Αντιμέτωπα με μια σκληρή πραγματικότητα τα λαϊκά στρώματα, οι βιοπαλαιστές αγρότες | Μεγάλη η καταστροφή στην ελαιοκαλλιέργεια
Αλλη μια περιοχή που αυτό το καλοκαίρι έγινε στάχτη, ως αποτέλεσμα της πολιτικής όλων διαχρονικά των κυβερνήσεων, που αντιμετωπίζουν την πρόληψη και τη δασοπροστασία ως κόστος και τον δασικό πλούτο ως πεδίο για την ανάπτυξη επιχειρηματικής δράσης.
Η φωτιά στα τέλη Ιούλη στην Ανατολική Μάνη, που πέρασε «στα ψιλά» της δημοσιότητας, αφού την ώρα της μεγάλης καταστροφής (αρχές Αυγούστου) τα φώτα είχαν στραφεί στην τραγωδία που βίωναν τις ίδιες μέρες η Εύβοια και η Βόρεια Αττική, έχει μια ιδιαιτερότητα:
Στη μεγάλη ζημιά που έχει γίνει με βάση τις πρώτες καταγραφές, στα πάνω από τα 100.000 στρέμματα καμένης έκτασης ενός πολυσύνθετου οικοσυστήματος (με έλατα, καστανιές, ρείκια και φρύγανα, θυμάρια) περιλαμβάνονται σε πολύ μεγάλο βαθμό - μπορεί και στο 50% - ελαιόδεντρα, το βασικό προϊόν της περιοχής, αλλά και άλλες καλλιέργειες, αμπέλια, σύκα, οπωροφόρα κ.λπ., ενώ το πλήγμα είναι μεγάλο στην κτηνοτροφία και τη μελισσοκομία. Για την ελιά το μέγεθος της καταστροφής είναι τεράστιο, αφού υπολογίζονται γύρω στα 500.000 τα καμένα δέντρα που είτε θα κοπούν από τη ρίζα είτε θα εκχερσωθούν.
Η φωτιά ξεκίνησε από το βουνό στην περιοχή της Παναγιάς της Γιάτρισσας στον Ταΰγετο και κατευθύνθηκε προς Σελεγούδι και Αγιο Νικόλαο, όπου υποτίθεται πως ελέγχθηκε.
Ωστόσο μια αναζωπύρωση, η έλλειψη επαρκών πυροσβεστικών μέσων, η παντελής έλλειψη μέτρων πρόληψης (καθαρισμοί δασών, αραίωση, αντιπυρικές ζώνες) οδήγησαν σε μια νέα πολύ μεγάλη καταστροφή. Η φωτιά στο πέρασμά της, ανάλογα τον αέρα, σάρωσε ολόκληρες περιοχές και έκαιγε επί πέντε μέρες, για να σβήσει τελικά στη θάλασσα, στο Μαυροβούνι, δίπλα από το Γύθειο.
Κοιτώντας τον χάρτη, η απόσταση που κάλυψε η φωτιά είναι πάνω από 40 χιλιόμετρα, σαρώνοντας 24 χωριά, όπου έχουν καεί με τα έως τώρα στοιχεία και 77 σπίτια. Εκτός από το δάσος καταστράφηκαν τα λιόδεντρα που ήταν φορτωμένα με την ψιλή κορωνέικη ελιά που δίνει το εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο της περιοχής, αλλά και δέντρα με επιτραπέζια ελιά, ποικιλίας Καλαμών.
Οπως μας λέει ο Βασίλης Βρουλίτης, η Ομοσπονδία των Αγροτικών Συλλόγων πολύ πριν από την αντιπυρική περίοδο είχε επιστήσει την προσοχή σε δημοτικές και περιφερειακές αρχές, όπως και στις κρατικές υπηρεσίες για μέτρα δασοπροστασίας. Είχε επίσης οργανώσει κινητοποίηση τον Μάη, διεκδικώντας τέτοια μέτρα και αντιμετώπισε όπως σε όλη την Ελλάδα την ίδια αδιαφορία από το κράτος.
