ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Κυριακή 3 Ιούνη 2001
Σελ. /24
ΕΝΘΕΤΗ ΕΚΔΟΣΗ: "7 ΜΕΡΕΣ ΜΑΖΙ"
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
ΑΝΝΑ ΚΙΝΔΥΝΗ - ΜΑΡΟΥΔΗ
Εργο εκφραστικής δύναμης, διαχρονικής μαρτυρίας

Χαρακτήρισαν το έργο της «μαρτυρία», «ιστορικό ντοκουμέντο», «κατηγορητήριο...». Η δημιουργία της, μια ζεστή αγκαλιά για τους δυστυχισμένους της Γης. Βαθιά ανθρώπινη και διαχρονική, χαρακτηρίζεται από ποιότητα και πάθος

Δυστυχισμένη μητρότητα. Λιθογραφία
Δυστυχισμένη μητρότητα. Λιθογραφία
Ξεχωριστή λοιπόν σημασία έχει η αναδρομική έκθεση έργων της πολυβραβευμένης και τιμημένης, κυρίως στη Γαλλία όπου έζησε 45 χρόνια, Αννας Κινδύνη - Μαρουδή, που παρουσιάζεται αυτές τις μέρες στη Δημοτική Πινακοθήκη (Πειραιώς 51). Δεκατέσσερα χρόνια μετά την προηγούμενη έκθεσή της στην γκαλερί «Ωρα», η Δημοτική Πινακοθήκη εκθέτει, έως τις 10 Ιουνίου, 100 έργα - σχέδια με κάρβουνο, χαραγμένα σχέδια με χρώμα και χαρακτικά που έγιναν από το 1950 έως τα μέσα της δεκαετίας του '80.

Η τέχνη της Αννας Κινδύνη - Μαρουδή, ξεχωριστή, ζοφερή και συνάμα τρυφερή, κουβαλάει όλο το βάρος του προσωπικού βιώματος βγαλμένου από τα σπλάχνα του συλλογικού βιώματος της ανθρωπότητας, χωρίς χρονικά και γεωγραφικά όρια. Εργα πλασμένα «μ' αντρίκεια ρώμη και μητρική τρυφεράδα», συνυφασμένα με τη μοίρα του τόπου μας, αλλά και της οικουμένης.

Με αξιοπρέπεια τις δυσκολίες

Γεννημένη το 1914 στη Φώκαια της Μικράς Ασίας, η Αννα ήταν η μικρότερη από τα έξι παιδιά του γιατρού Δημοσθένη Μαρουδή και της Σταματίας Βασσάλου. Μεγαλωμένη σε καλλιτεχνικό περιβάλλον, αδελφή του γιατρού και τεχνοκρίτη του «Ριζοσπάστη» Γιάννη Μαρουδή, εγκαταστάθηκε το 1922, μαζί με την οικογένειά της, στη Μυτιλήνη, όπου και τελείωσε το γυμνάσιο.

Οι μνήμες από τα παιδικά της χρόνια παρέμειναν βαθιά χαραγμένες μέσα της. Οπως μας λέει χαρακτηριστικά, «Περάσαμε με αξιοπρέπεια τις δυσκολίες. Την οικογένειά μας την έσωσε η σύμπνοια. Η μητέρα μου ήταν μια σπουδαία καπετάνισσα. Με κουράγιο τα έβγαλε πέρα με έξι παιδιά και δύο διωγμούς. Θαρρείς πως στην αγκαλιά της θα έβρισκε όλος ο κόσμος τρυφεράδα και φροντίδα. Αυτή η μάνα είναι χαρακτηριστική των μανάδων της Ελλάδας. Κάποτε, έκανα ένα σχέδιο συμβολικό: μια μάνα σαν βράχο που αγκαλιάζει πολλά παιδιά. Η μητρότητα, που αντιπροσωπεύεται πλέρια στη μορφή της μάνας μας, είναι βαθιά μέσα μου».


