ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Σάββατο 8 Φλεβάρη 2020 - Κυριακή 9 Φλεβάρη 2020
Σελ. /40
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΑΤΡΟΥ
Κάποιες σκέψεις με αφορμή τις «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ στο Θέατρο «Βεάκη»

Αντον Τσέχοφ
Αντον Τσέχοφ
Ξεκινώ με αυτό που είχε πει ο Κάρολος Κουν, ένας αδιαμφισβήτητα εμπνευσμένος, μεγάλος δάσκαλος - σκηνοθέτης του θεάτρου μας:

«Υπάρχουν τόσες λεπτές ψυχολογικές αποχρώσεις στα πρόσωπα, τόσα ημιτόνια, τόσες απότομες εσωτερικές μεταπτώσεις, τόση λεπτομέρεια στην καθημερινή αλήθεια και πάνω απ' όλα τόση συμπυκνωμένη ποίηση, που αναδύεται όχι με ποιητικό λόγο αλλά θεατρικά, μέσα από τις καταστάσεις, μέσα απ' αυτά που συχνά δεν λέγονται αλλά διαφαίνονται μονάχα, ώστε μόνο μια ευαισθησία τέλεια εξοικειωμένη με το πνεύμα και το κλίμα του συγγραφέα και μια ζωική σχεδόν συνταύτιση με τα πρόσωπα μπορεί να κάνει δυνατή τη μεταφορά αυτής της μαγείας, που υπάρχει στο θέατρο του Αντον Τσέχοφ, στη γλώσσα μας και στη σκηνή μας».

Το ζήτημα με τα κλασικά παγκόσμια αριστουργήματα, όπως κατά τη γνώμη μου είναι τα έργα του Τσέχοφ, είναι όχι μόνο πόσο έτοιμος αισθάνεται κανείς να καταπιαστεί με αυτά, αλλά και πόση ευθύνη νιώθει ώστε να συστήσει στις νεότερες γενιές αυτούς τους μεγάλους συγγραφείς με τον τρόπο που τους αξίζει. Σίγουρα το γεγονός ότι νέοι σκηνοθέτες θέλουν να αναμετρηθούν με αυτά τα έργα είναι πολύ αξιέπαινο από μόνο του. Το θέμα, επομένως, είναι γιατί και πώς οδηγείται κάθε καλλιτέχνης να ασχοληθεί με έναν τόσο υψηλό στόχο. Είναι η δημιουργία ενός πλούσιου βιογραφικού; Είναι ο ναρκισσισμός του καλλιτέχνη, ότι μπορεί να κάνει τα πάντα; Είναι οι συγκυρίες που τον ευνόησαν; Είναι η αδιόρατη πεποίθησή του να εκφράσει κάτι που κανένας μέχρι τώρα δεν έχει εκφράσει; Είναι η βαθιά ανάγκη της απελπιστικά απέλπιδας ματαιότητας; Είναι η ρωγμή ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο; Τι είναι, τέλος πάντων, αυτό που οδηγεί κάποιον να πάρει μια τέτοια απόφαση; Θα μου πείτε, δεν θα έρθει και η συντέλεια του κόσμου, ένα έργο θα ανεβάσουμε, μπορεί και να μην πετύχει το εγχείρημα. Σαφώς και πάντα υπάρχουν οι λιγότερο εμπνευσμένες στιγμές σε ό,τι και να κάνουμε, ειδικά σε ό,τι αφορά την τέχνη. Γιατί εδώ αυτό που έχεις να καταθέσεις δεν είναι ένας συγκεκριμένος μαθηματικός τύπος, είναι η αγωνιώδης προσπάθεια να ανακαλύψεις την ουσία των φανταστικά πραγματικών αισθημάτων και με ουσιαστική εμβάθυνση να τα αποκαλύψεις.

