλήματα, όπως πτώσεις σοβάδων, τοίχοι και οροφές με υγρασία σε σχολικές αίθουσες, τάξεις που βάζουν νερό με τις πρώτες βροχές.
Μια από τις πιο ακραίες περιπτώσεις αποτελεί το 4ο Δημοτικό Σχολείο και Νηπιαγωγείο Βύρωνα, το οποίο είχε σφραγιστεί τον Μάρτη του 2018 ως κτίσμα επικίνδυνο «από άποψη δομική, στατική και δημόσιας ασφάλειας».
Χρόνια σοβαρά στεγαστικά προβλήματα, όπως η στέγαση τάξεων σε κοντέινερ και η απουσία συντήρησης των σχολικών κτιρίων, υπάρχουν και σε μεγάλα σχολικά συγκροτήματα, όπως αυτά της Γκράβας στο δήμο Αθηναίων και της Χωράφας στον δήμο Περιστερίου.
Τις τεράστιες ελλείψεις στην αντισεισμική προστασία των σχολικών κτιρίων επιβεβαιώνουν τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στην ημερίδα της Ανώτατης Συνομοσπονδίας Γονέων (ΑΣΓΜΕ) για τη σχολική στέγη, τον περασμένο Φλεβάρη.
Σύμφωνα με την επίσημη καταγραφή, πάνω από το 50% των σχολείων της χώρας είναι παλιά, έχουν κατασκευαστεί χωρίς σύγχρονο αντισεισμικό υπολογισμό. Θυμίζουμε ότι αντισεισμικοί υπολογισμοί στην Ελλάδα ψηφίστηκαν τρεις: Ο πρώτος - με σημαντικές αδυναμίες και ελλείψεις - το 1959, ο δεύτερος το 1985 και ο σύγχρονος, που με κάποιες τροποποιήσεις ισχύει μέχρι σήμερα, το 1993. Πολλά σχολεία, μάλιστα, ιδίως στο κέντρο πόλεων, έχουν κατασκευαστεί πριν από το 1959, δηλαδή χωρίς καμία αντισεισμική μελέτη.
Μετά από το σεισμό της Αθήνας, το 1999, δόθηκε οδηγία για αντισεισμικό έλεγχο όλων των δημόσιων κτιρίων της χώρας και ιδιαίτερα των σχολείων. Το πρόγραμμα ξεκίνησε να υλοποιείται πολύ αργά, αλλά έστω κι έτσι είχαν ελεγχθεί από τις ΚΤΥΠ (πρώην ΟΣΚ), μέχρι το 2015, 6.583 στατικά ανεξάρτητα κτίρια, στα οποία στεγάζονται 5.114 αυτοδύναμες σχολικές μονάδες.
Τα κτίρια ελέγχθηκαν σε συνεργασία με τις Σχολές Πολιτικών Μηχανικών μέσω πρωτοβάθμιου προσεισμικού ελέγχου, πρόκειται δε για κτίρια που είτε βρίσκονται σε περιοχή αυξημένης σεισμικής επικινδυνότητας (Επτάνησα), είτε έχουν κατασκευαστεί με τον κανονισμό του 1959.
Τα αποτελέσματα αυτού του ελέγχου έχουν ήδη κοινοποιηθεί στους αρμόδιους φορείς, δηλαδή στους δήμους. Για κανένα όμως από τα στατικά επικίνδυνα κτίρια δεν έχουν προχωρήσει διαδικασίες δευτεροβάθμιου ελέγχου, δηλαδή ανάθεση μελετών και κλείσιμο του σχολείου. Κι όλα αυτά όταν στη χώρα μας εκλύεται πάνω από το 50% της σεισμικής ενέργειας της Ευρώπης και η αντισεισμική θωράκιση τουλάχιστον των δημόσιων σχολείων είναι καθοριστικής σημασίας.