Σ' αυτή την ηλικία τα πρώτα της σχέδια εικονογραφούν τα διηγήματα που έγραφε. Το 1930 έρχεται στην Αθήνα, όπου εργάζεται ως σχεδιάστρια στην Εθνική Τράπεζα. Τα φτωχόπαιδα των συνοικισμών είναι οι «ήρωες» των σχεδίων της με μολύβι.

Στη διάρκεια της Κατοχής η Αννα Κινδύνη - Μαρουδή συμμετέχει στην Αντίσταση, στον τομέα της Εθνικής Αλληλεγγύης. Το 1945, φεύγει με τον άντρα της Μανόλη Κινδύνη στη Γαλλία, όπου φοιτά στο εργαστήριο χαρακτικής της Σχολής Καλών Τεχνών και παρακολουθεί μαθήματα σχεδίου και εικονογράφησης βιβλίων στις Ακαδημίες Ζουλιάν και Σομιέρ. Την περίοδο αυτή η ζωγράφος φιλοτεχνεί μια μεγάλη σειρά μικρών σχεδίων με κάρβουνο, τις «Σελίδες». Η Αννα Κινδύνη - Μαρουδή βρέθηκε στο Παρίσι, σε μια εποχή που κυριαρχούσε ένας καλλιτεχνικός αναβρασμός. Παρ' όλα αυτά ακολούθησε το δρόμο της καρδιάς της, παραμένοντας πιστή στα προηγούμενα θέματά της.

«Παρακολουθούσα από πολύ κοντά τη ζωή» μας λέει. «Συμμετείχα στις κινητοποιήσεις των φοιτητών και ενδιαφερόμουν για τα κοινά. Ηταν μια πολύ ενδιαφέρουσα εποχή που τη ζούσα από κοντά και εγώ με τη σημαία στο χέρι... Εννιωθα συγκίνηση από τους αγώνες των φοιτητών του Παρισιού. Είχαν κάτι το λεβέντικο. Είχαν ενθουσιασμό και ωριμότητα».

Ο «κόσμος» του άσπρου και του μαύρου

Χωρίς τις «φλυαρίες» και τη «διακόσμηση» του χρώματος, το άσπρο και το μαύρο σε όλες του τις τονικότητες, έδωσε «σάρκα και οστά» στους ήρωές της. Στις δεκάδες μανάδες και τα σκελετωμένα παιδιά με τα αλλοιωμένα από τον τρόμο του θανάτου πρόσωπα. Πείνα, δυστυχία, σκελετωμένα παιδιά, λιπόσαρκες μανάδες. Εξαϋλωμένες φιγούρες με τον τρόμο του θανάτου στα ορθάνοιχτα μάτια τους...

Οπως η ίδια αναφέρει, «ήθελα να σχεδιάσω την εσώτερη ζωή, το θάρρος, τη θυσία, την καταδίωξη, τη στέρηση, το θάνατο, τον πόνο, τον αγώνα, την καλοσύνη, την αλληλεγγύη, όλο αυτό το σύμπλεγμα συναισθημάτων κι εντυπώσεων μιας ολόκληρης ζωής. Αισθανόμουν να είμαι μάνα, μάνα της ίδιας μου της μάνας και όλων των μανάδων του κόσμου».

Η πείνα. 1954
Η πείνα. 1954
Η σύλληψη της αδελφής της Ειρήνης Παπαδημητρίου και η εξορία της το 1948 στη Μακρόνησο, «πυροδότησε» τις εκατοντάδες συνθέσεις με κάρβουνο, που ακολούθησαν. «Το τι άκουγα για τα μαρτύρια που τραβούσαν μέσα στις φυλακές...» μας λέει. «Οι εξόριστες όμως, ήταν όλες ενωμένες. Εκαναν παραστάσεις, δημιουργούσαν... Η απομόνωση είναι η μεγάλη αρρώστια. Η απομόνωση είναι καλός αγωγός της δυστυχίας».

