ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Παρασκευή 28 Φλεβάρη 2020
Σελ. /28
ΠΟΛΙΤΙΚΗ
ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΩΝ
Σε διαβούλευση το νομοσχέδιο καταστολής και περιστολής της λαϊκής κινητοποίησης

Eurokinissi

Νομοσχέδιο καταστολής και ποινικοποίησης της λαϊκής κινητοποίησης είναι αυτό που δόθηκε τελικά χτες στη δημοσιότητα από την κυβέρνηση για τον περιορισμό των διαδηλώσεων. Πρόκειται για μια ακόμα προσπάθεια περιστολής των εργατικών - λαϊκών αγώνων, με καθαρό στόχο τον ασφυκτικό περιορισμό του δικαιώματος στη διαδήλωση. Με το νομοσχέδιο καθιερώνεται η αστυνομική διαχείριση των συναθροίσεων, υπερακοντίζοντας ακόμα και την υπάρχουσα συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος. Με αυτό επιδιώκεται ο ευνουχισμός της πολιτικής, συνδικαλιστικής και κοινωνικής δράσης. Αυτή η εξαιρετικά επικίνδυνη επιχείρηση καταστολής πρέπει να απαντηθεί με την αδιαπραγμάτευτη, καθολική και μαχητική αντίδραση του λαϊκού κινήματος.

Μεταξύ άλλων, στα βασικά στοιχεία του νομοσχεδίου είναι η απαγόρευση ουσιαστικά των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων. Προβλέπονται ο ορισμός «οργανωτή» της συνάθροισης, ο οποίος αναλαμβάνει ποινικές και αστικές ευθύνες, καθώς και η ποινικοποίηση ακόμα και της συμμετοχής στις συναθροίσεις, καθιστώντας την «ιδιώνυμο» αδίκημα. Συγκεκριμένα, στο άρθρο 2, που περιλαμβάνει τους ορισμούς των εννοιών, αναφέρεται η διακριτική ευχέρεια της Αστυνομίας όχι μόνο να απαγορεύσει εκ των προτέρων, αλλά και όποτε το κρίνει η ίδια, να διαλύσει μια συνάθροιση.

Η έννοια του «οργανωτή» επικεντρώνεται στο φυσικό πρόσωπο, ακυρώνοντας την όποια συλλογική οργάνωση που διοργανώνει μια κινητοποίηση. Στο άρθρο 4 καθορίζονται οι υποχρεώσεις του οργανωτή, που επιχειρούν να τον καταστήσουν αφενός συνεργάτη της Αστυνομίας και αφετέρου τον καθιστούν υπεύθυνο για την περιφρούρηση της συνάθροισης. Σκοπός είναι σε κάθε περίπτωση (προβοκάτσια κ.ά.) η ευθύνη για ό,τι συμβαίνει να αποδοθεί από την Αστυνομία στον οργανωτή. Το άρθρο 7 αναφέρεται στην απαγόρευση δημόσιας υπαίθριας συγκέντρωσης. Για την απόφαση απαγόρευσης, όπως και για την επιβολή περιορισμών, ως επαπειλούμενος σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια (όπως αναφέρεται στο σχέδιο νόμου) θεωρείται η ιδιαιτέρως πιθανή διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων, ιδίως κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας, της ιδιοκτησίας και της πολιτειακής εξουσίας. Πρόκειται λοιπόν για μια διάταξη που δεν είναι περιοριστική και αποκλειστική, αλλά ανοιχτή σε ερμηνείες και σε εφαρμογές κατά τη διάθεση της Αστυνομίας.

Στην έννοια των περιορισμών περιλαμβάνονται επίσης οι υποχρεώσεις που βάζει η Αστυνομία προς όλους τους συμμετέχοντες να υπακούσουν στις υποδείξεις της, προκειμένου να ασκήσουν το δικαίωμα συμμετοχής σε συνάθροιση. Δηλαδή, όποιος συμμετέχει, πρέπει να ακολουθήσει τις συστάσεις της Αστυνομίας για να μην απομακρυνθεί ή συλληφθεί. Οι περιορισμοί δεν καταγράφονται περιοριστικά στο νομοσχέδιο, αλλά ενδεικτικά. Δηλαδή, η Αστυνομία μπορεί, κατά περίπτωση, να προσθέσει και άλλους, όταν και όπως θέλει.

