ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Πέμπτη 17 Μάη 2001
Σελ. /40
ΕΡΓΑΤΙΚΑ
Οι ταξικές πλευρές της σοσιαλδημοκρατικής προπαγάνδας

Ενα βασικό χαρακτηριστικό του σοσιαλδημοκρατικού λόγου είναι η εσκεμμένη ασάφεια, η γενικολογία, η αοριστία και η έλλειψη συγκεκριμένης κοινωνικής αναφοράς στη βάση της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Ας επιχειρήσουμε να αναλύσουμε, ως παράδειγμα τέτοιου λόγου, την πρόσφατη τοποθέτηση βουλευτή του ΠΑΣΟΚ στη Χίο, έτσι όπως δόθηκε από την ίδια, προφανώς, στη δημοσιότητα κατά την πρόσφατη κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός της. Σταχυολογούμε:

«... τολμούμε γιατί έχουμε μάθει μέσα από μια μακροχρόνια και επίπονη πολλές φορές διαδρομή να μετρούμε τον εαυτό μας απέναντι στα προβλήματα... Γιατί τώρα; (εννοεί το Ασφαλιστικό)...... κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ έχουν εμπιστοσύνη στην κοινωνία... δε θεωρούμε τέχνασμα τον κοινωνικό διάλογο... Δεν είναι απλό θέμα χειρισμών, είναι ουσία, πολιτικό στίγμα, που διαχωρίζει τον προοδευτικό πολιτικό χώρο που εκπροσωπούμε από άλλες συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις... Η κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ είναι ευαίσθητοι δέκτες των μηνυμάτων της κοινωνίας... Θεωρώ ότι ο δρόμος του διαλόγου, όπως τον έχουμε προτείνει, αποτελεί μοναδική διέξοδο και μάλιστα γίνεται αποδεκτός από τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας... είναι αναγκαία μια συνείδηση ευθύνης, σε όλους, πολιτικούς φορείς και κοινωνικές οργανώσεις...».

Επειδή για μας ο λόγος, γενικότερα η γλώσσα, δεν είναι μόνο όργανο επικοινωνίας, αλλά και άμεση διαλεκτική σύνδεση με τη σκέψη έτσι που η σκέψη να μεταφράζεται σε γλώσσα και η γλώσσα σε σκέψη (Βιγκότσκι), ας προσπαθήσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τα όσα εύηχα παραθέτει η βουλευτής, η οποία, για να μην την αδικήσουμε, είναι συνεπέστατη με τα όσα λένε και τα πρωτοκλασάτα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, οι ινστρούχτορες επικοινωνίας του και με τα όσα γράφει ο έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος των μεγαλοκαναλαρχών, βασικών βαστάζων της κυβερνητικής πολιτικής.

Αλήθεια το τεράστιο πρόβλημα της Κοινωνικής Ασφάλισης προέκυψε από παρθενογένεση; Δεν έχει αίτια, αλλά αποτελεί μοιραίο κοινωνικό και πολιτικό φαινόμενο; Σαφώς όχι. Το πρόβλημα Κοινωνική Ασφάλιση προέκυψε ως πρόβλημα λόγω της ακολουθούμενης πολιτικής των κυβερνήσεων δεκαετίες πριν, αλλά και μέχρι σήμερα σε αγαστή φυσικά συνεργασία με την εργοδοσία. Η πολιτική τους αυτή εστιαζόταν στην καταλήστευση των Ταμείων, στη χρησιμοποίησή τους από το αστικό κράτος ως ενός ακόμα αναδιανεμητικού μέσου υπεραξίας προς όφελος του κεφαλαίου, στην κακοδιαχείριση των αποθεματικών τους και στις δράσεις που μείωναν και απαξίωναν το εργατικό δυναμικό της χώρας με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τους ανθρώπους, αλλά και για τα Ταμεία.

Αυτή η πολιτική, στα πλαίσια του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, επέτρεπε και επιτρέπει στην εργοδοσία να μην πληρώνει στα Ταμεία τις υποχρεώσεις της να προικοδοτείται δε από αυτά είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσω της εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο. Επομένως, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μετρά τον εαυτό της απέναντι στα προβλήματα με βάση την ταξική της θέση που είναι η διαχείριση των προβλημάτων υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και της εργοδοσίας.