Τα τρία δασαρχεία του Νομού Λακωνίας είναι αποδυναμωμένα, χωρίς το αναγκαίο προσωπικό για τις απαραίτητες εργασίες πρόληψης και συντήρησης. Η Πυροσβεστική επίσης με μεγάλες ελλείψεις, πεπαλαιωμένα μέσα και σχεδόν ανύπαρκτα εναέρια (οι κάτοικοι ανέφεραν μόνο την παρουσία ενός ελικοπτέρου). Επομένως με αυτά τα δεδομένα το έγκλημα ήταν προδιαγεγραμμένο.
Η τακτική του κρατικού μηχανισμού ήταν κι εδώ η ίδια, όπως παντού: Εκκένωση οικισμών και «γαία πυρί μιχθήτω». Οσα σπίτια σώθηκαν στα χωριά που επισκεφτήκαμε ήταν λόγω της άρνησης των κατοίκων να τα εγκαταλείψουν και κυρίως οι πιο νέοι - στην πρώτη γραμμή βρέθηκαν οι αγωνιστές βιοπαλαιστές αγροτοκτηνοτρόφοι της περιοχής μέλη του Αγροτοκτηνοτροφικού Συλλόγου Λακωνίας - που με ό,τι μέσα είχαν, νερό όπου υπήρχε, τρακτέρ, δεξαμενές, συνέδραμαν τις λιγοστές πυροσβεστικές δυνάμεις.
Ωστόσο, τα λαϊκά στρώματα, αγρότες, κτηνοτρόφοι, εργάτες γης, αλλά και αυτοαπασχολούμενοι έμποροι, ασχολούμενοι με τον τουρισμό σε χωριά και μεγαλύτερες πόλεις, βρίσκονται ήδη αντιμέτωποι με μια σκληρή πραγματικότητα, που σε πολλές περιπτώσεις θέτει ζήτημα επιβίωσης. Και δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που η περιοχή πλήττεται από πυρκαγιές. Το 2007 σε δασική πυρκαγιά θρήνησε και 5 ανθρώπους, το 2017 στον Κότρωνα κάηκαν σπίτια και χωράφια, το 2020 αγροτολιβαδικές εκτάσεις.
Στον πρώτο σταθμό, στο καφενείο του χωριού Πλάτανος, συναντάμε τον Γιάννη Κουτράκο, γραμματέα του Αγροτοκτηνοτροφικού Συλλόγου Λακωνίας. Ενα νέο παιδί, που παρά την καταστροφή που έχει συμβεί στο χωριό και φτάνει το 90%, στα μάτια και στα λόγια του βλέπεις τη διάθεση για αγώνα. Εδωσε τη μάχη με τη φωτιά και τώρα συμμετέχει στην προσπάθεια για οργανωμένη παρέμβαση και διεκδίκηση.
«Θα διεκδικήσουμε με κάθε μέσο να μείνουμε στον τόπο μας, να συνεχίσουμε να παράγουμε», μας λέει και μας εξηγεί ότι ως Σύλλογος, σε συντονισμό με όλους τους κατοίκους, θα προχωρήσουν τις επόμενες μέρες στη συγκρότηση Επιτροπής Αγώνα Πυρόπληκτων για πραγματικά μέτρα αποκατάστασης.
Εξηγώντας τη γραφειοκρατική διαδικασία, μας λέει ότι πρέπει να γίνει πρώτα η αίτηση, μετά ο έλεγχος και μετά οι αποζημιώσεις. Ωστόσο, μέχρι το Σάββατο 4/9 δεν είχαν έρθει τα συνεργεία του ΕΛΓΑ.