Ενας πύρινος ποταμός τα βιώματά της από την πατρίδα, πλημμύρισαν στο χαρτί. Μικρασιατική Καταστροφή, Ιταλική και Γερμανική Κατοχή, Εμφύλιος... οδηγούν το χέρι κι ακολουθούν τα βήματα της καρδιάς. Οπως έγραφε σε σημειώσεις της «Σχεδίαζα σαν να μιλούσα στον εαυτό μου... Το καθήκον απέναντι σε μένα την ίδια, απέναντι στους Ελληνες να κάνω κάτι, να εξομολογηθώ, σχεδιάζοντας στο χαρτί...». «Πιστεύω ότι η πιο σίγουρη ικανότητά μου είναι να μπορώ να ξαναζώ τα μαρτύρια της πατρίδας μου και να μπορώ να τα μεταφράζω σε εικόνες, αλλά την ίδια στιγμή νιώθω δυστυχής που δεν μπορώ να το κάνω αυτό με όση δύναμη πρέπει. Ζωγραφίζω καλύτερα απ' όσο μιλώ, αλλά η καρδιά μου λέει πάντα πιο πολλά από αυτά που μπορεί να γράψει το χέρι μου».

«Η παραμονή στο Παρίσι» σημειώνει στον καλαίσθητο και πρωτότυπο κατάλογο της έκθεσης η έφορος της Δημοτικής Πινακοθήκης Νέλλη Κυριαζή «θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν μεγάλη πρόκληση για την καλλιτέχνιδα να ενταχθεί και η ίδια στη συγχρονία των αναζητήσεων και στα καλλιτεχνικά συμφραζόμενα του χώρου. Ολα συνηγορούσαν σε αυτό και ιδιαίτερα η αλλαγή σελίδας στη ζωή της. Παρ' όλα αυτά η Α.Κ.Μ. προτίμησε να "ασκητέψει". Περιχαρακώθηκε στο πλαίσιο της μνήμης της και θεώρησε χρέος επιτακτικό να απεικονίσει σε μια τεράστια τοιχογραφία τις φρικαλεότητες του πολέμου με όλες τις συνέπειές του στην εκμηδένιση της ανθρώπινης ύπαρξης. Τίποτε δε χρειάστηκε να επινοήσει εξ αρχής, οι βιωμένες εμπειρίες έθεσαν στη διάθεσή της υλικό αυθύπαρκτο».

Η κόλαση. 1950
Η κόλαση. 1950
«... Τα αλλοιωμένα από τον τρόμο του θανάτου πρόσωπα των παιδιών με τα κάτισχνα κορμάκια, τα γκρουπαρίσματα των μορφών τους, συχνά σε πυραμιδοειδή διάταξη, στην κορυφή της οποίας στέκει προστατευτική πάντοτε μια γυναίκα, αλλά και το σύμπλεγμα μητέρας - παιδιού πρωταγωνιστούν στο έργο της Κινδύνη και επανέρχονται συνεχώς με οδυνηρή εμμονή... Ο συμβολισμός εντείνεται, φυσικά, στο πρόσωπο της γυναίκας - μάνας. Ο εναγκαλισμός μητέρας - παιδιού, μνημειακός στη φόρμα του και οικουμενικός στο συναίσθημά του, στο έργο της Κινδύνη παραμερίζει τη γνώριμή μας θαλπωρή και ανάγεται ουσιαστικά σε εικόνα ακραίας απόγνωσης».

Παιδιά και μάνες, οδύνες και ελπίδες

Ολα αυτά τα χρόνια ήταν στενή και άρρηκτη η επαφή της με τον αδελφό της, τον Γιάννη Μαρουδή. Οπως μας λέει, «κρεμόμουν από το στόμα του. Επηρεάστηκα από αυτόν και πάντα τον θεωρούσα σαν να ήταν ένας μεγάλος ψυχικός δάσκαλος».

Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα του κειμένου του Γ. Μαρουδή: «Είχα την ευτυχία να παρακολουθήσω από κοντά πριν ακόμα από το Β` Παγκόσμιο Πόλεμο, τη γέννα αυτού του κόσμου από παιδιά και μάνες, από οδύνες και ελπίδες. Ηταν μια κοσμογονία από συναισθήματα και μορφές που η Αννα έπλαθε από τότε στο μέτρο που τα εκφραστικά της μέσα πλουτίζονταν και στο μέτρο που μέσα στην ταραγμένη ελληνική πραγματικότητα, η ιστορία της μητρότητας έπαιρνε τους δραματικούς της χρωματισμούς και τόνους. Οταν έπειτα από τον πόλεμο η Αννα πρωτοπήγε στο Παρίσι, πήρε μαζί της μέσα στα μάτια της, βγαλμένη από τις τραγωδίες της Κατοχής και τους αγώνες για την ελευθερία, αυτή την εικόνα των γυναικών της Ελλάδας με τα μαύρα μαντίλια που έσφιγγαν στην αγκαλιά τα γυναικόπαιδά τους για να τα υπερασπίσουν, να τα σώσουν. Αυτή είναι η εικόνα έμβρυο που αναπτύσσεται στα κάρβουνά της και στα πρώτα της χαρακτικά της σειράς μητρότητας εκείνης της περιόδου για να βαθύνει και να πλατύνει αργότερα παίρνοντας μια γενικότερη σημασία στα σχέδια, τις λιθογραφίες και τη χαρακτική της...».

Οι αλυσίδες. 1950
Οι αλυσίδες. 1950
«Για ένα τέτοιο ευαίσθητο δέκτη όπως η Αννα, αυτός ο δεσμός των μανάδων και των παιδιών εκδηλώνει, μέσα από τις δικές του ιδιομορφίες, την ίδια τη ζωή του λαού στις ανθρώπινες γεννήτρες της που παλεύει στο επίκεντρο της κοινωνικής μας δίνης για να νικήσει. Στη σάρκα και στην ψυχή της βλέπει τον ανθρώπινο δέκτη όλων των δοκιμασιών και όλων των ελπίδων για το μέλλον. Χάρη στον υψηλό ανθρωπισμό που το διαποτίζει, χάρη στις σπάνιες ποιότητες και την εκφραστική δύναμη αυτού του σχεδίου... το έργο της αγγίζει μαζί με τη δικιά μας καρδιά, τις καρδιές κάθε λαού».

Εσωτερικό πάθος

Αλλά δεν είναι τόσο η θεματογραφία που δίνει τον τόνο στα έργα της Αννας Κινδύνη - Μαρουδή, όσο η κριτική διάσταση της εκφραστικής της γλώσσας και το εσωτερικό πάθος των διατυπώσεών της. «Με την εξαιρετική ποιότητα της γραμμής της και στις περισσότερες περιπτώσεις, με τον τονισμένο ρόλο του μαύρου» σημειώνει ο Χρ. Χρήστου, «τα σχέδια και τα χαρακτικά της δίνουν μια τραγική διάσταση του κόσμου μας. Πέρα όμως από τις θεματικές αναφορές και την κριτική διάσταση, είναι η ποιότητα του σχεδίου της και η ένταση των διατυπώσεών της που πλουτίζουν με μια συγκλονιστική φωνή τα έργα της».