Τίθεται το ερώτημα, με αθώο ύφος, «γιατί τώρα». Μα γιατί έχουμε αργήσει και η Ευρωπαϊκή Ενωση αδημονεί. Οι επεξεργασμένες κατευθύνσεις στην Ευρώπη, με τη συμμετοχή και του δικού μας ντόπιου κεφαλαίου, σε επίπεδο πολιτικών διαχειριστών σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικών είναι σαφείς. Φτήνεμα παραπέρα της εργατικής δύναμης, προκειμένου να ανταγωνιστεί σε διεθνές επίπεδο τα άλλα δύο κέντρα του ιμπεριαλισμού τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.

Το ήδη χαμηλό κόστος εργασίας - έτσι ονομάζεται ο άνθρωπος - εμπόρευμα στον καπιταλισμό - πρέπει να πέσει κι άλλο. Τώρα, λοιπόν, μέτρα συρρίκνωσης της αξίας της εργατιάς και για το λόγο ότι η ΟΝΕ και τα κριτήρια διατηρησιμότητας επιβάλλουν τη λογική τού ΟΛΑ για το κεφάλαιο. Στις ειδήσεις του «Αλφα» (7-5-01) ο Σταύρος Μπένος σε παρόμοιο ερώτημα ήταν αποκαλυπτικός, όχι τόσο για τη γνωστή κινδυνολογία του ότι σε πέντε χρόνια το σύστημα θα καταρρεύσει, αλλά στο ότι πρέπει να υπάρχει ένα επιχειρηματικό περιβάλλον αξιόπιστο για επενδύσεις που πρέπει από τώρα να διαμορφωθεί, αλλιώς επενδύσεις δε θα γίνουν. Και τα αφεντικά τους, όμως, είναι εξίσου αποκαλυπτικά. Στην ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δίνουν και παίρνουν οι απειλές και ταυτόχρονα κατευθύνσεις για μεταρρυθμίσεις στα συστήματα ασφάλισης λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, για εκτίναξη στα ύψη του λόγου ηλικιωμένων ατόμων προς τα άτομα σε ηλικία εργασίας, για δημοσιονομικούς κινδύνους, που συνδέονται με τις δημογραφικές εξελίξεις, το γνωστό ζούμε πολύ, και φυσικά δε λείπει η κατάληξη σε μέτρα που αφορούν κατ' ουσία τη μείωση των συντάξεων, την αύξηση των ορίων ηλικίας για σύνταξη και όλα εκείνα, τα οποία προσπαθεί η κυβέρνηση να εφαρμόσει στον τόπο μας εξοφλώντας, έτσι τις οφειλές της προς την άρχουσα τάξη της χώρας μας.

Το επίπεδο εμπιστοσύνης ενός κόμματος προς την κοινωνία είναι ζήτημα που κρίνεται στη βάση της άσκησης της εξουσίας στην πράξη. Ο Φιντέλ Κάστρο στις πρόσφατες γιορτές της Επανάστασης μιλούσε μπροστά στον ένοπλο λαό του (καταπιεσμένο και δυστυχισμένο κατά τους Δυτικούς), χωρίς φόβο αλλά με πάθος γιατί τέτοιοι είναι οι δεσμοί με τις μάζες σε επίπεδο λαϊκής εξουσίας.

Για την αστική πραγματικότητα, που διαχειρίζεται η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ο λαός, οι μαζικοί φορείς του παίρνονται υπόψη μόνο όταν πρόκειται στη βάση του ελέγχου που τους ασκούν να χρησιμοποιηθούν σαν στήριγμα της πολιτικής τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση μένουν στο περιθώριο. Το ίδιο ακριβώς έγινε με το Ασφαλιστικό. Καμιά οργάνωση δεν ενημερώθηκε για οτιδήποτε μήνες τώρα. Από τη μια χαρτιά ερμητικά κλειστά και από την άλλη σενάρια επί σεναρίων, προκειμένου να ελεγχθεί η κοινή γνώμη. Είναι πασιφανές ότι η κυβέρνηση όχι μόνο δεν τρέφει καμιά εμπιστοσύνη προς το λαό, αλλά το αντίθετο συμβαίνει. Διακατέχεται από το μόνιμο σύνδρομο των εχθρών του λαού, το φόβο του μαρξιστικού φαντάσματος να πλανάται πάνω από το κεφάλι της στη βάση της δράσης και ενεργοποίησης των μαζών.