Ο Βασίλης και ο Δημήτρης προσθέτουν στην κουβέντα και το ζήτημα των πολλών ερωτηματικών και παγίδων που υπάρχουν στις εξαγγελίες, όπως για το ζήτημα της ιδιοκτησίας των χωραφιών, των ανθρώπων που κόβονται αν δεν έχουν μόνιμη κατοικία στην περιοχή, των «κατ' επάγγελμα» αγροτών, όταν είναι γνωστό ότι σε πολλές περιοχές οι κάτοικοι για να επιβιώσουν απασχολούνται και σε άλλες εργασίες.
Επίσης, μεγάλο πρόβλημα είναι αυτό που αντιμετωπίζουν οι κτηνοτρόφοι στα ορεινά κυρίως της περιοχής όπου κάηκαν βοσκοτόπια και είναι επιτακτική η ανάγκη για ζωοτροφές. Ενώ για τα επόμενα 7 χρόνια με την αναδάσωση, τα εδάφη αυτά δεν θα μπορούν να βοσκηθούν.
Επίσης καταστροφές έγιναν και στη μελισσοκομία. Στην περιοχή βρίσκονταν 10.000 σμήνη και υπήρξαν καταστροφές σε πάνω από 1.475, ενώ αυξάνεται το κόστος στις μεταφορές για να πάνε τα μελίσσια σε άλλα μέρη.
Κλείνοντας τη συζήτηση, κυριαρχεί το αίσθημα ότι «θα παλέψουμε, δεν το βάζουμε κάτω» και τονίζεται η ανάγκη «να παρθούν άμεσα αντιπλημμυρικά αντιδιαβρωτικά μέτρα». Δίπλα ακριβώς περνάει ένας χείμαρρος, παραπόταμος του Σμύνους και με καμένα τα γύρω βουνά, ο κίνδυνος για άλλη καταστροφή από πλημμύρα είναι παραπάνω από υπαρκτός.
Στη διαδρομή προς τα πιο ορεινά, την κοινότητα Κονακίων, βλέπουμε πανοραμικά την καταστροφή σχεδόν στο 100%, αλλά και τα ανεπαρκή μέτρα πρόληψης. Ακόμα και οι δεξαμενές νερού - υποτίθεται για την ώρα της φωτιάς - ήταν πλαστικές (!) και βέβαια εξαφανίστηκαν από το ισχυρό θερμικό φορτίο.
Εξω από τα Κονάκια συναντάμε τον Γιάννη Δριβάκο, νέο αγρότη μελισσοκόμο, που είχε μεγάλες ζημιές από τη φωτιά και μας μετέφερε τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει.
Για να καταλάβετε, μόνο η αντικατάσταση των κυψελών κοστίζει γύρω στα 130 η κυψέλη με το σμήνος, δηλαδή 18.850 ευρώ, πέρα από την παραγωγή που χάθηκε, ενώ τώρα δεν μπορούμε να πάμε ούτε και στην Εύβοια που πηγαίναμε. Πρέπει οι κυβερνώντες, οι υπηρεσίες να σκύψουν στα προβλήματά μας για να μπορέσουμε να σταθούμε στον τόπο μας.
Αυτά που λένε ότι θα δώσουν είναι ελάχιστα. Εγώ τον αγαπάω αυτόν τον τόπο, εδώ έχω μεγαλώσει, θέλω να μείνω, να ζήσω την οικογένειά μου. Αλλά θέλουμε στήριξη για να μπορέσουμε να ξεπεράσουμε αυτό το χτύπημα. Και πρέπει να πάρουν και προληπτικά μέτρα, να ενισχύσουν την Πυροσβεστική, τη Δασική Υπηρεσία για να μην ξαναζήσουμε τέτοιες καταστροφές. Χάσαμε ένα πανέμορφο οικοσύστημα, έλατα ύψους 40 μέτρων, που δεν νομίζω να προλάβω να δω να ξαναγίνονται. Ζήσαμε τραγικές στιγμές, δεν είχε μέσα, μόνο "εκκενώνανε τα χωριά", αλλά εμείς οι πιο νέοι μείναμε και σώσαμε ό,τι σώθηκε από σπίτια».
