Ας επιχειρήσουμε να αναλύσουμε, ως παράδειγμα τέτοιου λόγου, την πρόσφατη τοποθέτηση βουλευτή του ΠΑΣΟΚ στη Χίο, έτσι όπως δόθηκε από την ίδια, προφανώς, στη δημοσιότητα κατά την πρόσφατη κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματός της. Σταχυολογούμε:
«... τολμούμε γιατί έχουμε μάθει μέσα από μια μακροχρόνια και επίπονη πολλές φορές διαδρομή να μετρούμε τον εαυτό μας απέναντι στα προβλήματα... Γιατί τώρα; (εννοεί το Ασφαλιστικό)...... κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ έχουν εμπιστοσύνη στην κοινωνία... δε θεωρούμε τέχνασμα τον κοινωνικό διάλογο... Δεν είναι απλό θέμα χειρισμών, είναι ουσία, πολιτικό στίγμα, που διαχωρίζει τον προοδευτικό πολιτικό χώρο που εκπροσωπούμε από άλλες συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες αντιλήψεις... Η κυβέρνηση και το ΠΑΣΟΚ είναι ευαίσθητοι δέκτες των μηνυμάτων της κοινωνίας... Θεωρώ ότι ο δρόμος του διαλόγου, όπως τον έχουμε προτείνει, αποτελεί μοναδική διέξοδο και μάλιστα γίνεται αποδεκτός από τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας... είναι αναγκαία μια συνείδηση ευθύνης, σε όλους, πολιτικούς φορείς και κοινωνικές οργανώσεις...».
Επειδή για μας ο λόγος, γενικότερα η γλώσσα, δεν είναι μόνο όργανο επικοινωνίας, αλλά και άμεση διαλεκτική σύνδεση με τη σκέψη έτσι που η σκέψη να μεταφράζεται σε γλώσσα και η γλώσσα σε σκέψη (Βιγκότσκι), ας προσπαθήσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τα όσα εύηχα παραθέτει η βουλευτής, η οποία, για να μην την αδικήσουμε, είναι συνεπέστατη με τα όσα λένε και τα πρωτοκλασάτα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, οι ινστρούχτορες επικοινωνίας του και με τα όσα γράφει ο έντυπος και ηλεκτρονικός Τύπος των μεγαλοκαναλαρχών, βασικών βαστάζων της κυβερνητικής πολιτικής.
Αυτή η πολιτική, στα πλαίσια του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, επέτρεπε και επιτρέπει στην εργοδοσία να μην πληρώνει στα Ταμεία τις υποχρεώσεις της να προικοδοτείται δε από αυτά είτε άμεσα είτε έμμεσα, μέσω της εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο. Επομένως, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μετρά τον εαυτό της απέναντι στα προβλήματα με βάση την ταξική της θέση που είναι η διαχείριση των προβλημάτων υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου και της εργοδοσίας.
Τίθεται το ερώτημα, με αθώο ύφος, «γιατί τώρα». Μα γιατί έχουμε αργήσει και η Ευρωπαϊκή Ενωση αδημονεί. Οι επεξεργασμένες κατευθύνσεις στην Ευρώπη, με τη συμμετοχή και του δικού μας ντόπιου κεφαλαίου, σε επίπεδο πολιτικών διαχειριστών σοσιαλδημοκρατών και συντηρητικών είναι σαφείς. Φτήνεμα παραπέρα της εργατικής δύναμης, προκειμένου να ανταγωνιστεί σε διεθνές επίπεδο τα άλλα δύο κέντρα του ιμπεριαλισμού τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία.
Για την αστική πραγματικότητα, που διαχειρίζεται η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ο λαός, οι μαζικοί φορείς του παίρνονται υπόψη μόνο όταν πρόκειται στη βάση του ελέγχου που τους ασκούν να χρησιμοποιηθούν σαν στήριγμα της πολιτικής τους. Σε κάθε άλλη περίπτωση μένουν στο περιθώριο. Το ίδιο ακριβώς έγινε με το Ασφαλιστικό. Καμιά οργάνωση δεν ενημερώθηκε για οτιδήποτε μήνες τώρα. Από τη μια χαρτιά ερμητικά κλειστά και από την άλλη σενάρια επί σεναρίων, προκειμένου να ελεγχθεί η κοινή γνώμη. Είναι πασιφανές ότι η κυβέρνηση όχι μόνο δεν τρέφει καμιά εμπιστοσύνη προς το λαό, αλλά το αντίθετο συμβαίνει. Διακατέχεται από το μόνιμο σύνδρομο των εχθρών του λαού, το φόβο του μαρξιστικού φαντάσματος να πλανάται πάνω από το κεφάλι της στη βάση της δράσης και ενεργοποίησης των μαζών.