Το αν το ΠΑΣΟΚ θεωρεί τέχνασμα ή όχι τον «κοινωνικό διάλογο» αυτό έχει ήδη φανεί σε μια σειρά τομείς όπως αυτόν της Παιδείας, της Υγείας, και κυρίως αυτόν των εργασιακών σχέσεων, όπου, αφού εγκλώβισε τις δυνάμεις συναίνεσης και υποταγής ΠΑΣΚΕ- ΔΑΚΕ και ΣΥΝ πέρασε τις μεσαιωνικού τύπου εργασιακές σχέσεις που καταργούν το 8ωρο, επιβάλλουν τη μερική απασχόληση, οικοδομούν το μοντέλο του ανθρώπου - λάστιχο και φυσικά είναι άρρηκτα δεμένες με τις εξελίξεις στο ασφαλιστικό σύστημα.

Για ποια διαφορά μπορεί να γίνεται λόγος ανάμεσα στον «προοδευτικό» πολιτικό χώρο και τις «συντηρητικές νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις», όταν είναι παγκοσμίως γνωστός ο σύγχρονος ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας στο να περνά τις νεοφιλελεύθερες συνταγές με άμβλυνση των κοινωνικών κραδασμών; Οι πρώτοι, άλλωστε, και μοναδικοί που έσπευσαν να συμφωνήσουν με την κυβέρνηση στο θέμα του Ασφαλιστικού ήταν οι βιομήχανοι με τον αντίστοιχο σύνδεσμό τους. Για να μη μιλήσουμε για τη βρώμικη δράση της σοσιαλδημοκρατίας στην υπόθεση του εγκλήματος κατά της Γιουγκοσλαβίας διά των γνωστών Μπλερ, Ντ' Aλέμα, Ζοσπέν, Σρέντερ και φυσικά Σημίτη.

Η απόδειξη της ευαισθησίας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ομολογουμένως είναι ευθέως ανάλογη των αποτελεσμάτων της πολιτικής του, η οποία, ανταγωνιστική με αυτή της ΝΔ ως προς την εξαθλίωση των εργαζομένων, πέτυχε να αυξήσει τους ανέργους στις 600.000, να οδηγήσει 2.000.000 Ελληνες να ζουν κάτω από το όριο φτώχειας και τους υπόλοιπους να δουλεύουν ήλιο με ήλιο, για να διατηρήσουν σε στοιχειώδη επίπεδα την υποτιμημένη πολλαπλά εργατική τους αξία. Στα πλαίσια αυτής της τής ευαισθησίας βλέπουμε με τον «τρομονόμο» και με τα νομοσχέδια που αφορούν την αντιμετώπιση των διαδηλώσεων να επανέρχεται το κράτος του αστυνόμου των περασμένων δεκαετιών και να αναβιώνει το σκωπτικό σύνθημα του εργατικού κινήματος: «Με ΜΑΤ και ΜΕΑ για μια Ελλάδα νέα».

Παρ' όλ' αυτά η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας με την πρόσφατη καθολική συμμετοχή στην απεργία δεν είπε θέλουμε διάλογο αλλά είπε ΟΧΙ στα μέτρα της κυβέρνησης. Δεν είπε ελάτε να συζητήσουμε τι θα μου κλέψετε αλλά ΑΡΝΟΥΜΑΙ να μου κλέψετε κι άλλα. Από εδώ πηγάζει και η ανησυχία της κυβέρνησης και των παρατρεχάμενων βουλευτών της.

