«Η συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το εργατικό κίνημα και την κομμουνιστική ιδεολογία από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και το Μεσοπόλεμο»
Τόσο αυτό το Επιστημονικό Συνέδριο όσο και αυτά που προηγήθηκαν, για τους Ρίτσο, Βάρναλη, Μπρεχτ και Χικμέτ, έχουν αποδείξει ότι επιχειρούν να προσεγγίσουν το θέμα τους ολόπλευρα, ζωντανά και όχι ακαδημαϊκά και επιτηδευμένα. Δεν αφορούν έναν στενό κύκλο ειδικών και μυημένων, αλλά τον καθέναν που ενδιαφέρεται να γνωρίσει και να κατανοήσει την πρωτοπόρα Τέχνη της εποχής μας, που μπορεί να γίνει ένας πραγματικός οργανωτής του συναισθήματος των μαζών για την κοινωνική τους απελευθέρωση. Τον καθέναν που ενδιαφέρεται να γνωρίσει τους λογοτέχνες μέσα από τις συγκεκριμένες ιστορικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της εποχής στην οποία έζησαν και δημιούργησαν.
Οι εκλεκτοί εκπρόσωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών στη χώρα μας, αλλά και στο εξωτερικό, με τις εισηγήσεις και τις παρεμβάσεις τους συνέβαλαν καθοριστικά στην επίτευξη των στόχων του Συνεδρίου. Οι σαράντα μεστές, τεκμηριωμένες και γοητευτικές εισηγήσεις προκαλούν τον αναγνώστη να διαβάσει ακόμα πιο πολλή λογοτεχνία, να δει με «άλλο μάτι» έργα που έχει ήδη διαβάσει, να ξεδιαλύνει μπερδέματα και συγχύσεις. Στα πρακτικά περιλαμβάνονται ο χαιρετισμός του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτρη Κουτσούμπα, καθώς και η εναρκτήρια ομιλία και το κλείσιμο από την Ελένη Μηλιαρονικολάκη, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού.
Στο τέλος της έκδοσης υπάρχει παράρτημα με πλούσιο φωτογραφικό υλικό και περιγραφές των πολιτιστικών εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του Επιστημονικού Συνεδρίου, καθώς και οι ξεχωριστές και ιδιαίτερα συγκινητικές στιγμές που εκτυλίχθηκαν στο ίδιο το Συνέδριο.
Οπως σημειώνεται στον πρόλογο της έκδοσης: «Η επιλογή του συγκεκριμένου θέματος δεν είναι τυχαία, αλλά βασίζεται σε μια εδραιωμένη εδώ και έναν αιώνα πολιτική άποψη του Κομμουνιστικού Κόμματος ότι η λογοτεχνία είναι εκείνο το είδος της Τέχνης που περικλείει μεγάλη ιδεολογική δύναμη. Αναμφισβήτητα, ένα λογοτεχνικό έργο προκαλεί αισθητική απόλαυση και διεγείρει το συναίσθημα. Ταυτόχρονα, όμως, επειδή αναπαριστά, με διαφορετικούς βέβαια τρόπους και ανάλογα με τις συνθήκες και τις περιστάσεις, την πραγματικότητα στην ενότητα και στη διαφορετικότητά της, ασκεί σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση της κριτικής σκέψης και της συνείδησης του αναγνώστη. Σε αυτήν ακριβώς την άποψη στηρίζεται ο κύριος στόχος αυτού του Συνεδρίου. Επιχειρείται, δηλαδή, με βάση τη διερεύνηση της διαλεκτικής σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στη λογοτεχνία και στην ιστορική πραγματικότητα, να αναδειχθεί ο καθοριστικός ρόλος που έπαιξαν το εργατικό κίνημα και η κομμουνιστική ιδεολογία στην εξέλιξη της νεοελληνικής λογοτεχνίας τα ταραγμένα χρόνια των αρχών του 20ού αιώνα και του Μεσοπολέμου.
Αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης ότι οι απαιτήσεις και οι δυσκολίες ενός τέτοιου θέματος είναι πολλές και μεγάλες. Πρώτα απ' όλα, ο τρόπος παρουσίασης της λογοτεχνικής παραγωγής της συγκεκριμένης περιόδου απαιτούσε ιδιαίτερη προσοχή, όχι μόνο λόγω της μεγάλης χρονικής έκτασης (τέλη του 19ου αιώνα μέχρι και το Μεσοπόλεμο), αλλά και εξαιτίας των συγκλονιστικών ιστορικών γεγονότων τα οποία συνέβησαν κατά την περίοδο αυτή, γεγονότα των οποίων ο απόηχος φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Από τη μια, η μεγάλη αφαίρεση και πύκνωση ενείχε τον κίνδυνο να παραλειφθούν ή να υποβαθμιστούν σημαντικές πλευρές του θέματος, ενώ, από την άλλη, υπήρχε ο φόβος να συσκοτιστεί η ουσία της θεματικής του Συνεδρίου εξαιτίας της υπερβολικής ανάλυσης και της εξαντλητικής παρουσίασης. Επειτα, πολλές φορές απαιτούνταν μεγάλη προσπάθεια για να προσδιοριστούν, όσο γίνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια, τόσο ο ιδεολογικός προσανατολισμός των λογοτεχνικών έργων όσο και η κοινωνική και πολιτική στάση των συγγραφέων τους. Ταυτόχρονα, χρειαζόταν για πρώτη φορά να αποτιμηθεί από την πλευρά της κομμουνιστικής ιδεολογίας η λογοτεχνική παραγωγή της περιόδου στο σύνολό της - και, μάλιστα, με βάση τις σύγχρονες επεξεργασίες του Κόμματος για την Ιστορία του και τη στρατηγική του. Τέλος, έγινε προσπάθεια να ακολουθηθεί η μαρξιστική μεθοδολογία, παρόλο που δεν ήταν εύκολο να εφαρμοστεί απαρέγκλιτα».
Οπως αναφέρεται στον πρόλογο: «Η Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ παραδίδει στους αναγνώστες, όχι μόνο στους φιλόλογους, ούτε μόνο σε όσους ασχολούνται και διαβάζουν λογοτεχνία, αλλά προπαντός σε εκείνη την τάξη που πρώτη πρέπει να ενδιαφερθεί για την επαναστατική λογοτεχνία, την εργατική τάξη, τα πρακτικά ενός Συνεδρίου το οποίο, με την ουσιαστική συμβολή των εισηγητών και την αμέριστη πρακτική και ηθική στήριξη του Κόμματος, πέτυχε να φωτίσει μέσα από μια άλλη ιδεολογική σκοπιά, σε αντιπαράθεση με τις τάσεις που επιβάλλει η κυρίαρχη ιδεολογία, μια από τις πιο σημαντικές ιστορικές φάσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας και να θέσει τις βάσεις για τα επόμενα συνέδρια, τα οποία θα ασχοληθούν με τις μεταγενέστερες περιόδους της λογοτεχνίας μας.
Στην ουσία, το Συνέδριο αυτό άνοιξε το δρόμο για να γραφτεί μια καινούργια Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, η οποία, έχοντας ως βάση τη μαρξιστική θεωρία και την υλιστική - διαλεκτική οπτική, θα μελετήσει την ιστορική εξέλιξη του λογοτεχνικού φαινομένου στη χώρα μας. Στόχος δύσκολος, φιλόδοξος, αλλά αναγκαίος, γιατί, όπως φαίνεται, οι καιροί δεν μας περιμένουν».