Το 1966 η Αννα Κινδύνη - Μαρουδή, παράλληλα με το κάρβουνο, πειραματίστηκε σε μια δικής της επινόησης τεχνική, τη χάραξη σε πλαστική ύλη. Τα θέματά της διαφοροποιούνται και απαλύνεται η αυστηρότητα του λόγου της. Τη δεκαετία αυτή, αλλά και στις αρχές της επόμενης, η ζωγράφος αποσπά τρία διεθνή βραβεία (1960, 1963 και 1971). Από το 1975 και ύστερα, η Αννα Κινδύνη - Μαρουδή δείχνει να έχει την ανάγκη του χρώματος και παραμερίζοντας την αιχμηρότητα του μορφοπλαστικού της ιδιώματος, φιλοτεχνεί μια σειρά χαραγμένων σχεδίων σε πλαστική ύλη, με τίτλο «Ερωτες». Σ' αυτό την ωθεί η «ανάγκη της αέρινης γραμμής για το φως και το χρώμα» όπως σημειώνει. «Ανάγκη κάποιας χαράς, κάποιας βαθιάς αναπνοής. Είναι η περίοδος των ερώτων για όλα και προς όλα της Ζωής».


Η. ΜΟΡΤΟΓΛΟΥ


Η Γιορτή

Ενα απόγεμα βρέθηκα σε μια «γαλακτοκομική» γιορτή. Μια βιομηχανία γαλακτοκομικών προϊόντων, δηλαδή, γιόρταζε κάποια επέτειό της και μας κάλεσε να μοιραστούμε τη χαρά της. Εξάλλου ο λαός μας το είπε από πολύ νωρίς, πριν ακόμα ιδρυθούν οι γαλακτοκομικές βιομηχανίες: «Μοιρασμένη χαρά διπλή χαρά, μοιρασμένη λύπη μισή λύπη». Διπλή χαρά, λοιπόν, και όλα ήτανε στην εντέλεια. Πλυμένα μάρμαρα, κουρεμένο το γκαζόν, τα μηχανήματα στη σειρά καλογυαλισμένα, έτοιμα να δεχτούν την επιθεώρηση από όλους εμάς που δεν είχαμε ιδέα ούτε για το γάλα ούτε για τα γαλακτοκομικά προϊόντα που βγαίνουν από αυτό. Ωστόσο, ακούγαμε με προσοχή την ωραία ξεναγό μας που τα εξηγούσε όλα με πολλές γαργαλιστικές λεπτομέρειες. Και λέω «γαργαλιστικές», γιατί όλα όσα μας έλεγε ή είχανε σχέση με το φαγητό, μια και αναφέρονταν σε τυριά, γιαούρτια και κασέρια ή, εν πάση περιπτώσει, είχαν διάφορες έμμεσες αναφορές που έφερναν στο μυαλό μας, είτε το θέλαμε είτε όχι, τη γνωστή μικρή Ολλανδέζα με τους γαλακτοφόρους μαστούς της και τους σχεδόν ερωτικά ανοιγοκλείνοντες ολλανδικούς οφθαλμούς της! Και για να μη σας κουράζω, όπως λένε και οι διάφοροι κοινοβουλευτικοί ρήτορες, που, ωστόσο, έτσι και ανέβουν στο βήμα δεν έχουν σταματημό, κάποια στιγμή τελείωσε η ξενάγηση. Βγάλαμε τα αποστειρωμένα νάιλον με τα οποία μας είχαν ντύσει, για να μη μολύνουμε την ατμόσφαιρα και βγήκαμε στον καθαρό αέρα. Είχε ήδη σουρουπώσει. Πέρα από το ποτάμι ερχόταν ένα γλυκό αεράκι, κουβαλώντας μαζί του και τη βραχνή μουσική κάποιου χαλασμένου κασετόφωνου, που προσπαθούσε να περιγράψει με τη βοήθεια δακρύβρεχτων στίχων κάτι ανάμεσα σε απελπισμένο έρωτα και κατακαημένη ξενιτιά. Και δίπλα στη μουσική όλα εκείνα τα «λούλουδα και τα λούλουδα» «τα μονοκοτυλήδονα και τα δικοτυλήδονα» που θα έλεγε και ο ποιητής, και οι μυρωδιές από ξεχασμένες, μέσα στην πρόκληση του εσπερινού, ψησταριές. Και πάνω απ' όλα η θλιμμένη φωνή ενός σκύλου, που έλεγε και έλεγε και έλεγε και δεν τελείωνε. Γιατί δεν υπάρχει άλλη θλίψη που να μην έχει τέλος, όπως η θλίψη του σκύλου.