Ως περιορισμοί καταγράφονται η κατάληψη μόνο μέρους του οδοστρώματος ή άλλου δημόσιου χώρου (πλατείας, πεζοδρομίου, αποβάθρας κ.ά.), η μερική διαφοροποίηση της διαδρομής μιας πορείας, οι συλλήψεις διαδηλωτών μέσα στις πορείες, η μη παρακώλυση της κυκλοφορίας (κλείσιμο δρόμων, επαρχιακών και εθνικών οδών και λιμανιών), της πρόσβασης σε δημόσιες υπηρεσίες (παραστάσεις και διαμαρτυρίες σε υπουργεία, Περιφέρειες κ.ά.), οργανισμούς κοινής ωφέλειας (διαμαρτυρίες σε ΔΕΗ) και νοσηλευτικά ιδρύματα. Ετσι, οι διατάξεις μπορούν να γίνουν λάστιχο και να εφαρμόζονται κατά το δοκούν από την αστυνομία, προκειμένου τελικά να απαγορεύεται η οποιαδήποτε συνάθροιση.

Με το άρθρο 14, γίνεται ιδιώνυμο αδίκημα η συμμετοχή σε δημόσια υπαίθρια συνάθροιση που έχει απαγορευτεί ή η παρεμπόδιση διεξαγωγής συνάθροισης (εδώ π.χ. θα περιλαμβανόταν η αντίδραση σωματείων και μαζικών φορέων σε μια ναζιστική συγκέντρωση), που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης μέχρι ένα έτος.

Αλλο ένα χαρακτηριστικό άρθρο είναι αυτό που τιτλοφορείται «Μέσα και διαδικαστικές προϋποθέσεις» και αναφέρεται στα μέσα διάλυσης των συναθροίσεων. Το νομοσχέδιο δεν κάνει την παραμικρή ενδεικτική αναφορά στα μέσα διάλυσης συναθροίσεων, αλλά παραμένει στην αόριστη φράση «κάθε νόμιμο μέσο», προμηνύοντας την ένταση της καταστολής. Πρόκειται για σκόπιμη ασάφεια, ώστε η Αστυνομία να μπορεί να στηριχτεί σε όλη την προϋπάρχουσα νομοθεσία για να κλιμακώσει την επίθεσή της στους διαδηλωτές.


ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΑ...
Η «πικρή γεύση» της καπιταλιστικής ανάπτυξης

Οι «δείκτες» της καπιταλιστικής οικονομίας της Γερμανίας - της ισχυρότερης οικονομίας στην ΕΕ - είναι σχεδόν «άριστοι»: Συνεχής - εδώ και μια δεκαετία - ανάπτυξη, τεράστια πλεονάσματα σε εμπόριο και προϋπολογισμό, μικρό δημόσιο χρέος, ιστορικό χαμηλό στην επίσημη ανεργία, η τεχνολογική πρόοδος «καλπάζει». Τι «γεύση» αφήνουν στην πλειοψηφία του γερμανικού λαού αυτές οι «επιτυχίες»; Δυσφορία, αδικία, ανασφάλεια, απαισιοδοξία, έντονη δυσπιστία προς το κράτος και την οικονομία. Ολα αυτά αποτυπώνονται τελευταία σε έρευνες που έχουν προκαλέσει αίσθηση στη Γερμανία, όπως δείχνει και η αρθρογραφία μεγάλων εφημερίδων της χώρας - «Frankfurter Allgemeine Zeitung» (FAZ), «Die Zeit» κ.ά. - που επιμένουν να αναζητούν «εξηγήσεις» για το «παράδοξο» φαινόμενο.

* * *

Βέβαια, ανησυχία για την αυξανόμενη δυσαρέσκεια του γερμανικού λαού σχετικά με τις κοινωνικές και εισοδηματικές ανισότητες πάντα εκφραζόταν στον Τύπο και στις δημοσκοπήσεις. Το καινούργιο όμως είναι ότι στα ερωτήματα έχει μπει και ο παράγοντας «καπιταλισμός», προσθέτοντας μια επιπλέον (σοβαρή) ανησυχία. Για παράδειγμα, έκπληξη προκάλεσε το πρόσφατο «Βαρόμετρο Εμπιστοσύνης» του ινστιτούτου «Edelman» - στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ του Νταβός - όπου το 55% των Γερμανών πιστεύει ότι «ο καπιταλισμός κάνει περισσότερο κακό, παρά καλό». Ερευνα της «Allensbach» δείχνει πως μόλις το 48% έχει «καλή γνώμη για το οικονομικό σύστημα στη Γερμανία» και σε άλλη της «Ipsos» το 45% συμφωνεί με τη φράση «τα σοσιαλιστικά ιδανικά είναι σήμερα πολύτιμα για την κοινωνική πρόοδο». Μόλις το 30% των Ανατολικογερμανών και το 48% των Δυτικογερμανών απαντούν με ξεκάθαρο «όχι» στην ερώτηση: «Υπάρχει κάποιο οικονομικό σύστημα καλύτερο από την οικονομία της αγοράς;».