Επομένως, έργα σαν αυτά του Αντον Τσέχοφ, που ανήκουν στην παγκόσμια κληρονομιά, απαιτούν μια μεγαλύτερη ευθύνη και σεβασμό σε αυτό που οραματίστηκε και εντέλει μας κληροδότησε ο συγγραφέας. Δεν υπάρχει τίποτα πιο παλιό και ξεπερασμένο από την αντίληψη που επικρατεί σήμερα και βαφτίζει τις ανώριμες επεμβάσεις στα μεγάλα έργα ως μοντέρνες, μεταμοντέρνες, υπερμοντέρνες. Και δεν βρίσκω και καμία καινοτομία στον υποτιθέμενο σύγχρονο τρόπο παιξίματος πολλών ηθοποιών, ούτε καμιά ριζοσπαστική θεμελιώδη σκηνοθετική ματιά. Γιατί απλώς δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τη φόρμα από το περιεχόμενο, την ύλη από το πνεύμα, το σώμα από την ψυχή, την ενέργεια από τη μάζα, πράγματα που έχουν απαντηθεί από την επιστήμη, την τέχνη και τη φιλοσοφία. Και όταν εννοούμε καθολικό εννοούμε άρτιο, όπως είναι τα έργα αυτά. Τίποτα δεν τους λείπει, για να έρθουμε εμείς να διορθώσουμε τον Τσέχοφ, τον Ιψεν κ.λπ., ούτε καν να συμπληρώσουμε. Είναι από μόνοι τους και σύγχρονοι και μοντέρνοι και ανατρεπτικοί και ριζοσπαστικοί και καινοτόμοι. Επομένως αφετηρία για μας, ώστε να βρούμε νέους τρόπους έκφρασης, είναι το δικό τους τελικό σημείο. Δεν αναθεωρούμε το έργο τους, δεν θα μπορούσε να γίνει εξάλλου, αλλά αν νιώθουμε ικανοί και έτοιμοι, προσπαθούμε με τον δικό μας προσωπικό τρόπο να αναδείξουμε την πληρότητα αυτών. Πράγμα καθόλου αβασάνιστο.

Οι δημιουργοί αυτοί γνωρίζουν πολύ καλά τον ανθρώπινο μηχανισμό και όλες τις κοινωνικές - πολιτικές πτυχές της Ιστορίας. Αυτό είναι το στοιχείο που τους καθιστά προφητικούς. Η ενδελεχής μελέτη και παρατήρηση που έχουν κάνει σε όλα τα ανθρώπινα πράγματα.

Συγκεκριμένα για την παράσταση

Στην παράσταση του Δημήτρη Καρατζά δεν διέκρινα κάποια πολιτική, κοινωνική, ιστορική συσχέτιση, άρα και αναγωγή στο τώρα. Θα μπορούσαν να είναι οι «Τρεις αδελφές» του Δημήτρη Καρατζά που ζουν στην επαρχία και ονειρεύονται τη ζωή στην πόλη, με όλα τα προβλήματα, τις ευαισθησίες, τις κοινωνικές διακυμάνσεις στο μικρόκοσμο που δημιουργούν η καθημερινότητα και η ρουτίνα τους. Ο Τσέχοφ, όμως, δεν μένει μόνο στην αναγνώριση μερικών ψυχολογικών χαρακτηριστικών. Τα χαρακτηριστικά των ηρώων του Τσέχοφ είναι μεν οικεία σε όλους τους ανθρώπους, αλλά δεν αρκούν οι απλοϊκά υστερικές εκρήξεις για να αποδώσεις τις πανανθρώπινες ψυχικές εκρήξεις, όπως στην παράσταση του Δημήτρη Καρατζά. Με αυτόν τον τρόπο κατανοεί κανείς αυτό που περνά ο ήρωας, αλλά δεν αισθάνεται ότι τον αφορά. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, το κοινό μπορεί να ταυτιστεί όταν τα ανείπωτα μικρά, ταπεινά αισθήματα για όλους μας, στη σκηνή αποκτούν καθολική σπουδαιότητα. Και μόνο όταν νιώσει κανείς σημαντικός μπορεί να αναλογιστεί τις αιτίες των προσωπικών του επιλογών και να δει τον εαυτό του μέσα από μια ολοκληρωμένη απεικόνιση της πραγματικότητας.