Χωρίς να το καταλάβω γιατί, μελαγχόλησα. Οι άλλοι επισκέπτες κατηφόριζαν για το χώρο της τελετής και μια «μικρή Ολλανδέζα» ντυμένη στα γαλάζια κρατούσε στα χέρια της μια ταμπέλα που έγραφε «προς την προβατοτροφία». Στάθηκα εκεί παράμερα, για να μη δίνω στόχο και άρχισα να περιεργάζομαι τον κάμπο που ανοιγόταν μπροστά μου. Εκείνη τη στιγμή μου φάνηκε σαν ένα τεράστιο πιάτο γεμάτο με ολοζώντανα άγρια χόρτα και στο βάθος ο ποταμός. Εκεί πριν από πολλά χρόνια μαζί με τις μικρές μου ξαδέρφες, την Ευρυπία και τη Μαρίκα, ανέμελοι παραθεριστές, στεφανωμένοι με την πάχνη ενός αβασίλευτου εσπερινού, καθίσαμε να μετρήσουμε τα άστρα. Οποιος μετρήσει τα πιο πολλά, έλεγε η ντροπαλή Μαρίκα, θα παντρευτεί πρώτος και όποιος θα μετρήσει τα πιο λίγα θα πεθάνει πρώτος. Μέτρησα τα πιο λίγα εγώ κι όμως ζω και παιδεύομαι. Κι από ό,τι πληροφορήθηκα πριν από λίγο καιρό δε ζούνε πια ούτε η Ευρυπία ούτε η Μαρίκα. Και να σκεφτεί κανείς πως και οι δυο εκείνο το βράδυ είχανε μετρήσει μαζί τους πάνω από χίλια άστρα η κάθε μια χωριστά.

Υστερα τελείωσε το καλοκαίρι, τέλειωσε και η παραθέριση, τα πρωτοβρόχια ήρθανε νωρίς, θυμάμαι, και μεις οι πιο μεγάλοι, φοιτητές τότε, αρχίσαμε τις διαδηλώσεις για την Κύπρο. Τότε φωνάζαμε «Ε-Ε-Ενωση, Ε-Ε-Ενωση». Καίγαμε αγγλικές σημαίες έξω από το αγγλικό προξενείο, οι πυροσβεστικές αντλίες μας κατάβρεχαν και οι χωροφύλακες μας δέρνανε με τα γκλομπς. Η Ευανθούλα τραβούσε τον Μάκη από το μανίκι μην τον προφτάσει ο χωροφύλακας. Εκείνος όμως δεν έλεγε να κουνηθεί. «Ασε με», φώναζε. «Θέλω να δείρω έναν μπασκίνα. Αυτοί στείλανε τον πατέρα μου στη Μακρόνησο». Και τότε ήτανε που τον άκουσε ένας από αυτούς. Σηκώνει το γκλομπ και του φέρνει μια στα μούτρα με όλη του τη δύναμη. Τον Μάκη τον πήρανε τα αίματα. Εβγαλε μια πονεμένη φωνή και με τις παλάμες στο ματωμένο του πρόσωπο γονάτισε εκεί, δίπλα σε μια νεραντζιά. Οταν τον είδα ύστερα από χρόνια, φορούσε μαύρα γυαλιά και κρατούσε ένα μικρό άσπρο μπαστούνι.

Κι όμως εκεί πιο κάτω οι άλλοι γιόρταζαν τα γενέθλια της γαλακτοβιομηχανίας. Εγώ έμεινα να κοιτάζω τον ποταμό.


Του
Γ. Χ. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