Ετσι αυτή την περίοδο επιχειρείται η σαλαμοποίηση των προβλημάτων της Κοινωνικής Ασφάλισης, προκειμένου να καμφθούν οι αντιδράσεις, να περάσει όπου είναι δυνατόν το «διαίρει και βασίλευε» και η κυβερνητική προπαγάνδα για διάλογο από μηδενική βάση χωρίς προαπαιτούμενα και όρους. Από κοντά και οι της ΝΔ που πρώτοι έσπευσαν να υποστηρίξουν αυτή τη διαδικασία τόσο διά στόματος της κ. Κουτσίκου στο συνέδριο του ΕΚΑ, όσο και διά στόματος του κ. Ρουσόπουλου, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι το διάλογο με τα συνδικάτα εγκαινίασε πρώτη η ΝΔ. Καταϊδρωμένοι, όπως πάντα, και οι του ΣΥΝ για να επιβεβαιώσουν άλλη και φορά μόνοι τους την πολιτική ουράς που ακολουθούν.

Επί του πρακτέου όμως, αφού η προπαγάνδα της κ. βουλευτή και των άλλων επιμένουν σε αυτό το σημείο, επιχειρείται να συρθούν οι εργαζόμενοι σε ένα διάλογο, έχοντας απεμπολήσει τα αιτήματά τους για κατάργηση των αντιασφαλιστικών νόμων Σιούφα της ΝΔ, για μείωση των ορίων συνταξιοδότησης, για επιστροφή των κλεμμένων από το κεφάλαιο στα Ταμεία, για αποπληρωμή των οφειλών των ιδιωτών, για δημόσια καθολική και υποχρεωτική ασφάλιση, με παροχές υψηλού επιπέδου που θα χρηματοδοτείται από το κράτος και τους εργοδότες και για τόσα άλλα που θα καλυτέρευαν τη θέση των ασφαλισμένων.

Αυτή τη δοκιμασμένη συνταγή υπηρετεί και το γνωστό ρεφρέν, σύμφωνα με το οποίο εργάτες, εργοδότες και κυβέρνηση καλούνται να βαδίσουν χέρι χέρι. Είναι γεγονός ότι κατά το παρελθόν πολλοί εζήλωσαν την κατάργηση της πάλης των τάξεων και δεν πρωτοτυπεί ούτε η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ ούτε και οι άλλοι κυβερνητικοί υπάλληλοι των αστών. Δυστυχώς, όμως, γι' αυτούς το «κοπάδι που τα 'χει χαμένα» (Λίπμαν) εξακολουθεί να συντάσσεται όχι πια σαν κοπάδι, αλλά σαν οργανωμένη τάξη, που απειλεί να τους σαρώσει. Και για κακή τους τύχη υπάρχει κι ένα ΚΚΕ, που αργά και βασανιστικά χτίζει το λαϊκό μέτωπο, που αγωνίζεται μαζί με άλλες ταξικές δυνάμεις, με όλο το λαό, για να γίνουν τα σκοτάδια φως. Γι' αυτό και επιστρατεύονται όλα τα τεχνάσματα της αστικής προπαγάνδας για να ισχύσει αυτό που γράφει ο Τσόμσκι: «Η προπαγάνδα είναι για τη δημοκρατία ό,τι το ρόπαλο σε ένα ολοκληρωτικό κράτος».

Συμπερασματικά, λοιπόν, πρέπει να γίνει καθαρό σε όλους τους παρίες αυτής της ζωής ότι μόνο με την επιβολή του αγώνα μας και της δράσης μας μπορούμε να έχουμε κατακτήσεις. Αυτό απέδειξε η απεργία η προηγούμενη αυτό πρέπει να αποδειχτεί και σήμερα, 17 του Μάη, αλλά και στη συνέχεια. Ας επενδύσουμε στον ταξικό ανυποχώρητο αγώνα, αφού η τίγρη, για να θυμηθούμε τον Μπρεχτ, δε θα μας καλέσει στο τραπέζι της από ευγένεια για να της βγάλουμε τα δόντια.


Μάρκος ΣΚΟΥΦΑΛΟΣ



Ευρωεκλογές Ιούνη 2024
Μνημεία & Μουσεία Αγώνων του Λαού
Ο καθημερινός ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 1 ευρώ