Μέσα στις «Τρεις αδελφές» του Τσέχοφ, η συμπαντική ενότητα είναι ο κρίκος που συνδέει τα πρόσωπα του παρελθόντος με αυτά του απώτερου μέλλοντος. Και αυτός δεν είναι τίποτα άλλο από την ανατριχιαστικά εξονυχιστική μελέτη και εξέταση της ανθρώπινης ψυχής.

Επαινετή η διάθεση που έχουν οι νέοι καλλιτέχνες να αναμετρηθούν με τέτοια μεγάλα έργα, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι προσπαθούμε να φτάσουμε το ύψος και το μέγεθος τέτοιων μεγάλων δημιουργών, όχι να τους φέρουμε στα δικά μας μέτρα. ΑΥΤΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΜΑΣ.


ΡΩΞΑΝΗ


ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΤΙΚΗ
«Οι βάρδιες των πουλιών» του Γιάννη Μακριδάκη

Η διαχείριση του συλλογικού κοινωνικού παρελθόντος, οι σχέσεις μέσα στο οποίο εξακολουθούν να παράγουν αποτελέσματα στο παρόν, είναι το ουσιαστικό περιεχόμενο και το ερώτημα που θέτει ο Γιάννης Μακριδάκης στη νουβέλα του «Οι βάρδιες των πουλιών» (εκδόσεις «Εστία»).

Με σημείο εκκίνησης την «επικοινωνία», ο συγγραφέας αποδεικνύει εύστοχα ότι κανένα «μήνυμα», είτε «έρχεται με περιστέρι» είτε ηλεκτρονικά, δεν είναι απλώς μια πληροφορία. Πίσω από τις λέξεις υπάρχουν ιστορίες ανθρώπων.

Ξεριζωμοί, προσφυγιά, συναδέλφωση λαϊκών ανθρώπων, πάθη, έρωτες, μυστικά, που όμως τα «ψιθυρίζουν» όλοι, προκαταλήψεις, υπερβάσεις αλλά και υποχωρήσεις, εμφανιζόμενες ορισμένες φορές ως «ατομικές στάσεις» αλλά με βαθιές κοινωνικές ρίζες, «παρουσιάζονται» μαζί με το μήνυμα στον παραλήπτη του.

Κατ' αυτόν τον τρόπο, το «ατομικό» δεν μετατρέπεται σε «ιδιωτικό», καθώς οι ρίζες του «παρόντος» ανιχνεύονται στο συλλογικό κοινωνικό παρελθόν.

Υπό αυτό το πρίσμα, η νουβέλα αναπόφευκτα εντάσσεται στην οξύτατη διαπάλη δεκαετιών για τη φιλοσοφική κατεύθυνση της λογοτεχνίας, πλευρές της οποίας είναι η σχέση παρόντος - ιστορικού παρελθόντος, η σχέση ατομικού - συλλογικού, η έννοια του ατομικού σε αντιδιαστολή με εκείνη του ιδιωτικού, αλλά και η «παρουσία» του συγγραφέα στο έργο, ως ενεργού παράγοντα ή ως «αφηγητή» και «παρατηρητή».

Ο Γ. Μακριδάκης καταγράφει, χωρίς να είναι σαφές αν και ο ίδιος συμφωνεί, την επιλογή του πρωταγωνιστή της νουβέλας να «διακόψει» την «επικοινωνία» με το παρελθόν, αν και γνωρίζει καλά ότι αυτό είναι αδύνατον να «αποδομηθεί».

Ο αφηγητής είναι ένας «κοινός» λογιστής, που ξεκίνησε από περιέργεια ένα οδοιπορικό στην ιστορία της «φύτρας» του, της προγιαγιάς του και του προπάππου του, πρόσφυγα, δύο φορές, από τη Μ. Ασία στη Χίο, ο οποίος έτρεφε ταχυδρομικά περιστέρια. Μια συνήθεια που πέρασε, από παππού σε εγγονό, έως τον αφηγητή.