Το αν το ΠΑΣΟΚ θεωρεί τέχνασμα ή όχι τον «κοινωνικό διάλογο» αυτό έχει ήδη φανεί σε μια σειρά τομείς όπως αυτόν της Παιδείας, της Υγείας, και κυρίως αυτόν των εργασιακών σχέσεων, όπου, αφού εγκλώβισε τις δυνάμεις συναίνεσης και υποταγής ΠΑΣΚΕ- ΔΑΚΕ και ΣΥΝ πέρασε τις μεσαιωνικού τύπου εργασιακές σχέσεις που καταργούν το 8ωρο, επιβάλλουν τη μερική απασχόληση, οικοδομούν το μοντέλο του ανθρώπου - λάστιχο και φυσικά είναι άρρηκτα δεμένες με τις εξελίξεις στο ασφαλιστικό σύστημα.
Η απόδειξη της ευαισθησίας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ ομολογουμένως είναι ευθέως ανάλογη των αποτελεσμάτων της πολιτικής του, η οποία, ανταγωνιστική με αυτή της ΝΔ ως προς την εξαθλίωση των εργαζομένων, πέτυχε να αυξήσει τους ανέργους στις 600.000, να οδηγήσει 2.000.000 Ελληνες να ζουν κάτω από το όριο φτώχειας και τους υπόλοιπους να δουλεύουν ήλιο με ήλιο, για να διατηρήσουν σε στοιχειώδη επίπεδα την υποτιμημένη πολλαπλά εργατική τους αξία. Στα πλαίσια αυτής της τής ευαισθησίας βλέπουμε με τον «τρομονόμο» και με τα νομοσχέδια που αφορούν την αντιμετώπιση των διαδηλώσεων να επανέρχεται το κράτος του αστυνόμου των περασμένων δεκαετιών και να αναβιώνει το σκωπτικό σύνθημα του εργατικού κινήματος: «Με ΜΑΤ και ΜΕΑ για μια Ελλάδα νέα».
Παρ' όλ' αυτά η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας με την πρόσφατη καθολική συμμετοχή στην απεργία δεν είπε θέλουμε διάλογο αλλά είπε ΟΧΙ στα μέτρα της κυβέρνησης. Δεν είπε ελάτε να συζητήσουμε τι θα μου κλέψετε αλλά ΑΡΝΟΥΜΑΙ να μου κλέψετε κι άλλα. Από εδώ πηγάζει και η ανησυχία της κυβέρνησης και των παρατρεχάμενων βουλευτών της.
Επί του πρακτέου όμως, αφού η προπαγάνδα της κ. βουλευτή και των άλλων επιμένουν σε αυτό το σημείο, επιχειρείται να συρθούν οι εργαζόμενοι σε ένα διάλογο, έχοντας απεμπολήσει τα αιτήματά τους για κατάργηση των αντιασφαλιστικών νόμων Σιούφα της ΝΔ, για μείωση των ορίων συνταξιοδότησης, για επιστροφή των κλεμμένων από το κεφάλαιο στα Ταμεία, για αποπληρωμή των οφειλών των ιδιωτών, για δημόσια καθολική και υποχρεωτική ασφάλιση, με παροχές υψηλού επιπέδου που θα χρηματοδοτείται από το κράτος και τους εργοδότες και για τόσα άλλα που θα καλυτέρευαν τη θέση των ασφαλισμένων.
Αυτή τη δοκιμασμένη συνταγή υπηρετεί και το γνωστό ρεφρέν, σύμφωνα με το οποίο εργάτες, εργοδότες και κυβέρνηση καλούνται να βαδίσουν χέρι χέρι. Είναι γεγονός ότι κατά το παρελθόν πολλοί εζήλωσαν την κατάργηση της πάλης των τάξεων και δεν πρωτοτυπεί ούτε η βουλευτής του ΠΑΣΟΚ ούτε και οι άλλοι κυβερνητικοί υπάλληλοι των αστών. Δυστυχώς, όμως, γι' αυτούς το «κοπάδι που τα 'χει χαμένα» (Λίπμαν) εξακολουθεί να συντάσσεται όχι πια σαν κοπάδι, αλλά σαν οργανωμένη τάξη, που απειλεί να τους σαρώσει. Και για κακή τους τύχη υπάρχει κι ένα ΚΚΕ, που αργά και βασανιστικά χτίζει το λαϊκό μέτωπο, που αγωνίζεται μαζί με άλλες ταξικές δυνάμεις, με όλο το λαό, για να γίνουν τα σκοτάδια φως. Γι' αυτό και επιστρατεύονται όλα τα τεχνάσματα της αστικής προπαγάνδας για να ισχύσει αυτό που γράφει ο Τσόμσκι: «Η προπαγάνδα είναι για τη δημοκρατία ό,τι το ρόπαλο σε ένα ολοκληρωτικό κράτος».
Συμπερασματικά, λοιπόν, πρέπει να γίνει καθαρό σε όλους τους παρίες αυτής της ζωής ότι μόνο με την επιβολή του αγώνα μας και της δράσης μας μπορούμε να έχουμε κατακτήσεις. Αυτό απέδειξε η απεργία η προηγούμενη αυτό πρέπει να αποδειχτεί και σήμερα, 17 του Μάη, αλλά και στη συνέχεια. Ας επενδύσουμε στον ταξικό ανυποχώρητο αγώνα, αφού η τίγρη, για να θυμηθούμε τον Μπρεχτ, δε θα μας καλέσει στο τραπέζι της από ευγένεια για να της βγάλουμε τα δόντια.