«Συγκλονιστικά» και «τρομακτικά» χαμηλή χαρακτηρίζεται η εμπιστοσύνη των Γερμανών στην κυβέρνηση, στην πολιτική και οικονομική εξουσία, με δεδομένο ότι πρόκειται για μια χώρα με παραδοσιακά μεγάλη «κοινωνική συνοχή» και εμπιστοσύνη στο κράτος, ενώ μετά την «επανένωση» το 1990 - και «τόνους» αντισοσιαλιστικής προπαγάνδας - η αμφισβήτηση του καπιταλισμού ήταν περίπου αδιανόητη. Ετσι, ενώ οι Γερμανοί δείχνουν μεγάλη εμπιστοσύνη π.χ. στους επιστήμονες, «εμπιστεύονται ελάχιστα τους πολιτικούς και τους πλούσιους» («Edelman»). Ενδιαφέρον στοιχείο ως προς το ταξικό «πρόσωπο» του κράτους είναι το εξής: Τα άτομα με υψηλή μόρφωση και υψηλά εισοδήματα έχουν σχεδόν 50% περισσότερη εμπιστοσύνη στο κράτος και τους θεσμούς του από ό,τι ο συνολικός μέσος όρος. Σε καμία άλλη χώρα αυτή η διαφοροποίηση δεν είναι τόσο μεγάλη.

* * *

«Τέτοια αποτελέσματα είναι δραματικά για τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία θέλει και από πολιτική άποψη να θεωρείται "άγκυρα σταθερότητας"», σχολιάζει η «FAZ». «Από πού προέρχεται η απώλεια εμπιστοσύνης;», αναρωτιέται η «Zeit» επισημαίνοντας: «Περισσότεροι από τους μισούς στη Γερμανία δηλώνουν ότι έχουν πρόβλημα με το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα. Κυρίως βλέπουν τον καπιταλισμό ως μια μορφή κοινωνίας δυσλειτουργική, που δεν αντιπροσωπεύει τα συμφέροντα της πλειοψηφίας. Περσινή έρευνα (Φόρουμ "New Economy") έδειξε πως το 87% αντιλαμβάνονται την ανισότητα του εισοδήματος και του πλούτου ως υπερβολικά υψηλή και άδικη, ενώ μόνο το 23% πιστεύει ότι θα ζει καλύτερα τα επόμενα χρόνια».

Η «ανάγνωση» των δημοσκοπήσεων θα πρέπει να είναι προσεκτική. Το βέβαιο πάντως είναι πως δεν υπάρχει «παράδοξο» μεταξύ της ισχυρής καπιταλιστικής οικονομίας της Γερμανίας από τη μια και της επιδείνωσης των συνθηκών ζωής και εργασίας για πολλά εκατομμύρια εργαζομένων, συνταξιούχων, ανέργων, από την άλλη, άρα και της ανόδου του δείκτη δυσαρέσκειας. Πολύ περισσότερο, μια «καταιγίδα» αντεργατικών μέτρων και κοινωνικών περικοπών (τη δεκαετία του '90, η «Ατζέντα 2010» του Σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκ. Σρέντερ κ.ά.), συνέβαλε αποφασιστικά στην καπιταλιστική ανάπτυξη της χώρας και τη μετατροπή της «σε ατμομηχανή της Ευρώπης». Οι συνέπειες των σαρωτικών αλλαγών - μετά την «επανένωση» - σε Πρόνοια, Κοινωνική Ασφάλιση και Εργασιακά, εκδηλώνονται σήμερα, π.χ. στους συνταξιούχους που δεν κατάφεραν να κάνουν ιδιωτική ασφάλιση και ζουν μέσα στη φτώχεια μετά από 35 και 40 χρόνια δουλειάς, ενώ οι «επισφαλείς» εργασιακές σχέσεις είναι σχεδόν ο κανόνας.

***

Επιπλέον, «τα ανθισμένα τοπία» και η «αιώνια ευημερία και ειρήνη», που έταζαν στον γερμανικό λαό μετά την καπιταλιστική παλινόρθωση, είναι σήμερα η συγκέντρωση του πλούτου σε ολοένα και λιγότερα χέρια, ενώ οι οξυμένοι παγκόσμιοι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί δημιουργούν μεγάλη ανασφάλεια. Αυτό που είναι κανόνας είναι ότι σε μια προηγμένη χώρα όπως η Γερμανία - με υψηλότερο βιοτικό επίπεδο απ' ό,τι άλλες χώρες - ο τεράστιος πλούτος που παράγεται και η αλματώδης επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος αξιοποιούνται για την κερδοφορία του κεφαλαίου, και αντί να οδηγούν μπροστά την κοινωνία, «το ρολόι γυρίζει πίσω» για τους εργαζόμενους...


Ε. Μ.



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