Ναυαγός, «με κάλμα μπουνάτσα», ο αφηγητής, ανάμεσα σε Χίο και μικρασιατικά παράλια, και χωρίς καμία δυνατότητα επικοινωνίας, μέχρις ότου τον βρουν θα αναλογιστεί ιστορίες διάρκειας ενός αιώνα, ανάμεσα σε Χίο και Τσεσμέ, Μακεδονία και Μ. Ανατολή, Βόρειο Ατλαντικό και την αυλή του σπιτιού.

Είναι και η στιγμή που θα αποφασίσει - κάτω και από την αφόρητη πίεση της γυναίκας του, μόλις επέστρεψε σώος στο σπίτι - να αποχωριστεί τα περιστέρια του, καθώς αυτά «κουβαλούν την κατάρα» της «φύτρας» του από γενιά σε γενιά.

Γράφοντας με εκλεπτυσμένο χιούμορ, ο Γιάννης Μακριδάκης αυξομειώνει την «ένταση» στο κείμενο του. Η αφήγησή του έχει το ρυθμό της ανάσας των απλών ανθρώπων, όμως με αυτόν τον τρόπο αναδεικνύει ταυτόχρονα τα πραγματικά σπουδαία γεγονότα και τον τρόπο που οι πρωταγωνιστές της νουβέλας και η κοινότητα συμμετείχαν σε αυτά.

Υπενθυμίζει πως η ζωή μερικές φορές έχει μια μεγαλειώδη απλότητα, όσο κι αν με πρώτη ματιά φαίνεται αντιφατικό: Ετσι, ένας από τους καπετάνιους έπαιρνε μαζί του στο μπάρκο τα ταχυδρομικά περιστέρια, γιατί ήταν ο μόνος από το πλήρωμα που ήξερε γραφή και ανάγνωση, άρα και ο μόνος που μπορούσε να στείλει μήνυμα.

Παρούσα και η συμμετοχή των νησιωτών στους ταξικούς αγώνες, με τον θείο του αφηγητή να διακηρύσσει «βουβά» τις πεποιθήσεις του μετά το 1949, βάφοντας το καΐκι του κόκκινο, «μοναδικό μέσα στο λιμανάκι», ενώ ο γιος του στην πρωτεύουσα «είχε το μυαλό του μόνο στα βιβλία και στο Κόμμα» και «δώστου να τον σέρνουνε τις νύχτες στην Ασφάλεια οι χωροφυλάκοι».

Και όταν ο ξάδελφος «ηρέμησε» και γύρισε στο νησί συνταξιούχος, «τον έπιασε ο καημός να πάρει κι αυτός βάρκα», με τον αφηγητή να τον συμβουλεύει να μην το κάνει. Συμβουλή που δεν ακολούθησε ο ξάδελφος, με αποτέλεσμα στο ναυάγιο να πνιγεί.

Η σελίδα με τον θείο που δεν είχε βγάλει το Δημοτικό αλλά «μιλούσε σαν γραμματιζούμενος», γιατί στα Σύρματα (στην αιχμαλωσία από τους Βρετανούς στη Μ. Ανατολή) έκανε παρέα με ποιητές, παραπέμπει κατευθείαν στον Φώτη Αγγουλέ.

Ο ίδιος θείος θα παρατηρήσει στη μητέρα του αφηγητή πως το παιδί δεν τρώει «δημοκρατικό πρωινό», δηλαδή ψωμοτύρι και ελιές, αλλά αγοραστά «ζελεδάκια». Πώς να μη χαμογελάσεις;

Εξοχες οι σελίδες με την περιγραφή των Τούρκων ψαράδων που βρήκαν και παρέδωσαν στον γέροντα Ελληνα ψαρά τα εργαλεία του από την τελευταία ψαριά του, καθώς η απώλειά τους ήταν μεγάλη ντροπή για έναν ψαρά, καθώς και η περιγραφή της δολοφονικής μανίας των γλάρων κατά του ναυαγού αφηγητή, που θυμίζει την περιφρόνηση του Ν. Καββαδία για αυτά τα «πουλιά του προλιμένα».


Γιώργος ΜΗΛΙΩΝΗΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