Ο «Ριζοσπάστης» βρέθηκε στο Κάτω Σούλι, στη «Μανωλάδα» της Αττικής, συνομίλησε με τους μετανάστες εργάτες, πραγματοποιώντας «αυτοψία» στα χωράφια και τα σπίτια τους, όπου κατέγραψε τις άθλιες συνθήκες ζωής, την άγρια εκμετάλλευση από την εργοδοσία για ένα κομμάτι ψωμί.
Στην περιοχή του Μαραθώνα βρίσκονται μερικά από τα μεγαλύτερα θερμοκήπια και εκτάσεις καλλιέργειας ολόκληρης της Αττικής, όπου παράγουν κυρίως οπωροκηπευτικά, λαχανικά, τα οποία «τρέφουν» ολόκληρη τη χώρα, ενώ αρκετά εξάγονται και στο εξωτερικό. Η τεράστια αυτή παραγωγή και η κερδοφορία έχουν ως άλλη τους όψη τα μεροκάματα πείνας, τη 10ωρη και 12ωρη δουλειά των εργατών γης, τις εικόνες εξαθλίωσης στα παραπήγματα λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο της Αθήνας και από την ...«Αθηναϊκή Ριβιέρα». Οπως μας μετέφεραν χαρακτηριστικά, «τα αφεντικά έχουν ακριβά αυτοκίνητα και τεράστια σπίτια και τα βγάζουν από τη δική μας δουλειά».
Οι μετανάστες εργάτες που μίλησαν στον «Ριζοσπάστη» σημειώνουν ότι οι εργοδότες έχουν κάνει άτυπη συμφωνία μεταξύ τους, ώστε τα μεροκάματα να κυμαίνονται στα ίδια επίπεδα σε όλα τα κτήματα, προκειμένου κανείς να μην μπορεί να αναζητήσει κάτι καλύτερο. Στη συντριπτική πλειοψηφία τους αμείβονται με 16, 18 ή στην καλύτερη περίπτωση 20 ευρώ τη μέρα, ανεξάρτητα από το πόσες ώρες δουλεύουν στα χωράφια. Η «καθαρή» αμοιβή συχνά είναι ακόμα μικρότερη, μιας και το εργόσημο του ΟΓΑ που παίρνουν (όσοι είναι δηλωμένοι) κοστίζει 2 ευρώ, τα οποία αφαιρούνται από το μεροκάματο. Η απάντηση σε όσους προσπάθησαν μόνοι τους να διεκδικήσουν μεγαλύτερη αμοιβή ήταν «μη μιλάς εσύ», «άμα δεν σου αρέσει, φύγε», με την εργοδοσία βέβαια να γνωρίζει ότι ο εργάτης είναι εγκλωβισμένος και ότι αν φύγει, θα μπορεί να βρει τον επόμενο με το ίδιο μεροκάματο.
Εντελώς απροστάτευτοι είναι και απέναντι στην πανδημία του κορονοϊού, αλλά και κατά τη διάρκεια της δουλειάς τους. Μάσκες, αντισηπτικά και γάντια δεν εμφανίστηκαν ούτε για δείγμα καθ' όλη την περίοδο της πανδημίας, αλλά και πέραν τούτου, όσοι ασχολούνται με φυτοφάρμακα και άλλες επικίνδυνες για τον ανθρώπινο οργανισμό χημικές ουσίες, δεν έχουν ούτε τα ειδικά γάντια που απαιτούνται, ούτε γαλότσες. Αν κάποιος που δεν έχει ακόμα χαρτιά, αρρωστήσει, και χρειαστεί να πάει σε νοσοκομείο ή χρειαστεί νοσηλεία, παίρνει τα έγγραφα κάποιου συναδέλφου του που έχει. Και μέσα σε αυτές τις συνθήκες δουλειάς, προσπαθούν όσο πιο συχνά μπορούν να στέλνουν χρήματα στις οικογένειές τους στην πατρίδα τους, προκειμένου να τους βοηθήσουν να επιβιώσουν.
Στην πλειοψηφία τους, τα «σπίτια» αυτά, τα νοικιάζουν στους εργάτες οι ίδιοι οι εργοδότες τους, σε τιμές 250 - 300 ευρώ το μήνα, συνήθως «μαύρα». Λίγο δίπλα από τα παραπήγματα που στοιβάζονται οι μετανάστες, βλέπει κανείς βίλες και μεζονέτες, φρεσκοβαμμένες, με ιδιωτικά γηπεδάκια μπάσκετ και όμορφα λουλούδια. Είναι κατά κύριο λόγο τα σπίτια των εργοδοτών, τα οποία επίσης τα έχουν χτίσει οι μετανάστες, καθώς πολλοί για να συμπληρώνουν ένα εισόδημα κάνουν ό,τι δουλειά βρίσκουν.
Οι μετανάστες εργάτες γης στην Ανατολική Αττική αποτελούν ένα από τα πιο εξαθλιωμένα τμήματα της εργατικής τάξης, θύματα άγριας εκμετάλλευσης και εργοδοτικής ασυδοσίας. Μόλις το Γενάρη του 2020 εργοδότης είχε πυροβολήσει με καραμπίνα Ινδούς μετανάστες εργάτες γης οι οποίοι του ζήτησαν τα δεδουλευμένα τους, τραυματίζοντας δύο απ' αυτούς.
Μπροστά μάλιστα στην απεργία της 10ης Ιούνη οι μετανάστες οργανώνουν τη συμμετοχή τους, με το Συνδικάτο Τροφίμων - Ποτών, γιατί μπορεί ο εργάσιμος χρόνος να έχει «διευθετηθεί» εδώ και χρόνια με το εργοδοτικό ξεσάλωμα, αλλά έχουν δεκάδες λόγους να βγουν στην πάλη, για καλύτερους όρους ζωής και δουλειάς.