Σχετικά με τις δύσκολες ώρες της φωτιάς, ως παλιός εποχικός πυροσβέστης σημειώνει: «Στις 5 Αυγούστου, ενώ η φωτιά καίει ήδη μέρες πριν στην κοινότητα Σμύνους, αν υπήρχε ένα ελικόπτερο, ένα αεροπλάνο στον αρχαιολογικό χώρο Πολιάραβος θα μπορούσε να γλιτώσουμε την τεράστια καταστροφή που βλέπουμε τώρα. Επίσης, τα αυτοκίνητα που έχει η Πυροσβεστική Γυθείου είναι αρχαιοτάτων χρόνων, σαράβαλα.
Ετσι το πρώτο μέλημα είναι να φέρουν καινούργια αυτοκίνητα και μέσα, για να μπορούν να είναι λειτουργικά και σε κάθε περιοχή να υπάρχει διαθέσιμο αεροσκάφος που θα επεμβαίνει γρήγορα. Και να σημειώσω ότι έβλεπα περισσότερους αστυνομικούς από πυροσβέστες. Μάλιστα, όταν μας είπανε να εκκενώσουμε το χωριό, τους είπαμε φύγετε εσείς και θα μείνουν όσοι πρέπει να μείνουν. Και στο χωριό μας το ότι δεν κάηκαν εκτός από 3-4 αποθήκες ήτανε γιατί μείναμε περίπου 40 άτομα, που είχαμε να αντιμετωπίσουμε ένα μέτωπο τρία χιλιόμετρα και ευτυχώς ήρθε κατά δόσεις».
Στο Μαυροβούνι και στη θάλασσα που κατέληξε να σβήσει η φωτιά, απειλήθηκαν κάμπινγκ, επιχειρήσεις τουρισμού και εστίασης, ενώ πολλές ήταν οι καταγγελίες ότι με το μπάχαλο που κυριάρχησε όταν δινόταν η εντολή εκκένωσης, δημιουργήθηκε τέτοιος πανικός σε τουρίστες που βρίσκονταν εκεί, που μάλλον από καθαρή τύχη δεν υπήρξαν θύματα.
Χαρακτηριστικό επίσης είναι ότι οι δημοτικές αρχές της ΝΔ έχουν έτοιμα τα σχέδια για το «πάρτι» των εργολάβων στα καμένα σε όλους τους τομείς, μεταξύ άλλων και για τη μεγάλη μπίζνα της αναδάσωσης.
Οπως σημείωσε ο Δ. Αναστασάκος, «οι κομμουνιστές παντού στο δήμο, στην Περιφέρεια, στα χωριά, θα δώσουμε τη μάχη, μέσα από τους Συλλόγους, τους φορείς, τις Επιτροπές Αγώνα που πρέπει να δημιουργηθούν παντού, για να διεκδικηθούν και καταβληθούν αποζημιώσεις στο 100% των ζημιών, στήριξη των παραγωγών για να συνεχίσουν να παράγουν.
Και ταυτόχρονα θα δώσουμε τη μάχη των συμπερασμάτων, για τις πραγματικές αιτίες αυτής της καταστροφής, για τις προϋποθέσεις που απαιτούνται σήμερα ώστε να μην καιγόμαστε το καλοκαίρι και πνιγόμαστε τον χειμώνα. Για την ανάγκη σύγκρουσης με τη στρατηγική του κεφαλαίου που υπηρετούν όλα τα αστικά κόμματα. Για να σταματήσουν η πρόληψη, η πυροπροστασία να είναι κόστος, να ικανοποιηθούν οι σύγχρονες διευρυμένες λαϊκές ανάγκες με βάση τις τεράστιες δυνατότητες της εποχής».